De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

2 δύναμιν δὲ ἔχει ψυκτικήν, στύφουσαν, ποιοῦσαν πρὸς ἐρυσιπέλατα, ἐρπητας, νομάς, ὀφθαλμῶν φλεγμονάς, πυρίκαυτα, ποδάγρας καταπλασσόμενα τὰ φύλλα καθʼ ἑαυτά τε καὶ μετὰ ἀλφίτων. ὁ δὲ χυλὸς μετὰ ῥοδίνου πρὸς κεφαλαλγίας ἐμβρέχεται καὶ φαλαγγιοδήκτοις ἐν ποτῷ δίδοται καὶ διαρροιζομένοις καὶ δυσεντερικοῖς, στρογγύλας τε ἕλμεις ἐκτινάσσει σὺν οἴνῳ ποθείς· ἵστησι καὶ ῥοῦν γυναικεῖον ἐν προσθέτῳ. ἐγχρίεται δὲ ὁ χυλὸς καὶ ἐπὶ τῶν ὀφθαλμιώντων ὠφελίμως.

[*](88 RV: ἀείζων τὸ μέγα· οἱ δὲ ἐριθαλές, οἱ δὲ ἀμβρόσιον, οἱ δὲ χρυσίσπερμον, οἱ δὲ ζῳόφθαλμον, οἱ δὲ βούφθαλμον, οἱ δὲ στέργηθρον, οἱ δὲ αἰώνιον, οἱ δὲ ζῳόφυτον, οἱ δὲ ἀείχρυσον, οἱ δὲ μελίχρυσον, οἱ δὲ ὁλόχρυσον, οἱ δὲ χρυσάνθεμον, οἱ δὲ πρωτόγονον, οἱ δὲ βόρειος, οἱ δὲ νότιος, οἱ δὲ βηρύλλιος, προφῆται λέγουσιν παρωνυχία, οἱ δὲ χρυσῖτις, Ῥωμαῖοι κεριακούσια, οἱ δὲ Ἰόβις ὄκουλους, οἱ δὲ δίγιτους, οἱ δὲ σέδουμ μουράλε, Αἰγύπτιοι παμφανής.)[*](6 SIM.: Pl. RXV 162. Zop. (Orib. II 586)— Pl. XXVI 121 D. eup. I 169 (181) — Pl. XXVI 145 — Pl. XXV 163 eup. I 29 (107)— Pl. XXVI: 129 — Pl. XXVI: 101 eup. I 235 (215) — Pl. XXV 163 eup. I 1 (94) — Pl. l. s. eup. II 121 (319) — Pl. XXVI 45 eup. II 47 (258)— Pl. XXVI 45 eup. II 67 282). 83 (294).)[*](1 μεγάλου δακτύλου R ταωττιειδῆ P: τὰ ὦτα V: γλωσσοειδῆ FHADi κατὰ καιρόν R τὰ] τὸ R κατώτερα Orib.E 2 ὑψούμενα R: ὐπτιώμενα Orib. τὰ om, R συνεσταλμένα ROrib.: ἱστάμενα Di: alia stantia ita ut ambitu effigiem imitentur oculi Pl.: superiora stricta sunt Dl 3 πρὸς ἄλληλα Orib.E 4 ὀστράκοις ROrib.: superscr. A2: ὀστρακίνοις reliqui ἐνιοι δὲ Di 6 στυπτικὴν R: superscr. A2 7 φλεγμονάς om. HA 8 τε addidi ex E 9 χυλὸς καθʼ ἑαυτὸν καὶ μετὰ ῥοδίνου E μετὰ ῥοδίνου ante ἐμβρέχεται colloc. C 12 ἐνχρίεται om. FA: χρίεται E 13 ὁ δὲ χυλὸς FA καὶ ante ὁ χυλὸς del. E2 τῶν om. RE post ὀφθαλμιώντων c. 9 litt. eras. E2 post ὠφελίμως add. ἀπὸ αἵματος Di)[*](14 C fol. 13r: om. N ἀείζων C: ἀείζωον reliqui ἀειθαλές HDi 17 χρυ- σάνθημον C 18 βόριος C: βόρος reliqui ΒΗΡΑΛΙΟϹ C, mg. add. A: correxi: οἱ δὲ βηρῦλλιος om. DiHA 19 λέγουσιν C: om. reliqui: seclusi οἴ δὲ χρυσττιε ng. add. A κεριακούσσια C: κεριακούσπια Di: corruptum cf. Pl. XXIV 156 coracesia 20 ἰοβισοκαυλούς HDi: ἰόβις οσαυλούς A (corr. A2): Jovis harba Ps. Orib. IV 6 ΛΙΑΠΕΤΕϹ CHA : λεαπετές Di: correxi coll. Pl. XXV 160 Italia sedum magnum aut oculum aut digitillum: διγιτίλλους Schulze ϹΟΥΔΕΜΜΟΥΡ CDi: σουδεμούρ HA : correxi)
249

89 ἀείζῳον τὸ μικρόν· φύεται ἐν τοίχοις καὶ πέτραις καὶ θριγκοῖς καὶ τάφοις ὑποσκίοις. καυλία ἀπὸ μιᾶς ῥίζης πολλά, περίπλεα φυλλαρίων περιφερῶν, λιπαρῶν, μικρῶν, ὀξέων ἐπʼ ἄκρου· ἀνίησι δὲ καὶ καυλὸν ἐν μέσῳ περὶ σπιθαμὴν τὸ μέγεθος, ἔχοντα σκιάδιον καὶ ἄνθη χλωρὰ καὶ λεπτά.

τούτου τὰ φύλλα δύναμιν ἔχει τὴν αὐτὴν τῷ προειρημένῳ.

90 δοκεῖ δὲ τρίτον εἶναι εἶδος ἀειζῴου, ὃ ἔνιοι ἀνδράχνην ἀγρίαν, οἱ δὲ Τηλέφιον ἐκάλεσαν, Ῥωμαῖοι δὲ ἰλλεκέβραν. ἔχει [*](89 RV: ἀείζων τὸ μικρόν· οἱ δὲ πετροφυές, οἱ δὲ βρότιον, οἱ δὲ θεοβρότιον, οἱ δὲ μανκρόβισον, οἱ δὲ χειμερινήν, οἱ δὲ κεραυνία, Ῥωμαῖοι βιτάλις, οἱ δὲ κάρδους σεμπερβίβους, Αἰγύπτιοι ἐτιεικελτά.) [*](90 RV: ἀείζων τὸ λεπτόφυλλον· οἱ δὲ ἀείζων τὸ μικρόν, οἱ δὲ πετροφυές, οἱ δὲ ἀείζων ἄγριον, Ῥωμαῖοι σεμπερβίβουμ μίνους.) [*](1 SIM.: Pl. XXV 161 (e S. N.).) [*](1 EXC. Orib. XI s. v. (ἀείζῳον — λεπτά); Ps. D. de h. f. 32 (e D. lat.); Ps. Ap. 123.) [*](7 SIM.: Pl. XXV 162 (e S. N.).) [*](7 EXC.: Orib. XI s. v. (δοκεῖ — πέτραις); Ps. Ap. 123.) [*](1 num. cap. φξα ODi: πη E tit. περὶ τοῦ μικροῦ ἀειξώου HA: περὶ ἀειζώου τοῦ μικροῦ Di post μικρόν syn. e R add. DiA, marg. H2 post τοίχοις transpos. καὶ τάφοις ὑποσκίοις Orib. 2 τριγχοῖς P: θριγγοῖς FHA: ὀριγχοῖς C τάφροις ROrib.EO: τάφοις Dl. Ps. D. Ps. Ap. λεπτά, πολλά C: πολλά, λεπτὰ Di post πολλά add. ἐκ πλαγίου R: superscr. A2: inflexos Ps. D. 3 περιφερῶν om. ROrib.Dl, del. A2 μακρῶν OREDi: μικῶν Orib. Ps. D. 4 ἄκρων E (corr. E2) 5 λεπτὰ καὶ χλωρά RE Ps. Ap.: λεπτά, χλωρά, πολλά Orib.) [*](7 num. cap. φξβ ODi: om. E tit. περὶ ἑτέρου A: περὶ ἑτέρου ἀειζώου Di: om. FH text. cap. antecedentis s. v. ἀείζων τὸ λεπτόφυλλον iterat R: initio cap. syn. e R add. Di δοκεῖ δὲ καὶ (om. E) εἶναι τρίτον γένος ἀειζώου EDi δὲ καὶ Orib. εἶναι post ἀειζῴου transpos. Orib. εἶδος] γένος libri: corr. nescio quis 8 ἀγρίαν καλοῦσιν ἢ τηλέφειον Orib. οἱ δὲ] ἢ EDi ἐκάλεσαν om. A. δὲ (alt.) om. A ἠλεκέβραν HADi: ἠλεκέμβραν E: ἠλικέβραν PFM: Italia inlecebram Pl.: alcebran Dl: ἰλλεκέβραν Schulze) [*](9 C fol. 14r: om. N ἀείζων ////// (charta laesa) C βρότιον libri: fort. ἄβροτον 10 οἱ δὲ θεοβρότιον om. HA (marg. add. A2): θεοβρότιον libri: suspectum, fort. θεόμβροτον κρόβισον C: κρόβυσον HA: κρόβισσον Di: cor- rexi χειμερινόν HA 11 βηταλίς Di ἐμπερβιβου C: ἑρπερβίβου DiA: ρπαρβίβου H 12 ἐτιοικελτά A) [*](13 C fol. 14v, cap. om. N ἀείζων (pr.) om. C (charta laesa) ἀείξων C: ἀείζωον reliqui)

250
δὲ αὕτη πλατύτερα τὰ φυλλάρια πρὸς τὰ τῆς ἀνδράχνης καὶ δασέα· φύεται ἐν πέτραις.

δύναμιν δὲ ἔχει θερμαντικήν, δριμεῖαν, ἑλκωτικήν, χοίρα· δων διαφυρητικὴν σὺν ὀξυγγίῳ καταπλασθέν.

91 κοτυληδών· οἱ δὲ σκυτάλιον, ἄλλοι δὲ κυμβάλιον. φύλλον ἔχει ὥσπερ ὀξύβαφον περιφερές, λεληθότως κοῖλον, καυλίον δὲ βραχύ, ἐφʼ οὗ σπέρμα, ῥίζαν ὡς ἐλαίαν στρογγύλην.

ταύτης καὶ τῶν φύλλων ὁ χυλὸς μετʼ οἴνου περιχριόμενος ἢ ἐγκλυζόμενος φιμοὺς τοὺς ἐν αἰδοίοις χαλᾷ, φλεγμονάς τε καὶ ἐρυσιπέλατα καὶ χιμέτλας καὶ χοιράδας καταπλασσομένη ὠφελεῖ καὶ στόμαχον καυσούμενον. ἐσθιόμενα δὲ τὰ φύλλα σὺν τῇ ῥίζη λίθους θρύπτει καὶ οὖρα κινεῖ καὶ ὑδρωπικοῖς σὺν οἰνομέλιτι δίδοται· χρῶνται δὲ αὐτῇ καὶ εἰς φίλτρα.

[*](91 RV: κοτυληδών· οἱ δὲ σκυτάλιον, οἱ δὲ κυμβάλιον, οἱ δὲ κῆπος Ἀφροδίτης, οἱ δὲ γῆς ὀμφαλός, οἱ δὲ στοιχάς, οἱ δὲ στέργηθρον, Ῥωμαῖοι οὐμβιλίκουμ Βένερις.)[*](5 SIM.: Pl. XXV 159 (e S. N.) cf. Scrib. L. 55)[*](5 EXC.: Orib. XI s. v. (κοτυληδών — στρογγύλην); de virt. med. cf. Gal. XII 41 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Ps. Ap. 44 (unde Ps. Orib. I 30); Hes. s. v. κοτυληδών.)[*](8 SIM.: Zop. (Orib. II 578. 591)—Pl. XXVI 80 D. eup. I 145 (167)— eup. I 169 (181) — Nic. Th. 381 sq. Pl. XXVI 106 eup. I 181 (190) — Pl. XXVI 32 eup. II 1 (226)— Pl. XXVI 80 eup. II 111 (309)— Pl. XXVI 119 — Crat. (schol. Nic. Th. 681))[*](1 αὐτὴ HADi: om. Orib. παχύτερα HADi: φύλλα πλατύτερα Orib. τὰ (pr.) om. E φύλλα A 2 φύεται δὲ E 4 in calce cap. add. ἕτερον δὲ γεννᾶται ἐν τῇ Ἰνδίᾳ· φύεται δὲ καὶ ἐν τῇ Ἀσίᾳ καὶ ἐν τοῖς παραθαλασσίοις τόποις καὶ νήσοις V1)[*](5 num. cap. φξγ ODi: πθ E tit. περὶ κοτυληδόνος FHADi post κο- τυληδών syn. e R add. ADi: mg. H2 post κοτυληδών add. οἱ δὲ ἑλξίνην E δὲ (pr.)] μὲν HA ἄλλοι — κυμβάλιον om. Orib. ἄλλοι] οἱ EADi 6 φύλλα REA λεληθώς R 7 δὲ om. Orib.: δὲ ἐν μέσῳ RDi ἐν ᾧ τὸ RDi σπέρμα λεῖον E ῥίζα ὡς ἐλαίας στρογγύλη R ὥσπερ E 8 στρογγύλον E 10 φειμούς (θυ superscr. m. rec.) C: θύμους E αἰδόῳ E χολᾶ C: χολας N 11 καταπλαττομένη REHADi 12 σὺν] ἐν A 13 καὶ (utrobique) om. N 14 τὰ φίλτρα Di)[*](15 C fol. 163r: N fol. 45 marg. adscr. N (m. rec) umbillicum Veneris. cimbalaria cf. MS. s. v. cotilidon σκυτάλλιον R κυμβάλιος RDi 16 cepos afrodites Ps. Ap. gesomfalos Ps. Ap. στοιχίς libri: correxi coll. Ps. Orib. I 30 17 στέργυθρον R: om. A: stergenton Ps. Ap. cf. schol. Nic. Th. 681 umbilicum Veneris Ps. Ap.)
251

92 ἔστι δὲ καὶ ἕτερον εἶδὸς κοτυληδόνος, πλατύτερα ἔχον καὶ λιπαρὰ τὰ φύλλα, ὡς γλωττάρια, πυκνὰ περὶ τῇ ῥίζῃ, οἱονεὶ ὀφθαλμὸν ἐν μέσῳ περιγράφοντα ὥσπερ τὸ μεῖζον ἀείζῳον, τῇ γεύσει στύφοντα, καυλίον λεπτὸν καὶ ἐπʼ αὐτοῦ ἄνθη καὶ σπερμάτια ὄμοια ὑπερικῷ, ῥίζαν μείζονα. ποιεῖ δὲ πρὸς ἃ καὶ τὸ ἀείζῳον.

93 ἀκαλήφη· οἱ δὲ κνίδην. δισσὸν εἶδος ταύτης· ἡ μὲν γάρ ἐστιν ἀγριωτέρα, τραχυτέρα καὶ πλατυτέρα καὶ μελαντέρα τοῖς φύλλοις, καρπὸν δὲ ὅμοιον λινοσπέρμῳ ἔχει, πλὴν ἐλάττονα. ἡ δʼ ἑτέρα λεπτόσπερμός τε καὶ οὐχ ὁμοίως τραχεῖα. ἀμφοτέρων δὲ τὰ φύλλα καταπλασσόμενα μεθʼ ἀλῶν κυνόδηκτα ἰᾶται καὶ γαγγραινικὰ καὶ κακοήθη καὶ καρκινώδη καὶ τὰ ῥυπαρὰ τῶν ἑλκῶν καὶ στρέμματα, φύματα, παρωτίδας, φύκοτυληδὼν [*](92 RV: ἑτέρα· οἱ δὲ κυμβάλιον καλοῦσιν.) [*](93 RV: κνήφη ἢ κνίδη· οἱ δὲ ἀκαλύφη, οἱ δὲ ἀδίκη, Ῥωμαῖοι οὐρτίκα, Αἰγύπτιοι σελεψιού, Δάκοι δύν.) [*](κνήφη ἑτέρα οἱ δὲ ἀκαλύφηνκαλοῦσιν, Ῥωμαῖοι οὐρτίκα μόλλις.) [*](1 SIM.: Pl. XXV 159 (e S. N.)) [*](1 EXC.: Orib. XI s. v. (ἔστι — ἀείζῳον).) [*](7 SIM.: Pl. XXI 92 ex I. B.) XXII 31 sq. (e S. N. et I. B).) [*](7 EXC.: Orib. XI s. v. (ἀκαλήφη — τραχεῖα); Gal. XI 817 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.) Hes. s. v. κνίδαι.) [*](11 SIM.: Zop. (Orib. II 587) — Pl. XXII 32 D. eup. II 113 (313)— Pl. l. s. eup. I 186 (192) — Pl. l. s. eup. I 226 (210)) [*](1 num. cap. φξδ ODi, om. E tit. περὶ ἑτὲρας κοτυληδόνος Di: om. FAH initio syn. e R add. Di, mg. H2 ἔστι (om. δὲ καὶ) post κοτυληδόνος transp. R πλατύτερα δὲ RE ἔχον τὰ φύλλα A 2 λιπαρά] ἁπαλώτερα RA: λιπαρώτερα E: sorididis foliis Pl. ὡς κλωνάρια R: superscr. A2: spissa sicut lingellas Dl τὴν ῥίζαν FHADi 3 ἕνα μέσῳ PF: ἐμμέσῳ R: ἕνα μέσον HADi: ἐν τῷ μέσῳ E 4 στύφον Orib. καυλὸν ROrib. δὲ λεπτὸν N αὐτῶ Di 5 σπέρματα EDi 6 τὸ om. Orib.) [*](7 num. cap. φξε ODi: 𝒢 E tit. περὶ ἀκαλήφης H: περὶ ἀκαλύχης ADi ἀκαλύφη HDi Theophr. h. pl. VII 7, 2: ἀκαλίφη F: ἀκλοίφη V: ἀκαλίφη ἢ κνήφη A (ἢ κνήφη superscr. H2) ad κνίδην cf. [Hipp] περὶ δ. II 54 (VI 558 L) Nic. Th. 880 cum schol. post κνίδη syn. e R add Di, mg. H2 δισσὸν δὲ E εἶδός ἐστιν αὐτῶν RDi 8 ἐστιν om. Orib. ἀγρία R καὶ δασυτέρ καὶ τραχυτέρα E: καὶ τραχυτέρα Orib. τραχυτέρα om. R: del. A2 καὶ πλατυ- τέρα om. Orib. 9 πλήν] καὶ R 12 γαγγραίνας R τὰ κακοήθη CDi 13 καὶ φύματα RE καὶ παρωτίδας R φύματα φύγεθλα F) [*](14 C fol. 164r: N fol. 45) [*](15 C fol. 172r: N. fol. 57, mg. add. N (m. rec.) urtica greca ἀκαλύφη· οἱ δὲ κνίδη, οἱ δὲ ἀδίκη Di ἀκαλύφην R 16 σελεψηου R: σελέψιον HDi δύν] δικύ M cf. Tomaschek l. s. 31 17 syn. om. CH ἀκαλύφη ἑτέρα· οἱ δὲ κνήφην καλοῦσι Di μολλης N)

252
γεθλα, ἀποστήματα· σπληνικοῖς δὲ μετὰ κηρωτῆς ἐπιτίθεται· ποιεῖ καὶ πρὸς τὰς ἐκ μυκτήρων αἱμορραγίας τὰ φύλλα σὺν τῷ χυλῷ λεῖα ἐντιθέμενα· κινεῖ δὲ καὶ ἔμμηνα λεῖα μετὰ σμύρνης προστεθέντα καὶ ὑστέρας προπτώσεις ἀποκαθίστησι προσαπτόμενα νεαρὰ τὰ φύλλα.

2 τὸ δὲ σπέρμα ἐπὶ συνουσίαν παρορμᾷ πινόμενον μετὰ γλυκέος καὶ ὑστέραν ἀναστομοῖ· σὺν μέλιτι δὲ ἐκλειχόμενον ὀρθοπνοίας ὠφελεῖ καὶ πλευρίτιδας καὶ περιπνευμονίας· ἀνάγει δὲ καὶ τὰ ἐκ θώρακος· μείγνυται δὲ καὶ σηπταῖς. συνεψηθέντα δὲ τὰ φύλλα κογχαρίοις κοιλίαν μαλάττει, ἐμπνευματώσεις λύει, οὖρα κινεῖ, σὺν πτισάνῃ δὲ ἑψηθέντα τὰ ἐκ θώρακος ἀνάγει. τὸ δὲ ἀφέψημα τῶν φύλλων σὺν ὀλίγῃ σμύρνῃ ποθὲν κινεῖ καταμήνια, ὁ δὲ χυλὸς ἀναγαργαριζόμενος στέλλει κιονίδα φλεγμαίνουσαν.

94 γαλήοψις· οἱ δὲ γάληψις, οἱ δὲ γαλεόβδολον καλοῦσιν. ὅλον τὸ θαμνίον σὺν τῷ καυλῷ καὶ τοῖς φύλλοις ἐμφερές ἐστι [*](94 RV: γαλέοψις· οἱ δὲ γαλεόβδολον, οἱ δὲ γαληψός, Αἰγύπτιοι αἰθωπί, Ῥωμαῖοι οὐρτίκαμ λαβεώνεμ.) [*](1 SIM.: Phanias (Pl. XXII 35) Pl. XXII 32 D. eup. I 148 (169) — Pl. l. s. 33 eup. II 62 (274) —Pl. 32. 36 eup. I 210 (203)—[Hipp.] περὶ γ. φ. 32 (VII 358. 426 L) eup. II 78 (290) — Pl. 31 eup. II 69 (284) — eup. I 96 (300) Alex. Tr. II 496 — Pl. 32 — Pl. 33 eup. II 39 (252) — Pl. 33 eup. II 35 (247) — [Hipp.] περὶ νούσ. II 47 (VlI 68) III 15 (VII 142) eup. II 36 (249) — Pl. 33 eup. II 32 (245) — [Hipp.] περὶ δ. II 54 (VI 558) Phanias (Pl. XXII 35) — Pl. 33 — Pl. 36 eup. II 112 (311) — Pl. 35 eup. II 76 (287) Zop. (Orib. II 598) — Pl. 31. 36 eup. I 86 (136).) [*](14 SIM.: Pl. XXVII 81 (e S. N — Crat).s) [*](14 EXC.: Orib. XI s. v. (γαλέοψις — πανταχοῦ); Paul. Aeg. VII 3 s. v γάληψις. Hes. s. v. γαληφός.) [*](1 τε R: δὲ reliqui ἐπιτίθενται HDi 2 ποιεῖ δὲ καὶ REDi 3 ἐπιτιθέ- μενα RFHDi ef. D. eup. I 210 (203) τὰς δὲ ἐκ μυκτήρων αἱμορραγίας στέλλει . . . κνίδης φύλλων χυλὸς ἐν μοτοῖς ἐντιθέμενος cf. Pl. XXII 32 4 ἐπιτιθέμενα CDi. προστιθέμενα N προσαπτόμενα post φύλλα transpos. RDi 7 περιπλευμονίας R 8 τὰ om. O δὲ (alt.) om. R 9 δὲ τὰ om. R κοιλίας HADi λύει ἐμπνευματώσεις FHADi 10 ἑψηθὲν CE (corr. E2) 13 κιονίδος φλεγμονάς R) [*](14 num. cap. φξϚ 0Di: α E tit. περὶ γαλιόψιος HADi γαλήοψις P: galeopsis Pl.: γαλὲοψις N: γαλαίοψις C: γαλίοψις Orib. VFHADiDl: γάληψις· οἱ δὲ γαλαίουψις E: γάληψις Paul. Aeg. post γαλήοψις syn. e R add. Di, mg. H2 δὲ (pr.)] μὲν AH οἱ δὲ γάληψις om. Orib.Dl γάληψις P: γάλιψις VF: γάλιψιν HA: γάλεψος RDi: om. Dl cf. Hes. s. v. γαληψός ἢ γαλεόβδελλον Orib.: γαλόθδολον E: γαλήβδολον Paul. Aeg. 15 θαμνίον] καυλίον FHA καυλῷ] θάμνῳ FHA) [*](16 C fol. 93r: N fol. 36 γαλαίοψις C γαλλιόβολον C: γαλαιόβολον N γάλαιφος R: γάλεφος Di 17 ἐθωπι C: αἰθοπι H: αἰθοφι N οὐρτίκας λα- βωνέμ RDiH: corr. Spr. mg. adscr. N (m. rec.) urtica montana)

253
κνίδῃ, λειότερα δὲ τὰ φύλλα καὶ ἱκανῶς δυσώδη ἐν τῇ διατρίψει, ἄνθη λεπτά, πορφυρᾶ φύεται ἐν φραγμοῖς καὶ περὶ τὰς ὁδοὺς καὶ τὰ οἰκόπεδα πανταχοῦ.

δύναμιν δὲ ἔχει τὰ φύλλα καὶ ὁ καυλὸς διαλυτικὴν σκληρωμάτων, καρκινωμάτων, χοιράδων, φυγέθλων, παρωτίδων. δεῖ δὲ δὶς τῆς ἡμέρας μετʼ ὄξους καταπλάσσειν χλιαρὸν ποιοῦντας τὸ κατάπλασμα· καὶ τὸ ἀφέψημα δὲ αὐτῆς καταντλεῖται ὠφελίμως· ποιεῖ καὶ πρὸς νομὰς καὶ γαγγραίνας καὶ σηπεδόνας μεθʼ ἁλὸς καταπλασσόμενα.

95 γάλιον· οἱ δὲ γαλαίριον, οἱ δὲ γαλάτιον· ὠνόμασται ἀπὸ τοῦ γάλα πηγνύειν ἀντὶ πυτίας αὐτό. τὸ δὲ κλωνίον καὶ τὸ φύλλον ἔχει ἐμφερέστατον ἀπαρίνῃ, ὀρθὸν δέ, καὶ ἐπʼ ἄκρου ἄνθος μήλινον, λεπτόν, πυκνόν, πολύοσμον· οὗ τὸ ἄνθος πρὸς τὰ πυρίκαυτα καταπλάττεται καὶ αἱμορραγίαις ἁρμόζει· μείγνυται καὶ κηρωτῇ ῥοδίνῃ ἡλιαζόμενον, ἄχρις ἂν λευκὸν γένηται, καὶ ἔστι τὸ τοιοῦτον ἄκοπον. ἡ δὲ ῥίζα πρὸς συνουσίαν παρορμᾷ. φύεται δὲ ἐν ἑλώδεσι τόποις.

