De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

87 λιθάργυρος· ἡ μέν τις ἐκ τῆς μολυβδίτιδος καλουμένης ἄμμου γεννᾶται, χωνευομένης ἄχρι τῆς τελείας ἐκπυρώσεως, ἡ [*](11 SIM. Pl. XXXIII 105 (e S. N.).) [*](11 EXC. Orib. XIII s. v. σκωρία (ἀργύρου — ὃύναμιν); cf. Gal. XII 236 (unde Aet. II 71).) [*](15 SIM. Pl. XXXIII 106 sq. (e S. N.).) [*](15 EXC. Orib. XIII s. v. (λιθάργυρος — ἀποτίθεσο); cf. Syn. II 56 (V 80 D.); Gal. XII 224. Aet. II 60. PA VII 3 s. v. Ps. Gal. simpl. s. v. spuma argenti.) [*](1 τε] δὲ Orib. ἐν addidi: μετʼ ἐλαίου Orib.E: coctura in oleo Dl τὸ τρῶμα E post χρ. add. γίνεται EDi ἐαρίζουσα F μολιβώδης Orib.: μολιβδόχρους E 2 γίνεται E accuratius Pl. l. s. adhaerescit et auri argentique for· nacibus 3 σεβάστειαν QDi: σεβάστιν (α extr. syll. superscr. E2) E, cf. Steph. B. s. v. Ἐλαιοῦσσα ἧς καὶ αὐτῆς] καὶ ταύτης EDi 4 βελτίων ἐστὶ Q σκωροειδὴς Orib.E 7 τε] δὲ Orib. Di 8 αὕτη Orib.Di: αὐτὴ reliqui τοῖς HA λιπαραῖς] ἐμπλάστροις EQA (λιπαραῖς superscr. A2) ad λιπαραῖς cf. Cels. V 19, 25 ἀνεπιδέτοις Orib.: ἀνεπιτοῖς PL: ἀνεπιδεήτοις F: ἀνεπιδήκτοις HADi: emplastris quae non inligantur, sed inlita ad cicatricem perducunt Pl. ἐμπλάστροις addidi e Di χρήσιμος Orib. 9 καὶ om. E: καὶ ἀπουλωτική om. O, mg. add. A2, at cf. DlPl. κολλητικαῖς pro σμηκτικαῖς Di 10 οὐκ P) [*](11 num. cap. ψν´ O: ψν𝔮 Di: 𝔮γ E tit. περὶ σκωρίας ἀργύρου QDi σκωρέα Orib. ἔγκαυσμα QA. (ἕλκυσμα superscr. A2): ἔγκλυσμα Di: elpis Dl 12 τὴν αὐτὴν δὲ EADi τῇ om. Orib.PQ δύναμιν τῇ μολυβδαίνῃ ADi 13 τε addidi ex E φαιοις P, de emplastris nigris cf. Cels. V 19, 2. 20 καὶ (pr.) om. HA ἐπουλωτική HA οὖσα post ἐμπλ. colloc. HA ἐμπλαστική corr. Sar., ἐπισπαστική libri) [*](15 num. cap. ψνα´  O: ψνζ Di: 𝔮δ E tit. περὶ λιθαργύρου QDi: λιθάργυρος δὲ E μολυβδαίτιδος P: μολιβδαίτιδος QL: μολιβδίτιδος E λεγομένης Orib.E 16 γίνεται Orib.E χωνευομένη E τῆς om. Orib.EDi τελέας Orib.)

58
δὲ ἐξ ἀργύρου ἡ δὲ ἐκ μολύβδου. διαφέρει δὲ ἡ Ἀττική, δευτερεύει δὲ ἡ Σπάνη, μεθʼ ἃς ἡ ἐν Δικαιαρχίᾳ καὶ Σικελίᾳ· πλείστη γὰρ ἐν τοῖς τόποις τούτοις γεννᾶται μολυβῶν ἐλασμάτων ἐκφλογουμένων.

2 καλεῖται δὲ ἡ μὲν ξανθὴ καὶ στίλβουσα χρυσῖτις, ἥτις ἐστὶ κρείττων, ἡ δὲ πελιὰ ἀργυρῖτις, ἡ δὲ ἐκ τοῦ ἀργύρου σκαλαυθρῖτις.

δύναμιν δὲ ἔχει στυπτικήν, μαλακτικήν, ψυκτικήν, παρεμπλαστικήν, κοιλωμάτων πληρωτικήν, σταλτικὴν τῶν ἐκσαρκούντων καὶ ἀπουλωτικήν.