De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

15 ὡσαύτως δὲ καὶ θαλλίαν σκευάσας παραλάμβανε· ἔστω δὲ τῆς ἀγρίας ἐλαίας, εἰ δὲ μή, τῆς ἡμέρου σὺν τοῖς ἄνθεσιν ἢ μῆλα κυδώνια κατατετμημένα καὶ ἐξωστεισμένα ἢ κηκίδα ἢ ῥάκη λινᾶ ἢ ἄωρα συκάμινα λευκὰ προεξηραμμένα ἐν ἡλίῳ ἢ βοτάνην σχῖνον ἢ τέρμινθον ἢ οἴνάνθην ἢ βάτου τὰ ἁπαλὰ φύλλα ἢ πύξου κόμας ἢ τὴν λεγομένην ψευδοκύπερον σὺν τῷ ἄνθει.

16 τινὲς δὲ κλάδους συκῆς προεξηραμμένας ἐν ἡλίῳ ὡσαύτως σκευάζουσιν· ἄλλοι δὲ ταυρείαν [*](3 SIM. Pl. XXXIV 133 (e S. N.).) [*](3 EXC. Orib. XIII l. s. (ἐπειδὴ — σκευάζουσιν).) [*](1 ἔτι δὲ] καὶ E: ἔτι δὲ καὶ Orib.QDi μολίβδου OEDi: μολίβου Orib. σποδὸς γίνεται Orib. σποδιὰ Q 3 mg. add. ἀντίσποδα P: nov. cap. incip. ψλθ Q, ψμᾱ Di tit. περὶ ἀντισπόδων QDi ἐπεὶ in ras.) E2 4 τὰ om. E ἐστιν καὶ περὶ τούτων E 5 τρόπον ἂν Orib.E 6 τὰ om. Orib. post μύρτοις c. 6 litt. del. E2 7 ἀέροις Orib.: ἀώροις post οὖσιν colloc. E ἔμβαλλε Orib.F ὠμὴν] καινήν Orib., καὶ κενὴν add. E κύθραν Di: χύτραν reliqui 9 ὀπτᾶν addidi ex E 10 καινὴν ὠμὴν Di μετάρασον HDi: μετέρασσον F: μετάρας (om. καὶ) Orib. αὐτὰ coni. Sarac. πάλιν ὄπτα Orib. post κατοπτησείσης add. δὲ Orib. 11 β´ Q ὡσαύτως — παραλάμβανε om. H 12 ἀγριελαίου Orib. E, ad rem cf. D. I 105, 3 (97, 23 W.) fort. μή γε 13 ἢ] εἰ δὲ μὴ Q 14 ἐξωσταισμένα P: ἐξοσταισμένα Orib.: ἐξοστεισμένα Di ἢ ἄωρα κικίδια E: ἢ κικίδια Orib.: ἢ κικίδα Q ἢ ῥάκη λινᾶ om. Orib.EDl 15 προεξηραμμένα PE: προεξηρασμένα Orib.: προεξηραμένα reliqui βοτάνην om. Di, delevi σχῖνον POrib.EDl: vel lentisci Pl.: σχοῖνος Q 16 φύλλα om. Orib.E 17 ψευδοκύπερον A: ψευδοκύπειρον Orib.Di: pseudocypiri Pl.: ψευδοκύπρ(post ρ 1 litt. del. E2)ον E: ψευδόκυπρον reliqui κράδας Orib.EDi: κλάδας H συκίνας Orib.E 18 προσξηραμμένας P: προεξηρασμένας Orib. post σκευάζουσιν mg. add. A2 τούτων ὁπότερον (sic) πληρώσας χύτραν ὠμὴν καὶ καύσας ἐν καμίνῳ ἀποτελέσεις ἄκρων σπονδιᾶν (sic))

45
κόλλαν, οἱ δὲ ἔρια οἰσυπηρά τραχέα πίσσῃ ἢ μέλιτι δεύσαντες ὁμοίως καίουσιν.

76 ὁ δὲ κεκαυμένος χαλκός ἐστι καλὸς ὁ ἐρυθρὸς καὶ ἐν τῇ τρίψει κινναβαρίζων, ὁ δὲ μέλας πλεῖον ἢ δεῖ κέκαυται. σκευάζεται δʼ ἐκ τῶν ναυτίλων ἥλων συντιθεμένων ἐν ὠμῇ κύθρᾳ, ὑποπασσομένου θείου μετὰ ἁλῶν ἴσων καὶ ἐπιπασσομένου ἐναλλάξ· πωμασθεῖσα δὲ ἡ κύθρα καὶ περιπλασθεῖσα πηλῷ κεραμεικῷ δίδοται εἰς κάμινον, ἄχρι ἂν οὗ τελείως ὀπτηθῇ.