[*](95 RV: γάλαιον· οἱ δὲ γαλαίριον, οἱ δὲ γαλάτιον καλοῦσιν ἀπὸ τοῦ γάλα πηγνύειν.)[*](10 EXC.: Orib. XI s. v. (γάλιον — πολόοσμον, φύεται — τόποις); de virt. med. cf. Gal. XI 855 (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v).)[*](1 λειότερα] λεπτότερα Dl: λειότερα δὲ καὶ λεπτότερα E τῇ διατρίψει Orib.E: τῷ διατρῖψαι reliqui 2 λευκά, λεπτά E τοῖς φραγμοῖς E καὶ om. Orib. παρὰ REDi: πρὸς Orib. 3 περὶ τὰ E: τὰ om. RDi πανταχοῦ om. R 4 καυλὸς] χυλός R (superscr. A2): καὶ ὁ χυλὸς post φύλλα add. Di, post καυ- λός E: ὁ καυλὸς καὶ ὁ καρπὸς ADi διαχυτικὴν RDi: διαφορητικὴν A (super- scr, διαχυτικήν A2): διαλυτικὴν καὶ διαχυτικήν E 5 καὶ καρκινωμάτων (dittogr.) RDi χεμέθλων (pro φνγέθλων) N παρωτίδων, φυγέθλων Di 6 μετ᾿ ὄξους δὶς τῆς ἡμέρας FHADi 7 αὐτῶν R 8 post νομὰς habet καὶ φλεγ- μονάς, γαγγραίνας καὶ σηπεδόνας καταπλασσόμενον E καὶ addidi e N 9 ἁλῶν Di καταπλασσνόμενον RE)[*](10 num. cap. φξζ ODi. 𝒢β E tit. περὶ γαλλίου AHDi γάλιον Orib. PVDl Paul. Aeg. Pl, XXVII 81: γάλαιον R: γάλλιον FHADi Gal.: γάλειον E δὲ pr.)] μὲν H γαλέριον PVFDl: γαλλέριον HADi: γαλείριον E: γαλάριον Orib.: suspectum οἱ δὲ γαλάτιον om. Orib.PVDl ὠνόμασται] ὀνομάζουσιν Orib.: ὡνόμασται δὲ Di 11 τὸ γάλα E πηγνύναι Orib. ἀντὶ πυτίας om. ROrib. αὐτοῦ τὸ κλωνίον ROrib.: αὐτὸ δὲ τὸ κλωνίον E 12 τὰ φύλλα R ἐμφερέ- στατα R: ἐμφερέστερον E τῇ ἀπαρίνῃ E 13 πυκνόν om. R: del. A2 πολὺ εὔοσμον CFHADi 14 καταπλαττόμενον OE καὶ om. R αἱμορραγίας ἵστησι RDi μίγνυται δὲ καὶ CDi 15 χλιαζόμενον C: χλιαινόμενον N ἄχρι οὗ ἂν F: ἄχρι ἂν οὗ V: ἄχρις (ἄχρι NE) οὗ RE 15 ἔστι δὲ (om. καὶ) NE τοιοῦτο C ὀρμᾷ R 17 δὲ om. COrib. HA)[*](18 C fol. 91r. N 58 γαλάτιον] γάλιον C: γάλαιον N: correxi)
254

96 ἡριγέρων· καυλίον ἐστὶ πηχυαῖον, ὑπέρυθρον ἡσυχῆ, ἔχον φυλλάρια ἀκροσχιδῆ ὥσπερ εὔζωμον, παρὰ πολὺ δὲ ἐλάττονα· ἄνθη μηλίζοντα, ταχέως σχιζόμενα καὶ ἐξανθοῦντα εἰς τοὺς λεγομένους πάππους· ὅθεν καὶ ἠριγέρων ὠνομάσθη διὰ τὸ τοῦ ἦρος τὰ ἄνθη τριχοειδῶς πολιοῦσθαι· ῥίζα ἄχρηστος. φύεται μάλιστα ἐπὶ θριγκῶν καὶ περὶ τὰς πόλεις.

2 δύναμιν δὲ ἔχει ψυκτικὴν τὰ φύλλα σὺν τοῖς ἄνθεσιν, ὅθεν καταπλασσόμενα σὺν οἴνῳ γλυκεῖ ὀλίγῳ καὶ καθ᾿ ἑαυτὰ φλεγμονὰς ὄρχεων καὶ δακτυλίου θεραπεύει, σὺν δὲ μάννῃ τά τε ἄλλα τραύματα καὶ τὰ ἐν νεύροις ἰᾶται. καὶ οἱ πάπποι δὲ καθʼ ἑαυτοὺς σὺν ὄξει καταπλασθέντες τὸ αὐτὸ δρῶσι· ποθέντες μέντοι οἱ νεαροὶ πάπποι πνιγμὸν ἐπιφέρουσιν.

97 θαλίητρον· φύλλα παραπλήσια κορίῳ ἔχει, λιπαρώτερα [*](96 RV: ἠριγέρων· οἱ δὲ ἐρεχθῖτις, Ῥωμαῖοι ἕρβουλουμ, οἱ δὲ σενεκίων.) [*](1 SIM.: Pl. XXV 167 sq. ex I. 8.) cf. Theophr. h. pl. VII 7, 1. 4.) [*](1 EXC.: Orib. XI s. v. (ἠριγέρων — πόλεις): de virt. med. cf. Gal. XI 884. Aet I s. v. (unde?) Ps. Apul. 75 (unde Ps. Orib. I 62) Isid. XVII 9, 53 (e D. lat.).) [*](7 SIM.: Pl XXV 168. XXVI 81 D. eup. I 141 (164) — eup. I 216 (207) — Pl. XXVI 145 eup. I 162 (177) — Pl. XXVI 130) [*](13 SIM.: Pl. XXVII 138 (e S. N. — Crat).) [*](13 EXC.: Orib. XI s. v. (θαλίητρον — πεδίοις) cf. Gal. XI 884 (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v.)) [*](1 num. cap. φξη ODi: (𝒢γ E tit, περὶ ἠριγέροντος HDi: περὶ ἠριγέ- ρωντος A post ἠριγέρων syn. e R add. Di, mg. H2 ἕν καυλίον C καυλὸν F πιθαμιαῖον N ἡσυχῆ] σνχη P: om. V: συνεχῆ Orib.Di 2 τὰ φυλλάρια E 3 μήλινα CDl: floribus nigellis Ps. Ap. ταχέως δὲ R post σχιζόμενα c. 11 litt. eras. E2 4 ὠνόμασται E 5 τὸ om. C τοῦ om. NDi ἔαρος RE2Di τροχοιδῶς N τούτου ἡ ῥίζα E 6 φύεται δὲ E θριγγῶν FHA: θριγκῶν (γκ in ras.) E2: τριγχῶν RPV : θριγκοῖς Di post θριγκῶν inser. καὶ συμβολὰς τοίχων E 7 στυπτικὴν N ὅθεν καταπλασσόμενα om. R 8 post καταπλασσό- μενα add. τὰ φύλλα FHA: τὰ φύλλα σὺν τοῖς ἄνθεσιν add. Di ἐν ὀλίγῳ οἴνῳ Di γλυκεῖ om. AH ὀλίγῳ om. RDl ἢ καὶ RDi 9 δακτυλίων N: δακτύλων (superscr. A2): ἀλγήματα δακτυλίου D. eup. I 216 (207) τε om. R 10 ἰᾶται] θεραπεύει R: om. Di 11 καταπλασθέντες σὺν (ἐν Di) ὄξει RDi 12 πάπποι om. CDi in fine add. Di ὅλος δὲ ὁ καυλὸς σὺν ὕδατι ἑψηθεὶς καὶ σὺν γλεύκει πινόμενος στομάχου πόνους τοὺς ἀπὸ χολῆς θεραπεύει. cf. Ps. Ap. l. s.) [*](13 num. cap. φξθ ODi: 𝒢δ E tit. περὶ θαλιήτρου HADi θκλίηθρον E: telgetron Dl: θὰλικτρον vulgo) [*](14 C fol. 109v: N fol. 78 effigiei herb. pict. (fol. 110r) adscripsit C (m. rec.) κοινῶς στραγαληνοβότανον: cardus benedictus senecion idem est mg add. N cf. M. S. s. v. ἐριγέρων C ἐρεχθίτης HDi: ἐρεχθεῖτις N ἑρβουλου N 15 σενεκιονεμ N: σενεκιών CM: σενεκεών Di: Itali dicunt senecion Ps. Ap.)

255
δέ, καυλίον πηγανίου πάχος, ἐφ᾿ οὗ τὰ φύλλα, ἅπερ καταπλασθέντα λεῖατὰ χρόνια τῶν ἑλκῶν ἀπουλοῖ· φύεται μάλιστα ἐν πεδίοις.

98 βρύον θαλάσσιον· φύεται ἐπὶ λίθων καὶ ὀστράκων παρὰ θαλάττῃ. θριδακῶδες, ἰσχνόν, ἄκαυλον, ἱκανῶς στυπτικόν, ποιοῦν πρὸς φλεγμονὰς καὶ ποδάγρας τὰς ψύξεως δεομένας.

99 φῦκος θαλάσσιον· γίνεται τὸ μέν τι αὐτοῦ πλατὺ τὸ δὲ ὑπόμηκες καὶ | ὑποφοινικίζον, τὸ δὲ οὖλον, φυόμενον δὲ ἐν Κρήτῃ πρὸς τῇ γῇ, εὐανθὲς σφόδρα καὶ ἄσηπτον.

στυπτικὴν δʼ ἔχει πάντα τὴν δύναμιν, ποιοῦντα ἐν καταπλάσμασι ποδαγρικοῖς καὶ ταῖς ἄλλαις φλεγμοναῖς. δεῖ δὲ αὐτοῖς χρῆσθαι ἐνίκμοις πρὸ τοῦ ξηραίνεσθαι. Νίκανδρος (Th. 845) δέ φησι καὶ θηριακὸν εἶναι τὸ φοινικοῦν, ὅπερ ἔδοξαν ἔνιοι εἶναι, ᾧ αἱ γυναῖκες χρῶνται, ὄντος ἐκείνου ῥιζίοι, ὁμωνύμως δὲ καλουμένου φύκους.

[*](98 RV: βρύον θαλάσσιον· οἱ δὲ βάλαρις, οἱ δὲ ἰρώνη, Ῥωμαῖοι γνωμουσύλλου.)[*](3 SIM.: Theophr. h. pl. IV 6, 6. Plin. XIII 137 XXVII 56 (e S. N.) D. eup. I 235 (217).)[*](3 EXC.: Orib. XI s. v. (βρύον — στυπτικόν) cf. Gal. XI 855 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).)[*](6 SIM.: Theophr. h. pl. IV 6, 2 sq. (unde Pl. XIII 136); de od. VI 31; Pl. XXVI 103. XXXIΙ 66 (e S. N.); D. eup. I 235 (217).)[*](6 EXC.: Orib. XII s. v. (φῦκος — δύναμιν, Νίκανδρος — φύκους) cf. Gal. XII 152 (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v))[*](1 καὶ καυλὸν δὲ E πηνίου E: πηγανίου reliqui: virga digiti habens grossitudinem Dl: caulem papaveris Pl: τὸν καυλὸν δὲ πηγάνου τὸ πάχος Gal. πάχος ἔχοντα E 2 φύεται δὲ FHADiE)[*](3 num. cap. φο ODi: 𝒢ε E tit. περὶ βρύου θαλασσίου FHADi post θαλάσσιον syn. e R add. ADi, mg. H2 θαλάττειον E 4 θάλασσαν RDi τριχῶδες Οrib. ODi: θριδακῶδες NE: θριδακωδως C cf. Pl. l. s. bryon marinum herba sine dubitatione est lactucae foliis similis cf. Theophr. l. s. 5 ψύξεως E: στύψεως reliqui cf. Plin. l. s. Gal. l. s.)[*](6 num. cap. φοα ODi: 𝒢Ϛ E tit. περὶ φύκου θαλασσίου HADi θπλάσ- σιος FH: θαλάττιον E γίνεται om. H μέντοι Orib.V: τι om. H. 7 τὸ δὲ (pr.) om. Di ἐπίμηκες Orib,FHA φοινίσσον Orib.Di: ὑποφοινίσσον E: ὑποφοινίξον P οὖλον] λευκὸν FHADi 8 τῇ Κρήτῃ Orib.E post εὐανθὲς et σφόδρα c. 10 litt. eras. E2 σφόδρα] ἄγαν Di 9 καὶ στυπτικήν ἔχει E (καὶ add. E2) ψυκτικὴν Di 10 πρὸς ποδαγρικὰς διαθέσεις καὶ τὰς φλεγμονὰς coni. Sarac. ἄλλαις addidi ex E 11 ἐνίκμασι V ξηρανθῆναι FHADi 13 ἔνιοι ἔδοξαν Orib.E 14 ψύκου FHADi)[*](15 C fol. 79v: N fol. 33 tit. βρυεννία λευκή C (m. rec.) effigiei herb. pict. (fol. 80r) adscripsit C (m. rec.) τοῦτο οὐκ ἐγράφη (errore)· τινές φασιν αὐτὸ θεραπίδιον cf. Wellmann I 9 βάλλαρις M cf. D. III 100 ἰράνη Di 16 γνωμευσίλου Di: γνωμουσίλλου reliqui: corruptum)
256

100 ποταμογείτων· φύλλον ἐστὶν ὅμοιον τεύτλῳ, δασύ, ὑπερκύπτον ὀλίγον τοῦ ὕδατος. ψύχει δὲ καὶ στύφει, ἁρμόζον κνησμοῖς καὶ νεμομένοις καὶ παλαιοῖς ἕλκεσιν· ὠνόμασται δὲ διὰ τὸ ἐν τέλμασι καὶ ἐνύδροις τόποις φύεσθαι.

101 στρατιώτης ὁ ἐπὶ τῶν ὑδάτων φυόμενος· ὠνόμασται [*](100 RV: ποταμογείτων· οἱ δὲ σταχυῖτιν, Ῥωμαῖοι φον τάλις, οἱ δὲ φλουμινάλις, οἱ δὲ τερμινάλις, οἱ δὲ ἠμίνουλα, οἱ δὲ προσπεκτίβα, Αἰγύπτιοι ἐθεγχίς.) [*](ποταμογείτων ἕτερος· οἱ δὲ λειμώνιον, οἱ δὲ ἁλιμοκτόνον, οἱ δὲ νευροειδές, οἱ δὲ ἑπτάπλευρον, οἱ δὲ κυνόγλωσσον, οἱ δὲ πολύνευρον, οἱ δὲ θύρσιον, προφῆται οὐρὰ ἰχνεύμονος, Αἰγύπτιοι λοιχόρ, Ῥωμαῖοι βηταιφόλλιουμ, οἱ δὲ γλαδιατώριαμ, οἱ δὲ πλαντάγω, οἱ δὲ ἑρβάγω, οἱ δὲ ἀρουνδινάλις μίνορ, Ἄφροι ἀστιρκόκ, Δάκοι κοαδάμα, Τάλλοι ταυρούκ.) [*](101 RV : στρατιώτης ὁ ἐν τοῖς ὕδασιν· οἱ δὲ ποτάμιον στρατιώτην καλοῦσιν, Αἰγύπτιοι τιβούρ, προφῆται αἶμα αἰλούρου.) [*](1 SIM.: Pl. XXVI 50 (e S. N.).) [*](I EXC.: Orib. XII s. v. (ποταμογείτων — ὅδατος) cf. Gal. XII 107 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.)) [*](5 SIM.: Pl. XXIV 169 (e S. N.) cf. Anon. Lond. VI 22 (D.)) [*](5 EXC.: Orib. XII s. v. (στρατιώτης — μέντοι); de virt med. cf. Gal. XII 131 (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Hes. s. v. στρατιώτης ποτάμιος.) [*](1 num. cap. φοβ ODi: 𝒢ζ E tit. περὶ ποταμογείτονος HADi post ποταμογείτων syn. e R add. ADi, mg. H2 φύλλα AE ἔχει Orib. EDl ὅμοια E δασέα E: παχύ coni. Spr. et Lenz l. s. 325 at cf. Pl. similis betae foliis, minor tantum hirsutiorque, erravit fort S. N. 2 καὶ ὀλίγον ὑπερκύπτον FHADi ὑπερκύπτοντα E στύφει δὲ καὶ ψύχει NE ἁρμόζοντα E 3 πρὸς κνησμοὺς N: πρὸς κνησμὸν E post δὲ add. ποταμογείτων E) [*](5 num cap. φογ ODi, 𝒢η E tit. στρατιώτης ὁ ἐπὶ τῶν ὑδάτων F : περὶ στρατιώτου AHDi ἐν τοῖς ὕδασι ROrib. E φυόμενος om. R post φυόμενος syn. e R add. Di, mg. H2 ὠνόμασται δὲ REHADi) [*](6 N fol 127, om. C marg. add. N (m. rec.) plantago ma(ius) στα- χυίτην AHDi φονταλις N: φάνταλις ADi: φλύγαλις H: correxi Sprengelio duce 7 οἱ δὲ φλουμινάλις — προσπεκτίβα om, HADi ἠμίνουλα scripsi: ΜΗΙΟΑ ?? (Α eras. ) N 8 προσπεκτι N: correxi ἐθενχεις N: ἐθένχις HDi) [*](9 C fol. 281v: N fol. 127 cf. D. IV 16 II 152 οἱ δὲ λειμώνιον post ἁλιμοκτόνον transpos. N οἱ δὲ ἑπτάπλευρον — κυνόγλωσσον om. N 11 οὐρεχνεύμονος (ε ═ αι) R 12 λιχόρ C βηναιφολλιουμ N: βιναιφαλλιουμ C: corr. Marc. 13 πλανταγο C: πλανταγονις N (num πλαντάγινις ἑρβάγω ?) ΤΑΡΟΥΝΔΟΥΜΙΝΟΥϹ R: correxi 14 ἀτιειρκοκ R cf. D II 152 κοαλαμα N: κάρδαμα coni. Tomaschek l. s. 32) [*](15 C fol. 322r: N fol. 159, mg. add. N (m. rec.) semperviva 16 τιβούς Di)

257
καὶ οὗτος διὰ τὸ ἐπινήχεσθαι τοῖς ὕδασι χωρὶς ῥίζης καὶ ζῆν. φύλλον δὲ ἔχει ἀειζῴῳ ὅμοιον, μεῖζον μέντοι καὶ ψυκτικὴν ἔχον δύναμιν, ἐφιστάνον τὰς ἐκ νεφρῶν αἱμορραγίας πινόμενον· τραύματά τε ἀφλέγμαντα τηρεῖ καὶ ἐρυσιπέλατα καὶ οἰδήματα σὺν ὄξει καταπλασσόμενον ἰᾶται.

102 στρατιώτης ὁ χιλιόφυλλος· ἔστι θαμνίσκος μικρός, σπιθαμιαῖος ἢ καὶ μείζων, ἔχων τὰ φύλλα ὅμοια νεοττοῦ πτερῷ· εἰσὶ δὲ αἱ ἐκφύσεις τῶν φύλλων σφόδρα βραχεῖαι, ἐσχισμέναι, ἔοικε δὲ μάλιστα τὰ φύλλα τῇ βραχύτητι κυμίνῳ ἀγρίῳ, καὶ ἔτι βραχύτερα, καὶ τὸ σκιάδιον δέ· πυκνότερον δὲ τοῦτο καὶ ἁδρότερον· ἔχει γὰρ ἐπʼ ἄκρου καρφία μικρά, ἐφʼ ὧν τὰ σκιάδιά ἐστιν ἀνήθου τρόπον, ἄνθη μικρά, λευκά. φύεται δὲ μάλιστα ἐν τόποις ἀργοῖς, ὑποτραχέσι καὶ μάλιστα περὶ τὰς ὁδούς.

ἐστι δὲ ἡ βοτάνη αὕτη σφόδρα ἀγαθὴ πρὸς αἱμορραγίαν καὶ ἕλκη παλαιὰ καὶ πρόσφατα καὶ σύριγγας.

103 φλόμος· τὴν μὲν ἀνωτάτω διαφοράν ἔχει διττήν· ἡ [*](3 SIM.: Pl. l. s. D. eup. I 104 (304) I 169 (182) I 147 (168) cf. I 174(184).) [*](6 EXC.: Orib. XII s. v. (στρατιώτης — ὁδοός); de virt. med. cf. Gal. XII 131 (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v); cf. Ps. Ap. 88.) [*](15 SIM.: Crat. (schol. Nic. Th. 856); Pl. XXV 120 (e S. N.)) [*](16 EXC.: Orib. XI s. v. (φλόμος — χρησίμη); Gal. XII 150 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.) Ps. Ap. 71 (unde Ps. Orib. I 59); Ps. D. de h. f. 21 (uade Ps. Orib. III 60): Isid. XVII 9, 94(e D. lat.). 73, Hes. s. v. φλόμος et θρυαλλίς.) [*](1 καὶ] δὲ RH: om. Di οὗτος] αὐτὸς E: om. CDi τῷ ὕδατι Orib. καὶ χωρὶς ῥίζης ξῆν Di: καὶ ζῆν om. Orib.Dl 2 φύλλα (ὅμοια, μείζονα) R δὲ om. ROrib. ἀϊζώω ἢ εὐζώμω E: ἀειζώου ODi καὶ om. N 3 καὶ ἐφιστάνων N 4 ἐρυσιπέλατα δὲ (τε C) καὶ (καὶ pr. om.) R 5 καταπλασσόμενα ἰῶνται R: ἰᾶται om. ODi post ἰᾶται add. A ὃ οἱ Αἰγύπτιοι τιβούρ καλοῦσιν: mg. add. H2 φύλλον αὐτοῦ διηθούμενον τὸ(ν) κεκραμένον οἶνον διακρίνει τοῦ ὕδατος (οἴδατος H2)) [*](6 num. cap. φοδ ODi: 𝒢θ E tit. χιλίοφυλλος F: περὶ χιλιοφύλλου στρα- τιώτου HADi ὁ om. Orib. ἔστι om. Orib. θάμνος E μικρός om. O (mg. add. A2) 7 ἢ om. ROrib.EDi ὅμοια — φύλλοιν om. mg. add. Orib. πτερῷ νεοττοῦ Orib.E: περωνέω (sic) R 8 αἱ] καὶ Orib. σφοδρῶς Orib. 9 τῇ βραχύτητι καὶ τῇ τραχύτητι Di: τῇ τραχύτητι καὶ τῇ βραχύτητι E (corr. E2) 10 δὲ (pr.)] δασὺ Orib. δὲ (alt.) om. RAHDi τούτου HADi 11 γὰρ] δὲ καὶ R: δὲ E ἐπ᾿ ἄκρω R μικρὰ καὶ ὠχρά E 12 πολλά, λεπτά, λευκά E: λευκά, μικρά Orib. δὲ om. RDi μάλιστα om. RDiDl: seclusi 13 ἐν ἀγροις RDi: ἀργοῖς om. Orib.: nascitur locis desertis et asperis Dl μάλιστα post ὁδούς tanspos. FHADi παρὰ ROrib.E 14 αὕτη ἡ βοτάνη FEADiE (αὐτὴ corr. E2) αἱμορραγίας R: τὰς αἱμορραγίας E cf. Gal. l. s. ἔνιοι δʼ αὐτῷ καὶ πρὸς αἱμορραγίαν χρῶνται καὶ πρὸς σύριγγας 15 καὶ (pr.) om. R ἕλκη τε N) [*](16 num. cap. φοε ODi: ρ E tit. περὶ φλόμου HADi φλόμμος CE post φλόμος syn. e R add. Di, mg. H2 initio δισσὸν εἶδος inser. R δισσήν Orib.)

258
μὲν γάρ τίς ἐστιν αὐτῆς λευκὴ ἡ δὲ μέλαινα, καὶ τῆς λευκῆς ἡ μὲν θήλεια ἡ δὲ ἄρρην. τῆς μὲν οὖν θηλείας τὰ φύλλα παραπλήσιά ἐστι κράμβῃ, δασύτερα δὲ πολλῷ καὶ πλατύτερα καὶ λευκά, καυλὸς πήχεως ἢ καὶ μείζων, λευκός, ὑπόδασυς, ἄνθη λευκά, ὕπωχρα, σπέρμα μέλαν· ῥίζα δὲ μακρά, στρυφνή, πάχος ἔχουσα δακτύλου. φύεται δὲ ἐν πεδίοις. καὶ ἡ ἑτέρα, ἄρρην δὲ καλουμένη, λευκόφυλλος, ὑπομήκης δὲ καὶ στενοτέρα τοῖς φύλλοις καὶ τῷ καυλῷ λεπτοτέρα.

2 ἡ δὲ μέλαινα ὁμοία ταῖς λευκαῖς κατὰ πάντα, πλατυφυλλοτέρα μέντοι καὶ μελαντέρα τοῖς φύλλοις ὑπάρχει. γίνεται καὶ ἡ λεγομένη ἀγρία, ῥάβδους ὑψηλὰς φέρουσα καὶ δενδρώδεις, φύλλα ἐλελισφάκῳ ὅμοια· ἔχει δὲ κύκλῳ περὶ ταῖς ῥάβδοις ὥσπερ τὸ πράσιον ἄνθος μήλινον, χρυσοειδές. εἰσὶ δὲ καὶ φλομίδες διπλαῖ, δασεῖαι, προσφυεῖς [*](102 RV: στρατιώτης ὁ χιλιόφυλλος.) [*](103 RV: φλόμος· οἱ δὲ φλόνον, Ῥωμαῖοι βερβάσκλουμ. οἱ δὲ φημινάλε.) [*](φλόμος ἕτερος· οἱ δὲ φλόνος, οἱ δὲ λυχνῖτις, οἱ δὲ θρυαλλίς, οἱ δὲ νεκυίαν, προφῆται κηρύκιον, οἱ δὲ Ερμοῦ ῥάβδον, Ῥωμαῖοι φουμούσκλουμ, οἱ δὲ λανάτα, Αἰγύπτιοι ἀθάλ, Δάκοι διέσεμα.) [*](1 τίς addidi e N ἐστιν om. Orib. λευκοτέρα R: superscr. A2 3 ἐστὶ παραπλήσια Orib. κράμβης E (ς eras. E2) δὲ—πλατύτερα om Orib. 4 λευκό- τερα Orib. καυλός—λευκά om. FH (superscr. H2) πηχυαῖος ROrib.EDi ἢ om. Orib. EFHADi καὶ λευκὸς E 5 ἢ ὕπωχρα NFHDi: ὑπόχλωρα Orib.: flores virides et albos Dl δὲ om. Orib.V μακρὰ καὶ στρυφνή E 6 post δακτύλου syn. e R add. A δὲ om. Orib. ἡ δὲ ἄρρην καλουμένη REDi 7 ὑπομήκης— φύλλοις om. R, del. A δὲ om. Orib. 8 λεπτοτέρα δὲ E καὶ ἡ μέλαινα Orib. τῇ λευκῇ Orib.E 9 τοῖε φύλλοις καὶ τῷ καυλῷ R: τοῖς φύλλοις corr. E2 10 ὑπάρχει om. R δὲ καὶ E: ἡ δὲ λεγομένη (om. γίνεται καὶ) R 11 φέρουσα] ἔχουσα E φύλλα ἔχει R ἐλελισφάκου E 12 κύκλῳ Orib.E: κύκλους PV: δακ- τύλους (ex δὲ κύκλους natum) RA2: κλῶνας FHADi: et circa ipsis virgis flore habet aurosum Dl τὰς ῥάβδους RAEDi ὥσπερ ὄστρακον (ὀστράκιον C) R τὸ om. FHADi ἄνθος χρυσομήλινον R: superscr. A2 13 καὶ om. ROrib. φλογοειδές Orib.: φλομμυιάδες N: φλομμυδες C: φλομμίδες E περιφυεῖς FHDiA (corr. A2)) [*](14 C fol. 323r: N 159 marg. add. N (m. rec.) millefolium) [*](15 C fol. 360v: N fol. 148 mg. add. N (m. rec.) flommos. tasso barbarso cf. Lenz l. s. 543 φλόμμος C φλόνον] φλόμμον N cf. Gal. l. s. ἔνιον δὲ διὰ τοῦ ν (π ed.) γράφουσί τε καὶ λέγουσιν βερβασκλουμ libri: verbascum vulgo 16 φημιναλή ADi: φημιναλί H 17 C fol. 361r: N fol. 148 (litteris detritis): om. Di οἱ δὲ φλόνος om. H 18 ΕΡΥΑΛΛΙϹ N: θρυαλίς H 18 νηκυιαν C νηκ . . . . N: νίκυα H: correxi cf. Salm, de syn. 61 prophetae hermorabdos Ps. Ap. 19 ΦΟΥΛΛΟΥϹΚΛΟΥΝ C: φουλουσκλου N: φουλούσκλον H : correxi λανάταμ H egypti dicunt naehal (neal V: nehal L1) Ps. Ap. daci vocant diessachel Ps. Ap. cf. Tomaschek l. s. 32.)

