De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

σίδηρος δὲ πεπυρωμένος 2 ἐνσβεσθεὶς ὕδατι ἢ οἴνῳ καὶ πινόμενος, ἁρμόζει κοιλιακοῖς, δυσεντερικοῖς, σπληνικοῖς, χολεριῶσι, στομάχῳ ἀναλελυμένῳ. ἡ δὲ σκωρία τοῦ σιδήρου δύναται ὅσα καὶ ὁ ἰὸς τοῦ σιδήρου, ἐπʼ ἔλαττον δέ· βοηθεῖ καὶ ἀκονίτῳ ποθεῖσα μετ᾿ ὀξυμέλιτος.

81 σκευάζεται καὶ ὁ πεπλυμένος μόλυβδος τὸν τρόπον τοῦτον· βαλὼν εἰς μολυβῆν θυίαν ὕδωρ τρῖβε δοίδυκι μολυβῷ, ἕως ἂν μελανθῇ τὸ ὕδωρ καὶ γένηται ὑλῶδες, εἶτα διήθει αὐτὸ διʼ ὀθονίου προσεπιχέων τὸ ὕδωρ, ἵνα πᾶν τὸ διαχυθὲν ὑλισθῇ, καὶ ποίει τὸ αὐτὸ πάλιν, μέχρι οὗ ἄν σοι δόξῃ αὐτάρκως ἔχειν· εἶτα ἐάσας ὑποστῆναι τὸν πεπλυμένον μόλυβδον, ἀποχέας τε τὸ ὕδωρ καὶ ἄλλο ἐπιχέας πλῦνε ὡς τὴν καδμείαν, ἄχρι ἂν μηκέτι ἐφίστηται μελανία, εἶτα ἀναπλάσας τροχίσκους ἀποτίθεσο.

οἱ δὲ καθαρὸν μόλυβδον ῥινήσαντες τρίβουσιν ἐν λιθίνῃ 2 θυίᾳ δοίδυκι λιθίνῳ ἢ ταῖς χερσὶ μεθʼ ὕδατος, ὑπὸ χεῖρα ἀποχέοντες τὸ μελαινόμενον, ὅπερ ἐάσαντες ὑποστῆναι καὶ ἀποχέαντες ἀναπλάσσουσιν εὐθέως· τὸ γὰρ ἐφ᾿ ἱκανὸν τριβόμενον [*](6 SIM. Pl. XXXIV 168 sq. (e S. N.).) [*](6 EXC, Orib. XIII s. v. μόλιβος (σκευάζεται — πλυνόμενον μόλυβδον); cf. Gal. XII 230 (unde Aet. II 66. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](1 nov. cap. (π𝔮) a σίδηρος inc. E tit. περὶ σιδήρου πεπυρωμένον mg. add. Di σιδήρου P, mg. add. σίδηρος 2 κοιλιακοῖς ἁρμόζει Q 3 καὶ χολεριῶσιν E καὶ στομάχῳ Di, fort. recte ἀναλυομένω E 4 ab ἡ δὲ σκωρία cap. πζ inc. E, cap. ψμθ· περὶ σκωρίας σιδήρου Di δύναται — σιδήρου bis habet P 5 βοηθεῖ· ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς ἀκόνιτον E καὶ] δὲ Di σὺν ὀξυμέλιτι Q μετ᾿ ὀξυμέλιτος ποθείς (ποθεῖσα Di) EDi) [*](6 num. cap. ψμε´ O: ψν Di: πη E tit. περὶ πεπλυμένου μολίβδου H: περὶ πεπλημένου μολύβδου A: περὶ μολίβδου πεπλ. Dl μόλιβος· πλύνεται τὸν τρόπον τοῦτον Orib. καὶ] δὲ E ὁ om. L μόλιβος Orib.: μόλιβδος OEDi 7 τοῦτον τὸν τρόπον QDi μολιβην P: μολιβίνην (ἴνην in ras.) E2 : μολιβδαίνην HADi θυίαν om. mg. add. P post τρῖβε ins. τοῦτον τὸν τρόπον HA δοίδυκι post μολυβῷ transpos. HAEDi μολιβδίνῳ H: μολιβδίνῃ Di: μολυβδίνῶ F: μολύβδῳ L 8 ὑλῶδες ἢ γλυῶδες E2: ὑλ. ἢ χυλῶδες ἢ πηλῶδες Di: ἢ χυλῶδες ἢ πηλῶδες superscr. H2, mg. add. A2: ἰλυῶδες coni. Marc. 9 τὸ (pr.)] om. Orib. Di: in ras. E2: τε H διαλυθὲν Di 10 μέχρι οὗ ἂν PFF: μέχρις οὗ ἂν L: μέχρις ἂν οὗ Orib.: μέχρις ἂν H: ἄχρις ἂν Di σοι om. Orib. 11 καταστῆναι Orib.Di τὸ πεπλ. Di μόλυβδον addidi ex E ἀπόχει Orib. 12 τε om. Orib.O μέχρι ἂν E: ἄχρις ἂν QDi: ἄχρις (om. ἂν) A: ἄχρι (om. ἂν) Orib. 13 μέλαν Orib. εἶτα om. Orib.EDi ἀναπλάσσας τε Orib.E: ἀναπλ. δὲ Di 14 οἱ δὲ] τινὲς δὲ E ῥινίσαντες LQ 15 ὑπὸ χεῖρας Orib. post ὑπὸ χεῖρα add. κατ᾿ ὀλίγον QDi, ante ὑπὸ χεῖρα L, mg. PE2: incerta sedes evincit glossema, cf. D. II 76, 1 16 ἐπιχέοντες QDi: ἀποχέαντες E καὶ addidi ex EDi καὶ ἀποχέαντες om. Orib. 17 ἀποχέαντες E: ἀποχέοντες reliqui)

