De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

95 καὶ ὑδράργυρος δὲ σκευάζεται ἀπὸ τοῦ μινίου λεγομένου, καταχρηστικῶς δὲ καὶ τούτου κινναβάρεως λεγομένου· θέντες γὰρ ἐπὶ λοπάδος κεραμεᾶς κόγχον σιδηροῦν ἔχοντα κιννάβαρι, περικαθάπτουσιν ἄμβικα περιαλείψαντες πηλῷ, εἶθ᾿ ὑποκαίουσιν ἄνθραξιν· ἡ γὰρ προσίζουσα τῷ ἄμβικι αἰθάλη ἀποψηχθεῖσα ὑδράργυρος γίνεται.

2 εὑρίσκεται δὲ καὶ ἐν τῷ μεταλλεύεσθαι τὸν ἄργυρον πρὸς ταῖς στέγαις κατὰ σταλαγμοὺς συνεστῶσα. ἔνιοι δὲ ἱστοροῦσι καὶ καθʼ ἑαυτὴν ἐν τοῖς μετάλλοις εὑρίσκεσθαι τὴν ὑδράργυρον. φυλάττεται δὲ ἐν ὑελοῖς ἢ μολυβοῖς ἢ κασσιτερίνοις ἢ ἀργυροῖς ἀγγείοις· τὴν γάρ ἄλλην πᾶσαν ὕλην διεσθίει καὶ ἀπορρεῖ.

3 δύναμιν δὲ ἔχει φθαρτικὴν ποθεῖσα, τῷ βάρει διαβιβρώσκουσα τὰ ἐντός. βοηθεῖται δὲ γάλακτι πολλῷ πινομένῳ καὶ ἐξεμουμένῳ, ἢ οἴνῳ σὺν ἀψινθίῳ ἢ σελίνου ἢ ὁρμίνου σπέρματι, ἢ ὀριγάνῳ ἢ ὑσσώπῳ σὺν οἴνῳ.

[*](5 SIM. Th. lap. 60. Pl. XXXIII 123 (e S. N.). Vitr. de arch. VII 8.)[*](5 EXC. Pap. Lugd. II 249 (ὑδράργυρος — ἀπορρεῖ); Orib. XIII s. v. (ὑδράργυρος — διεσθίει); cf. Gal. XII 237. P. A. VII 3 s. v.)[*](16 SIM. D. eup. II 164 (337), Ps. D. Περὶ δηλ. φαρμ. 28 (37 Spr.))[*](1 αὐτὴν om. H αἱματίτῃ λίθῳ E 2 τὰ om. Di ἐπιτεταμένην EDi στῦφόν ἐστι καὶ ἴσχ. Di 3 ἐστὶ post ἴσχαιμον transpos. H 4 κηρωτῇ om. E)[*](5 num. cap. ψνθ´ Q: ψξε Di: ρβ E tit. περὶ ὑδραργύρου QDi καὶ om. Orib.pap.Di ἡ ὑδράργυρος E δὲ om. Orib. μινίου HDl: μηνίου LQ pap. Orib.: ἀμηνίου Di καλουμένου Orib. 6 καλουμένου Orib.E 7 κιννάβαριν Orib. 8 περικαθάπτουσιν ἄμβικα om. Q (mg. add. H2) περικαθάπτουσαν pap. ἄμβυκα E ἀλείψαντες Q εἶτα Orib.EDi 9 προσιζάνουσα E 10 ἀποχθεῖσα pap.: ἀπεψηθεῖσα Orib.: ἀποσμηχθεῖσα QLE2 (σμηχ in ras.): ἀποψυχθεῖσα Di: correxi δὲ om. L 11 τὸν ἄργ. μεταλλεύεσθαι Orib. πρὸς] ἐν QDi σταλαγμοὺς EDi: σταλγμοὺς Orib.: σταγμοὺς LQE2 12 ἔνιοι — ὑδράργυρον om. Orib. pap. καὶ om. E ἐν τοῖς μετ. post ὑδράργυρον transpos. Q 14 ὑαλοῖς Orib.E: ὑέλοις Q ἢ (pr.) — ἀργυροῖς om. pap. μολίβοις Orib.E: μολιβοῖς Di: μολιβδίνοις HA ἢ κασσ. ἢ ἀργ. om. EDiDl, fort. recte: ἢ ἀργυροῖς om. Orib. ἀργυροῖς] ὑδραργύροις L γὰρ] δὲ pap. 15 ἅπασαν Orib.: om. E ὕλην πᾶσαν Di ποιεῖ ἀπορρρεῖν Di, at cf. Pl. XXXIII 99 perrumpitque vasa permanans tabe dira 18 post ἐξεμουμένῳ haec habet E ἢ (add, E2) σὺν ἀφεψήματι /// σελίνου ἢ ὀριγάνου ἢ (add. E2) σπέρματι ὁρμίνου ἢ (corr. E2) ὑσσώπῳ ἀφεψήματι σελίνου Di: σελίνῳ HA, at cf. Dl aut semen apii, D. eup. l. s. 19 post οἴνῳ aliena add. ADiH2 (mg.) ex D. eup. II 164 (337) sumpta ῥίνημα δὲ χρυσοῦ, τουτέστι ξύσμα λεπτότατον, τινόμενον ὑδραργύρου ἐστὶ θαυμαστὸν βοήθημα)
67

96 μίλτος Σινωπικὴ κρατίστη ἡ πυκνὴ καὶ βαρεῖα, ἡπατίζουσα, ἄλιθος, ὁμόχρους, πολύχυλος ἐν τῇ ἀνέσει. συλλέγεται δὲ ἐν τῇ Καππαδοκίᾳ ἐν σπηλαίοις τισί, διυλιζομένη τε φέρεται εἰς Σινώπην καὶ πιπράσκεται, ὅθεν καὶ τὴν προσωνυμίαν ἔσχηκεν.

δύναμιν δὲ ἔχει στυπτικήν, ἀναξηραντικήν, ἐμπλαστικήν, 2 διὸ καὶ ἐμπλάστροις τραυματικαῖς μείγνυται καὶ τροχίσκοις ξηραίνουσι καὶ στεγνωτικοῖς. ἵστησι δὲ καὶ κοιλίαν ἐν ᾠῷ λαμβανομένη καὶ ἐγκλυζομένη· δέδοται καὶ ἡπατικοῖς.

ἡ δὲ τεκτονικὴ μίλτος ἥττων ἐστὶ κατὰ πάντα τῆς 3 Σινωπικῆς, ἀρίστη δὲ ἡ Αἰγυπτιακὴ καὶ Καρχηδονική, ἄλιθος, εὐθρυβής· γεννᾶται καὶ ἐν τῇ πρὸς ἐσπέραν Ἰβηρίᾳ τῆς ὤχρας καιομένης καὶ μεταβαλλούσης εἰς μίλτον.