259
τῇ γῇ, στρογγύλα ἔχουσαι τὰ φύλλα, καὶ τρίτη φλομίς, ἡ καλουμένη λυχνῖτις, ὑπὸ δέ τινων θρυαλλίς, φυλλάρια τρία ἢ τέσσαρα ἢ καὶ πλείονα ἔχουσα, παχέα, δασέα, λιπαρά, εἰς ἐλλύχνια χρήσιμα.

τῶν μὲν οὖν πρώτων δύο ἡ ῥίζα στυπτική· ὅθεν διαρροιζομένοις 3 ὅσον ἀστράγαλος σὺν οἴνῳ ὠφελίμως ἐν ποτῷ δίδοται· τὸ δὲ ἀφέψημα αὐτῆς ῥήγμασι καὶ σπάσμασι καὶ θλάσμασι καὶ βηχὶ παλαιᾷ ἀρήγει, ὀδονταλγίαν τε πραΰνει διακλυζόμενον. ἡ δὲ χρυσοειδὴς τὰ ἄνθη τρίχας βάπτει καὶ ὅπου ἂν τεθῇ σίλφας συνάγει. τὰ δὲ φύλλα ἑφθὰ ἐν ὕδατι πρὸς οἰδήματα καὶ ὀφθαλμῶν φλεγμονὰς καταπλάσσεται, καὶ πρὸς σφακελίζοντα ἕλκη σὺν μέλιτι ἢ οἴνῳ, σὺν δὲ ὄξει τραύματα θεραπεύει καὶ σκορπιοπλήκτοις βοηθεῖ. τὰ δὲ τῆς ἀγρίας φύλλα πυρικαύτων ἐστὶ κατάπλασμα, τὰ δὲ τῆς θηλείας φύλλα φασὶ μετὰ σύκων ξηρῶν συντιθέμενα ἄσηπτα αὐτὰ διαφυλάσσειν.

104 Αἰθιοπίς· καὶ αὕτη παραπλήσια φύλλα ἔχει φλόμῳ, δασέα δὲ λίαν καὶ πυκνά, κύκλῳ περὶ τὸν πυθμένα τῆς ῥίζης, [*](5 SIM.: Zop. (Orib. II 556) — Pl. XXVI 44 D. eup. II 48 (260) — Pl. XXVI 137 eup. II 34 (246) — Pl. XXVI 122 — P. XXVI 28 eup. II 32 (245) — Pl. XXVI 166 eup. I 69 (128). — D. eup. I 99 (144) — Pl. XXVI 92 eup. I 147 (168) — Pl. XXV 143 eup. I 29 (108) — Nic. Th. 856 (ex Apollod.) Pl. XXV 121 eup. II 122 (321) — eup. I 178 (187) — Pl. XXV 121.) [*](16 SIM.: Pl. XXVII 11 (e S. N.— Crat.)) [*](16 EXC.: Orib. XI s. v. (αἰθιοπίς — Ἴδην); cf. Paul. Aeg. VII 3 αἰ- θιοπίς· παραπλήσια μὲν ἔχει φλόμῳ τὰ φύλλα, τῆς δὲ ῥίζης αὐτῆς τὸ ἀφέψημα πτινόμενον ἰσχιαδικοῖς βοηθεῖ, πλευριτικοῖς τε καὶ αἱμοπτυῖκοῖς, ἀρτηρίας τε ἐᾶται (καὶ codd.) τραχύτητας μετὰ μέλιτος. Hes. s. v. αἰθιοπίς (e D. glossogr).) [*](1 τῇ γῇ om. R ἔστι δὲ καὶ τρίτη Orib. E φλομμίς RE 2 τινων δὲ FHA: ἐνίων ROrib.E φυλλάρια PV: φύλλα reliqui τρία — καὶ om. R 3 παχέα, πλατέα E λιπαρὰ, δασέω ROrib.EDi 4 κρησίμη ROrib.Di 5 δύο πρώτων NE ἡ om. ODi 6 ἀστράγαλοι N: ἀστργάλοις C δίδοται τὸ ἀφ. R 8 βηξὶ παλαιαῖς RDi ὀδονταλγίας FHAEDi: ὀδονταλγίαις ἁρμόζει R διακλυ- ζομένη R 9 τῆς δὲ χρυσοειδοῦς Orib.E τρίχας — τεθῇ om. C ὅταν N: ὅπου συντεθῇ E 10 σὺν ὕδατι E 11 καὶ (pr.) om. R ἀφθαλμῶν τε N φλεγμονὰς κμὶ καταπλάσματα R πρὸς om. REDi 12 ἢ] καὶ EADl σὺν ὄξει δὲFHADi 13 post φύλλα tanspos. φασὶ—διαφυλάσσειν Di 14 post φύλλα colloc. πυρικαύτων —, κατάπλασμα Di πυρικαύτων — φύλλα om. E κατάπλασμα N: καταπλάσμτα reliqui τῆς om. A 15 ἐντιθέμενα A φυλάσσει C: φυλάττεις N) [*](16 num. cap. φοϚ ODi: ρα E tit. περὶ αἰθιοπίδος FRA: (om. δ) Di αἰθιοπίς οἱ δὲ αἰθιόπισσαν E καὶ αὕτη om. Οrib, φύλλα ἔχει παραπλήσια φλόμῳ Orib.E: φύλλα om. A. 17 δὲ om. Orib. λεῖα A : καὶ λία E πυκνὰ καὶ πολλὰ E)

260
καυλὸν τετράγωνον, τραχὺν καὶ παχύν, ἐοικότα μελιτταίνῃ ἀρκτίῳ, μασχάλας ἀνιέντα πολλάς· καρπὸν δὲ περὶ μέγεθος ὀρόβου, σύνδυο ἐν ἐνὶ ἀγγείῳ, ῥίζας ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ πυθμένος πολλάς, μακράς, παχείας, γευομένῳ κολλώδεις· γίνονται δὲ ξηραινόμεναι μέλαιναι καὶ σκληραί, κέρασιν ἐοικυῖαι. πλείστη δὲ γεννᾶται κατὰ τὴν Μεσσηνίαν καὶ τὴν Ἴδην.

ταύτης ἡ ῥίζα ἑψομένη καὶ πινομένη βοηθεῖ ἰσχιάδι, πλευρίτιδι, αἵματος πτύσει καὶ ἀρτηρίας τραχύτητι· λαμβάνεται δὲ μετὰ μέλιτος ἀντὶ ἐκλεικτοῦ.

105 ἄρκτιον, οἱ δὲ ἀρκτοῦρον. φλόμῳ καὶ αὕτη ἔχει τὰ φύλλα ἐοικότα, δασύτερα δὲ καὶ στρογγυλώτερα, ῥίζαν ἁπαλήν, λευκήν, γλυκεῖαν· καυλὸν δὲ μακρόν, μαλακόν, καρπὸν κυμίνῳ μικρῷ ὅμοιον.

ταύτης ἡ ῥίζα καὶ ὁ καρπὸς ἀφεψηθέντα ἐν οἴνῳ ὀδονταλγίας [*](105 RV: ἄρκτιον· οἱ δὲ ἀρκτοῦρον καλοῦσιν.) [*](7 SIM.: Pl. l. s. D. eup. I 237 (219) — Pl. l s. eup. II 35 (247) — eup. I 208 (202) — Pl. l. s. eup. I 94 (139).) [*](10 Pl. XXVII 33 (e S. N. — Crat.) — Plin. l. s. — Plin. XXVI, 129 eup. I 178 (186) — Pl. XXVII 33 eup. I 179 (189) — Pl. l. s. eup. I 237 (219) — Pl. l. s. eup. II 112 (311).) [*](10 EXC.: Orib. XI s. v. (ἄρκτιον — ὅμοιον); Gal. XI 837 (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Hes. s. v. ἀρκτοῦρος (e D. glossogr).) [*](1 τραχὺν καὶ παχύν PVF: παχὺν καὶ τραχὺν AHDi: καὶ παχύν om. Orib.E Dl: fort. recte μελιταίνῃ Orib. FAH: μελιταί////νη E (2 litt. eras. E2) cf. D. III 104 ἢ] τῆ E (corr. E2) 2 ἀρκτείῳ FHADi ad μασχάλας schol. Paris. Orib. (II 743 D.) ἀντὶ τοῦ κλῶνας· κυρίως δὲ μασχάλιον λέγεται τοῦ φοίνικος ἠ ῥάβδος καὶ μασχάλινον τὸ φοινίκινον πλέγμα ramulos multos habet Dl περὶ] κατὰ E: om. mg. add. Orib. (pr. m.) 3 εἰς ἐν ἀγγεῖον Orib. 4 παχείας, τραχείας E ad rem cf. Pl. radices numerosas, longas, plenas, molles, glutinosas gustu γενομένῳ δὲ E 5 τε καὶ Orib. κρέασιν Di cf. Plin. siccae nigrescunt in- durescuntque, ut cornua videri possint ἐοικότως PF: ἐοικότες VE (corr. E2) πλεῖσται δὲ γεννῶνται E 7 καὶ πλευρίτιδι καὶ E 8 καὶ om. E 9 δὲ καὶ E) [*](10 num. cap. φοζ PADi: φοη FH: ρβ E xit. περὶ ἀρκτείου FHA: περὶ ἄρκτίου Di ἄρκτειον FHA: ἄρκτιον reliqui ἀρκτόκουρον RA2: asturon Dl at cf. Pl arction aliqui potius arcturum vocant, Hes. s v. καὶ αὕτη om. Orib. τὰ φύλλα ἔχει ROrib. 11 ὅμοια R ἁπλῆν R (superscr. A 2) 12 γλυκεῖαν, λευκήν ODi: λευκήν, γλυκεῖαν ROrib.E: radice tenera, alba dulcique Pl.: ἄρκτιον τὸ μὲν τῷ φλόμῳ παραπλήσιοι τὸ τὴν ῥίζαν ἁπαλὴν καὶ λευκὴν καὶ γλυκεῖαν ἔχον Gal.: radix mollis et alba et dulcis Dl μαλακόν, μακρόν ODi: μακρόν, μαλακόν Plin. Gal. Dl. Orib.E: μακρόν, ἁπαλόν R καρπὸν δὲ Orib.Di 14 post ῥίζα inser. δύναται Di: post καρπὸς E: radix et semen eius . . . dolore dentium mitigat Dl συνεψηθέντα N ἐν] σὺν C Gal.) [*](C fol. 44r: N fol. 26 ἀρκτόκουρον R: correxi)

261
διακρατούμενα πραύνει καὶ πυρικαύτων καὶ χιμέτλης ἐστὶ κατάντλημα· πίνεται δὲ καὶ πρὸς ἰσχιάδα καὶ δυσουρίαν ἐν οἴνῳ.

106 ἄρκιον, οἱ δὲ προσωπίδα, οἱ δὲ προσώπιον καλοῦσιν· ὅμοια τὰ φύλλα ἔχει τοῖς τῆς κολοκύνθης, μείζονα μέντοι καὶ σκληρότερα καὶ μελάντερα, δασέα· ἄκαυλος δὲ ἡ πόα, ῥίζα μεγάλη καὶ λευκή, ἥτις βοηθεῖ ποθεῖσα δραχμῆς μιᾶς πλῆθος μετὰ στροβίλων αἱμοπτυικοῖς καὶ ἐμπυικοῖς· παύει καὶ τὰ ἐκ τῶν λυγισμῶν περὶ τὰ ἄρθρα ἀλγήματα καταπλασσομένη λεία· καὶ τὰ φύλλα δὲ ὠφελίμως ἐπὶ τῶν παλαιῶν ἑλκῶν καταπλάττεται.

107 πετασῖτις· μόσχος ἐστὶ πήχεως μείζων, δακτύλου [*](106 RV: ἄρκιον ἢ προσωπίδα· οἱ δὲ προσώπιον, οἱ δὲ ποταμογείτων, οἱ δὲ σίνηπι Περσικόν, οἱ δὲ πανάκεια, οἱ δὲ κρήνιον, οἱ δὲ θλάσπι, οἱ δὲ ἀπαρίνην, Ῥωμαῖοι περσωνάκιαμ, οἱ δὲ λάππαμ.) [*](3 SIM.: Pl. XXV 113 (e S. N) — Pl. XXVI 28 D. eup. II 30 (239) — eup. I 184 (191).) [*](3 EXC.: Orib. XI s. v. (ἄρκιον — λεικῄ); Gal. XI 837 s. v. ἕτερον ἄρκτιον (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](10 EXC.: Orib. XII s. v. (πετασῖτις—μύκης); cf. Gal. XII 98 (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](11 SIM.: Ps. Ap. 37.) [*](1 πραύνειν DiE (ν eras. E2) πυρίκαυτα καὶ χέμεθλα καταντλούμενα R χιμέτλης E: χεμέτλης PVF χυμέθλης HADi 2 πίνεται] ποιεῖ R ἰσχιάδας RHADi δυσουρίας R) [*](3 num. cap. φοη PADi: φοθ FH: ργ E tit. περὶ ἀρκείου HADi ἄρκιον Orib.NDl. Pl. Paul. Aeg.: ἄρκειον HADi D. eup. II 112 (311): ἀρκεῖον E: ἄρκτιον Gal. PVF (frustra def. Salm. de hom. 53) post ἄρκιον syn. e R add. A, mg. H2 δὲ pr.] μὲν HA οἱ δὲ προσώπιον om. Orib. προσώπειον FHD] 4"ἐοικότα ἔχει τὰ φύλλα N: φύλλα ἔχει ὅμοια FHADi post τῆς c. 16 litt. eras. E2 5 μελάντερα καὶ EDi δὲ om. A: δέ ἐστιν E ἄκαυλος δὲ ἡ πόα] καυλὸν ὑπόλευκον N: καυλὸν ὑπόλευκον, ἐνίοτε δὲ καὶ ἄκαυλος ἡ πόα Di cf. Dl hasta maior cum foliis (?): 6 καὶ om. NOrib.E λευκή] μέλαινα κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, ἔνδοθεν λευκή N: λευκὴ ἔνδοθεν, ἔξωθεν δὲ μέλαινα ADi: radicem albam et grandem Pl. τὸ πλῆθος F: δραχμῆς ὁλκὴ πλῆθος N 7 αἱμοπτυι- κοῖς καὶ τὰ ἐνπυρι (sic) N : αἱμοπτοικοῖς, ἐμπυικοῖς Di: ἐμπυικοῖς καὶ αἱμο- πτοικοῖς E: αἱμοπτυικοῖς καὶ om. O (superscr. om. καὶ H 2) cf. Pl. XXVI 28 contra purulentas contraque cruentas excreationes persollatae radix drachma ponderis cum pineis nucleis XI: emptoicis et empiicis Dl cf. D. eup. II 30 (239) 8 λιγυσμῶν F) [*](10 num. cap. φοθ PHDi: φπ FH: ρδ E tit. περὶ πετασίτου FHDi: περὶ πεντασίτου A πετασίτης FHDiOrib. l. s.: πετασσεῖτις E: πεντασίτης A μόσγος] θαμνίσκος E ἐστὶ om. Orib. μείζων πήχεως ROrib.EDi) [*](11 N fol. 21: om. C οἱ δὲ ποταμογείτων—θλάσπι om. H 12 ποταμογεῖτις N: correxi πανάκια N: correxi 13 κρήνιον N: correxi prsolate Pl.: perso- natiam Ps. Ap. cf. Pelag. ed. Ihm 138. 198. 14 λαμπαμ N: λαπάμ H: λαμπάν A)

262
μεγάλου πάχος, ἐφʼ οὖ φύλλον πετασῶδες, μέγα, προσκείμενον ὥσπερ μύκης, ποιοῦν πρὸς τὰ κακοήθη καὶ φαγεδαινικὰ ἕλκη λεῖον καταπλασσόμενον.

108 ἐπιπακτίς, οἱ δὲ ἐλλεβορίνην, θαμνίσκος μικρός, φυλλάρια ἐλάχιστα ἔχων.

πίνεται δὲ πρὸς τὰ θανάσιμα καὶ πρὸς τὰ περὶ ἧπαρ νοσήματα |.

109 καπνὸς ὁ ἐν ταῖς κριθαῖς φυόμενος· βοτάνιόν ἐστι θαμνοειδές, κορίῳ ἐοικός, τρυφερὸν πάνυ, τὰ δὲ φύλλα λευκότερα καὶ τεφροειδῆ, πολλὰ πανταχόθεν, ἄνθος πορφυροῦν.

[*](107 R V: πετασῖτις.)[*](108 RV: ἐλλεβορίνη· οἱ δὲ ἐπιπακτίς, οἱ δὲ βόρειον.)[*](109 RV: καπνὸς κορυδάλλιον· οἱ δὲ κόριον, οἱ δὲ κόριον ἄγριον, οἱ δὲ καπνὸς ὁ ἐν ταῖς κριθαῖς, οἱ δὲ καπνῖτις, οἱ δὲ μαρμαρῖτις, οἱ δὲ καπνογόργιον, οἱ δὲ χελιδόνιον μικρόν, οἱ δὲ περιστέριον, οἱ δὲ κανθαρίς, οἱ δὲ χαλκόκροτ, Ῥωμαῖοι ἄπιουμ, οἱ δὲ φουμάρια, Αἰγύπτιοι κνύξ, οἱ δὲ τούκοιν.)[*](4 SIM.: Pl. XXVII 76 (e S. N. — Crat.) cf. Pl. XIII 114 — Pl. l. s. D. eup. II 58 (270).)[*](4 EXC.: Orib. XI s. v. (ἐπιπακτίς — νοσήματα); cf. Paul. Aeg. VII 3 ἐπι- πακτίς· οἱ δὲ ἑλλεβορίνη. πίνεται πρὸς τὰ θανάσιμα καὶ τὰ καθʼ ἧπαρ νοσήματα.)[*](8 SIM.: Pl. XXV 156 (e S. N.) — Pl. l. s. ë Pl. XXVI 35. 57 eup. II 112 (312) Zop. Orib. II 566).)[*](8 EXC: Orib. XI s. v. (καπνὸς — πορφυροῦν); cf. Gal. XII 8 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).)[*](1 τὸ πάχος ROrib.E μέγα πετασῶδες R: πετασσῶδες E 2 τὰ om R.)[*](4 num. cap. φπ PADi: φπα FH: ρε E tit. περὶ ἐπιπακτίδος FRADi ἐπιτακτὶς Paul. Aeg. l. s.: epicactis Pl. οἱ δὲ ἐλλεβόρειον, οἱ δὲ βόρειον E: ἑλλεβορίνην, οἱ δὲ βόριον Di: epicactis ab alis elleborine vocatur Pl. (unde embo- inen apud Pl. XIII 114 corrige) θάμνος ἐστὶ E 5 ἐλάχιστα φυλλάρια RDi)[*](6 δὲ om. R πρὸς τὰ θανάσιμα δὲ πίνεται Di: πρὸς (πᾶν add. N) θανάσιμον R τὰ alt.) om. E ἐν ᾔπατι RDi: ἥπατος E2: καθʼ ἧπαρ Paul. Aeg.)[*](8 num. cap. φπα PADi: φπβ FH: ρϚ E tit. περὶ καπνοῦ HADi: κα- πνὸς ὁ ἐν ταῖς κριθαῖς F post καπνὸς syn. e R add. DiA, mg. H2 ὁ — φυό- μενος om. ROrib.Di ἐπὶ τῶν κριθῶν E 10 καὶ τετροειδῆ om, Orib. τρυ- φεροειδῆ E)[*](11 C fol. 258v; N 123)[*](12 C fol. 113v: N 72 βόριον RDi: correxi)[*](13 C fol. 157r: N 46 οἱ δὲ κορυδάλιον ἢ κόριον Di κορυδάλιον HADi οἱ δὲ κόριον — κριθαῖς om. HA 14 καπνίτης HADi 15 μαρμαρίτης HADi cf. Pl. XXIV 160 16 ΧΑΛΚΟΚΡΟΙ R: χαλκοκρί HDi: correxi 17 τουκίν Di: τουκύν HA)
263

ταύτης ὁ χυλὸς δριμύς, ὀξυδερκής, δακρύου ἀγωγός, ὅθεν καὶ τὸ ὄνομα εἵλκυσε. δύναται δὲ καὶ τὰς ἐκ τῶν βλεφάρων ἑλκυσθείσας τρίχας σὺν κόμμει καταχρισθεῖσα μὴ ἐᾶν φύεσθαι. βρωθεῖσα δὲ ἡ πόα χολὴν διʼ οὔρων ἄγει.

110 λωτὸς ὁ ἐν τοῖς παραδείσοις φυόμενος, ὃν ἔνιοι τρίφυλλον καλοῦσι, χυλισθεὶς καὶ μιγεὶς μέλιτι ἄργεμα καὶ νεφέλια καὶ λευκώματα καὶ τὰ ἐπισκοτοῦντα ταῖς κόραις ἀποκαθαίρει.

111 λωτὸς ἄγριος· φύεται μὲν πλεῖστος ἐν Λιβύῃ, καυλὸν φέρων δίπηχυν ἢ καὶ μείζονα, μασχάλας ἔχοντα πολλάς, φύλλα ὅμοια λωτῷ τριφύλλῳ τῷ ἐν χορτοκοπίοις γεννωμένῳ, σπέρμα ἐοικὸς τήλιδι, μικρότερον δὲ πολλῷ, φαρμακῶδες [*](110 RV: λωτός· οἱ δὲ τρίφυλλον καλοῦσιν, οἱ δὲ τριπόδιον, οἱ δὲ τρίβολον.) [*](111 RV: λωτὸς ἄγριος· οἱ δὲ τρίφυλλον, οἱ δὲ Λιβυὸν καλοῦσι, Ῥωμαῖοι τριφόλιουμ μίνους.) [*](5 SIM.: P. XXII 55 (e S. N.) — D. eup. I 41 (112).) [*](5 EXC.: med. Gal. XII 65 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII s. v.); Hes. s. v, λωτός.) [*](8 SIM.: Pl. XXII 56 (?) — D. eup. II 105 (305).) [*](8 EXC.: Orib. XI s. v. (λωτὸς — γεύσει); cf. Gal. XII 65 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3).) [*](1 τούτου HDi δακρύων RDi post ἀγωγὸς add. ἀποσπῶν δάκρυον E: ὥσπερ ὁ καπνὸς e Gal. addi vult Sarac. 2 τοὔνομα RDi καὶ (alt.) om. NDi 3 ἑλκυσθείσας PVFE: διπλᾶς RADiH (in ras.): τιλθείσας coni. Marc. κόλλα ἢ κόμη E καταχρισθείς Di: καταχρισθείσας FHA : καταπλασθεῖσα R (καταπλα- σθείσας A 2) 4 πλείονα χολὴν E οὖρα ἄγει (om. χολήν) R: οὖρα ἄγει χολώδη Di) [*](5 num. cap. φπ PADi: φπγ FH: ρζ E tit. λωτὸς F: περὶ λωτοῦ ADi: περὶ ἡμέρου λωτοῦ H λωτὸς ὃν ῥωμαιστὶ δριύλατον λέγουσιν mg. add. E2: λωτὸς ἥμερος (om. R), οἱ δὲ τρίφυλλον, οἱ δὲ τριπόδιον, οἱ δὲ τρίβολον καλοῦσι (post τρίφ. colloc. R)· φύεται ἐν παραδείσοις, ὃς (δστις N) χυλισθεὶς κτλ. RDi] 6 folia loti sativae argema discutere Pl. l. s. testatur καὶ (alt.) om. RE 7 καὶ (pr.) om. RE καθαίρει καὶ θεραπεύει E: ἀποκαθαίρει ἐνχριόμενος N in fine e R add. A λωτὸς λέγεται καὶ ἥμερος· οἱ δὲ τρίφυλλον, οἱ δὲ τριπό- διον, οἱ δὲ τρίβολον) [*](8 num. cap. φπγ PADi: φπδ FH: ρη E tit. περὶ λωτοῦ ἀγρίου HDi: περὶ ἀγρίου λωτοῦ A : om. F post ἄγριος syn. e R add. DiA, superscr. H2 πλεῖστος om. ROrib. 9 διπηχη καὶ (sic) R: ἢ om. Orib. πολλά P cf. Dl ramulos plurimos habet 10 φύλλα om. PVF ὁμοίας F λωτῷ om. Orib. λωτῷ τῷ RDi cf. Salm. Plin. exercit. 172 D. IV 112 χορτοκοπείοις RDi: χορτο- κοποίοις AE) [*](12 C fol. 207r: N 111 λωτὸς ἥμερος HDi καλοῦσιν om. H) [*](14 C fol. 208r: N 111 οἱ δὲ τρίφυλλον om. A. λίβυον libri: cor- rexi 15 καλοῦσι om. HA τριφολλιούμ βίνους HDi: τριφόλιουμ βίνους A τριφολιουμίνους superscr. A2))

264
ἐν τῇ γεύσει. δύναμιν δὲ ἔχει θερμαντικήν, ἠπίως στυπτικήν, ἀποκαθαρτικὴν σπίλων τῶν ἐπὶ τοῦ προσώπου καὶ ἐφηλίδων σὺν μέλιτι καταχριόμενος, πινόμενος δὲ καθʼ ἑαυτὸν λεῖος ἢ καὶ μετὰ μολόχης σπέρματος σὺν οἴνῳ ἢ γλυκεῖ τοῖς περὶ κύστιν ἀλγήμασι βοηθεῖ.

112 κύτισος· θάμνος ἐστὶ λευκὸς ὅλος, ῥάβδους ἀνιεὶς πήχεως ἢ καὶ μείζονας, περὶ ἃς τὰ φύλλα ὅμοια τήλιδι ἢ λωτῷ τῷ τριφύλλῳ, μικρότερα δὲ καὶ ῥάχιν ἔχοντα μέσην, ἔν τε τῷ διατριβῆναι τοῖς δακτύλοις ὄζοντα ζωμοῦ, ἐν δὲ τῇ γεύσει ὅμοια ἐρεβίνθοις χλωροῖς.