54
γίνεται ψιμυθίῳ ὅμοιον. ἔνιοι δὲ προσεμβάλλουσι τοῖς ῥινήμασιν ὀλίγην μολύβδαιναν, φάσκοντες βελτίονα εἶναι τὸν οὕτως πλυνόμενον μόλυβδον.

3 δύναται δὲ στύφειν, ψύχειν, παρεμπλάττειν, μαλάττειν πληροῦν τὰ κοιλώματα, στέλλειν τὰ ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς ῥεύματα καὶ τὰ ὑπερσαρκοῦντα τῶν ἑλκῶν. ἔστι δὲ καὶ ἴσχαιμος, καὶ ποιεῖ πρὸς τὰ ἐν δακτυλίῳ ἕλκη, κονδυλώματα, αἱμορροίδας μετὰ ῥοδίνου καὶ τὰ δυσκατούλωτα, καὶ καθόλου ποιεῖ, ὅσα καὶ ἡ σποδὸς δίχα τοῦ ἐσχαροῦν. ὁ δὲ ἀκέραιος μόλυβδος παρατριβόμενος βοηθεῖ σκορπίου θαλασσίου καὶ δράκοντος πληγῇ.

4 καίεται δὲ ὁ μόλυβδος οὕτως· λαβὼν μολύβδου ἐλάσματα ὡς ὅτι λεπτότατα ἐπίθες ἐπὶ καινὴν λοπάδα, καὶ ἐπιπάσας θεῖον πάλιν ἕτερα ἐπίθες πέταλα καὶ θεῖον ἐπίπασσε καὶ πάλιν ἕτερα, καὶ τὸ αὐτὸ ποίει, ἄχρι οὗ πληρώσῃς τὴν λοπάδα, εἶτα ὑπόκαιε· ἀναφθέντος δὲ τοῦ μολύβδου κίνει σιδήρῳ, ἄχρι ἂν ἀποτεφρωθῇ τελέως καὶ μηδὲν ἐντρέχῃ μολυβδῶδες, καὶ ἀναιροῦ, σκεπάσας τοὺς ῥώθωνας· βλαβερά γὰρ ἡ ἀποφορά.

