De signis Odysseae

Aristonicus of Alexandria

Aristonicus. Aristonici Περὶ Σημίων Ὀδυσσείας. Carnuth, Otto, editor. Leipzig: Hirzel, 1869.

17.

οὐδὸς δ’ ἀμφοτέρους ὅδε χείσεται.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι τὸ χείσεται σημαίνει] χωρήσει· ἔνθεν καὶ χειὰ ἡ κατάδυσις τῶν ὄφεων BQV. cf. ad Χ 93. L. Ar. 144.

19.

ὄλβον δὲ θεοὶ μέλλουσιν ὀπάζειν.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι τὸ μέλλουσιν ἀντὶ τοῦ] ἐοίκασι QV. cf. α 232. L. Ar. 120.

27.

γρηῒ καμινοῖ ἶσος.

†) τῇ καμινοκαυστρίᾳ, τῇ φρυττούσῃ τὰς κριθὰς πρὸς τὸ ποιῆσαι ἄλευρα. οὕτως Ἀρίσταρχος BHQ. Vind. 133. Item Eust. et Apoll. qui interpretantur καμινεύτριαν pro καμινοκαύστριαν.

43.

κέκλυτέ μευ, μνηστῆρες ἀγήνορες.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι τὸ ἀγήνορες] νῦν οἱ ἄγαν ἀνδρεῖοι QV. L. Ar. 146. Ι 699.

44.

γαστέρες αἵδ’ αἰγῶν κέατ’ ἐν πυρί.

†) ἐν πυρὶ ἀντὶ τοῦ παρὰ πυρί· οὕτως Ἀρίσταρχος. ὁ δὲ Ἀριστοφάνης ἐν πυρί, ἐν τῷ καταφωτιζομένῳ τόπῳ, ὡς ἐν Ἰλιάδι αὐτὰρ ὅγε κρεῖον μέγα κάββαλεν ἐν πυρὸς αὐγῇ (Ι 206) BQ. cf. Ar. ad Ι 206, ubi haec interpretatio ad Aristarchum refertur, non ad Aristophanem. An scholiasta nomina commutavit? cf. ad ψ 89.

56.

μή τις ἐπ’ Ἴρῳ ἦρα φέρων.

†) ἐπίηρά ἐστι τὸ ἐντελές, καὶ ἐν Ἰλιάδι μητρὶ φίλῃ ἐπίηρα, ὁ μεσολαβήσας τῷ ὀνόματι εἶπεν H. Significat τὴν μετὰ χάριτος ἐπικουρίαν, recentiores pro χάριν. cf. Ar. ad Α 572. L. Ar. 111. Apoll. l. h. 73, 11.

79.

βουγάϊε.

Fuit diple periestigmene, quod Zenodotus dedit βουγήϊε cf. ad Ν 824.

Versibus 84-85 appicti fuerunt asterisci, cf. ad v. 115-116.

91.

ἢ ἐλάσει’.

†) πλήξει βαλών V. cf. ε 132. L. Ar. 65.

95.

δή τότ’ ἀνασχομένω ὁ μὲν ἤλασε . . Ἶρος, ὁ δέ.

*) [ἡ διπλῆ πρὸς τὴν ἐναλλαγὴν πτώσεως.] ἔστι δὲ ἀντὶ τοῦ ἀνασχομένων H. cf. F. Ar. 19.

100.

γέλῳ ἔκθανον.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι ἀντὶ τοῦ] ὑπὸ γέλωτος ἀπέθανον HGI. cf. F. Ar. 24.

106.

κοίρανος εἶναι.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι ἀπαρεμφάτῳ χρῆται ἀντὶ προστακτικοῦ, εἶναι] ἀντὶ τοῦ ἔσο Q.

cf. F. Ar. 14. α 291. ἔσσο legitur apud Homerum α 392. γ 200.

115-116.

ἐν δήμῳ· τάχα γάρ μιν ἀνάξομεν ἠπειρόνδε εἰς Ἔχετον βασιλῆα, βροτῶν δηλήμονα πάντων.

*) οὗτοι οἱ β′ ἐκ τῶν ἄνωθεν (84-85) μετήχθησαν· ἐκεῖ μὲν γὰρ προτρέπων φοβεῖ, ἐνταῦθα δὲ ἀπάνθρωπον τελέως τὸ ἡμιονήπια (?) τελεῖν. διὸ περιγράφονται H.

117.

χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῖος Ὀδυσσεύς.

Fuit diple ὅτι ἐπὶ τῇ φήμῃ οἰωνισάμενος ἔχαιρεν· προείρηκε γὰρ Ζεύς τοι δοίη ξεῖνε, ὅττι μάλιστ’ ἐθέλεις. cf. Ar. ad Ξ 223.

128.

ἐπητῇ δ’ ἀνδρὶ ἔοικας.

†) δεινῷ εἰπεῖν ἢ λογίῳ παρὰ τὰ ἔπη V. cf. ad ν 332.

130.

οὐδὲν ἀκιδνότερον.

Fuit diple periestigmene contra Zenodotum, qui scripsit οὐθ’ ἕν cf. Eust. 1841, 22. Ammon. de diff. p. 105 s. v. οὐδέν.

138.

καὶ γὰρ ἐγώ ποτ’ ἔμελλον ὄλβιος εἶναι.

*) [ἡ διπλῆ ὅτι τὸ ἔμελλον ἀντὶ τοῦ] ἐῴκειν Q. cf. L. Ar. 190. α 232.

154.

δὴ γὰρ κακὸν ὄσσετο θυμός.

†) προεμηνύετο Q. cf. Χ 356. Ω 172. Α 105. L. Ar. 87.

192.

κάλλεϊ μέν οἱ πρῶτα.

†) νῦν τὰ μύρα V. cf. Ar. ad Ξ 171, ubi est diple ὅτι μύρον μὲν οὐκ ὀνομάζει, τεθυμιαμένον δὲ ἔλαιον τὸ μύρον λέγει, ὥστε εἰδέναι μὲν τὴν χρῆσιν, τὸ δὲ ὄνομα μή. λέγει δέ που καὶ (Ψ 186) ῥοδόεντι δὲ χρῖεν ἐλαίῳ καὶ (σ 192) κάλλεϊ μέν οἱ πρῶτα μύρου τι γένος ὀνοματοποιήσας. cf. L. Ar. 198. 333. Eust. 1843, 8.

197.

ἡ μὲν ἄρ’ ὧς ἔρξασ’ ἀπεβήσετο δῖα θεάων.

Fuit diple periestigmene propter Zenodoti lectionem δῖ’ Ἀφροδίτη, cf. schol. H Vind. 133 et Duentzer p. 106, qui scholion ad v. 190 refert.

229.

ἐσθλά τε καὶ τὰ χέρηα· πάρος δ’ ἔτι νήπιος ἦα.

†) ἠθέτει καὶ Ἀρίσταρχος H. La Roche commutavit Ἀριστοφάνης, nescio quam ob caussam.