δύναμιν δὲ ἔχει τὰ φύλλα ψυκτικήν, διαφορητικὴν τῶν ἐν ἀρχῇ οἰδημάτων σὺν ἄρτῳ λεῖα καταπλασθέντα· κινεῖ δὲ καὶ οὔρησιν τὸ ἀφέψημα αὐτῶν πινόμενον. ἔνιοι δὲ φυτεύουσιν αὐτὸν παρὰ τοῖς σμήνεσιν ὡς ἐπαπτικὸν τῶν μελιττῶν.

113 λωτὸς ὁ ἐν Αἰγύπτῳ γεννώμενος ἐν τῷ ὕδατι τῶν [*](112 RV: κύτισος· οἱ δὲ τηλίνην, οἱ δὲ λωτὸν μέγαν, οἱ δὲ τρίφυλλον, Ῥωμαῖοι τριφόλιουμ μάϊους.) [*](6 SIM.: Pl. XIII 130 (ex Hyg. — Amphil.) cf. Pl. XVIII 144 schol. Nic. Th. 617 — Pl. XIII 131 (e Ps. Democr. et Aristom) XXI 70 Col. V 12, 1 (ex Hyg).) [*](6 EXC.: cf. Gal. XII 55 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](15 SIM.: Theophr. h. pl. IV 8, 9 sq. Pl. XIII 107 (e Theophr. — Iuba) cf. Herod. II 92. Diod. I 34. Callix (Ath. XV 677 d ═ F. H. G. III 64).) [*](1 δύναμιν ἔχων (ἔχον HA) O: δύναμιν δὲ ἔχον C: δύναμιν δὲ ἔχει NEDi: semini tantum inesse virtutem medicam testantur Gal. l. s. D. eup. II 105 (305) λωτοῦ σπέρμα ὁμοίως ἐν οἴνῳ (sc. ἀλγήματα κύστεως ἰᾶται) ἠπίως om. R στυπτικήν om. E, post ἀποθαρτικὴν transpos. C 2 σπίλων om. R post σπίλων c. 11 litt. del. E2 τῶν προσώπων E 3 καταχριόμενον RE: καταχριό- μενος reliqui πινόμενον E: συμμιγόμενον R: πινόμενος reliqui καὶ καθʼ αὑτὸ E: καθʼ αὑτὸ R: καθʼ ἑαυτὸν reliqui λεῖον RE: λεῖος reliqui ἢ om. RE 4 μολόχης P: μαλάχης reliqui ἢ om. E) [*](6 num. cap. φπδ PDi: φπε FHA : ρθ E tit. περὶ κυττισοῦ FA: περὶ κυττισσοῦ Di κύτισσος P: κυττισός FA: κυττισσός Di post κύτισος syn. e R add. Di, mg. H2 ὅλος λευκὸς A: ὅλος ὡς ῥάμνος NDi: ὡς ῥάμνος superscr. H2, add. A κλάδους Di 7 πηχιαίας N: πηχιαίους E. πηχυαίους Di ἢ (pr.) om. NDi μείζους E ἃς] οὓς EDi τήλι N 8 τῷ (pr.) om. NFHADi μέσην] μείζονα FH: μείζονας A τε] δὲ NE 9 ξωμοῦ PFNDl: εὐζώμου HADi: λωτοῦ E: iuscellum redolent Dl 10 ἐρεβινθίοις E 11 στυπτικὴν καὶ ψυκτι- κὴν E: virtus est foliis ipsis stiptica Dl τῶν ἐν ἀρχῇ om. N 13 οὖρα EDi 14 αὐτὸ libri: corr. nescio quis ἐπακτικῶν μελιττῶν P: τῶν om. FE) [*](15 num. cap. φπε PDi: φπϚ FHA : ρι E tit. λωτός F: περὶ λωτοῦ DiH: περὶ λωτοῦ ἑτέρου A τοῖς ὕδασιν E) [*](16 N fol. 106: om. C marg. add. N (man. rec.) trifolium maius 17 τρι- φόλλιουμ NH: τριφυλλιούμ Di)

265
πεδίων ἐπικλυσθέντων· καυλός ἐστι τῷ τοῦ κυάμου ἐμφερής. ἔχων ἄνθος λευκόν, ἐοικὸς κρίνῳ, ὅ φασι κατὰ τὰς ἀνατολὰς τοῦ ἡλίου ἀναπλοῦσθαι, δύνοντος δὲ μύειν καὶ ὅλην τὴν κωδύαν ἐν τῷ ὕδατι κρύπτεσθαι πάλιν τε πρὸς τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου ὑπερκύπτειν. ἔοικε δʼ ἡ κωδύα μήκωνι μεγίστῃ, ἐν ᾗ καρπὸς ὡς κέγχρος, ὃν ξηράναντες οἱ ἐν Αἰγύπτῳ ἀλοῦσι πρὸς ἀρτοποιίαν· ῥίζα ὁμοία μήλῳ κυδωνίῳ, ἥτις καὶ αὐτὴ ἐσθίεται ἑφθή τε καὶ ὠμή· ἀναλογεῖ δὲ ἑψηθεῖσα τῇ ποιότητι λεκίθῳ ᾠοῦ.

114 μυριόφυλλον· καυλίσκος ἐστὶ τρυφερός, μονοφυής, μονόρριζος, περὶ ὃν φύλλα πολλά, λεῖα, μαράθῳ ὅμοια, ὅθεν καὶ ὠνόμασται· ὁ δὲ καυλός ἐστιν ὑπόκιρρος, διάκοιλος, ὡς ἐπίτηδες διερρινημένος· φύεται ἐν ἑλώδεσι χωρίοις.

[*](114 RV: μυριόφυλλον· οἱ δὲ μηλόφυλλον, οἱ δὲ στρατιωτική, οἱ δὲ Ἀχίλλειος, Ῥωμαῖοι μιλλεφόλιουμ, οἱ δὲ σουπερκίλιουμ Βένερις, Γάλλοι βελιοκάνδο.)[*](9 SIM.: Pl. XXIV 152 (e S. N.) — Pl. l. s. D. eup. I 162 (178).)[*](9 EXC.: Orib. XI s. v. (μυριόφαλλον — χωρίοις); cf. Gal. XII 81 (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Ps. Ap. 88 (unde Ps. Orib. I 75).)[*](13 SIM.: Ps. Ap. 88.)[*](1 ἐπικλυσθέντων πεδίων FHADi cf. Theophr. h. pl. ὁ δὲ λωτὸς καλούμενος φύεται μὲν πλεῖστος ἐν τοῖς πεδίοις, ὅταν ἡ χώρα κατακλυσθῇ 2 ἄνθος μικρὸν ADi: μικρὸν superscr. H2 κρόνῳ] κριθῇ OEDiDl: corr. Marc. coll. Theophr. τὸ ἄνθος αὐτοῦ λευκόν, ἐμφερὲς τῇ στενότητι τῶν φύλλων τοῖς τοῦ κρίνου 3 ἁπλοῦσθαι EDi τὴν ὅλην E 4 κρύπτεσθαι ἐν τῷ ὕδατι Di καὶ πάλιν E 5 ἀνακύπτειν E ὁ καρπὸς E 6 ἀλοῦσι PFE2 (in ras.): βάλλουσιν HADi: siccant Dl πρὸς] εἰς EDi 7 ῥίξαν δὲ ἔχει ὁμοίαν Di 8 ὠμή τε καὶ ἑφθη Di ἀναλογεῖ δʼ ἑψηθεῖσα τῆ ποιότητι λεκίθω ὠοῦ (sic) corr. E2, mg. add. (cum ἀνελέγει δὲ πεψηθεῖσα εἶχεν? ?) τῇ ποιότητι ἑψηθεῖσα FHA)[*](9 num. cap. φπϚ PDi: φπζ FHA: ρια E tit. περὶ κυριοφύλλου FHADi post μυρ. syn. e R add. DiA, mg. H2 κλαδίσκος E μονοφυής, τρυφερός Di: μονοφυὴς om. Orib. 10 μονόρριζος om. REDl περὶ τὰ φύλλα E πολλά om. R: λία πολλά E: λεῖα om. R μαράκῳ R: ἀμαράκῳ Di: similis feniculo Pl. maratro similia Dl 11 ὑπόκιρρος HADi: ὑπόκοιλος NOrib.E (ι in ras. E2) PF: ὑπόκυλος C cf. Ps. Ap. thyrso unius radicis, molli, fulvo, ita caequato atque elimato ut manufactus videatur διάκοιλος] διαποίκιλος PFHE: διαποί- κιλος A (πυκνος superscr. A2): διάπυκνος reliqui: correxi coll. Dl quae hasta in se intervalla fossarum habet 12 διερρινημένος Orib.: διερριμμένος R: διαρε- ρινημένος PE: διαρερινισμένος FHDi: διαρερινεισμίνος (διερημένος superscr. A2)A φύεται δὲ E τόποις REDi)[*](13 C fol. 237v: N 90 mg. add. N (man. rec.) millefolium 14 ἀχίλ- λιος R cf. Ps. Ap. hanc herbam Achilles invenit, unde vulnera ferro facta sana- at et ob id achilleos vocatur μιλλεφολιαμ CH: μιλλεφολλιαμ N: μιλεμφολιούμ Di: μελεφολιάμ A : miliflium Pl. σουμπερκιλιούμ Di: alii vocant supercilium Veneris Ps. Ap. 15 βελιοκανδο R: βελιοκαρδώ H: βελλιοκαρδώ A: βελιοκαίδας Di: Galli mulicandos vocant Ps. Ap. cf. D. IV 36)
266

τηρεῖ δὲ ἀφλέγμαντα τὰ πρόσφατα τῶν τραυμάτων σὺν ὄξει χλωρόν τε καὶ ξηρὸν καταπλασσόμενον· ποτίζεται δὲ καὶ πρὸς πτώματα σὺν ὕδατι καὶ ἁλσίν.

115 μυρρίς, οἱ δὲ μύρραν καλοῦσι· τῷ καυλῷ καὶ τοῖς φύλλοις ἔοικε κωνείῳ, ῥίζαν δὲ ἔχει ὑπομήκη, ἁπαλήν, περιφερῆ, εὐώδη, ἡδεῖαν βρωθῆναι. ἥτις πινομένη σὺν οἴνῳ φαλαγγιοδήκτοις βοηθεῖ, καθαίρει δὲ ἔμμηνα καὶ λοχεῖα, καθεψηθεῖσα δὲ ἐν ῥοφήμασιν ὠφελίμως φθισικοῖς δίδοται. ἱστοροῦσι δὲ ἔνιοι πινομένην αὐτὴν καθʼ ἡμέραν δὶς ἢ τρὶς σὺν οἴνῳ ἐν λοιμικαῖς καταστάσεσι βοηθεῖν πρὸς τὸ ἄνοσον διαμένειν.

116 μύαγρον, οἱ δὲ μελάμπυρον· πόα φρυγα|νώδης, [*](115 RV: μυρρίς· οἱ δὲ μύρραν καλοῦσιν, οἱ δὲ κονίλην.) [*](116 RV: μύαγρον ἢ ἀσπάραγον ἄγριον· οἱ δὲ πετραῖον, οἱ δὲ μελάμπυρον, οἱ δὲ μυόθηρον, οἱ δὲ μυάγραν, Ῥωμαῖοι σπάραγουμ.) [*](4 SIM.: Pl. XXIV 154 (e S. N.) XXVI 108 ex auct. Rom.) — Pl. l. s. eup. II 38 (251).) [*](4 EXC. Orib. XI s. v. (μυρρίς — βρωθῆναι) cf. Gal. XII 81 (═ Paul. Aeg. VII c. 3 s. v.).) [*](11 SIM.: Pl. XXVII 106 (e S. N.).) [*](11 EXC.: med. Gal. XII 79 (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v. μυάγρου) cf. Paul. Aeg. VII 3 s. v. μύρον (e D.).) [*](13 SIM.: Ps. Ap. 84.) [*](1 τηρεῖ τοῦτο R: τοῦτο τηρεῖ Di νεότρωτα τῶν ἑλκῶν RDi: superscr. A2 2 καὶ (alt.) om R. 3 πνεύματα non recte coni. Marc. cf. Pl. l. s. ὕδασι HA καὶ ἁλσίν om. RE: del. A2) [*](4 num. cap. φπζ PDi: φπη FHA: ριβ E tit. περὶ μυρρίδος DiHA μύρρις Orib.FV: μυρρίς HDiGal. (Orib. II 667): μύρις CE post μυρρίς syn. e R add. Di μύραν NEA post μύρραν add. οἱ δὲ κονίην A (mg. H2) 5 κωνίῳ ROrib. ἐπιμήκη Di: ὑπομήκη καὶ (dittogr.) E: ἁπαλὴν ὑπομήκη Orib. περιφερῆ om. Dl: περιφερῆ καὶ Orib. 6 ἡδεῖαν om. R 7 δὲ καὶ R λόχια RH 8 δὲ om. E, add. E2 ῥοφηματίῳ N: ῥοφήματι E φυσικοῖς C ἱστοροῦσιν δέ τινες ἐνίους αὐτὴν καθʼ ἡμέραν πίνοντας δὶς ἢ τρὶς σὺν οἴνῳ καὶ τοῖς ἐν λοιμικαῖς R 9 καθʼ ἡμέραν om. Di τρὶς τῆς ἡμέρας FHADi ἐν οἴνῳ E 10 οἰμικαῖς καταστάσι (sic) P: ἀνστάσεσιν C] ἀνόσους Di ἄνο- σμον εἶναι R) [*](11 num. cap. φπη PDi: φπθ FHA : ριγ E tit. περὶ μύγρου A: περὶ μυάγρου HDi μύγρον F (μίαγρον in ind. F) A: μύαγρος Di: μύαρον Paul. Aeg.: myagros herba Pl.: μύαγρον reliqui) [*](12 C fol. 233r: N 102 κόρις C μόραν N) [*](13 fol. 227r: N 91 errore text. asparagi (D. II 151) add. R marg. add. N (man. rec.) sparagus agrestis ἢ ἀσπάραγον ἄγριον om. C ἀσπάραγον ἄγριον N: alii sparagos agrios Ps. Ap. πετρεον R 14 Itali dicunt sparagos rusticos, alii sparagos nostros Ps. Ap. (L))

267
δίπηχυς, φύλλα ἔχουσα ἐμφερῆ τοῖς τοῦ ἐρυθροδάνου, σπέρμα τήλιδι ἐοικός, λιπαρόν, ᾧ χρῶνται κόπτοντες ὑποπεφωγμένον καὶ περιπλάττοντες ῥάβδοις καὶ ἀντὶ λύχνου χρώθμενοι.

δοκεῖ δὲ τὸ ἐξ αὐτῶν λίπος ὁμαλίζειν καὶ λεαίνειν τὰς τοῦ σώματος τραχύτητας.

117 ὀνάγρα, οἱ δὲ ὀνοθήραν, οἱ δὲ ὀνοῦριν· θάμνος ἐστὶ δενδροειδής, εὐμεγέθης, φύλλα ἔχων ἀμυγδαλῇ παραπλήσια, πλατύτερα δὲ καὶ ἐμφερῆ τοῖς τοῦ κρίνου, ἄνθη ῥοδοειδῆ, μεγάλα, ῥίζαν δὲ μακράν, λευκήν, ἥτις ξηρανθεῖσα οἴνου ὀσμὴν ἀποδίδωσι φύεται ἐν ὀρεινοῖς τόποις.

δύναμιν δὲ ἔχει τὸ ἀπόβρεγμα τῆς ῥίζης ὑπὸ τῶν ἀγρίων ζῴων πινόμενον ἡμεροῦν αὐτά· καταπλασθεῖσα δὲ πραΰνει τὰ θηριώδη ἕλκη.

118 κρίσσιον· ἁπαλὸν καυλίον ἐστίν, ὡς δίπηχυ, τρίγωνον [*](6 SIM.: [Theophr.] h. pl. IX 19, 1; Plin. XXVI 111 (e S. N. — Crat.) — [Theophr.] l. s. Plin. XXIV 167 (e Crat.) — Plin. XXVI 146.) [*](6 EXC.: Orib. XII s. v. (δνάγρα — τόποις); Gal. XII 89 (═ Orib. II 669) Paul. Aeg. VII c. 4 s. v.: ὀνάγρα (ὀνάγραν libri)· οἱ δὲ ὀνοθήραν, ἄλλοι ὀνοθοῦ- ριν. θάμνος ἐστὶ δενδρώδης, οὗ ἡ ῥίζα καταπλασθεῖσα τὰ θηριώδη τῶν ἑλκῶν πραΰνει.) [*](14 SIM.: Pl. XXVII 61 (e S. N. — Crat.)) [*](14 EXC.: Ps. Ap. 68 (═ Ps. Orib. I 56).) [*](1 τοῦ] τῆς PF cf. D. III 143 ἐρυθροδάνου, ὠχρά EDiA (ὠχρά superscr. H2) cf. Dl folia similia eritrodani habet et viride 2 τήλιδι] τραχήλῳ OEDi at cf. Dl semen habet fenigreci simile: τήλει non recte Spr. cf. D. IV 111 ὑποπεφωγμένον OE: αὐτὸ πεφωγμένον Di 4 αὐτῶν libri: αὐτοῦ Spr. at pluralis notio facile e voce σπέρμα suppletur) [*](6 num. cap. φπθ PFHDi: φ𝒢 A: ριδ E tit. περὶ ὀνάγρας FHADi ὀνάγραν Orib.FHADl. ὄναγρον E Gal. (Orib. II 669): onear (onagra leg.) Pl. δὲ (pr.)] μὲν HA οἱ δὲ ὁνοθήραν om. Orib. ὀνοθήρας [Theophr.] Gal. (Orib. II 669) Paul. Aeg.: onothera Plin. cf. Bretzl Bot. Forsch. des Alexanderz. 265 ὀνονριν ODi: ὀνόγυρον Orib. (cf. D. III 150): ὀνοθοῦριν E Paul. Aeg.: ὀνοθουρίς Gal. (Orib. II 669) cf. Pl. XXIV 167 Crateuas onothurin (ono- thuriden E) 7 δενδρῳδης Orib.: αὐτὸς δὲ μέγας θάμνος [Theophr.] εὐμε- γέθη E: frutex est arborosa et maior Dl ἀμυγδάλῃ F 8 δὲ om. Orib.: δὲ ἔχει E 9 μακράν] μικράν OEDiDl: μμκράν Orib.: longa radice Pl.: ῥίζα δὲ ἐρνθρὰ καὶ μεγάλη [Theophr]. μακρὰν post λευκὴν transpos. FHADi ἥτις om. Orib. ad rem cf. [Theophr.] ὄξει δὲ αὐανθεῖσα ὥσπερ οἴνου (cf. Bretzl l. s.) 10 φύεται δὲ E χωρίοις Orib. E: φιλεῖ δὲ ὀρεινὰ χωρία Theophr. 12 non recte Dl cataplasmis adibita morsibus venenatis occurrit cf. Pl. XXVI 146 onothera efferantia sese ulcera sanat) [*](14 num. cap. φ𝒢 PFHDi: om. A: ριε E tit. περὶ κρισσίου AHDi κρίσ- σιον ODi: κρίσιον RE: crysion Ps. Ap. (L): crision Dl: cirsion Pl. cf. Hes. s. v. κιρσός et κρισσός post κρίσσιον syn. e R add. ADi, mg. H2 καυλός ἐστιν ἁπαλός RDi: κατλίον ἐστὶν ἁπαλόν E δίπηχυς CDiE (corr. E2): διπηχιαῖος N)

268
τὸ κάτωθεν ἀκάνθιά τε ἐκ διαστήματος ἐπʼ αὐτῷ μαλακά· τὰ δὲ φύλλα βουγλώσσῳ ἐμφερῆ, δασέα μετρίως καὶ μικρότερα, ὑπόλευκα, ἀκανθώδη τοῖς πέρασι· τὸ δὲ ἀνωτάτω τοῦ καυλοῦ περιφερές, δασύ, καὶ ἐπʼ αὐτοῦ κεφάλια ἀκροπόρφυρα, ἐκπαππούμενα.

ταύτης τὴν ῥίζαν Ἀνδρέας ἀναγράφει ὑπὲρ τὸν ἀλγοῦντα τόπον ἀναδεομένην παύειν κρισσῶν ἀλγήματα.

119 ἀ στὴρ Ἀττικός, οἱ δὲ βουβώνιον καλοῦσι· ῥαβδίον ξυλῶδες, ἐπʼ ἄκρου ἔχον ἄνθος μήλινον ὥσπερ ἀνθεμίδος, [*](118 RV: κρίσσιον· οἱ δὲ τρίγωνον, οἱ δὲ βούγλωσσυν μέγα καλοῦσιν, Ῥωμαῖοι σπίνα μόλλις.) [*](119 RV: ἀστὴρ Ἀττικός· οἱ δὲ ἀστερίσκος, οἱ δὲ ἀστέριον, οἱ δὲ βουβώνιον, οἱ δὲ ὑόφθαλμον, Ῥωμαῖοι ἰγγυνάλις, Δάκοι δαθιβίδα.) [*](8 SIM.: Pl. XXVII 36 (e S. N.).) [*](8 EXC.: Orib. XI s. v. (ἀστὴρ — δασέα); cf. Gal. XI 841 (═ Aet. I s. v Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Ps. Ap. 61 (unde Ps. Orib. I 49).) [*](10 SIM.: Ps. Ap. 68.) [*](12 SIM.: Ps. Ap. 61.) [*](1 τὸ] τὰ ODi: corr. E2 post κάτωθεν distinx. E κάτωθεν φυλλάρια (φύλλα E) ῥοδοειδῆ (φυλλάριον ῥ. N) ἔχοντα τὰς (om. C) γωνίας ἀκανθώδεις (ἀκάν- θια E) ἐκ διαστημάτων ἐπʼ αὐτῶν (ἐπ’ αὐτῶν om. Di) μαλακάς (μαλακά E) REDi: φυλλάρια ῥοδοειδῆ superscr. H2: φυλλάριά τε ῥοδοειδῆ add. A at cf. Ps. Ap. herba cirsion thyrso est bicubitali, trigono inferius, summitate rotundo: Plin. cirsion cauliculus est tener, duum cubitorum, triangulo similis, foliis spinosis circum- datus. spinae molles sunt. folia bovis linguae silimia 2 ΔΑϹΕΩΙΕΤΡΙΩϹ (sic) P μικρότερα REDl Pl.: μακρότερα ODi (μικρότερα superscr. A2) 3 ὑπό- λευκα καὶ (dittogr.) E ἀνώτατον R 4 ἐκπατούμενα R 7 ἀναδουμένην HADi: ἀναδευομένην R (superscr. A2) κρεισσῶν (ε superscr.) P: κρεῖσσον F: κιρσῶν EDi, superscr. H2: κισσῶν R (superscr. A2) ἀλγήματα] πόνους NDi (superscr. H2): πονοῦσιν C (superscr. A2)) [*](8 num. cap. φ𝒢α ODi: ριϚ E tit. περὶ ἀστέρος ἀττκοῦ FHA: περὶ ἀστέ- ρος Di post ἀττικὸς syn. e R add. ADi, mg. H2 ἢ βουβώνιον (om. καλ.) Orib. ῥαβδία ξυλώδη R (superscr. A2): καυλίον ἢ καὶ ῥαβδίον E: virga est lignosa Dl 9 ἔχοντα ἄνθος N: ἄνθος ἔχοντα C fort. ἀνθύλλιον πορφυροῦν ἢ (om. N) ἐνίοτε (om. N) μήλινον RDi: πορφυρεῖ ἢ μήλινον A (del. et mg. add. πορφυροῦν ἢ ἐνίοτε μήλινον A2): πορφυροῦν ἢ superscr. H2: super se habet flo- rem melinu(m) sicut antemis Dl μήλινον] nigrum Ps. Ap.) [*](10 C fol. 198r: N 106 marg. add. N (m. rec.) lingua bovis οἱ δὲ τρί- γωνον om. HADi 11 σπιναμολίς A: σπιναμελλίς Di Latini spinam mollem appellant Ps. Ap.) [*](12 C fol. 33r: N fol. 7 ἀστέριον a Crat. vocabatur cf. M. Wellmann I 20 12 ἰγγυνάλις C: ἰνγυνάλις N: ἰγγνινάλις AHDi cf. Pl. XXVI 92 inguinalis quam quidam argemonion vocant: Ps. Ap. nomen herbae asterion, Romani inginalem (L: inguinalem L1) vocant Δάκοι ῥαθιβίδα marg. add. A2 cf. Tomaschek l. s. 32)

269
κεφάλιον περισχιδές, ἔχει δὲ φυλλάρια ἀστέρι ὅμοια τὰ δὲ περὶ τὸν καυλὸν φύλλα ὑπομήκη καὶ δασέα.

ὠφελεῖ δὲ στόμαχον πυρούμενον, ὀφθαλμῶν φλεγμονὰς καὶ τὰς ἄλλας προπτώσεις ἕδρας· φασὶ δὲ καὶ τὸ πορφυρίζον τοῦ ἄνθους μεθʼ ὕδατος ποθὲν συναγχικοῖς βοηθεῖν καὶ ἐπιληψίαις παίδων. ἁρμόζει δὲ καταπλασσόμενον ὑγρὸν πρὸς βουβώνων φλεγμονήν, ξηρὸν δὲ ἀναιρεθὲν τῇ ἀριστερᾷ χειρὶ ὑπὸ τοῦ ἀλγοῦντος καὶ περιαφθὲν τῷ βουβῶνι ἀπαλλάσσει τῆς ὀδύνης.

120 ἰσόπυρον· πυρον· οἱ δὲ φασήλιον καλοῦσιν ἀπὸ τοῦ ἐοικέναι φασήλῳ τῷ κατʼ ἄκρον τὸ πέταλον ἕλικα φέρειν· ἔπεισι δὲ κεφαλαὶ ἐπὶ τοῦ καυλοῦ ἄκρου λεπταί, σπερματίων πλήρεις, παραπλησίων μελανθίῳ τὴν γεῦσιν, τὸ δὲ φύλλον ἀνήσσῳ.