5 ἢ ῥινήματα μολύβδου βαλὼν μετὰ θείου εἰς λοπάδα οὕτως καῖε· οἱ δὲ εἰς κύθραν ὠμὴν βαλόντες τὰ πέταλα, ὡς εἴρηται, ἐν καμίνῳ ἐντιθέασιν ἢ ἐπὶ ἐσχάρας, περιπλάσαντες τὸ πῶμα [*](4 SIM. Pl. l. s. 169 — 5 Cels. VI 6, 5 Pl. l. s. — 6 D. eup. I 189 (193) — Cels. V 1 — 7 Pl. l. s. eup. I 212 (205) — eup. I 182 (190).) [*](12 EXC. Orib. XIII s. v. (καίεται — ἀποφορά, δεῖ δὲ πλύνειν — μᾶλλον).) [*](2 ῥινίσμασιν Q 3 οὕτω HADi μόλυβδον om. E 4 ὁ δὲ πεπλυμένος μόλιβος δύναται E ψύχειν, στύφειν QDiDl post ψύχειν add. σμίλίῳ E 5 καὶ στέλλειν E 7 ποιεῖ addidi τοῖς δακτύλοις H: τῷ δακτυλίῳ Di καὶ αίμορροίδας καὶ κονδυλώματα E 9 ἡ om. L 10 βοηθεῖ τῇ (om. F) τοῦ θαλασσίου σκορπίου QDi 11 πληγάς E 12 nov. cap. (ψνᾱ) περὶ μολίβδου κεκαυμένου inc. Di 13 ὡς] ἐς F ἐπίθες om. Orib. ἐπὶ] εἰς Di ἐπίπασσε E: ἐπιπας (sic) P ἐπίθες ἕτερα πάλιν πέταλα Orib.: πάλιν ἐπίθες ἄλλα πέταλα μεγάλα E 14 ἐπίπασσε — ἕτερα om. Orib. ἐπίπασον E καὶ (alt.) — ἕτερα om. EDi 15 τὸ αὐτὸ δὲ E: τοῦτο Di ἄχρι οὗ P: ἄχρις ἂν οὗ E: ἄχρις ἂν Orib.HADi: ἄχρι οὗ ἂν F 16 ὑπόκας Orib. ἁφθέντος PL ἄχρις ἂν Orib.HADi: ἄχρι οὗ ἂν F 17 παντελῶς ἐκτεφρωθῇ Orib.E καὶ (pr.) om. Orib.E μηδενὸς φαινομένου (ἐντρέχοντος E) μολιβδώδους Orib.E ἐντρέχῃ Di: τρέχῃ P: τι ἔχῃ LFA (ἐντρέχει ἀκαὲς μολυβδῶδες superscr. A2): ἔχῃ H ἀκαὲς μολιβδῶδες Di καὶ ἀναιροῦ om. E. 18 σκέπεται δὲ Orib.: κατάσκεπε δὲ E 19 ἐν λωπάδι E οὕτω HDi 20 ἔνιοι δὲ E βάλλοντες PLF: ἐμβάλλοντες E: βαλόντες reliqui 21 ἐν om. EDi ἐπιτιθέασιν L: τιθέασιν HA)

55
καὶ ὀλίγην δόντες ἀναπνοήν. οἱ δὲ ψιμύθιον παρεπιπάττουσιν ἀντὶ τοῦ θείου ἢ κριθάς.

οἱ δὲ ἀκεραίους τὰς λεπίδας ἐπιθέντες 6 ὀξεῖ πυρὶ χρῶνται καὶ κινοῦσιν ἐπιτεταμένως σιδήρῳ, ἄχρι ἂν ἐκτεφρωθῇ ἔστι δὲ δυσχερὴς ἡ τοιαύτη καῦσις· καὶ ἐπὶ πλεῖον δὲ καεὶς λιθαργύρου λαμβάνει τὸ χρῶμα. ἡμῖν μέντοι ἀρέσκει ἡ πρώτη καῦσις· δεῖ δὲ πλύνειν αὐτὸν ὡς τὴν καδμείαν καὶ ἀποτίθεσθαι.

δύναμιν δὲ ἔχει, ἣν καὶ ὁ πεπλυμένος μόλυβδος, εὐτονωτέραν δὲ μᾶλλον.

82 σκωρία δὲ μολύβδου ἐστὶν ἀρίστη ἡ ψιμυθιοφανής, πυκνὴ δὲ καὶ δύσθραυστος, μηδὲν ἔχουσα μολυβδῶδες, μηλινοειδὴς δὲ τῷ χρώματι καὶ ὑαλίζουσα.

δύναται δὲ τὰ αὐτὰ τῳ κεκαυμένῳμολύβδῳ, στύφουσα μᾶλλον. πλύνεται δʼ ἐν θυίᾳ ἐπιχεομένου ὕδατος καὶ ἀποχεομένου τοῦ ἐφισταμένου μηλίνου χρώματος. πολλάκις δὲ τοῦτο γίνεται, ἄχρι οὗ ἂν ἀναλωθῇ ἡ σκωρία, τό τε λοιπὸν ἐάσαντες ὑποστῆναι αὐτὴν ἀποχέομεν τὸ ὕδωρ καὶ οὕτως ἀναπλάσσομεν.

83 καὶ ὁ μολυβδοειδὴς δὲ λίθος ἀνάλογον ἔχει τὴν δύναμιν τῇ σκωρίᾳ· πλύνεται δὲ ὁμοίως.

