De signis Odysseae
Aristonicus of Alexandria
Aristonicus. Aristonici Περὶ Σημίων Ὀδυσσείας. Carnuth, Otto, editor. Leipzig: Hirzel, 1869.
445-46.
Σκύλλην δ’ οὐκέτ’ ἔασε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε εἰσιδέειν· οὐ γάρ κεν ὑπέκφυγον αἰπὺν ὄλεθρον.
†) νοθεύονται δύο· τί γὰρ εἰ εἶδεν ὅπου οὐ δύναται ὁρμᾶν ἡ Σκύλλα, ἀλλ’ ἐνίδρυται τῷ σπηλαίῳ; ὡς ἐκ τῶν λόγων τῆς Κίρκης ἔστι μαθεῖν· εἰ γὰρ ἐβούλετο διὰ τῆς Χαρύβδεως πλεῖν ὁ Ὀδυσσεύς, οὐκ ἂν ἠδικήθη ὑπὸ τῆς Σκύλλης, ὡς ἀνημμένης τῷ σπηλαίῳ QH. Vind. 133. cf. ad v. 89. 124-126.
4. cf. not. 1.
5.
τῷ σ’ οὔ τι παλιμπλαγχθέντα γ’ ὀίω.
†) ὀπισθόρμητον γενόμενον V.
cf. L. Ar. 91. Hic posui propter rectam vocabuli πάλιν interpretationem, quod nusquam rursus significat, sed retro. Ad Λ 326 Ar. παλινορμένω explanat ἀντὶ τοῦ ὀπίσω ὁρμῶντες ὡς παλιμπλαγχθέντες. cf. ε 27, 429.
τῷ σ’ οὔτι: ἀντὶ τοῦ διὰ τό σε, ὅ ἐστι διὰ τοῦτό σεH. Fortasse est Aristarcheum, etiam Ε 875 dativum esse pro διά cum accusativo statuit. cf. ι 19.
25. *) ὅτι οἱ ἑστιώμενοι τοῖς ἑστιῶσι προπίνουσι παρὰ τῷ ποιητῇ H. cf. ad υ 57. Ι 224.
35.
ὣς Ὀδυσῇ’ ἀσπαστόν.
†) τὸ πλῆρες Ὀδυσῆι, ὡς ἥρωι Λαομέδοντι (Η 453) Η. cf. ad Η 453. θ 483.
39. cf. not. 2.
57.
χαῖρέ μοι ὦ βασίλεια διαμπερές.
*) ὅτι οἱ ἑστιώμενοι παρ’ Ὁμήρῳ τοῖς ἑστιῶσι προπίνουσιν, ὡς Ὀδυσσεὺς Ἀχιλλεῖ καὶ Εὐμαίῳ ὁ αὐτὸς H. cf. ad v. 25. Ι 224.
78.
ἀνακλινθέντες ἀνεῤῥίπτουν ἅλα πηδῷ.
†) ἀπὸ τοῦ παρακολουθοῦντος· ἀναῤῥίπτεται γὰρ ὑπὸ τῶν κοπῶν τὸ ὕδωρ BV. cf. Friedlaenderum ad Β 417. γ 486.
93.
εὖτ’ ἀστὴρ ὑπερέσχε φαάντατος.
Adnotatum fuit, nunc Luciferum nominari φαάντατον, in Iliade contra Hesperum, neque hoc inter se repugnare cf. ad Χ 318. λ 239. Eust. 1734, 33.
De scholio ad v. 96 in HQ. cf. ad α 72.
109.
δύω δέ τέ οἱ θύραι εἰσίν. αἱ μὲν πρὸς Βορέαο . . . αἱ δὲ . .
†) πῶς ἐπὶ τῶν δύο θυρῶν ἐν τῷ διαιρεῖν φησιν αἱ μὲν, αἱ δὲ; BHQ. Hinc colligi potest, Ar. diplam fuisse, ὅτι πληθυντικῶς τὴν θύραν θύρας λέγει. cf. L. Ar. 124. 156.
128.
Ζεῦ πάτερ.
*) ὅτι Ποσειδῶν (ὃς ἦν ἀδελφὸς) πατέρα προσαγορεύει τὸν Δία πρὸς τιμήν H.
142.
πρεσβύτατον καὶ ἄριστον.
*) [ἡ διπλῆ ὅτι] οὐ καθ’ ἡλικίαν [λέγει], ἀλλὰ τιμιώτατον, ὡς Ἥρα καί με πρεσβυτάτην τέκετο (Δ 59) B. ἀλλαχοῦ γὰρ λέγει ἀλλὰ Ζεὺς πρότερος ἐγεγόνει (Ν 355), fortasse adiungendum est ex V. cf. Ar. ad Δ 59.
157.
ἵνα θαυμάζωσιν ἅπαντες.
*) [ἡ διπλῆ ὅτι τὸ θαυμάζωσιν ἀντὶ τοῦ] ὁρῶντες ἐκπλήττωνται V. cf. L. Ar. 147. Β 320. Ω 394.
160.
ἐς Σχερίην, ὅθι Φαίηκες γεγάασιν.
†) καταχρηστικῶς ἀντὶ τοῦ οἰκοῦσι. ἐκ γὰρ τῆς Ὑπερησίας μετεληλύθασιν BQ. cf. ζ 4.
173- *) [οἱ ἀστερίσκοι] ὅτι ἐκ τοῦ τόπου τούτου μετάκεινται εἰς τὰ κατ’ ἀρχὴν πρὸς Ὀδυσσέα ὑπὸ Ἀλκινόου λεγόμενα· οὐκ ὀρθῶς. εἰ γὰρ ἐμέμνητο τοῦ χρησμοῦ, οὐκ ἂν ἀπεκομίσθη ὁ Ὀδυσσεύς Q. cf. ad θ 564-71.
173.
Ποσειδάων’ ἀγάσασθαι.
Fuit diple ὅτι τὸ ἀγάσασθαι νῦν ἀντὶ τοῦ φθονῆσαι, οὐκ ἀντὶ τοῦ θαυμάσαι. cf. schol. V. ἄγαν ὀργισθῆναι et θ 565, ubi idem versus et Ar. interpretatio ἀντὶ τοῦ φθονῆσαι in B servata est.
174.
οὕνεκα πομποὶ ἀπήμονές εἰμεν ἁπάντων.
*) ὅτι καὶ τῶν μὴ ἀναξίων ἀπήμονες, μὴ ἐῶντες αὐτοὺς πημαίνεσθαι Q.
206.
ἐγὼ δέ κεν ἄλλον ὑπερμενέων βασιλήων || ἐξικόμην.
*) [ἡ διπλῆ ὅτι τὸ ἐξικόμην ἀντὶ τοῦ] ἱκέτευσα V. cf. ad Χ 123. γ 92.
207.
θέσθαι ἐπίσταμαι.
Fuit diple ὅτι τὸ οὐκ ἐπίσταμαι ἀντὶ τοῦ οὐ δύναμαι cf. ad Φ 320, ubi nostrum locum sic interpretatus est Ar. cf. L. Ar. 148.
213.
Ζεύς σφεας τίσαιτο.
Fuit diple periestigmene propter Zenodoti lectionem (cf. in H): τίσασθαι, quod Dindorfius praef. LXI in τισάσθω mutavit. cf. G. Ribbeckium in Schneidewini Philol. VIII p. 705.