[*](120 RV: ἰσόπυρον· οἱ δὲ φασήλιον καλοῦσιν.)[*](10 SIM.: Pl. XXVII 94 (e S. N.) — Pl. l. s. D. eup. II 31 (241) — Pl. l. s. eup. I 58 (270).)[*](10 EXC.: Orib. XI s. v. (ἰσόπυρον—γεπυσιν); cf. Gal. XI 891 (═ Orib. II 639. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).)[*](1 κεφάλιον περίσχεσιν φυλλαρίων στενῶν· τὰ δὲ περὶ C: κεφάλια δὲ ἐπ᾿ ἄκρῳ τὴν περίσχεσιν φυλλαρίων στενῶν N: capitellu(m) divisu(m). folia asteri similia Dl ἀστέρι ἢ εἴριδι E 2 ἐπιμήκη Orib.: folia longiora atque hirta vel crassiora Ps. Ap. 3 verba ὠφελεῖ — παίδων ex cap. 121 huc trans- lata sunt: seclusi Sarac. duce: om. R ἐκπυρούμενον FHADi: πυρούμενον κατα- πλασσόμενον καὶ Di (superscr. H2) φλεγμονὰς καὶ βουβῶνας (βουβώνων E) FHADiE 4 ἄλλας om. FHADi ἕδρας πρόπτωσιν E καὶ om. E 6 ταῖς τῶν παιδίων E ὑγρὸν post φλεγμονὴν transpos. R 7 φλεγμονήν PDl: φλεγμονάς reliqui 8 τῷ om. R παύει τὴν ὀδύνην R in fine add. Di e Ps. Ap. 61 et e R γίνεται δὲ μέσον πετρῶν καὶ τόπων τραχέων. ταύτης οἱ ἀστέρες ἐν νυκτὶ λάμπουσι· οἱ γὰρ μὴ εἰδότες ὅταν αὐτὴν ἴδωσι, νομίζουσι φάντασμα εἶναι· εὑρίσκεται δὲ παρὰ βοσκοῖς προβάτων. καὶ κρατεύας ὁ ῥιζοτόμος ἱστορεῖ· αὕτη χλωρὰ κοπεῖσα μετὰ ὀξυγγίου παλαιοῦ (ἀξουγγίας παλαιᾶς C) ποιεῖ πρὸς ἰυσσοδήκτους καὶ (om. C) βρογχοκηλικούς· ὑποθυμιωμένη δὲ φυγαδεύει θηρία (e cod. Const. cf. M. Wellmann l. s.))[*](10 num. cap. φ𝒢β O: φ𝒢α Di: ριζ E tit. περὶ ἰσοπύρου FAHDi cocton aut isofion aut faselion vocant Dl: ἰσόπυρον· οἱ δὲ κοπτόν, οἱ δὲ φασήλιον κα- λοῦσιν E φασίλιον F Paul. Aeg. (cod. M et S): φασίληον A : φασίολον DiOrib. cf. Plin. isopyron aliqui phaselion vocant καλοῦσιν om. HA ἐοικότος R 11 φασηλίῳ RE: φασιόλῳ Di τῷ] τῶν P: om. RE cf. Plin. isopyron aliqui phaselion vocant, quoniam folium quod est aneso simile in passeoli pampinos torquetur 12 ἐπὶ τοῦ ἄκρου τοῦ καυλοῦ N: ἐπ’ ἄκρου τοῦ καυλοῦ Di: ἐπὶ τοῦ ἄκρου λεπταὶ τοῦ καυλοῦ FHA: ἐξ ἄκρου E σπερμάτων E 13 παρα- πλησίως R)[*](14 C fol. 160r: N 41 ἴσωπον R: correxi)
270

τούτου τὸ σπέρμα πινόμενον σὺν μελικράτῳ τοῖς περὶ θώρακα καὶ βηχὶ καὶ ἡπατικοῖς καὶ αἱμοπτυικοῖς ἁρμόζει.

121 ἴον· φύλλον ἔχει μικρότερον κισσοῦ καὶ λεπτότερον, μελάντερον δὲ καὶ οὐκ ἀφόμοιον, καυλίον μέσον ἀπὸ τῆς ῥίζης, ἐφʼ οὗ ἀνθύλλιον σφόδρα εὐῶδες, πορφυροῦν· φύεται ἐν παλισκίοις καὶ τραχέσι τόποις.

δύναμιν δὲ ἔχει ψυκτικὴν τὰ φύλλα καταπλασσόμενα καθʼ ἑαυτὰ καὶ μετὰ ἀλφίτου· βοηθεῖ δὲ στομάχῳ πυρουμένῳ καὶ ὀφθαλμῶν φλεγμοναῖς καὶ ταῖς ἄλλαις ἕδρας προπτώσεσι. φασὶ δὲ τὸ πορφυρίζον τοῦ ἄνθους μετὰ ὕδατος ποθὲν συναγχικοῖς βοηθεῖν καὶ ἐπιληψίαις ταῖς ἐπὶ τῶν παίδων.

122 κακκαλία, οἱ δὲ λεαντικήν φύλλα φέρει λευκά, εὐμε [*](121 RV: ἴον πορφυροῦν· οἱ δὲ δασυπόδιον, οἱ δὲ Πριαπήϊον, οἱ δὲ ἴον ἄγριον, οἱ δὲ Κυβέλειον, Ῥωμαῖοι σεγετάλις, οἱ δὲ μουράρια, οἱ δὲ βίολα πουρπούρεα.) [*](3 SIM.: Theophr h. pl. VI 6, 7. 8, 2 Pl. XXI 27 (unde ?) XXI 130 (e S. N.) — Pl. XXI 130 D. eup. II 9 (230) — Pl. l. s. eup. I 29 (107) — Pl. l. s. — Pl. l. s. eup. I 18 (103).) [*](3 EXC.: Orib. XI s. v. (ἴον — τόποις) cf. Gal. XI 889 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.) Ps. D. de h. f. 64.) [*](12 SIM.: Pl. XXV 135 — Pl. XXVI 29 eup. II 31 (242) — Pl. XXVI 163 eup. I 109 (148).) [*](12 EXC.: Gal. XII 8 (s. v. κάγκανον), unde Paul. Aeg. VII 3 s. v. κάγ- κανον cf. Paul. Aeg. VII c. 3 s. v. κακκαλία· παραπλησίαν ἔχει τῷ καγκάνῳ δύναμίν τε καὶ χρῆσιν.) [*](1 τοὺς περὶ θώρακα καὶ βῆχα καὶ αἰμοπτυικοῖς ἁρμόζει R: τοὺς περὶ θώρα- κα πόνους (om. M) καὶ βῆχα ὠφελεῖ, αἱμοπτοικοῖς τε (δὲ M) καὶ ἡπατικοῖς ἁρμόζει Di 2 βηχικοῖ E καὶ ἡπατικοῖς om. Dl, del. A2, post αἱμοπτυικοῖς superscr. H2) [*](3 num. cap. φ𝒢γ O: φ𝒢β΄ Di. ριη E tit. περὶ ἴου FHADi ἴον πορ- φυροῦν RDi initio syn. e R add. DiA, mg. H2 φύλλα ἔχει μικρότερα E: φύλλον ἔχει κισσοειδές, μικρότερον δὲ καὶ λεπτότερον R καὶ μελανότερα καὶ λεπτότερα E 4 μελάντερον — ἀφόμοιον om. R (del. A2) nigriora coriu Dl ἀφόμοιον PFH: ἀνόμοιον Di: ἄφλοιον E: et non dissimilibus Orib. κοιλία μέσα R 5 ἀνθύλιον F: ἀνθήλλιον A 7 οὗ τὰ φύλλα Di: τὰ χύλλα post ἔχει transpos. N στυπτικὴν καὶ ψυκτικὴν E: virtus est ei stiptica Dl καὶ τὰ φύλλα EDl 8 ἀφίτων Gal. RDiA δὲ κὲ R: δὲ om. HADiEDl cf. D. IV 119 καυσουμένῳ RDi cf. Gal. ἐπιτίθεται δὲ καὶ κατὰ τοῦ στόματος τῆς γαστρὸς ἐκ- καιομένου καὶ om. O 9 ταῖς ἄλλαις EPFH (ἄλλαις del. H2): ταῖς τῆς RDi προπτώσει PFE2 verba φασὶ—βοηθεῖν om. EDl ad rem cf. Theophr. h. pl. I 13, 2 Marc. 542 10 μεθ΄ ὕδατος REDi 11 τῶν P: om. reliqui: seclusi) [*](12 num. cap. φ𝒢δ O: φ𝒢γ Di: ριθ E tit, περὶ κακαλίκς HADi κακκαλα FA Paul. Aeg. cf. D. IV 72: κάκκαλον E: cancolion Dl: κακαλία PEDi D. eup. II 31 (342): cacalia Pl. λεαντικήν O Pl.: λεοντικήν EDi: leontice Dl cf. Salm. de homon. 66) [*](13 C fol 149r: N 42 πριαπίδειον A: πριππίειον H 14 κυβέλιον libri: correxi σετιάλις libri: correxi 15 μουρράρια R βιολαμπουπουρέα A: πορπουρεα C)

271
γέθη· καυλὸς δὲ ἐξ αὐτῶν μέσος, ὀρθός, λευκός, ἄνθος ἔχων ἐοικὸς βρυωνίᾳ ἐν ὄρεσι φύεται.

ταύτης ἡ ῥίζα ἐν οἴνῳ βρεχομένη ὡς τραγάκανθα καὶ ἐκλειχομένη ἢ διαμασωμένη καθʼ ἑαυτὴν βῆχας καὶ τραχύτητας ἀρτηρίας θεραπεύει· οἱ δὲ μετὰ τὴν ἐξάνθησιν ἐπιφυόμενοι κόκκοι λεῖοι ἀναληφθέντες σὺν κηρωτῇ καὶ ἐπιχρισθέντες τετανὸν καὶ ἀρρυτίδωτον τηροῦσι τὸ πρόσωπον.

123 βούνιον, οἱ δὲ ἄκτιον καλοῦσι· καυλὸν ἀνίησι τετράγωνον, εὐμήκη, πάχος δακτυλιαῖον· φύλλα δὲ ὅμοια σελίνῳ, λεπτότερα δὲ πολλῷ πρὸς τὰ τοῦ κορίου, ἄνθος δὲ ὡς ἀνήθου, σπέρμα εὐῶδες, ὑοσκυάμου μικρότερον.

ἔστι δὲ οὐρητικόν, θερμαντικὸν καὶ δευτέρων ἀγωγόν, σπληνί τε καὶ νεφροῖς καὶ κύστει ἐπιτήδειον. χρῆσις δʼ αὐτοῦ ὑγροῦ τε καὶ ξηροῦ καὶ χυλισθέντος σὺν ταῖς ῥίζαις καὶ τοῖς καυλοῖς καὶ τοῖς φύλλοις μετὰ μελικράτου.

[*](123 RV: βούνιον· οἱ δὲ ἄτον, οἱ δὲ ἀκτίνην, οἱ δὲ ἀνθεμοφόρον, προφῆται παράδακρυ, Αἰγύπτιοι ἐρξώην, Ῥωμαῖοι σκῶπα ῥήγια, Ἄφροι γιζάρ, οἱ δὲ θεμψώ.)[*](8 SIM.: Pl. XX 21 (e S. N.) — Zop. Orib. II 567) Pl. l. s. D eup. II 109 (307) — Pl. l. s. eup. II 76 (288) — eup. II 102 (303).)[*](8 EXC.: Orib. XI s. v. (βούνιον — μικρότερον); cf. Gal. XI 852 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.) Hes. s. v. βούνιον· πόας εἶδος.)[*](1 ὀρθός om. EDl ευκός om. PVF λευκός, ὀρθός Di: hasta alba habet Dl 2 βρυωνίᾳ PVF: βρυονίας (ονίας in ras.) E2: βρύῳ ἢ ἐλαίᾳ Dl: δρυὶ ἢ ἐλαίᾳ HADi ὅρεσι δὲ Di 3 ὥσπερ F 4 τρσχύτητας καὶ Di 6 σὺν om. EDi κηρῷ E)[*](8 num. cap. φ𝒢ε O: φ𝒢δ Di: ρκ E tit. περὶ βουνίου HA Di cap. iterat Di post D. II 142 βουβώνιον PVF: βού νιον H (spatio relicto): βούνειον Di: βοένιον reliqui (a βουνός derivatum cf. Salm. de homon. 35) post βούνιον syn. e R add. Di, post ἄκτιον A, mg. H2 ἄκτιον libri: action Dl: ἄρκτιον Gal. Aet. Paul. Aeg. τετράγωνον καὶ ἐν αὐτῷ κλωνάρια περίπλεα φυλλαρίων λεπτῶν καὶ ἀνθῶν πολύκλοινον (πολλά Di) εὐμήκη (τῷ μήκει Di) πάχος (ταξι R: om. Di) δακτυλιαῖον (—α Di) RDi 9 πάχη Orib.: πάχει E post δὲ add. πρὸς τῇ ῥίζῃ RDi post ὅμοια extrem. fol. 119v vocab. unum cod. P folium interiit 10 δὲ (pr.) om. Orib. κορίου] τριβόλου (ολ superscr. C) CDi: τριοβόλου N: τριβόλον ἢ κορίου E δὲ ὡς om FHADi post ὡς c. 9 litt. eras. E2 ἀνήσου Di 11 ὡς ὑοσκυάμου EDl 14 καὶ (tert.) om. FHA: καὶ τοῖς καυλοῖς om. RDl: καὶ τοῖς φύλλοις om. Di: κκὶ τοῖς φύλλοις καὶ τοῖς καυλοῖς E cf. D. eup. II 109 (307) βουνίου τὰ φύλλα καὶ ἡ ῥίζα χυλιαθέντα μετὰ μελικράτου (sc. δυσουρίᾳ βοηθεῖ), II 76 (288) βουνίου ἡ ῥίζα καὶ τῶν καυλῶν τὸ χύλισμα (sc. ἔμμηνα ἄγει) 15 μελικράτου ὠφελίμως Di)[*](16 C fol. 74r: N 27 marg. adscr. N (man. rec.) scopa regia ἄτον RDi: om. H2: correxi 17 ἀνεμόσφορον libri: correxi coll. Pl. XXIV 82 anthophoros παροδακρυ N: παραδακροι C ἐρξωόν H: ἐρξώην RADi 18 σκοπαρίγεια HADi cf. Plin. XXI 28 Marc. Emp. XXVI 11, 225 ζιγάρ ADi cf. Löw a. a. O. 406. 407 οἱ δὲ θεμψώ om. A)
272

124 ψευδοβούνιον· θάμνος ἐστὶ παλαιστιαῖος, φυόμενος ἐν Κρήτῃ, ἔχων φύλλα βουνίῳ ὅμοια.

δύναται δὲ ἐξ αὐτοῦ πινόμενα κλωνία ὅσον τέσσαρα σὺν ὕδατι στρόφους καὶ στραγγουρίας καὶ πλευρᾶς ἀλγήματα θεραπεύειν· διαφορεῖ καὶ χοιράδας μετὰ ἁλῶν καὶ οἴνου καταπλασσόμενον χλιαρόν.

125 χαμαίκισσος· φύλλα ὅμοια ἔχει πυροῖς, μακρότερα δὲ καὶ λεπτότερα, πολλά, κλωνία σπιθαμιαῖα, περίπλεα φύλλων ἀπὸ τῆς γῆς, πέντε ἢ ἕξ, ἄνθη λευκοΐοις ὅμοια, μικρότερα [*](124 RV: ψευδοβούνιον.) [*](125 RV: χαμαίκισσος· οἱ δὲ χαμαιλεύκη, οἱ δὲ κισσὸς ἄκαρπος, οἱ δὲ γῆς στέφανος, οἱ δὲ σεληνῖτις, Ῥωμαῖοι ἕδερα πλουβιάτικα.) [*](1 SIM.: Pl. XXIV 153 (e S. N.) — Pl. l. s. D. eup. II 40 (255) — Zop. (Orib. II 567) — Pl. l. s. eup. 109 (306) — Pl. l. s. eup. II 35 (248).) [*](1 EXC.: Orib. XII (ψευδοβούνιον — ὅμοια) cf. Gal. XI 852. Boiss. Anecd. gr. II 408.) [*](7 SIM.: Pl. XXIV 82 ex I. B.) 135 (e S. N.) cf. XVI 152 — Pl. XXIV 135 eup. I 237 (219) — eup. II 56 (268) cf. Pl. XXIV 82.) [*](7 EXC. Orib. XII s. v. (χαμαίκισσος — χωρίοος); cf. Gal. XII 153 (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v.)) [*](1 num. cap. φ𝒢Ϛ FHADi: ρκα E tit. περὶ ψευδοβουνίου FHADi θα- μνίον RDi παλαιστιαῖος Orib.VFH: σπιθαμιαῖον RDi Boiss. l. s.: σπιθαμιαῖος superacr. A2 φυόμενον RDi 2 καὶ ἔχων Orib.: ἔχων δὲ C: ἔχον NDi φύλλα καὶ κλωνία R (καὶ κλωνία mg. add. A2) post ὅμοια add. δριμέα καὶ κλωνία Di: δριμέα A (del. A2) cf. Dl folia habet similia bunion 3 δύναμιν δʼ ἔχει πινό μενα τὰ κλωνία ὅσον γ ἢ δ σὺν ὕδατι στρόφοις E (οις in ους corr. E2) τὰ ἐξ αὐτοῦ Di: hastae eius tres aut quattuor bibitae Dl at cf. D. eup. II 40 (255) ψευδοβουνίου κλωνία δʼ μετὰ ὕδατος (sc. πρὸς τοὺς στροφουμένους ἁρμόζει) 4 στρόφους παύειν C στραγγουρίαν RDi: stranguriis Dl πλευρᾶς VREDi: πλευρῶν FHA ἀλγήματα] πόνους NDi: πόνον C 5 διαφορεῖ δὲ καὶ E μεθʼ ἁλῶν E καταπλασσομένη χλιαροῦ C: καταπλασσόμενα χλιαρά Di 6 χλιερόν NE) [*](7 num. cap. φ𝒢ζ FHADi: ρκβ D tit. περὶ χαμαικίσσου FHADi post καμαίκισσος syn. e R add. Di, mg. A2 ἔχει ὅμοια Orib. FHADi πυροῖς V : παροῖς (superscr. πυροῖς pr. m.) Orib.: πύρροις E (corr. πυροῖς E2): πυρὸς CA (charta laesa N): κισσοῖς FHDi: folia habet similia tritici Dl: chamaecissos spi- cata est tritici modo Pl. 8 δὲ om. E λεπτότερα om. C: λεπτότερα — κλωνία om. A (marg. add. e C καὶ πολλὰ κλωνία A2) καὶ ante πολλά add. FOrib.: πυλλά om. Di: multas virgas habet Dl 9 ἐπὶ γῆς E: ex una virga Dl) [*](10 C fol. 384v: N fol. 169) [*](11 C fol. 381r: N fol. 172 (charta laesa) χαμαιλεύκην C 12 σεληνίτης HDi ἑδέρα πλουριατικάμ HDi)

273
δὲ καὶ πικρὰ πρὸς τὴν γεῦσιν ἰσχυρῶς, ῥίζα λευκή, λεπτή, ἀχρηστος· φύεται ἐν ἐργασίμοις χωρίοις.

ἁρμόζει δὲ τὰ φύλλα ἰσχιαδικοῖς ὅσον τριώβολον ἐν ὕδατος κυάθοις τρισὶ πινόμενα ἐπὶ ἡμέρας τεσσαράκοντα ἢ πεντήκοντα καὶ ἴκτερον δὲ ἀποκαθαίρει ὁμοίως πινόμενα πρὸς ἓξ ἢ ἑπτὰ ἡμέρας.

126 χαμαιπεύκη ποιεῖ πρὸς ὀσφύος ἄλγημα λεία σὺν ὕδατι πινομένη.

127 βούγλωσσον· ἔοικε φλόμῳ· φύλλον χαμαιπετὲς τραχύ [*](127 RV: βούγλωσσον· προφῆται γόνος αἰλούρου, Ὀσθάνης σαννουχί, Αἰγύπτιοι ἀντουεριμβέσωρ, Ῥωμαῖοι λίγγουα βόβουμ,) [*](7 SIM.: Pl. XXIV 136, D. eup. I 237 (219).) [*](7 EXC.: Ps. D. de h. f. 51 (e D lat.); Gal. XII 154 (═ Paul. Aeg. l. s.)) [*](9 SIM.: Pl. XXV 81 (e S. N.).) [*](9 EXC.: Orib. XI s. v. (βούγλωσσον — γλώσσῃ); Gal. XI 852 (nonnullis aliunde adscitis), unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v. Ps. Ap. 42 (═ Ps. Orib. de simpl. I 28. III 71 ~ A. Mai VII 442) Ps. D. de h. f. 2 (e D. lat, unde Isid. XVII 9, 49); Hes. s. v. βούγλωσσον . . . καὶ βοτάνης εἶδος.) [*](1 δὲ om. VFHADi λευκή om. CDl Pl., del. A2: λευκή pro λεπτή Orib.: λεπτὴ καὶ λευκὴ E: seclusi 2 φύεται δὲ E τόποις Orib. 3 οἷον R τριώβολον om. R ὕδατι libri. correxi 4 ἢ πεντήκοντα om. REDI 5 ἀπο- καθαίρει δὲ καὶ ἴκτερον E καθαίρει R πινόμενον NE ἐπὶ ἡμέρας Ϛ ἢ ζ E) [*](7 num. cap. φ𝒢η FHADi: ρκγ E tit. περὶ καμαιλεύκης ADi capp. 126. 127 om. V: cap. 126 in ine cap. insequ. add. DI similiter et cameleucen, sed plus sciadicis singulare prestat auxilium cum aqua bibita χαμαιπεύκη H (καμαιλεύκη fol. 79v, ubi idem cap. marg. add H2) F (in ind.) Pl. D. eup. I 237 (219): χαμαιλεύκη reliqui ἀλγήματα EDiH2 ἐν ὕδατι λεία DiH2 8 in fine add. DiH2 ἐν ἄλλῳ· ἔσει δὲ ἡ βοτάνη ὁλόχλωρος, ἔχουσα φυλλάρια ἐπικαμπῆ καὶ τοὺς κλάδους ἐπικαμπεῖς καὶ ἄνθη ὡς ῥόδα (unde?)) [*](9 num. cap. ρ𝒢θ FHADi: ρκδ E tit. περὶ βουγλώσσου A HDi buglossos Pl. Dl post βούγλωσσον syn. e R add. ADi, mg. H2 initio cap. e Ps. Ap. 42 add. ADi γεννᾶται εἰς τόπους ὁμαλοὺς καὶ ἀτμώδεις, συνάγεται δὲ ἐν ἰου- λίῳ (ἰουλλίῳ M) μηνί. φασὶ δὲ πρὸς ῥίγη λυσιτελεῖν (λυσιτελῆ A) πρὸς μὲν οὖν τριτμῖον τοῦ ἔχοντος βουγλώσσου γ΄ καυλοὺς ὅλην ἀποτιτρώσας μετὰ τῶν ῥιζῶν καὶ τοῦ σπέρματος τὴν βοτάνην δίδου πιεῖν, τοῦ δὲ τέσσαρας ἔχοντος τῷ τεταρ- ταΐζοντι· ἡ δὲ ἕψησις τούτων σὺν οἴνῳ. καὶ πρὸς ἀποστήματά φασιν αὐτὸ χρησιμεύειν ἔοικεν NOrib: ἔοικε δὲ CADi φλοιῷ R post φλόμῳ distinx. RE, at cf. DI buglossos folia similia habet flommos τραχύτερον Orib.: τραχύ//// (1 litt. eras. E2) τε καὶ E cf. Dl super terra sparsa, aspera, nigra et minora) [*](10 C fol. 76r: N fol. 28 effig. herb. pict. (fol. 76v) add. ἀγγινάρα ἐγρία C (m. rec.), lingua bovina N βούγλωσον N prophetae gonoseluru Ps. Ap. 14 τζανουχί HADi: Ostanes anys Ps. Ap. (anay V) ἀντουενρινβεσωρ CDi: ἀντουερινβεσωρ NH: Aegyptii antiesilictos Ps. Ap. (L, antiesilygitor VL 1) ord. syn. insequ. perturb. C λιγγουαιβοβουμ R: λιγγουαιβόβ HADi: correxi: lingua bubula Ps. Ap. l. s.)

274
τε καὶ μελάντερον καὶ μικρότερον, ὅμοιον βοὸς γλώσσῃ, ὅπερ καθιέμενον εἰς τὸν οἶνον εὐφρόσυνον δοκεῖ εἶναι.

127 RV: κυνόγλωσσον· οἱ δὲ φυτόν, οἱ δὲ καβαλλάτιον, οἱ δὲ σπληνιον, οἱ δὲ σκόλυμος, Ῥωμαῖοι λίγγουα κάνις, οἱ δὲ λίγγουα κανίνα. φύλλα ἔχει ἀρνογλώσσῳ τῷ πλατυφύλλῳ ἐμφερῆ, στενότερα δὲ καὶ μικρότερα, χνοώδη· ἄκαυλον, ἐπὶ γῆς ἐστρωμένον φύεται ἐν ἀμμώδεσι τόποις.

δύναμιν δὲ ἔχει τὰ φύλλα λεῖα σὺν στέατι παλαιῷ ὑείῳ κυνόδηκτα καὶ ἀλωπεκίας καὶ κατακαύματα ἰᾶσθαι· ἑψηθεῖσα δὲ ἡ πόα καὶ πινομένη σὺν οἴνῳ κοιλίας ἐστὶ μαλακτική.

128 φύτευμα· φύλλα ὅμοια ἔχει στρουθίῳ, μικρότερα δέ, καρπὸν πολύν, τετρημένον, ῥίζαν μικράν, λεπτήν, ἐπιπόλαιον, ἣν ἀναγράφουσί τινες εὐθετεῖν πρὸς φίλτρον.

129 ὑπόγλωσσον· θαμνίσκος ἐστὶ μυρσίνῃ ἀγρίᾳ καὶ λεπτῇ [*](οἱ δὲ Λευκανοὶ , Ἄφροι λασουνάφ, Δάκοι βουδάθλα.) [*](128 RV: φύτευμα· οἱ δὲ ἁδρώδης, Ῥωμαῖοι ἀπλουμερού.) [*](3 SIM.: Pl. XXV 81(ex I. B. ?) — Ps. Ap. 96 (═ Ps. Orib. II 19 ~ A. Mai VII 445).) [*](11 SIM.: Pl. XXVII 125 (e S. N.).) [*](14 SIM.: Pl. XXVII 93 (e S. N. — Crat.).) [*](14 EXC.: Gal. XII 148 (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](1 ἀκανθώδη μικρότερον C 2 τὸν om. E post εἶναι mg. add. H2 λείπει κυνόγλωσσος) [*](3 cap. χ περὶ κυνογλώσσου e R (C fol. 167r: N 52) add. Di marg. add. N (man. rec.) lingua canis φυτόν libri: alii frigia Ps. Ap.: fort. Φρύγιον alii cabtallion dicunt Ps. Ap. (L, cabilion L 1 V) 4 alii splenion Ps. Ap alii acolymbos Ps. Ap. λίνγουα κάνις R 5 λίνγουα R: Itali lingua canina Ps. Ap. 8 λεῖα om. M 9 ἰᾶται C) [*](11 num. cap. χ O: χα Di: ρκε E tit. περὶ φυτεύματος FHADi ἔχει ὅμοια RFHADiE 12 καὶ καρπὸν (dittogr.) R: ante καρπὸν c. 6 litt. eras. E2 τετμημένον C (superscr. A2): pertusu(m) DI μικράν ODi: μακράν REDI λεπτήν] διπλῆν R: superscr. A 13 ἥν τινες ἀνέγραψαν (ἐνέγραψαν N) R εὐθετεῖν corr. E2: εὐθετεῖν φασιν C φίλτρα Di in Di sequ. cap. χβ περὶ λεοντοποδίου (IV 133)) [*](14 num. cap. χα O: χγ Di: ρκς E περὶ ὑπογλώσσου FHADi hypoglossa Pl.: ippoglosson Dl cf. Salm. exerc. Pl. 286 post ὑπόγλωσσον syn. e R add. Di, mg. H2 post ἀγρίᾳ 4 litt. eras. E2 καὶ λεπτῇ ἔχων corr. E2) [*](15 οἱ δὲ λικανεὶ ἄφροι κτλ. N: οἱ δὲ λιβανει C (at in fine syn. add. οἱ δὲ λικανει): οἱ δὲ λιβάνιν DiHA : correxi coll. Ps. Ap. Lucani corrago dicunt (cf. Ps. Orib. I 28) de nomine cf. Leunis Synopsis II 569 A 1 ΑΛϹΟΥΝΑΛΦ C: ΛΑϹΟΥΝΑΑΦ N: αὐσανάφ Di: ἀνσανάφ HA : libii lasymsaf (L, lasimsafb V) Ps. Ap. cf. Löwl. s. 403 Δάκοι βουδάθλα om. HADi: Daci budama (L, buclama V) Ps. Ap. cf. Tomaschek l. s. 33) [*](15 C fol. 363r: N fol. 163: syn. om. DiAH2 ΑΠΛΟΥΜΕΡΟΥ R: fort. ἀμα- τόριουμ coll. Pl. l. s. phyteuma quale sit describere supervacuum habeo, cum sit usus eius tantum ad amatoria)

275
ἔχων τὰ φύλλα ὅμοια, κόμην δὲ ἀκανθώδη καὶ ἐπʼ ἄκρου, οἱονεὶ γλωττίδας, παραφύσεις μικρὰς παρὰ τοῖς φύλλοις.

