De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

3 ὀπτᾶται δὲ στέατι περιπλασθὲν καὶ ἐγκρυβὲν εἰς ἄνθρακας, ἄχρι ἂν ἀνθρακωθῇ τὸ στέαρ ἐξαιρεθὲν δὲ σβέννυται γάλακτι ἀρρενοτόκου γυναικὸς ἢ οἴνῳ παλαιῷ. καίεται δὲ ἐπʼ ἀνθράκων ἐπιτεθὲν καὶ ἐμφυσηθὲν ἄχρι πυρώσεως· ἐὰν γὰρ ἐπὶ πλεῖον καῇ, μολυβδοῦται. πλύνεται δὲ ὡς ἡ καδμεία καὶ ὁ χαλκὸς κεκαυμένος· ἔνιοι δὲ ὁμοίως τῇ τοῦ μολύβδου πλύνουσι σκωρίᾳ.

85 μολύβδαινα δέ ἐστιν ἀρίστη ἡ λιθαργυροφανής, ξανθή, ὑποστίλβουσα καὶ κιρρὰ ἐν τῷ λειοτριβεῖσθαι, ἑψηθεῖσά [*](8 SIM. D. eup. I 178 (187) Pl. l. s. 102.) [*](11 SIM. Pl. l. s. 103.) [*](18 SIM. Pl. XXXIV 173 sq. (e S. N.).) [*](18 EXC. Orib. XIII s. v. (μολύβδαινα — δυνάμεσιν); Orib. Syn. II 56 (V 81); Gal. XII 229 (unde Aet. II 65 PA VII 3 s. v.); Ps. Gal. simpl. s. v.) [*](1 θραύσει (καύσει superscr. A2) A post θραύσει dist. Orib. εὐχερῶς (εὐθέως superscr. A2) A 2 θραυόμενον Orib. post τοῦτο add. οἱ μὲν στίβι ADi, superscr. H2 ἔνιοι μὲν E: οἱ di HDi ad πλατυόφθαλμον cf. Pl. l. s. 102. Erot. l. s. χάρβασον Orib.: λάβαρσον LA (corr. A2): larvosom Dl: larbasim Pl. post λάρβ. add. οἱ δὲ γυναικεῖον· οἱ δὲ χαλκιδόνιον Di, mg. add. οἱ δὲ γυναικεῖον, οἱ δὲ χαλκιδόνιον, οἱ δὲ στίβι ἐκάλεσαν H2 4 ἐμπλαστικήν OADi: correxi ex EDlA2 ψυκτικήν, στυπτικήν E 5 ἑλκῶν om. Di καὶ om. Di, delevit E2 6 ῥυπαρῶν PLE ἐπέχει] ἴσχει E 7 δὲ om. E ἐστιν ἐμφερὴς E 8 τὰ κατακαύματα EDi 9 νεαρῷ post καταχρισθὲν coll. QDi, at cf. D. eup. l. s. 10 ἐσχαροῦντα QDi μιγέντος E 11 στέατι] σταιτὶ Orib.E2, at cf. Pl. l. s. 104 quidam non fimo utuntur coquentes, sed adipe. στέαρ hoc loco idem significat ac σταίς, ut recte monet Sar., cf. D. II 158 (224, 11) 12 ἄχρις ἂν QDi: μέχρις Orib.: μέχρι E post ἀνθρακωθῇ c. 8 litt. del. E2 σταῖς Orib.E: στέαρ E2 13 ἀρρενογόνου Orib.E 14 ἐκφυσηθὲν Orib.E 15 πλέον QDi μολιβδοῦται Orib. 16 κεκαυμένος addidi e Dl 17 πλύνουσιν αὐτὸ σκωρίᾳ Orib.E) [*](18 num. cap. ψμθ´ O: ψνε Di: 𝔮β E tit. περὶ μολιβδαίνης QDi μολίβδαινα Orib. EA καλὴ Orib.E ἀρίστη ἐστὶν Di λιθαργυροειδής Orib.E)

57
τε ἐν ἐλαίῳ ἡπατοειδὴς τῷ χρώματι· ἡ δὲ ἀερίζουσα ἢ μολυβδόχρους φαύλη. γεννᾶται δὲ ἐξ ἀργύρου καὶ χρυσοῦ. ἐστι δέ τις καὶ ὀρυκτὴ κατὰ Σεβαστὴν καὶ Κώρυκον εὑρισκομένη, ἧς καὶ αὐτῆς ἐστι βελτίων ἡ μὴ σκωριοειδὴς μηδὲ λιθώδης, ξανθὴ δὲ καὶ στίλβουσα.