De signis Odysseae

Aristonicus of Alexandria

Aristonicus. Aristonici Περὶ Σημίων Ὀδυσσείας. Carnuth, Otto, editor. Leipzig: Hirzel, 1869.

229.

ἀσπαίροντα λάων.

†) ὁ μὲν Ἀρίσταρχος ἀπολαύων, ἀπολαυστικῶς ἔχων. ὁ δὲ Κράτης λάων φησὶν ἀντὶ τοῦ βλέπων· ὅθεν κατα στέρησιν ἀλαὸς ὁ τυφλός V.

Quae de cognato vocabulo λάρυξ Orion Etym. p. 94 excerpsit ex Aristonico ἐν τῷ περὶ σημείων Ὀδυσσείας: ὁ λάρυξ λαιμός· διὰ γὰρ τούτων, τοῦ λαιμοῦ καὶ λάρυγγος, τὴν ἀπόλαυσιν ἔχομεν τῶν τροφῶν. οὕτως Ἀριστόνικος ἐν τῷ περὶ σημείων Ὀδυσσείας — ex scholio integriore ad hunc versum deprompta esse coniecit Lehrsius Ar. p. 3. cf. L. Ar. 151. Apoll. l. h. 107, 15. Eust. 1863, 42.

Versibus 304-307 appicti fuerunt asterisci cf. ad ξ 159 et 162. In G cod. v. 308 habet obelum.

343.

οὐδέ τί μοι ποδάνιπτρα ποδῶν ἐπιήρανα θυμῷ γίγνεται.

†) τὰ ἐπικουρητικὰ τῆς ψυχῆς. Sic Aristarchus teste Apoll. I. h. 73, 11, qui (contra Eust. 1867, 29) ἐπίηρ’ ἀνὰ θυμῷ legit.

346-48.

εἰ μή τις γρῆυς ἔστι παλαιή, κεδνὰ ἰδυῖα, ἥ τις δὴ τέτληκε τόσα φρεσίν, ὅσα τ’ ἐγώ περ· τῇ δ’ οὐκ ἂν φθονέοιμι ποδῶν ἅψασθαι ἐμεῖο.

*) ἀθετοῦνται οἱ τρεῖς, πρῶτον μὲν ὅτι αἱρεῖται τὴν δυναμένην ἐπιγνῶναι· εἶτα δὴ καὶ γέλοιον τὸ ἥτις δὴ τέτληκε; τίς γὰρ φθονεῖ τῶν μὴ σπουδαίων; MN. Vind. 56. μή addidit Barnes. Obeli sunt in G appicti, athetesin τῶν παλαιῶν commemorat etiam Eust. 1867, 13.

378.

ἐπεί μοι ὀρώρεται ἔνδοθι θυμός || κήδεσιν.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι] ἀντὶ τοῦ διὰ τὰ σὰ κήδεα B. cf. ι 19. Ε 875. F. Ar p. 25.

393.

τήν ποτέ μιν σῦς ἤλασε λευκῷ ὀδόντι.

†) τύψας ἐποίησε B. cf. L. Ar. 65. ε 132. η 250. σ 91.

450.

λικριφὶς ἀίξας.

Fuit diple ὅτι δὶς κέχρηται τῇ λέξει, νῦν καὶ ἐν Ἰλιάδι (Ξ 463). σημαίνει δὲ πλάγιος ὁρμήσας, ἀπὸ τοῦ λέχριος, κατὰ κοινωνίαν τῶν συμφώνων. cf. Ar. ad Ξ 450.

498.

καὶ αἳ νηλείτιδές εἰσι.

†) Ἀρίσταρχος τοὺς πολυαμαρτήτους, τοῦ νη ἐπιτατικοῦ ὄντος B. cf. ad π 317. Apoll. l. h. 116, 37.

518. cf. not. 1.

537.

καί τέ σφιν ἰαίνομαι εἰσορόωσα.

Notata fuit praepositio ἐπὶ omissa, σφιν pro ἐπ’ αὐτοῖς cf. ad Κ 277. F. Ar. 27.

560.

ἤτοι μὲν ὄνειροι ἀμήχανοι.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι ἀμήχανοι ἀντὶ τοῦ] προς οὓς μηχανὴν εὑρεῖν οὐκ ἔστιν V. cf. L. Ar. 146.

4.

Εὐρυνόμη δ’ ἄρ’ ἐπὶ χλαῖναν βάλε κοιμηθέντι. ἔνθ’ Ὀδυσεὺς . . . κεῖτ’ ἐγρηγορόων.

Nota fuit, Homerum discrimen facere inter verba κοιμηθῆναι et ὑπνῶσαι, cf. ad Η 482, ubi est diple etiam propter hunc locum L. Ar. 114.

63.

αὐτίκα νῦν ἢ ἔπειτα.

Quod legitur in V sic corrigendum esse videtur: τὸ ἔπειτα ἀντὶ τοῦ μετὰ ταῦτα· ἀντιδιέσταλται γοῦν τὸ αὐτίκα. cf. ad Ψ 551. L. Ar. 151.

66.

ὡς δ’ ὅτε Πανδαρέου κούρας ἀνέλοντο θύελλαι.

*) [ἡ διπλῆ ότι] τὸ δὲ περιττόν H. cf. ad β 6.

104. not. 1.

132.

ἐμπλήγδην ἕτερόν γε τίει.

†) ἐν τῷ Υ τῆς Ὀδυσσείας ὑπομνήματι ὁ Ἀρίσταρχος εὐμεταβόλως. Apoll. l. h. 67, 28. L. Ar. 152.

202.

ἐπὴν δὴ γείνεαι αὐτός.

†) γεννήσῃς V. Sic Ar. interpretatum esse hanc formam apparet ex Ar. ad

T 26, ubi est diple periestigmene contra Zenodotum, qui legit formam διὰ τὸ ῑ scriptam ἐγγίνωνται.

321.

Ἀγέλαος.

Fuit διπλῆ πρὸς τὴν ὁμωνυμίαν. Agelaum interfecit Hector cf. Λ 302, ubi commemoratur hic Agelaus, unus ex procis.

383.

ἐς Σικελοὺς πέμψωμεν.

†) ἐγινώσκετο ἄρα τὰ κατὰ τοὺς Σικελούς. οὐκ εἰκὸς οὖν ἐκεῖ τὴν πλάνην γεγονέναι V. cf. Eust. 1896, 45. L. Ar. 244.