δοκεῖ δὲ ἡ κόμη περίαμμα εἶναι χρήσιμον κεφαλαλγοῦσι· μείγνυται δὲ καὶ εἰς μαλάγματα.

130 ἀντίρρινον· οἱ δὲ ἀνάρρινον, οἱ δὲ καὶ ταύτην λυχνίδα [*](129 RV: ὑπόγλωσσον· οἱ δὲ καὶ τοῦτο ἀντίρρινον καλοῦσιν, οἱ δὲ ἀνάρρινον, οἱ δὲ καὶ ταύτην λυχνίδα ἀγρίαν καλοῦσιν.) [*](130 RV: κυνοκεφάλιον· οἱ δὲ ἀντίρρινον, οἱ δὲ ἀνάρρινον, οἱ δὲ βουκράνιον, οἱ δὲ κούριον, οἱ δὲ πιθήκιον, οἱ δὲ κυνόροδον, οἱ δὲ λυχνὶς ἀγρία, προφῆται ἄλκιμα, οἱ δὲ κυριόμορφον, οἱ δὲ νεόθεος, Αἰγύπτιοι αἰσού, οἱ δὲ ὀρμενισφί, οἱ δὲ κατακιρσαί, Ῥωμαῖοι τιγίλλους ἄλβα, οἱ δὲ τραγατιγίλλους, οἱ δὲ ἕρβα ἀσινίνα, οἱ δὲ βενέριαμ.) [*](5 SIM.: [Theophr.] h. pl. IX 19, 2; Pl. XXV 129 (e S. N.) cf. XXX 18.) [*](5 EXC.: Ps. D. de h. f. 23 (e D. lat.); Gal. XI 834 (═ Paul. Aeg. VII s. v.); Hes. s. v. ἀντίρρινον et κυνοκεφάλαιον cf. Gal. XIX 82; Ps. Ap. 86.) [*](5 TEST.: schol. Paris. Orib. (II 744 D.): ἀντίρρινον ἢ κυνοκεφάλιον· Διοσ- κουρ ίδης καὶ Σωρανὸς οὐ μέμνηνται αὐτῆς, ὁ δὲ Ῥοῦφος ἐν βοτανικῶν γ΄ καὶ Πάμφιλος ἐν τῷ περὶ βοτανῶν μέμνηνται αὐτῆς. ὁ δὲ Θεόφραστος (h. pl. IX 19, 2) ἀντίρριζον αὐτὴν καλεῖ ἐν Φυτικοῖς, ὁ δὲ Γαληνὸς ἐν Ἁπλοῖς (XI 834) ἀντίρρινον (ἄμπρινον cod.) ἢ ἀνάρρινον· Ξενοκράτης . . . . ἢ κυνοκέφαλον καὶ Πάμφιλος.) [*](1 ἔχων om. CDi: ἔχουα post ὅμοια coll. N ὅμοιμος Di κόμη δὲ ἀκανθώδης E (corr. E2): κόμην δὲ ἀκανθώδη ἔχει CDi ἐπʼ ἄκρον] sc. θα- μνίσκου, accuratius Gal. ὑπόγλωσσον ὠνόμασται μὲν οὕτως, ὅτι παραφύσεις ὑπʼ ἄκροις τοῖς κορύμβοις ποιεῖται γλωσσαρίων ὥσπερ NEDi: ὡσπερεὶ C 2 γλωσ- σίδας Di: γλωσσίδια R: ἐπιγλωττίδας E: γλωσσάρια Gal. παραφύσεις μικρὰς om. O (marg. add. A2) at cf. Pl. coma spinosa et in his ceu linguas folio parvo exeunte de foliis: Dl coma spinosa sicut lingua ramulos minores circa follia παρὰ τοῖς φύλλοις superscr. Di 3 κόμη καὶ ἡ ῥίζα καὶ τὸ χύλισμα E (e Gal. ?) 4 in fine add. ἥ τε ῥίζα καὶ τὸ χύλισμ Di) [*](5 num. cap. χβ O: χδ Di: ρκζ E tit. περὶ ἀντιρρίνου FHADi ἀντίρ- ρηνον V: ἀντίρεινον E ἀνάρεινον E: ἀνάρρηνον V οἱ δὲ (alt.)] ἔνιοι δὲ EDi λυχνίαν F) [*](6 C fol. 353r: N 147 cf. D. IV 130 ὑπόγλοσσον N καὶ τοῦτο om. H ἀντίρινον C: ἀντίρεινον N καλοῦσιν om. Di 7 οἱ δὲ ἀνάρρινον om. H: ἄρινον C: ἄρεινον N) [*](8 C fol. 166r: N 51: om. HADi marg. add. N (man. rec.) tigalus alba seu herba asinina cf. Ps Ap. nomen herbae canis caput a grecis dicitur cynocefalus ἀντίρινον C: ἀντίρεινον N: correxi ἄρινον C: ἄρεινον N: correxi 9 βουκρα- ντον R: correxi coll. Ps. Ap. alii bucranion (Ack.) cf. Gal. XIX 82 10 ἀλ- κιμα R: suspectum οἱ δὲ (aIt.) om. C κυριόμορφον ῥμοίως C 11 ὀρμενισφη R 12 ΓΙΓΑΛΟΥϹ R: correxi τραγατιγίλλους R: corruptum: fort. ἄτρα τιγίλλους)

276
ἀγρίαν ἐκάλεσαν· πόα ἐστὶν ἐμφερὴς ἀναγαλλίδι φύλλοις καὶ καυλίῳ· τὰ δὲ ἄνθη λευκοίῳ ὅμοια, μικρότερα δὲ καὶ πορφυρᾶ, διὸ καὶ ἀγρία λυχνὶς ἐκλήθη καρπὸν δὲ φέρει ὅμοιον μόσχου ῥισίν.

ἱστορεῖται τοῦτο ἀντιπαθὲς εἶναι φαρμάκοις περιαπτόμενον, ἐπίχαρίν τε ποιεῖν ἀλειφόμενον σὺν ἐλαίῳ κρινίνῳ.

131 κατανάγκη ἡ μέν τις ἔχει φύλλα μικρά ὡς κορωνόποδος, ῥίζαν λεπτὴν ὡς σχοίνου, κεφαλὰς δὲ ὡς ὀρόβου ἓξ ἢ ἑπτά, ἐν αἷς καρπὸς ὅμοιος ὀρόβῳ· κάμπτεται δὲ ξηραινόμενον εἰς τὴν γῆν καὶ ἰκτίνου ὄνυξιν ὁμοιοῦται νεκροῦ· τὸ δὲ ἕτερον --- μήλου δὲ μέγεθος μικροῦ, ῥίζαν δὲ μικρὰν ὅσον ἐλαίαν, φύλλα [*](131 RV: κατανάγκη οἱ δὲ δαμναμένη, οἱ δὲ Διονυσιάς, οἱ δὲ θύρσιον, οἱ δὲ δῆμος, οἱ δὲ κῆμος, οἱ δὲ κρότιον, προφῆται ἀχαράς, οἱ δὲ ἀρκοπόδιον, Ῥωμαῖοι ἕρβα φιλικλα, οἱ δὲ δατίοκα, οἱ δὲ Ἰόβις μάνους, Δάκοι καρωπίθλα.) [*](κατανάγκη ἑτέρα· οἱ δὲ δῆμον, οἱ δὲ κῆμον καλοῦσιν· δισσή.) [*](5 SIM.: Pl. XXV 129 (e Magis) — [Theophr.] l. s. Pl. l. s.) [*](7 SIM.: Pl. XXVII 57 (e S. N.).) [*](1 ἀναγαλλίδι om. R: ἀναγαλλίδος H: τοῦτο δʼ ὅμοιόν ἐστι τῇ ἀπαρίνῃ [Theophr.] l. s. τοῖς φύλλοις καὶ καυλῷ λεπτοῖς C: τοῖς φύλλοις λεπτοῖς καὶ καυλῷ N 2 καυλῷ REDi τὰ δὲ om. RDi ἄνθη (δὲ inser. N) λευκά, ἐνπόρφυρα, εὐειδῆ, διὸ καὶ R: ἄνθη πορφυρᾶ, ὅμοια λευκοίῳ, μικρότερα δέ, διὸ καὶ Di λευκῶ ἴω corr. E2 πορφυρά, μικρότερα δὲ ὧ καὶ E, corr, E2 4 ῥισὶν ὅμοιον Di post ῥισίν add ῥούσιον (ῥίσιον A) ἰδεῖν DiA, superscr. H2 5 ἱστορεῖ PV: ἱστορεῖται δὲ EDi περίαπτον CPV 6 κυπρίνῳ E (in marg cum ÷ κρινίνω E2): κρινίνῳ ἢ κυπρίνῳ Di: κρινίνῳ om. RDl, del. A2) [*](7 num. cap. χγ O: χε Di: γκη E tit. περὶ κατανάγκης FHADi post κατανάγκη syn. e R add. DiA, mg. H2 τε αὐτῶν RDi μακρὰ REDi (πικρὰ M), superscr. A2 at cf. Dl folia habet minuta ὅμοια ὡς E: similia coriandro aut coronodopodo Dl 8 ρίζαν δὲ E ὡς σχοίνου ὡς σχοῖνος E: σχοινώδη RDi ὡς ὀρόθου om. DIDi: ὡς ὄροβος R ἕξ — ὀρόβῳ om. R 9 ξηραινόμενον NPA: ξηραινόμενος reliqui. ξηραινομένη Sarac. 10 εἰς] ἐπὶ RDi ἰκτῖνος E: ἰκτῖνος νεκροῦ ὄνυχι (ὄνυξιν N) R 11 post ἕτερον habet μικροῦ μηλίνου μέγεθος ἔχει R: μήλου μέγεθος ἔχει μικροῦ EHDi: hiatum notavi, fort. intercidit κεφαλὰς ἔχει ὡς . . . . . δὲ (pr.) solus habet P ὅσον ἐλαίαν om. RDiDI) [*](12 C fol. 174r: N 53 δαμναμέτη libri: correxi coll. D. IV 133 13 κρότιον libri: suspectum, fort. κρόταλον cf. Ath. XV 681 e ΑΧΑΡΑϹ R: ἀρχαράς HADi: corruptum (an χάραξ cf. Suid. s. v. Hes. s. v. χάρακες) ΦΙΑΙΚΛΑ C: φιλικλᾶ Di: φιληκλά H: φίεκλα φικλὰ A 14 ΔΑΤΙΟΚΑ RH: δατισκά Di: corruptum (an λατέρκλα?) 15 ΜΑΔΙΟΥϹ libri: correxi καρωπίθλα libri cf. Tomaschek l.s. 33) [*](16 C fol. 173v: N 53 κατανάγκη ἡ ἐτέρα N)

277
σχήματι καὶ χρόᾳ ἐοικότα ἐλαίᾳ, μαλακώτερα δέ, καρπὸν μικρόν, τετρημένον κατὰ πολλὰ μέρη, ὡς ἐρέβινθον, φοινικοῦν. ἀμφοτέρας ἱστοροῦσί τινες εἰς φίλτρα ἁρμόζειν, χρῆσθαι δὲ αὐταῖς τὰς Θεσσαλάς γυναῖκας|.

132 τριπόλιον· φύεται ἐν παραθαλασσίοις τόποις, οὓς ἐπικλύζει ἡ θάλασσα καὶ ὑποχωρεῖ· οὔτε δὲ ἐν ξηρῷ οὔτε ἐν θαλάσσῃ. φύλλα δὲ ἔχει ἰσάτει παραπλήσια, παχύτερα δέ, καυλὸν σπιθαμιαῖον ἄνωθεν ἐσχισμένον. ταύτης ἱστορεῖται τὸ ἄνθος τρὶς τῆς ἡμέρας μεταβάλλειν τὸ χρῶμα, πρωῒ μὲν λευκόν, κατὰ δὲ μεσημβρίαν πορφυρίζον, ὀψὲ δὲ φοινικοῦν ῥίζα λευκή, εὐώδης, θερμαντικὴ γευομένῳ, ἥτις πινομένη ἐν οἴνῳ δραχμῶν δυεῖν πλῆθος κατὰ κοιλίαν ὕδωρ ἄγει καὶ οὖρα· τέμνεται δὲ καὶ εἰς ἀλεξιφάρμακα.

133 κῆμος· διδάκτυλόν ἐστι βοτάνιον, ἔχον φυλλάρια [*](132 RV: τριπόλιον· οἱ δὲ ψυχήν, οἱ δὲ μηρίς, οἱ δὲ ποταμογείτων, οἱ δὲ σταχυῖτις, Ῥωμαῖοι τριφόλλιουμ μάῖους.) [*](5 SIM.: [Theophr.] h. pl. IX 19, 2; Pl. XXVI 39 (e S. N.) — Antig. Car mirab. 26 Pl. XXI 44 — [Theophr.] l. s. Plin. XXI 145.) [*](5 EXC: Orib. XII s. v. (τριπόλιον — γευομένῳ); cf. Gal. XII 144 (= Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Hes. s. v. τριπόλιον.) [*](14 SIM.: Pl. XXVII 57.) [*](1 χροιά RDi ἐλαίας R μαλακὰ δὲ (μαλακώδη R) ἐπὶ γῆς ἐστρωμένα καὶ ἐπεσχισμένα (διεσχισμένα M) RDi at cf. Dl folia habet olivae similia, sed molliora καρπὸν δὲ (om. Di) ἐπὶ ῥαβδίοις μικρόν RDi: ἐπὶ ῥαβδίοις superscr. H2, post πικρὸν add. A 2 φοινικοῦν om. RDi: sicut cicer et rufu Dl 3 ἀμφοτέρας δὲ RDiDl 4 δὲ λέγουσιν RDi θεσσαλικὰς E) [*](5 num. cap. χδ O: χϚ Di: ρκθ E tit. περὶ τριπολίου FHADi post τριπόλιον syn. e R add. DiA, mg. H2 παραθαλασσίαις πέτραις ἃς E 6 ὑποκύζει Orib. ἡ om. Orib.NDi: ν pro ἡ P ξηρᾷ Orib. HA Di cf. Plin. tripolion in maritimis nascitur saxis, ubi alludit unda, neque in mari neque in sico 7 δὲ (pr.) om. ROrib.Di ἰσάτει Orib.NODi: ἰσάτη CE: folia habet apio similia Dl παραπλήσια] ὅμοια Orib.: ἐμφερῆ (om. C) N post παραπλήσια add. ξηρά RDi πλατύτερα μέντοι RDi: folio isatis crassiore Pl.: folia habet apio similia et grossa Dl 8 post καυλὸν 2 litt. eras. E2 ἐπεσχισμένον CDi τὸ ἄνθος τὰ φύλλα E (corr. E2) 9 πρωΐας E: ἔωθεν R μὲν om. ROrib. 10 κατὰ δὲ om. R δὲ (pr.) om. Orib. τὸν μεσημβρίαν HADi: μεσημβρίας N: μεσημβρία C πορφυροῦν Orib. ὀψὲ δὲ] δείλης R ad rem cf. Fraas Synopsis 218 ῥίζα δὲ RE λευκὴ λεπτὴ E 18 ἀλεξιφάρμακον R) [*](14 num. cap. χε O: ρλ E: post cap. 128 transpos. Di sub titulo περὶ λεοντοποδίου tit. περὶ κημοῦ FHA χημός FN: λεοντοπόδιον Di (mg. add. H2) οἱ δὲ λεοντοπόδιον) cf. Orphei Arg. 920 Suid. s. v. initio syn. e R add. Di διδακτυλιαῖον REDi) [*](15 C fol. 344v: N 142 οἱ δὲ ψυχήν om. AH μηρείς N: corruptum 16 σταχυεῖτις R: σταχυΐτης HADi καλιουμάρης Di: κολιουμάρις HA)

278
στενά, ἰσχυρά, ὡς τεττάρων δακτύλωνἢ καὶ τριῶν τὸ μῆκος, δασέα, ἐριωδέστερα τὰ πρὸς τῇ ῥίζῃ καὶ ὑπόλευκα· ἐπʼ ἄκρων δὲ τῶν καυλίων κεφάλια ὡς τετρημένα, ἐν οἷς ὁ καρπὸς δυσθεώρητος διὰ τὸν περικεχυμένον χνοῦν, ῥίζα μικρά. φασὶ δʼ αὐτὴν εὐχρηστεῖν εἰς φίλτρα.

134 ἀδίαντον· οἱ δὲ πολύτριχον· φυλλάρια ἔχει ὅμοια κοριάνδρῳ, [*](133 RV: ζῳόνυχον· οἱ δὲ ἀετώνυχον, οἱ δὲ λεοντοπόδιον, οἱ δὲ κῆμος, οἱ δὲ ἴφυον, οἱ δὲ κατανάγκην, οἱ δὲ δαμναμένη, οἱ δὲ ἰδιόφυτον, οἱ δὲ φυτοβασίλειον, οἱ δὲ κροσσίον, οἱ δὲ κροσσόφθοον, προφῆται αἷμα κροκοδείλου, οἱ δὲ κροκομέριον, Αἰγύπτιοι δαφνοινές, Ῥωμαῖοι Μινέρβιουμ, οἱ δὲ Ἰόουις μάνους, οἱ δὲ Παλλάδιουμ, οἱ δὲ φλάμμουλα.) [*](6 SIM.: Theophr. h. pl. VII 14, 1. Pl. XXII 62 sq. (e S. N) cf. schol. Theocr XIII 40 (e Crat.) schol. Nic. Ther. 846.) [*](6 EXC.: Orib. XI s. v. (ἀδίαντον — ἄχρηστος); cf. Gal. XI 814 (= Aet I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Ps. D. de h. f. 14 (e D. lat, unde Isid. XVII 9 67); Ps. Ap. 48. 52 (= Ps. Orib. I 40 cf. Mai VII 442); Hes. s. v. ἀδίαντον et καλότριχον.) [*](1 στενά, ἰσχυρά om. R: ἰσχυρά om Di: ἰσχυρῶς E: folia habet angusta et fortia Dl τεττάρων PE: τεσσάρων reliqui ἢ addidi e Di: om. reliqui: ἢ καὶ τριῶν om. EDl 2 εὐωδέστερα O at cf. Dl folia habet . . . lanosa quae circa radices sunt τὰ om. RDi τὴν ῥίζαν FHA δὲ om. H 3 καυλῶν EDi ὥσπερ REDi: ὥστε F τετρημένα PEDl: τετμημένα reliqui post τετρημένα habent ἄνθη μήλινα (μέλανα Di, post χνοῦν transpos. N)· ὁ καρπὸς δὲ αὐτοῦ δυσθεώρητος RDi 4 περικείμενον EFH αὐτῷ post περικεχ. add. REDi ῥίζα δʼ ὅπεστι RDi πικρὰ καὶ μικρὰ E (πικρὰ καὶ eras. E2): radix est illi amara Dl φασὶν δὲ ταύτην περιαπτομένην φύματα διαφορεῖν C: φασὶν δὲ αὐτήν εὐχρηστεῖν φίλτρῳ N: φασὶ δὲ καὶ ταύτην εὐχρηστεῖν φίλτρῳ τεριαπτομένην καὶ φύματα διαφορεῖν Di 5 φίλτρον F) [*](6 num. cap. χϚ O: χζ Di: ρλα E tit, περὶ άδιάντου FHADi cap. bis habet R s. v. καλλίτριχον et s. v. ἀδίαντον ἕτερον (ubi cum cap. insequ. conflatum est) post πολύτριχον syn. e R add. DiA, mg. H2 κοριάνδρῳ ὅμοια (ἐμφερῆ R) ROrib.EDi κοριάννῳ COrib.: κορυάνδρω A) [*](7 C fol. 123v: N 46 marg. add. N (man. rec) flamula ζωόνυχον RDi ἀετόνυχον R 8 οἰ δὲ ἴφυον om. CDi: ἰφεον N: correxi coll. Theophr. h. pl. VI 6, 11 Arist. Thesm. 910. Hes. s. v. ἰφύα οἱ δὲ κατανάγκην om. Di cf. D. IV 131 9 φυτοβασίλιον libri: correxi κρόσσιον RDi cf. D. IV 131 κροσσόφθοον CDi: κροσόφθοον N: suspectum 10 κροκοδίλου C κροκομέριον CDi: κροκοπέριον N: suspectum 11 δαφνοινες libri: suspectum μεινερβιουμ N: μινερκιούμ Di cf. Herm. XXXIII 403 ΝΕΟΟΥϹΜΑΤΟΥϹ (sic) R: νεοουμάτους Di: correxi cf. D, IV 131 12 Latini flammulam vocant Veneris (sc. leontopodium) Ps. Ap. 8 (Ack.))

279
ἐπεσχισμένα ἐπʼ ἄκρου, τὰ δὲ ῥαβδία, ἐφʼ ὧν ἐκπέφυκε, μέλανα ἰσχυρῶς, λεπτά, σπιθαμιαῖα· οὔτε δὲ καυλίον οὔτε ἄνθος οὔτε καρπὸν φέρει· ῥίζα ἄχρηστος.

[*](134 RV: ἀδίαντον· οἱ δὲ πολύτριχον, οἱ δὲ τριχομανές, οἱ δὲ ἐβενότριχον, οἱ δὲ ἄργιον, οἱ δὲ κόριον ἔνυδρον, Αἰγύπτιοι ἐπυέρ, Ῥωμαῖοι κιγκιννάλις, οἱ δὲ τέρραι καπίλλους, οἱ δὲ σουπερκίλιουμ τέρραι, Δάκοι φιθοφθέθελα φύονται (sc. ἀδίαντον et ἀδίαντον ἕτερον) ἐν παλισκίοις καὶ περὶ τὰ ἔνυγρα· ῥαβδία δέ ἐστιν μέλανα, λεῖα, στίλβοντα, φύλλα ὅμοια πτέριδι, μικρά, λεῖα· τὸ δὲ ἕτερον τὰ φύλλα φακοειδῆ, ἐναντία ἀλλήλοις ἐπὶ τῶν ῥαβδίων· οὔτε δὲ καυλὸν οὔτε ἄνθος φέρει· ῥίζαι ἄχρηστοι.)[*](καλλίτριχον· οἱ δὲ πολύτριχον, οἱ δὲ τριχομανές, οἱ δὲ ἀδίαντον, οἱ δὲ ἐβενότριχον, οἱ δὲ πτέριον, οἱ δὲ εὔπτερον, οἱ δὲ ἄργιον, οἱ δὲ κόριον τὸ ἐν ὕδασιν, Αἰγύπτιοι ἐπυέρ, Ῥωμαῖοι κιγκιννάλις, οἱ δὲ πίννουλα, οἱ δὲ τέρραι καπίλλους οἱ δὲ σουπερκίλιουμ τέρραι, Δάκοι φιθοφθέθελα.)[*](4 Ps. Apul. 48. 52.)[*](1 ἀπεσχισμένα Orib. ἐπ᾿ ἄκρῳ Orib.A: foliis μὲ coriandrum scissis in summitate Ps. Ap. τὰ δὲ om. R ῥαβδία R: καυλία reliqui: κλωνία schol. Theocr. l. s. ἐφʼ ὧν ἐκπέφυκε om. R ἀφʼ ὧν Orib. ἐκπέφυκε Orib.EDi: πέφυκε reliqui cf. D. IV 137 2 ἰσχυρά O λεπτά] om. Orib.: λεῖα R σπιθαμιαῖα] δισπηθαμιαῖα E: στίλβοντα R post σπιθαμιαῖα add. e R στίλβοντα, φύλλα ὅμοια πτέριδι, μικρὰ λίαν DiA (superscr. H2) οὔτε δὲ καυλίον om. Orib. καυλίον PV: καυλὸν reliqui 3 οὔτε καρπὸν om. R cf. schol. Theocr. καυλὸν δʼ οὐκ ἔχει οὐδὲ ἄνθος οὐδὲ καρπόν (e Crat.))[*](4 C fol. 42r: N 14 cf. Ps. Ap. 52 nomen herbae polytricum a graecis dicitur adiantos, alii polytricon, alii tricomanes, alii ebenetricon (LL1) 5 ἄγριον NDi: ἄγριον C: ἄγρειον A (ἄγριον superscr. A2) cf. Hes. s. v. ἄργιος ἔνυγρον NHADi post ἔνυδρον add. μέσον θερμοῦ καὶ ψυχροῦ A (del. A2) 6 ἐπιέρ HADi: Aegyptii ethuc vocant Ps. Ap. (αἰπυερ C fol. 158r) κινκινναλες C: κινκιναλίς N: Romani cincinnalem dicunt Ps. Ap. (L) τερρεκαπίλλους (υ superscr. m. rec) C: τερεκαπίλους HA: τερρακαπίλλους Di: alii terrae capillow Ps. Ap. περκιλιουμτέρας Di: σουπερκιλλιουμτέρε marg. add. A2: alii supercilium terrae Ps. Ap. 7 ΦΙΘΟΦΘΑΙΘΕΛΑ C: φιθοφθεθελά reliqui cf. Tomaschek l. s. 33 8 συσκίοις C. πανισκίοις N 9 λεῖα N: λίαν C 10 λίαν C τοῖε φύλλοις R 11 δὲ om. C 12 post ἄχρηστοι sequ. quae D. de virtute medica adianti tradit 13 C fol. 158: N 20 marg. add. N (man. rec) kallitrichon capillus Veneris cf. Isid. l. s. (A. Mai VII 442), Herm. XVIII n. 450. 545 14 εὔπτερον] ὀπτερον N: πτερον (post κόριον τὸ ἒν ὅδ. transpos) C: corr. darc. cf. D. IV 135 15 ἄργιον N: ἄγριον C αἰπυερ C 16 κινκιναλις N πινουλα R: corr. 17 φιθοφθαιθελα CN)
280

δύναται δὲ τὸ ἀφέψημα τῆς πόας βοηθεῖν πινόμενον ἀσθματικοῖς, ἰκτερικοῖς, σπληνικοῖς, δυσουροῦσι· θρύπτει δὲ καὶ λίθους καὶ κοιλίαν ἵστησι καὶ θηριοδήκτοις βοηθεῖ καὶ στομάχου ῥεύματι σὺν οἴνῳ ποθέν· κινεῖ δὲ καὶ ἔμμηνα καὶ λοχεῖα, ἵστησι καὶ αἵματος ἀναγωγήν.