84 στίβι δὲ κράτιστόν ἐστι τὸ στίλβον καὶ λαμπυρίζον, [*](10 SIM. Pl. XXXIV 171 (e S. N.).) [*](20 SIM. Pl. XXXIII 101 sq. (e S. N.); Erot. s. v. φαρμάκοισι πλατυοφθάλμοις (133, 3).) [*](25 EXC. Orib. XIII s. v. (στίβι — ἐκάλεσαν, ὀπτᾶται — σκωρίᾳ); cf. Orib. Syn. II 56 (V 82 D.) Ps. Gal. simpl. s. v. Gal. XII 236 (unde Aet. II 72. PA VII 3 s. v.).) [*](1 post ἀναπνοήν add. οὕτως καίουσιν E: καίουσιν Dl ἐπιπάσσουσιν E: παρεμπάσσουσιν Di 2 ἐπιτιθέντες HAE2 (in ras.) 3 ἐπιτεταμένῳ Q σιδηρίῳ Di 4 ἄχρις ἂν HADi καὶ — καῦσις (v. 6) om. E 5 πλεῖον scripsi: πλέον libri καεὶς οὕτω Di τὸ addidi e Di 6 αὐτὸν HEDi: αὐτὸ Orib.: αὐτὴν PLF τὸν om. Orib. 7 ἀποθέσθαι Orib.) [*](10 num. cap. ψμ𝔮´ O: ψνβ Di: πθ E tit. περὶ σκωρίας H: περὶ σκωρίας μολίβδου Di ψιμμιθιοφανής Di: μὴ θειοφανής PFE: μιθειοφανής L: quae cerusse visum habet Dl 11 μηλοειδὴς libri: corr. Sar. coll. Pl. l. s. optima quae maxime ad luteum colorem accedit 12 ὑελίζουσα QDi 13 στύφουσα δὲ E 14 τοῦ ὕδατος Di 15 τοῦ ἐφισταμένου om. superscr. H δὲ] τε HDi 16 ἄχρις ἂν HDi ἂν om. P post ἂν add. πᾶσα E σκωρία τοῦ μολίβου E 17 ὑποχεομένου τοῦ ὕδατος (om. καὶ) O) [*](18 num. cap. ψμζ´ O: ψνγ Di: 𝔮 E tit. περὶ λίθου μολιβδοειδοῦς HDi μολιβδίτης E: μολοβδοειδὴς P 19 δὲ] τε E) [*](20 num. cap. ψμη´ O: ψνδ Di: 𝔮ᾱ E tit. περὶ στίμμεως QDi στίβι PL: stibu Dl: stimi appellant, alii stibi Pl: στίμι Orib.E: στίμμι reliqui δὲ om. Orib. στιλβότατον E: στιλπνότατον HADi)

56
ἐν τῇ θραύσει πλακῶδες, μηδὲν ἔχον γεῶδες ἢ ῥυπαρόν, εὐχερῶς τε θλώμενον. τοῦτο ἔνιοι πλατυόφθαλμον, οἱ δὲ λάρβασον ἐκάλεσαν.

2 δύναμιν δὲ ἔχει παρεμπλαστικήν, στυπτικήν, ψυκτικήν, σταλτικὴν τῶν ὑπερσαρκούντων, ἀπουλωτικὴν ἑλκῶν καὶ καθαρτικὴν ῥυπαριῶν καὶ τῶν ἐν ὀφθαλμοῖς ἑλκῶν. ἐπέχει δὲ καὶ τὰς ἐκ μήνιγγος αἱμορραγίας, καὶ καθόλου δὲ ἐμφερής ἐστιν ἡ δύναμις αὐτοῦ τῷ κεκαυμένῳ μολύβδῳ. ἰδίως δὲ κατακαύματα οὐκ ἐᾷ ἐσχαροῦσθαι σὺν στέατι νεαρῷ καταχρισθὲν καὶ ἀπουλοῖ τὰ ἐσχαρωθέντα κηροῦ καὶ ὀλίγου ψιμυθίου μιγέντων.

3 ὀπτᾶται δὲ στέατι περιπλασθὲν καὶ ἐγκρυβὲν εἰς ἄνθρακας, ἄχρι ἂν ἀνθρακωθῇ τὸ στέαρ ἐξαιρεθὲν δὲ σβέννυται γάλακτι ἀρρενοτόκου γυναικὸς ἢ οἴνῳ παλαιῷ. καίεται δὲ ἐπʼ ἀνθράκων ἐπιτεθὲν καὶ ἐμφυσηθὲν ἄχρι πυρώσεως· ἐὰν γὰρ ἐπὶ πλεῖον καῇ, μολυβδοῦται. πλύνεται δὲ ὡς ἡ καδμεία καὶ ὁ χαλκὸς κεκαυμένος· ἔνιοι δὲ ὁμοίως τῇ τοῦ μολύβδου πλύνουσι σκωρίᾳ.