2 καταπλάττεται δὲ καὶ πρὸς θηριώδη ἔλκη καὶ ἀλωπεκίας δασύνει, χοιράδας σκορπίζει, ἀποσμᾷ πίτυρα καὶ ἀχῶρας σὺν κονίᾳ. σὺν λαδάνῳ δὲ καὶ μυρσινίνῳ καὶ σουσίνῳ ἢ καὶ ὑσσώπῳ καὶ οἴνῳ τρίχας ῥεούσας παρακρατεῖ, καὶ τὸ ἀφέψημα δὲ αὐτοῦ σὺν οἴνῳ καὶ κονίᾳ σμηχόμενον. ποιεῖ δὲ καὶ τούς ἀλεκτρυόνας καὶ τούς ὄρτυγας μαχίμους εἶναι μειγνύμενον τῇ τροφῇ· φυ|τεύεται δὲ ἐπʼ ὠφελείᾳ [*](1 Pl. l. s. 65 D. eup. II 39 (251) — [Hipp] περὶ τῶν ἐντ. π. 35 (VII 256 L) Pl. l. s. 65 eup. II 56 (267) — Pl. l. s. 65 eup. I 60 (272) — [Hipp] περὶ δ. II 54 (VI 562) Theophr. l. s. Pl. 65 — Pl. 34 eup. II 111 (308) — Pl. 64 eup. II 47 (258) — Nic. Th. 846 (ex Apollod.) Pl. 65 eup. II 117 (318) — [Hipp.] π. γ. φ. 32 (VII 348. 358) Pl. 65 eup. II 76 (287) — Pl. 65 eup. II 29 (238) — Pl. l. s. 64 — Pl. l. s. 62 — Pl. 64 eup. I 95 (140) — Pl. 64 eup. I 154 (172) — Pl. 64 eup. I 105 (146) — Theophr. l. s. Pl. 62 eup. I 96 (141) Gal. XIV 502. XII 435 cf. Alex. Trall. I 451 — Pl. l. s. 65.) [*](1 δύναμιν PV post πόας c. 14 litt. eras. E2 πινόμενον βοηθεῖν CDi 2 ἀσθματικοῖς δυσπνοικοῖς DiDl: ἀσθματ. καὶ δυσπν. E σπληνικοῖς om. RDlPs. D. de h. fem. δυσουριῶσιν E 3 καὶ (alt.) om. R κοιλίαν δὲ E καὶ θηριοδήκτοις] κυνοδήκτοις τε R (λυσσοδήκτοις supnrscr. A2) cf. Dl morsus caninos sanat: Ps. D. de h. f. trita cum uino et pro cataplasmate inposita stomacho, canis morsui et serpentium medetur: fort. καὶ 〈κυνοδήκτοις τε〉 καὶ θηριοδήκτοις 4 σὺν οἴνῳ ποθέν] σὺν αἵματος (sic) R ποθέν] om. E: πινόμενον Di κινεῖ] ἄγει EDi δὲ om. HA 5 λόχια RE ἴστησι δὲ FHDi ἀγωγάς R (ἀναγωγάς N s. v. ἀδίαντον) 6 θηριώδη 0R (s. v. καλλίτριχον): θηριοδήκτους E: morsibus venenatis opitulatur Dl: θηριόδηκτα R (s. v, ἀδίαντον Di ἕλκη addidi: ὠμὴ post θηρ. add. Di χοιράδας δὲ E σκορπίζει] διαφορεῖ R: σκορπίους A (del. A2) 7 ἀποσμᾷ] καὶ ἀποστήματα R: ἀποστήματα F: ἀπωθεῖ V: ἀποσμήχει E μυρσίνῳ RE: om. Dl post μυρσινίνῳ haec habet E καὶ οἰσύπω ἢ σουσίνω καὶ οἴνω 8 ἢ καὶ ὑσσώπῳ om. RDl Ps. D. de h. f. at cf. D. eup. I 96 (141) τὰς δὲ ῥεούσας τρίχας ἀπὸ τῆς κεφαλῆς ἵστησιν ἀδίαντον λεῖον σὺν λαδάνῳ καὶ οἴνῳ καὶ ὑσσώπῳ (οἰσύπῳ coni. Sarac.) καὶ μυρσινίνῳ περιχριόμενον post σουσίνῳ haec habet R κοινῶς σμηχόμενον καὶ ἀλειφόμενον ἐν κεφαλῇ ποιεῖ γυναικείας τρίχας αὔξεσθαι 9 post παρακρατεῖ iaec abet Di ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς παντοῖα πίτυρα τὰ περὶ τὸ σῶμα καὶ κεφαλὴν τὸ ἀφέψημα αὐτοῦ σῦν κονίᾳ καὶ οἴνῳ σμηχόμενον cf, D] elixatura eius addito cinere et vino id(em) prestat 10 δὲ om. EHADi 11 μαχιμωτέρους (om. εἶναι) REDi post φυ extrem. fol. 121v vocab. unum cod. P folium deest φυτεύεται —   μάνδραις om. R δὲ καὶ E ἐπ᾿ ὠφελίαις E)

281
προβάτων ἐν ταῖς μάνδραις. φύεται δὲ ἐν παλισκίοις τόποις καὶ τοίχοις ἐνίκμοις καὶ περὶ τάς κρήνας.

135 τριχομανές, οἱ δὲ καὶ τοῦτο ἀδίαντον καλοῦσι· κατὰ τούς αὐτοὺς φύεται τόπους. ὅμοιον πτέριδι, μικρὸν λίαν, στοιχηδὸν ἐξ ἑκατέρου τὰ φύλλα ἔχον λεπτά, φακοειδῆ, ἐναντία ἀλλήλοις ἐπὶ ῥαβδίων λεπτῶν καὶ στρυφνῶν, παραστιλβόντων ὑπομελάνων.

δοκεῖ δὲ τὰ αὐτὰ δύνασθαι τῷ προειρημένῳ.

136 ξάνθιον· οἱ δὲ φάσγανον, οἱ δὲ ἀντιθέσιον, οἱ δὲ χάσκανον, οἱ δὲ χοιραδόλεθρον, οἱ δὲ καὶ ταύτην ἀπαρίνην [*](135 RV: ἀδίαντον ἕτερον· οἱ δὲ τριχομανές, οἱ δὲ πτέριον, οἱ δὲ εὔπτερον, Ῥωμαῖοι καπιλλάρεμ, οἱ δὲ πίννουλαμ, οἱ δὲ φιλίκλαμ.) [*](136 RV: ξάνθιον· οἱ δὲ φάσγανον, οἱ δὲ χοιραδόλεθρον, οἱ δὲ καὶ ταύτην ἀπαρίνην καλοῦσιν, Ῥωμαῖοι λάππαμ.) [*](3 SIM.: Theophr. h. pl. VII 14, 1 Plin. XXVII 138 (e S. N. — Crat.)) [*](3 EXC.: Orib. XI s. v. (τριχομανές — ὑπομελάνων); cf. Ps. Ap. 48. 52.) [*](9 EXC: Orib. XII l. s. (ξάνθιον — ἱματίων) cf. Gal. XII 87 (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v.) [*](1 δὲ] καὶ E παλισκίοις καὶ ἐλώδεσι τόποίς DiDl τόποις om. REVFH post τοίχοις add. ἀχυρώδεσιν R: ἀντρώδεσιν καὶ ἑλώδεσιν ἐνίκμοις om. VFHA at cf. Pl. XXII 63 mg. add. ἢ ἐπὶ τὰς πηγάς V) [*](3 num. cap. χζ FHA: χη Di: ρλβ E tit. περὶ τριχομανοῦς FHADi ἀδίαντον ἕτερον R. ἀδίαντον ἄλλο, οἱ δὲ τριχομανές rib. post τριχ. syn. e R add. DiA, mg. HG κατὰ — τόπους om. Orib.: φύεται κατὰ Di 4 τόπους φύεται E μικρὸν Orib.Di: μακρῶ V: μακρὰ FE: μακρὸν H (corr. H2): trichomanes adianto similis est, exilius modo Pl. λίαν] λεῖον NOrib.Dl 5 ἑκατέρου μέρους EDi ef. Theophr. φύλλα δὲ μικρὰ σφόδρα καὶ πυκνὰ καὶ πεφυκότα κατʼ ἀντικρὺ ἀλλήλων 6 ῥαβδίων μικρῶν 0rib. cf. Dl cui hastae sunt minutae, tenerae et nigrae λεπτῶν καὶ στιλπνῶν καὶ στρυφνῶν ὑπομελάνων Di παραστιλβόντων] om. Orib.EDl: παραστιλβων VFHA: correxi 7 ἀπομελάνων (in mg. corr. pr. m.) Orib.) [*](9 num. cap. χη FHA: χθ Di: ρλγ E tit. περὶ ξανθίου HADi post ξάνθιον syn. e R add. Di, syn. Rom. mg. H2 ξάνθιον ἢ φάσγανον (rel. syn. om) Orib. οἱ δὲ φάσγανον — ἀντιθέσιον om. E δὲ (pr.)] μὲν A οἱ δὲ ἀντιθέσιον om. V 10 χοιραδώλεθρον FHADi: χοιρατόλεθρον E) [*](11 C fol. 43r: N 14 ἀδίαντον ἐτερον· οἱ δὲ om. HADi οἱ δὲ (alt.)) οἱ μὲν A 12 ὄπτερον RHADi: corr. Marc. καπιλαρέμ HA: iidem herbam capillarem Ps. Ap. 48 ἀπινουλαμ C: πινουράμ H: σινουράμ A 13 φυλικλάμ A) [*](14 C fol. 242v: N 114 χυραδάλαιθρον C: χοιραδάλεθρον N. χοιραδώλεθρον Di 15 κὐτήν C λάππα DiH2)

282
ἐκάλεσαν φύεται ἐν εὐγείοις τόποις καὶ λίμναις ἀνεξηραμμέναις. καυλὸν δὲ ἔχει πηχυαῖον, λιπαρόν, γωνιοειδῆ καὶ ἀπʼ αὐτοῦ μασχάλας πλείονας, ἀνδραφάξει δὲ τὰ φύλλα ἐμφερῆ, ἐντομάς ἔχοντα, καρδάμῳ δὲ τὴν ὀσμὴν παραπλήσιον· καρπὸν δὲ στρογγύλον, ὡς ἐλαίαν μεγάλην, ἀκανθώδη ὡς πλατάνου σφαῖραν, ἀντιλαμβανόμενον ἱματίων κατὰ τὴν ψαῦσιν.

2 δύναται δὲ ὁ καρπός, πρὶν τελείως ξηρανθῆναι, συλλεγεὶς καὶ κοπεὶς ἀποτεθείς τε εἰς κεραμεοῦν ἀγγεῖον τρίχας ξανθὰς ποιεῖν, ἐάν τις ἐπὶ τῆς χρήσεως λαβών τρυβλίου πλῆθος ἐξ αὐτοῦ διείς τε ὕδατι χλιαρῷ καὶ προεκνιτρώσας τὴν κεφαλὴν καταπλάσῃ· τινὲς δὲ καὶ μετʼ οἴνου κόψαντες αὐτὸ ἀποτίθενται. καταπλάσσεται δὲ καὶ πρὸς οἰδήματα ὁ καρπὸς ἐπιτηδείως.

137 αἰγίλωψ· βοτάνιόν ἐστι φύλλα ὅμοια ἔχον πυρῷ, [*](137 RV: αἰγίλωψ· οἱ δὲ αἰγιλάδην, οἱ δὲ σιτόσπελλος, οἱ δὲ ἀκρόσπελλος, οἱ δὲ σιφών〈ιον〉, οἱ δὲ βρόμος, Ῥωμαῖοι ἀβήναμ, Ἄφροι γυμμάθ.) [*](7 SIM.: D. eup. I 98 (143) cf. I 145 (167).) [*](13 SIM.: Pl. XXV 146 (e S. N.) cf. Theophr h. pl. VII 13, 5. VIII 8, 3. 9, 2. 11, 8 de caus. pl. IV 16, 2.) [*](13 EXC.: Orib. XI s. v. (αἰγίλωψ — ἐκπεφύκασι); Gal. XI 815 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VIII 3 s. v.) Hes. s. v. αἰγίλωψ (e D. gl.).) [*](1 τόποις om. ROrib. ἀνεξηραμέναις FHADi, om. ROrib., del. A2 2 δὲ om. Orib.Di πηχυαῖον om. ROrib.Dl γωνιώδη R ἐπ’ αὐτοῦ Orib.DlDi 3"μασχαλίδας Orib.EDl: μασχάλας reliqui ἔχει δὲ τὰ φύλλα ἐμφερῆ ἀνδρ. E ἀτραφάξει Orib., corr. H2 δὲ om. 0rib. ἐμφερῆ ἔχει Di 4 παραπλησίαν E καρπὸν δὲ ἔχει E 5 με (pr.)] ὡσὰν Orib.R cf. D. IV 72 ἐλαία μεγάλη R 6"σφαιρία ROrib.E mg. add. Di (man. rec.) ξάνθιον φύλλά ἐμφερῆ στρύχνῳ, καρπὸν κωνοειδῆ ἀκανθώδη (unde?) ἐνλαμβανομένη RE (corr. E2): ἐνλαβανόμενον Orib. τῶν ἱματίων EDi: ἱματίοις R 7 δὲ] γὰρ R πρὶν ἢ ER: πλὴν Di (πρὶν superscr. M) συναχθεὶς R 8 καὶ ἀποτεθεὶς (om. τε) REDi post ἀποτεθεὶς c. 6 litt. eras. E2 κεράμιον V ξανθὰς τρίχας DiA 10 καταπλάσῃ EDi: καταπλάσσῃ reliqui 11 αὐτὰ RE (corr. E2)) [*](13 num. p. χθ FHA: χι Di: ρλδ E tit. περὶ αἰγίλωπος HADi post αἰγίλωψ syn. add. Di, mg. H2 φύλλα πυρῷ ἔχον ὅμοια FHADi: φύλλα ὅμοια πυρῷ ἔχον C (fol. 127v) NE) [*](14 cap. bis habet C s. v. αἰγίλωψ fol. 57r et s. v. ἠγίλωψ fol. 127v: N 13 effigiei herb. pictae (fol. 56v) adscr. C (m. rec.) κοινῶς ἀλογοπνίκτης ΑΠΙΑΔΗΝ C. ἀπιάλην N: om. reliqui: correxi σιτόσπελος HDi: suspectum οὶ δὲ ἀκρόσπελλος om. HDi 15 σίφων RHDi: correxi cf. D. II 116 ἀβηνά HDi 16 Ἀφροι γυμμάθ om. HDi cf. Low l. s. 406)

283
μαλακώτερα δέ· ἐπʼ ἄκρας δὲ τῆς κεφαλῆς ὁ καρπός, ἔχων δύο ἢ τρία ἔλυτρα, ἐφʼ ὧν ἀθέρες οἱονεὶ τρίχες ἐκπεφύκασι. θεραπεύει δὲ ἡ πόα μετὰ ἀλεύρου καταπλασθεῖσα αἰγιλώπια καὶ σκληρίας διαφορεῖ· ἀποτίθεται δὲ ὁ χυλὸς αὐτῆς πρὸς τὰ αὐτά, μιγεὶς ἀλεύρῳ καὶ ξηρανθείς.

137 RV: βρόμος· οἱ δὲ σιφώνιον. οἱ δὲ ἀκρόσπελλος, Ῥωμαῖοι ἀβήναμ, Ἄφροι γυμμάθ· πόα ἐστὶν αἰγίλωπι ἐμφερής, δύναμιν ἔχουσα ἐπιξηραντικήν· ἀφεψηθεῖσα δὲ σύν ταῖς ῥίζαις μεθʼ ὕδατος, ἕως ἂν εἰς τρίτον ἔλθῃ τὸ ἀπόζεμα, καὶ διυλίσας αὐτὸ ἐπίμισγε μέλι τοσοῦτον καὶ ἕψε, ἕως γένηται πάχος ἔχον ὑγροῦ μέλιτος, καὶ ποιεῖ ἐπὶ τῶν ὀζαινικῶν, εἰ βρέχων ὀθόνιον προστίθης τῳ μυκτῆρι, καὶ καθʼ ἑαυτὸ δὲ ποιεῖ οὕτως· τινὲς δὲ καὶ ἀλόην λειώσαντες παρεμμίσγουσι καὶ οὕτως χρῶνται. ποιεῖ δὲ καὶ μετὰ ῥόδων ξηρῶν ἀφεψηθεὶς σύν οἴνῳ πρὸς τὰς τοῦ στόματος δυσωδίας.

138 γλαύξ· κυτίσῳ ἢ φακῷ τὰ φυλλάρια ἔοικεν, ὧν τὰ κάτωθεν λευκότερα, τὰ ἄνωθὲν δὲ χλωρά· κλωνία δὲ ἐὶ ἐπὶ γῆς [*](3 SIM.. Pl. l. s. D. eup. I 54 (117). Arch. (Gal. XII 821). Aet. VII 86.) [*](16 SIM.: Pl. XXVII 82 (e S. N.) — Zop. (Orib. II 596) Pl. l. s. eup. I 138 (163).) [*](16 EXC.: Orib. XI s. v. (γλαύξ — θάλατταν); Gal. XI 857 (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Hes. s. v. γλαύξ.) [*](1 ὑπʼ ἄκρου NEV δὲ (alt.) om. ROrib. E (add. E2) καρπὸν ἔχων τρεῖς ἢ καὶ τέσσαρες [τρία ἢ καὶ τέσσαρα N), ἐνίοτε καὶ ἐρυθρά R: καρποὺς δύο ἔχον ἢ τρεῖς ἐρυθροὺς Orib.: καρποὺς ἔχων δύο ἢ καὶ (om. Di) τρία ἐρυθρούς E (corr. E2) Di: superius capitellum est, in quo seminis grana sunt obrufa, duo vel tria Dl ad ἀθέρες schol. Paris. Orib. (lI 743 D.) ἀθέρες κυρίως τῶν ἀσταχύων τὸ ἐπʼ ἄκρου λεπτότατον· ἐντεῦθεν καὶ τοῦ ἠκονημένου σιδήρου τὴν ἀκμὴν ἀθέρα ἔλεγον 3 αἰγίλωπας R (αἰγίλωπα C fol. 127v) 4 καὶ σκληρίας διαφορεῖ om. R ὁ χυλὸς αὐτοῦ S: αὐτῆς EC (fol. 57r): αὐτῆς om. reliqui) [*](6 sequ. in Di cap. ψια· περὶ βρώμου e R (C fol. 80v: N 33) interpolatum, mg. add. H2 (post II 116) βρῶμος ἡ πόα Di: βρῶμος ἕτερος H2 ἀκρόσπελος CDiH2: ἀκρόσπελον N 7 ἀβηνα N: ἀβενάμ H: ἀβινάμ Di γαμμαθ H2 8 ἔχουσα δύναμιν ξηραντικήν N ἀφεψηθεῖσαν Di δὲ] οὖν Di 9 ἂν om. CHDi εἰς τρίτον ἔλθῃ R: ἀποτριτωθῇ reliqui καὶ om. Di 10 αὐτὴν H2 μέλιτος N μέχρις ἂν σχῇ πάχος ὑγροῦ Di 11 εἰ post ὀθόνιον tanspos. H2 12 ἔνιοι Di δὲ] μέντοι CHDi 13 παραμίσγουσι H2Di οὕτω H2Di 14 καὶ om. H2 σὺν om. R) [*](16 num. cap. χι FHA: χιβ Di: ρλε E tit. περὶ γλαυκός HADi κυττισῷ H: κυτίσσῳ P φύλλα Orib Di 17 τὰ addidi ἐπὶ γῆς FHE (post γῆς c. 7 litt. eras. E2): ἀπὸ γῆς Orib.DiH2: terrae porrectaw Dl: rami in terra serpunt quini seni admodum tenues a radice Pl. ef. D. IV 61 γῆς] abhinc habemus cod. P, cuius incipit fol. 122)

284
ἀφίησι πέντε ἢ ἓξ λεπτά, σπιθαμιαῖα ἀπὸ τῆς ῥίζης· ἄνθη λευκοίοις ὅμοια, μικρότερα δέ, πορφυρᾶ φύεται παρὰ θάλατταν.

αὕτη ἑψομένη μετὰ ἀλεύρου κριθίνου καὶ ἁλὸς καὶ ἐλαίου καὶ ῥοφηθεῖσα γάλα σβεννύμενον ἀνακαλεῖται.

139 πολύγαλον· καυλίον σπιθαμιαῖον ἔχον φύλλα φακοειδῆ, τῇ γεύσει ὑπόστρυφνον. ποθὲν δὲ καὶ τοῦτο γάλα δοκεῖ πλεῖον ποιεῖν.

140 ὄσιρις· φρυγάνιον μέλαν, λεπτόν, ῥαβδίον δύσθραυστον, καὶ περὶ αὐτὸ φυλλάρια ὥσπερ λίνου, μέλανα· σπερμάτια δὲ μέλανα κατ᾿ ἀρχάς, μεταβάλλοντα δὲ ὑπέρυθρα γίνεται. ταύτης τὸ ἀφέψημα πινόμενον ἰκτέρῳ βοηθεῖ· ποιεῖται δὲ καὶ σάρα ἐξ αὐτῆς.

141 ἐχῖνος· φύεται παρὰ ποταμοῖς καὶ κρήναις. φύλλα [*](139 RV: πολύγαλον.) [*](5 SIM.: Pl. XXVII 121 (e S. N.) — Zop. (Orib. II 596, ubi πολύγονον corrige) Pl. l. s. D. eup. I 138 (163).) [*](5 EXC.: Orib. XII s. v. (πολὑγαλον — ὑπόστρυφνον); cf. Gal. XII 105 (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v).) [*](8 SIM.: Pl. XXVlI 111 (e S. N.) — Pl. l. s. eup. II 57 (269).) [*](8 EXC.: Orib. XII s. v. (ὄσιρις — γίνεται) cf. Gal. XII 93 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v).) [*](13 SIM.: Pl. XXIII 131 (e S. N); schol. Nic. Th. 647 (e Diocle cf. FMGr. I 149) cf. Wellmann II 23.) [*](13 EXC. Orib. XI s. v. (ἔρινος — πέταλα); de virt. med. cf. Paul. Aeg. VII 3 s. v. ἔρινος; Gal. XI 880 s v. ἐχῖνος (unde Paul. Aeg. VII 3 s v.)) [*](1 ἀνίησι EADiH2 2 μικρότερα δὲ καὶ πολλὰ καὶ πορφυρᾶ E φύεται δὲ E 4 καὶ om, OE) [*](5 num. cap. χια O: χιγ Dl: ρλς E tit. περὶ πολυγάλου HADi initiο οἱ δὲ ὄσιριν add. Orib. θαμνίον ἐστὶ RDi: superscr. A: καυλὸν σπιθαμιαῖον ἔχει Orib.: καυλὸν ἔχει σπιθαμιαῖον E 6 τῇ addidi e N γεῦσιν C: γευομένῳ Orib. ὑποστύφον C: superscr. A2 post ὑπόστρυφνον c. 15 litt. eras, E2 δοκεῖ γάλα RE 7 ποιεῖν πλεῖον E) [*](8 num. cap. χιβ D: χιδ Di: ρλζ E tit. περὶ ὀσύριδος HADi ὄσειρις E: ὄσυρις HADi μέλαν] μέγα PAH (corr. H2) λεπτόρραβδον (alt. ρ om. Di) 0Di 9 post φυλλάρια mg. add. γ καὶ τέσσαρα E: τρία (γ A)· ἔστι δὲ καὶ (om. A) δ΄ ἢ ε΄ ἢ Ϛ΄ αὐτῆς (om. M)FHADi σπερμάτια δὲ μέλανα supplevi coll. Pl. l. s. semenque in ramulis nigrum initio, dein colore mutato rubescens 10 μεταβαλλόμενα HADi γίνονται FHADi 11 ταύτης — βοηθεῖ post αὐτῆς transpos. E ποιεῖται — αὐτῆς om. FHADiDl cf. Gal. l. s. 12 σάρα E: γάλα corr. E2) [*](13 num. cap. χιγ O: φα Di (cf. D. IV 28: ρλη E ἐχίνος PFA (ἔρινος corr. A2) Gal. l. s. (cf. Orib. 11 514): οἱ δὲ ἐχῖνος ὀρεινός mg. add. E2: ercinos Dl: erineon Pl.: ἔρινος reliqui cf. Nic. Th. 647, Orib. II 899 post ἐχῖνος syn. e R add. Di, mg. H2 καὶ κρήναις om. R) [*](14 C fol. 265r: N 125 πολύγαλλον C)

285
δὲ ἔχει ὠκίμῳ ὅμοια, μικρότερα δὲ καὶ ἐπεσχισμένα ἐκ τῶν ἄνωθεν μερῶν, κλωνία δὲ πέντε ἢ ἕξ, σπιθαμιαῖα, ἄνθη λευκά, καρπὸν δὲ μέλανα, μικρόν, στρυφνόν· ὀποῦ δὲ μεστός ἐστιν ὁ καυλός τε καὶ τὰ πέταλα.

τούτου ὁ καρπὸς δραχμῶν δυεῖν πλῆθος μιγεὶς πρὸς μέλιτος πλῆθος δραχμῶν τεσσάρων ἐγχριόμενος δεύματα ὀφθαλμῶν ἵστησιν. ὁ δὲ χυλὸς ὠτὸς πόνον παύει μετὰ θείου ἀπύρου καὶ νίτρου ἐνσταζόμενος.