85 μολύβδαινα δέ ἐστιν ἀρίστη ἡ λιθαργυροφανής, ξανθή, ὑποστίλβουσα καὶ κιρρὰ ἐν τῷ λειοτριβεῖσθαι, ἑψηθεῖσά [*](8 SIM. D. eup. I 178 (187) Pl. l. s. 102.) [*](11 SIM. Pl. l. s. 103.) [*](18 SIM. Pl. XXXIV 173 sq. (e S. N.).) [*](18 EXC. Orib. XIII s. v. (μολύβδαινα — δυνάμεσιν); Orib. Syn. II 56 (V 81); Gal. XII 229 (unde Aet. II 65 PA VII 3 s. v.); Ps. Gal. simpl. s. v.) [*](1 θραύσει (καύσει superscr. A2) A post θραύσει dist. Orib. εὐχερῶς (εὐθέως superscr. A2) A 2 θραυόμενον Orib. post τοῦτο add. οἱ μὲν στίβι ADi, superscr. H2 ἔνιοι μὲν E: οἱ di HDi ad πλατυόφθαλμον cf. Pl. l. s. 102. Erot. l. s. χάρβασον Orib.: λάβαρσον LA (corr. A2): larvosom Dl: larbasim Pl. post λάρβ. add. οἱ δὲ γυναικεῖον· οἱ δὲ χαλκιδόνιον Di, mg. add. οἱ δὲ γυναικεῖον, οἱ δὲ χαλκιδόνιον, οἱ δὲ στίβι ἐκάλεσαν H2 4 ἐμπλαστικήν OADi: correxi ex EDlA2 ψυκτικήν, στυπτικήν E 5 ἑλκῶν om. Di καὶ om. Di, delevit E2 6 ῥυπαρῶν PLE ἐπέχει] ἴσχει E 7 δὲ om. E ἐστιν ἐμφερὴς E 8 τὰ κατακαύματα EDi 9 νεαρῷ post καταχρισθὲν coll. QDi, at cf. D. eup. l. s. 10 ἐσχαροῦντα QDi μιγέντος E 11 στέατι] σταιτὶ Orib.E2, at cf. Pl. l. s. 104 quidam non fimo utuntur coquentes, sed adipe. στέαρ hoc loco idem significat ac σταίς, ut recte monet Sar., cf. D. II 158 (224, 11) 12 ἄχρις ἂν QDi: μέχρις Orib.: μέχρι E post ἀνθρακωθῇ c. 8 litt. del. E2 σταῖς Orib.E: στέαρ E2 13 ἀρρενογόνου Orib.E 14 ἐκφυσηθὲν Orib.E 15 πλέον QDi μολιβδοῦται Orib. 16 κεκαυμένος addidi e Dl 17 πλύνουσιν αὐτὸ σκωρίᾳ Orib.E) [*](18 num. cap. ψμθ´ O: ψνε Di: 𝔮β E tit. περὶ μολιβδαίνης QDi μολίβδαινα Orib. EA καλὴ Orib.E ἀρίστη ἐστὶν Di λιθαργυροειδής Orib.E)

57
τε ἐν ἐλαίῳ ἡπατοειδὴς τῷ χρώματι· ἡ δὲ ἀερίζουσα ἢ μολυβδόχρους φαύλη. γεννᾶται δὲ ἐξ ἀργύρου καὶ χρυσοῦ. ἐστι δέ τις καὶ ὀρυκτὴ κατὰ Σεβαστὴν καὶ Κώρυκον εὑρισκομένη, ἧς καὶ αὐτῆς ἐστι βελτίων ἡ μὴ σκωριοειδὴς μηδὲ λιθώδης, ξανθὴ δὲ καὶ στίλβουσα.

δύναμιν δὲ ἔχει ὁμοίαν λιθαργύρῳ καὶ σκωρίᾳ μολύβδου, 2 πλύσιν τε καὶ καῦσιν τὴν αὐτήν. μείγνυται δὲ ἐπιτηδειότερον αὕτη καὶ ταῖς λιπαραῖς καὶ ἀνεπιδέτοις ἐμπλάστροις χρησίμως, οὖσα σαρκωτικὴ καὶ ἀπουλωτική, ταῖς μέντοι σμηκτικαῖς οὐχ ἁρμόζει δυνάμεσιν.