142 μῖλαξ τραχεῖα· τὰ μὲν φύλλα ἔχει περικλυμένῳ ὅμοια καὶ κλήματα πολλά, λεπτά, ἀκανθώδη ὡς παλίουρος ἢ βάτος, ἐλίσσεταί τε περὶ τὰ δένδρα ἄνω καὶ κάτω νεμομένη καρπὸν δὲ ἔχει βοτρυοειδῆ, πεπανθέντα ἐρυθρόν, ὑποδάκνοντα [*](141 RV: ἔρινος· οἱ δὲ ὠκιμοειδές, οἱ δὲ ὑδρηρόν, Ῥωμαῖοι ὤκιμουμ ἀκουάτικουμ, οἱ δὲ μινῶρεμ.) [*](142 RV: σμῖλαξ τραχεῖα· οἱ δὲ ἡπατῖτις, οἱ δὲ καλυκάνθεμον, οἱ δὲ κυνόσβατον, οἱ δὲ ἀνίκητον, οἱ δὲ ἡλιόφυτον, οἱ δὲ ἀνατολικόν, οἱ δὲ δυτικόν, οἱ δὲ ἑλξίνη, οἱ δὲ κλύμενον, Αἰγύπτιοι λυιαθή, οἱ δὲ κόνυσσον, Ῥωμαῖοι μεργίνα, οἱ δὲ βούλουκρουμ λέντουμ, Θοῦσκοι ῥαδία.) [*](9 SIM.: Theophr h. pl. III 18, 11; Pl. XXIV 83 (e S. N.); XVI 153 (e Theophr — Hyg.)) [*](9 EXC.: de virt. med. cf. Gal. XII 78 (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v. μῖλαξ) Hes. s. v. σμῖλαξ.) [*](1 δὲ (pr.) om. EHDi ὅμοια ὠκίμῳ E post δὲ (alt.) c. 9 litt. eras. E2 3 μικρόν om. RDi μεστὸν ἐστὶν τὸ καυλίον E 4 τε om. RADi τὰ om. PF 5 τούτων RDi πρὸς κυάθους μέλιτος τέσσαρας R: πρὸς κυάθοις μέλιτος τέσσαρσι Di: πρὸς μέλιτος δ E (mg. add. κοτύλας E2): μέλιτος δ΄ H at cf. Paul. Aeg. l. s. τοῦ καρποῦ β μετὰ μέλιτος δ ἐγχριόμεναι ῥεῦμα ὀφθαλμῶν ἱστᾶσιν 6 πλῆθος addidi δραχμῶν suspectum ἐγχριόμενος post ὀφθαλμῶν transpos. RDi 7 ὤτων EDi ἀπύρου om. RPEDiDl) [*](9 num. cap. χιδ D: χιε Di: ρλθ E tit. περὶ σμίλακος HA: περὶ σμίλακος τραχείας Di μῖλαξ PFPl.: σμῖλαξ reliqui cf. Sam. exerc. Pl. 733 post τραχεῖα syn. e R add. Di, mg. H2 ὅμοια περικλυμένῳ E 10 καὶ κλήματα δὲ E πάλουρος R: παλλίουρος FH 11 τε] δὲ R 12 ἔχει] φέρει REDi post βοτρυοειδῆ add. ὡς ἐπιφυλλίδα RDi, mg. A2: ὡς ἐπιφυλλίδας E πεπανθέντα δὲ Di (dittogr.)) [*](13 C fol. 107r: N 74 ὑδριρόν N 14 οἱ δὲ μινῶρεμ om. Di) [*](15 C fol. 124v: N 77 ζυιλαξ R ΕΠΑΠΗΤΗϹ R: ἐπάπιτις HADi: correxi coll. D. IV 13. 14 λύκανθαιμον CHADi. λυκανθημον N: correxi coll. D. IV 13. 14 16 οἱ δὲ κυνόσβατον om. N 17 ἑλξίνη] ΕΛΙΔΗ libri: correxi κλυτον R: om. HADi: correxi 18 λυειαθη C: αὐειαθη N: λυιαῆ Di: λυιαθί HA. οἱ δὲ κόνυσσον om. AHDi γεφγίνα libri: suspectum cf. D. IV 13. 14 οἱ δὲ βούλουκρουμ λέντουμ om. HDi, mg. add. A2)

286
ἠρέμα τῇ γεύσει, ῥίζαν σκληράν, παχεῖαν· φύεται ἐν τόποις ἑλώδεσι καὶ τραχέσι.

ταύτης τὰ φύλλα καὶ ὁ καρπὸς θανασίμων ἐστὶν ἀντίδοτα προπινόμενα καὶ ἐπιπινόμενα. παραδέδοται δʼ ὅτι, ἄν τις ἀρτιγενεῖ παιδίῳ τρίψας τι τούτων δῷ καταπιεῖν, ὐπʼ οὐδενὸς δηλητηρίου φαρμάκου βλαβήσεται· τέμνεται δὲ καὶ εἰς ἀλεξιφάρμακα.

143 μῖλαξ λεία· ὅμοια κιττῷ τὰ φύλλα ἔχει. μαλακώτερα δὲ καὶ λεπτότερα, τὰ δὲ κλήματα ὥσπερ ἡ πρὸ αὐτῆς, ἀκάνθας οὐκ ἔχοντα, λεῖα, ἐλίσσεταί τε περὶ τὰ δένδρα ὥσπερ καὶ ἡ ἑτέρα καρπὸν δὲ ἔχει ὥσπερ θέρμον, μέλανα, μικρόν, ἐπάνω ἔχοντα ἄνθη πολλά, λευκὰ κατὰ πᾶσαν τὴν κάλυκα, περιφερῆ· καὶ σκηναὶ θέρους διʼ αὐτῆς γίνονται· φυλλορροεῖ δὲ τῷ φθινοπώρῳ.

τούτου ὁ καρπὸς μετά δορυκνίου πινόμενος τριώβολον Ἀττικὸν ἑκατέρου ποιεῖν ἐνύπνια πολλὰ καὶ ταραχώδη ὁρᾶν ἱστορεῖται.

144 μυρσίνη ἀγρία οἱ δὲ ὀξυμυρσίνην, οἱ δὲ μυρτάκανθον, [*](143 RV: σμῖλαξ λεία.) [*](8 SIM.: Pl. XXIV 82 (e S. N.).) [*](8 EXC.: cf. Gal. XII 78 (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v.)) [*](18 SIM.: Pl. XXIII 165 (e S. N., aliis e Castoris copiis additis).) [*](18 EXC.: 0rib. XI s. v.: μυρρίνη ἀγρί ἢ ὀξυμυρρίνη, ἧε ὁ ἀσπάραγος (sic) νεοθαλὴς ἐσθίεται διουρητικὸς ὤν, καρπὸν ἔχει περιφερῆ, ἐρυθρὸν ἐν τῳ πεπαίνεσθαι, τὸ (τὸν P) ἐντὸς ἔχοντα [τὸ] ὀστῶδες.) [*](1 ἐν τῇ γεύσει REDi τραχεῖαν A (παχεῖαν superscr. A2) 2 ἐν τοῖς ἑλώδεσι καὶ τραχέσι τόποις E 8 ἀντίδοτος FHADi 4 παραδίδοται R ἄν O: ἐὰν reliqui ἀρρηγενεῖ R, superscr. A2 5 παιδὶ R τούτων τι τρίψας R: τρίψας τι τούτων Di: τρίψα τοῦτο (om. τι) O πιεῖν FHADi] 6 τέμνεται — ἀλεξιφάρμακα om. DiDl. ἀλεξιφάρμακον HA) [*](8 num. cap. χιε D: χιϚ Di: E tit. λεία F: περὶ σμίλακος λείας ADi: περὶ λείας σμίλακος H μῖλαξ PF: σμίλαξ reliqui τὰ φύλλα ὅμοια ἔχει κισσῷ R 9 λειότερα RDiA2 δὲ (alt.) om. R 10 λεῖα om. RDi τε] δὲ RDi: om. FHA τὰ om. O ὡς REDi ἡ προτέρα RDi 11 ἀεὶ δὲ ἐπάνω RDi: mg. add. A2: δὲ ἐπάνω E 12 τὰ ἄνθη (dittogr.) E λευκά, πολλά CEDi κατὰ πὰν τῆ σμειλακι ἐμφερεῖ E2 κάλυκα] μίλακα P: μήλακα F: σμίλακα reliqui: in singulis virgis Dl: correxi καὶ περιφερῆ Di 13 τοῦ θέρους post γίνονται transpos. RDi φύλλα ῥοδοειδεῖ τῷ φθ. E 15 μετὰ ///////// (c. 6 litt. del. E2) δορυκνίου (in ras.) E2 ὅσον τριώβολον E: τριωβόλου ὁλκή ἑκάτερον Di 16 ποιεῖν om. Di: ποιεῖ RFH) [*](17 num. cap. χιϚ O: χιζ Di: ρμα E tit. περὶ μυρσίνης ἀγρίας HADi post ἀγρία syn. e R add. Di, post καλοῦσι A: mg. H2 οἱ δὲ καὶ ὀξυμυρσίνην, οἱ δὲ ξυλομυρσίνην E (mg. add. ῥουσκλος man. rec.)) [*](18 C fol. 333r; N 77)

287
οἱ δὲ ἄκαιρον, οἱ δὲ κίνην, οἱ δὲ λειχήνην, οἱ δὲ χαμαιμυρσίνην, Βοιωτοὶ δὲ γοργυνθίαν καλοῦσι· τὸ μὲν φύλλον μυρρίνῃ ὅμοιον ἔχει, πλατύτερον δέ, λογχοειδές, ὀξὺ ἐπʼ ἄκρου, τὸν δὲ καρπὸν στρογγύλον, ἐν μέσῳ τῷ πετάλῳ προσφυῆ, ἐρυθρὸν ἐν τῳ πεπαίνεσθαι, ἔχοντα τὸ ἐντὸς ὀστῶδεσ· κλωνία λυγοειδῆ, πολλὰ ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, δύσθραυστα, ὅσον πήχεως, φύλλων μεστά, ῥίζαν παραπλησίαν ἀγρώστει, γευομένῳ στρυφνήν, ὑπόπικρον· φύεται ἐν τραχέσι καὶ κρημνώδεσι τόποις.

δύναμιν δὲ ἔχει τὰ φύλλα καὶ ὁ καρπὸς ἐν οἴνῳ πινόμενα 2 οὖρα κινεῖν, καταμήνια ἄγειν, λίθους τούς ἐν κύστει θρύπτειν· θεραπεύει δὲ καὶ ἴκτερον καὶ στραγγουρίαν καὶ κεφαλαλγίαν. καὶ τὸ ἀφέψημα δὲ τῆς ῥίζης σύν οἴνῳ ποθὲν τὰ αὐτὰ ποιεῖ. καὶ ἀντὶ ἀσπαράγου δὲ οἱ καυλοὶ νεοθαλεῖς λαχανευόμενοι ἐσθίονται· εἰσὶ δὲ ἔμπικροι καὶ διουρητικοί.

[*](144 RV: μυρτάκανθον· οἱ δὲ μυρσίνη ἀγρία, οἱ δὲ ἱερόμυρτον, οἱ δὲ ὀξυμυρσίνη, οἱ δὲ μυάκανθος, οἱ δὲ ἄγονον, οἱ δὲ σκίγκος, οἱ δὲ μίνθη, οἱ δὲ κατάγγελος, οἱ δὲ ἀνάγγελος, οἱ δὲ ἄκαιρον, οἱ δὲ ὀκνηρόν, οἱ δὲ λειχήνην, οἱ δὲ χαμαίπιτυν, Βοιωτοὶ δὲ γοργυνθίας, προφῆται γόνος Ἡρακλέους, Ῥωμαῖοι ῥούσκουμ.)[*](9 SIM.: Pl. XXIII 165 D. eup. lI 109 (307) — Pl. l. s. eup. II 77 (290) — Pl. l. s. 166 eup. II 111 (308) Ruf. 92 R. — Pl. l. s. 165. 166 eup. II 56 (268) — (Pl l. s. 166 eup. I 2 (95) — Pl. l. s. 165.)[*](1 ἄκορον PVF: ἄκωρον A (corr. A2): καρνάν E post ἄκαιρον haec habet E οἱ δὲ χαμαίμυρτον, οἱ δὲ ἀμύκην, βοιωτοὶ δὲ τούργαν καλοῦσι κίνην O: corruptum, fort. ὀκνηρόν λιχήνην PV: suspectum χαμαίμυρτον E: χαμαιμύρτην reliqui: canimirtaem Dl: correxi coll. Pl. l. s. 2 γοργυνθυίαν F μνρσίνῃ REVDiA2 3 ἔχει ὅμοιον RDi ἐλαττότερον RA2 ἐπ’ ἄκρου δὲ τὸν καρπὸν στρογγύλον, περιφερῆ R 4 ἐν secl. Spr. (dittogr) περιφερῆ libri: correxi Spr. duce 6 φύλλων μεστά] ἔνφυλλα R 7 μεστὴν FH ὑπόκιρρος RA2: gustum habet stipticum, visum rufum Dl 8 φύεται — τόποις post κεφαλαλγίαν colloc. libri: corr. Sarac. φύεται δὲ E καὶ ἐνίγμοις post κρημνώδεσι add. RA2 9 πινόμενος RE 10 καὶ καταμήνια NE καταμήνια — ἐν om. P (mendo notato) V, at mg. add. P οὐρητικόν καταμήνια ἄγειν· λίθους ἐν κύστει θρύπτειν ἄγειν om. RE καὶ λίθους RE τοὺς om. FHE 11 κεφαλαλγίας E 12 ποθὲν σῦν οἴνῳ E τὰ αὐτὰ ποιεῖ] ὑπνοποιεῖ RA2 14 δὲ καὶ CE mg. add. H2 ὁ καρπὸς ταύτης λέιωθεὶς μετʼ οἴνου [καὶ ληαθεὶς] ἄγει χολήν· ἔστωσαν δὲ κόκκοι πρόσφατοι)[*](15 C fol. 234r·: N 102 μυρσίνη ἀγρία, οἱ δὲ μυρτάκανθα Di 16 ὀξυμυρσίνην Di μυάκανθα Di: μυάκανθαν HA οἱ δὲ ἄγονον om. H: ἄγονος N 17 κιγκος C: σκίνκος N: σκίγγος H μίμθη C: μίνθην HA καταγγαλλος C: κατανγαλλος N οἱ δὲ ἀνάγγελος om. H: ἀνάγγελλος C 18 λιχήνην R: λειχήνη HDiA χαμαιπίτυς HADi 19 γορυνίας RHAM: γορανίας Di: correxi ἡρακλέως R 20 μπρουσκουμ Di cf. Pl. XXIII 166 Castor oxymyrsinen . . . ruscum vocavit)
288

145 δάφνη Ἀλεξάνδρεια· οἱ δὲ δαίαν, οἱ δὲ Δανάην, οἱ δὲ ὑπόγλωττον, οἱ δὲ ζαλείαν, οἱ δὲ στέφανον καλοῦσι. φύλλα ἔχει ὀξυμυρσίνη ὅμοια, μείζονα δὲ καὶ μαλακώτερα καὶ λευκότερα, καρπὸν δὲ ἐν μέσοις τοῖς φύλλοις ἐρυθρόν, ἐρεβίνθων τὸ μέγεθος, κλῶνας ἀπὸ γῆς σπιθαμιαίους ἢ καὶ μείζονας, ῥίζαν παραπλησίαν τῇ ὀξυμυρσίνῃ, μείζονα δὲ καὶ εὐώδη καὶ μαλακωτέραν φύεται ἐν τόποις ὀρεινοῖς.

δύναμιν δὲ ἔχει ἡ ῥίζα πινομένη δραχμῶν ἓξ πλῆθος μετὰ οἴνου γλυκέος βοηθεῖν ταῖς δυστοκούσαις καὶ στραγγουριῶσιν· ἄγει δὲ καὶ αἷμα.

146 δαφνοειδές· οἱ δὲ εὐπέταλον, οἱ δὲ χαμαιδάφνην, [*](145 RV: δάφνη· οἱ δὲ Ἀλεξάνδρειαν, οἱ δὲ Ἰδαίαν, οἱ δὲ Δανάην, οἱ δὲ ζαλείαν, οἱ δὲ στέφανον, οἱ δὲ δάφνος Σαμοθρᾳκική, οἱ δὲ Μίθριος οἱ δὲ ὑπογλώσσιον.) [*](146 RV: δαφνοειδές· οἱ δὲ εὐπέταλον, οἱ δὲ δαφνῖτις, οἱ δὲ χαμαιδάφνην, οἱ δὲ εὔπεπλον καλοῦσιν.) [*](1 SIM.: Theophr. h. pl. I 10, 8. III 17, 4; Pl. XV 131 (e S. N.) cf. Steph. B. s. v. Ἀλεξάνδρειαι — Pl. XXIII 158 D. eup. II 76 (288).) [*](1 EXC.: Orib. XI s. v. (δάφνη — ὀρεινοῖς); de virt. med. cf. Gal. XI 863 (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Hes. s. v. ἀλεξάνδριος.) [*](11 SIM.: Pl. XV 132 (e S. N.) — Pl. XXIII 158 e S. N.); Ruf. (Orib. II 107); eup. II 76 (288); I 5 (97); I 3 (96).) [*](11 EXC.: Orib. XI s. v. (δαφνοειδές — τόποις); Ps. Ap. 59 (═ Ps. Orib. I 47); cf. Gal. XI 863 (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v. δάφνη ἡ πόα)) [*](1 num. cap. χιζ O: χιη Di: ρμβ E tib. περὶ δάφνης HA: περὶ δάφνης ἀλεξανδρείας Di δάφνη· οἱ δὲ ἀλεξανδρίαν REDi post ἀλεξάνδρεια syn. e R add Di εἰδέαν E: ἰδέα V 2 ζαλίαν ODi: ξαλείαν E στεφάνην RFHADi fort. στέφανον Ἀλεξάνδρου cf. Pl. l. s. alii stephanon Alexandri vocant., Steph. Byz. l. s. Salm. exercit. Pl. 286 3 ὀξυμυρσίνης E καὶ λευκότερα om. mg. add. VE 4 καυλὸν PVF ἐν om. R τοῖς φύλλοις REDl: om. reliqui ἐρεβίνθων PE (ν eras. E2): ἐρεβίνθω R: ἐρεβίνθου reliqui 5 κλῶνας δὲ RE ἐπὶ Orib.Di 6 τῇ om. E καὶ μαλακωτέραν καὶ εὐώδη E καὶ μαλακωτέραν] καωτέραν P: om. V 7 φύεται δὲ E 8 πλῆθος δραχμῆς N: ⋖⋖ β μετʼ οἴνου κυάθου ἑνὸς γλυκέως E cf. Pl. XXIII 158 9 σταγγουριώσαις E 10 αἷμα καὶ οὗρα E) [*](11 num. ap. χιη O: χιθ Di: ρμδ E tit. περὶ δαφνοειδοῦς HDi post δαφνοειδές add. Di ὅμοιον ἀλύπῳ, ἄνθος ὡς νυμφαίας, καὶ μέσον τούτου κώνῳ ἐμφερές, ἐν ᾧ τὸ σπέρμα· δαφνοειδές· οἱ δὲ εὐπέταλον κτλ.) [*](12 N fol. 65: cap. om. C δάφνη· οἱ δὲ ἀλεξανδρίαν N: δάφνη ἀλεξάνδρεια Di ἰδέαν N 13 ζαλίαν libri: correxi στερφάνην N: stefanos alexandrinos Ps, Ap. οἱ δὲ σαμοθρακική Di 14 ypoglossus Ps. Ap.: hypoglottion Pl. XV 131) [*](15 C fol. 103r: N 65 δαφνῖτις] ΔΑΦΝΟΕΦΙϹ R: correxi coll. Pa. Ap. daphnitis (Ack.) 16 ΟΙΔΕΥΠΕΠΛΟΝ R)

289
οἱ δὲ εὔπεπλον καλοῦσι. θαμνίσκος ἐστὶ πήχεως τὸ ὕψος, ἔχων κλάδους πολλούς καὶ ἱμαντώδεις πρὸς τῳ ἄνωθεν ἡμίσει φυλλοφόρους — φλοιὸς δὲ περὶ τὰς ῥάβδους γλίσχρος ἰσχυρῶς — φύλλα δάφνῃ ἐοικότα, μαλακώτερα δὲ καὶ ἰσχνότερα, οὐκ εὔκλαστα, δάκνοντα καὶ πυροῦντα τὸ στόμα καὶ τὴν φάρυγγα, ἄνθη λευκά, καρπὸν δὲ μέλανα, ὅταν πεπανθῇ· ῥίζα ἀχρεῖος. φύεται ἐν ὀρεινοῖς τόποις.

ἄγει δὲ τὸ φύλλον αὐτοῦ ξηρὸν ἢ νεαρὸν ποθὲν κατὰ κοιλίαν φλεγματώδη κινεῖ καὶ ἐμέτους καὶ ἔμμηνα, καὶ διαμασηθὲν ἀποφλεγματίζει· ἐστι δὲ καὶ πταρμικόν. καθαίρει δὲ καὶ ὁ καρπὸς αὐτοῦ ὅσον κόκκοι δέκα πέντε πινόμενοι.

147 χαμαιδάφνη· οἱ δὲ καὶ ταύτην Ἀλεξάνδρειαν καλοῦσι. ῥάβδους ἀνίησι πηχυαίας, μονοκλώνους, λεπτάς καὶ λείας· καὶ ταύτης δὲ τὰ φύλλα ὅμοια δάφνῃ, λεπτότερα δὲ πολλῷ καὶ χλωρότερα· καρπὸν δὲ περιφερῆ, ἐρυθρόν, τοῖς φύλλοις ἐπιπεφυκότα. ταύτης τὰ φύλλα λεῖα καταπλασθέντα κεφαλαλγίαν καὶ καῦσον στομάχου παραιτεῖται, ποθέντα δὲ μετʼ οἴνου στρόφους.

147 RV: χαμαιδάφνη· οἱ δὲ καὶ ταύτην Ἀλεξάνδρειαν ἐκάλεσαν, οἱ δὲ δαφνῖτις, οἱ δὲ ὑδραγωγός, Ῥωμαῖοι λαυρίωλαμ, οἱ δὲ λακτικλαγω, Γάλλοι οὐσουβέμ.

[*](12 SIM.: Pl. XXIV 132 (e S. N.) cf. Theophr h. pl. III 18, 13 — Pl. l. s. D. eup. II 40 (255) eup. II 112 (311) — de syn. cf. Ps. Ap. 28 (unde Ps. Orib. I 11).)[*](12 EXC.: Orib. XII s. v. (χαμαιδάφνη — ἐπιπεφυκότα).)[*](1 πέπλον PFDl: πέπλων HDi: εὔπεπλον E (εὑ del E2): eupeplios Ps. Ap.: correxi πήχεος N0: πηχυαίους CDi τὸ ὕφος om. RDo 2 ἔχων post ἱμαντώδεις transpos. R: pro καὶ habet Di τὸ ἄνωθεν ἥμισυ EFHDi 3 ἰσχυρός ROE (corr. E2) 4 δάφνης E ἰσχυρότερα NO: ἰσχνότερα COrib. Di: molliora et duriora Dl: crassiore ac molliore quam laurus folio Pl. καὶ οὐκ Di: οὐκ om, Orib. 5 καὶ τὴν φάρυγγα om. R τὴν addidi post φάρυγγα c. 11 itt eras. E2 6 post δὲ 3 litt. eras. (ὑπο?) E2 ἄχρηστος RDi 7 φύεται δὲ E 8 ἢ] καὶ REDi: vel recenti folio vel arido Pl. τὰ κατὰ R 9 κινεῖ δὲ NE διαμασηθέντα δὲ E)[*](12 num. cap. χιθ O: χκ Di. ρηγ E it. περὶ χαυαιδάφνης HADi post χαμαιδάφνη syn. e R add. Di, mg. H2 13 πηχυαίους Orib.ODi μονοκλώνους om. O: post ἀνίησι colloc. RD at cf. Pl. l. s. chamaedaphne unico ramulo est ὀρθάς, λεπτὰς ROrib.EDi 14 καὶ τὰ φύλλα δὲ ὅμοια RE: φύλλεια δὲ ὅμοια Orib. λειότερα ROrib.ODi: λειότερα δὲ καὶ λεπτότερα E: λεπτότερα Pl. Dl χλωρά Orib. 15 καρπὸν φέρει Orib. περιφερῆ om. Orib.Dl 16 καταπλασσόμενα RDi κεφαλαλγίαις καὶ στομάχου ἐγκαύσεσιν ἀρήγει RDi)[*](18 C fol. 380r: N 170 mg. add. N (m. rec) herba est quae producit fructus in medio folio 19 δαφνίτην H: δαφνῖτιν Di ὑδραγωγόν HDi λαυριόλαμ H: Itali laurum terrestre Ps.Ap. cf. Cass. Fel. ed Rose 208 sq. 20 λακτάγω libri: correxi cf. Herm. XXXIII 398 alii usuben Ps. Ap.)
290

παύει· ὁ δὲ χυλὸς σὺν οἴνῳ ποτιζόμενος ἄγει καταμήνια καὶ οὖρα, καὶ ἐν πεσσῷ δὲ προστεθεὶς τὸ αὐτὸ ποιεῖ.

148 ἐλλέβορος λευκός· φύλλα μὲν ὄμοια ἔχει τοῖς τοῦ ἀρνογλώσσου ἡ τεύτλου ἀγρίου, βραχύτερα δὲ καὶ μελάντερα καὶ ἐρυθρὰ τὴν χρόαν· καυλὸν δὲ ἔχει παλαιστιαῖον, κοῖλον, περιφλοιζόμενον, ὅταν ἄρξηται ξηραίνεσθαι· ῥίζαι δὲ ὕπεισι πολλαί, λεπταί, ἀπὸ κεφαλίου μικροῦ καὶ ἐπιμήκους ὡσπερεὶ κρομύου, συμπεφυκυῖαι· φύεται ἐν ὀρεινοῖς τόποις.

ὀρύττειν δὲ δεῖ τὰς ῥίζας περὶ τὸν πυραμητόν· ἄριστος δὲ αὐτοῦ ἐστιν ὁ μετρίως τεταμένος καὶ λευκός, εὔθραυστος, σαρκώδης, οὐκ ἄποξυς δὲ καὶ σχοινώδης, χνοῦν ἀνιεὶς ἐν τῷ θραύεσθαι, ἔχων δὲ καὶ τὴν ἐντεριώνην λεπτήν, πυρῶν τε τὴν γεῦσιν οὐ λίαν οὐδὲ ἀθρόως σίελον ἐπισπώμενος· πνιγώδης γὰρ [*](148 RV: ἐλλέβορος λευκός· οἱ δὲ Ἀσκληπιάδα, οἱ δὲ ἔκτομον, οἱ δὲ πίνακα Γοξάρις, προφῆται γόνος Ἡρακλέους οἱ δὲ πολύειδος, οἱ δὲ ἀνάφυστος, Αἰγύπτιοι σομφία, οἱ δὲ οὖνρε, Ῥωμαῖοι βερέτρουμ ἄλβουμ, Γάλλοι λάγονον, οἱ δὲ ἀνεψά.) [*](3 SIM.: Theophr.] h. pl. IX 10, 1 sq.; Pl. XXV 48 sq. (e S. N.); Ruf. (0rib. II 103 sq. unde Paul. Aeg. VII 4, 259); Archig. (Orib. II 155 sq.); Herod. (0rib. II 163 sq): Antyll. (Orib. II 167 sq.).) [*](3 EXC.: Orib. XI s. v. (ἐλλέβορος — πνιγωδέστερος); cf. Gal. XI 874 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Isid. XVII 9, 24.) [*](1 ἄγει post οὐρα transpos. RDi καταμήνια] καὶ ἔμμηνα E 2 δὲ addidi προστεθεῖσα RE (corr. E2)) [*](3 num. cap. χκ O: φκα Di: ρμε E post λευκός syn. e R add. Di, mg. H2 ἔχει ὅμοια RFHDi τοῖς τε FH 4 ἢ τέύτλου ἀγρίου om. R post δὲ habet R καὶ τῇ ῥάχει ἐρυθρόν (cf. Pl. XXV 48), ὅταν ἄρξηται ξηραίνεσθαι 5 τὴν χρόαν om. Di: ῥάχιν coni. Marc. ἀνίησι δὲ (in ras.) καυλὸν E ἔχει om. RDi παλαιστιαῖον] πηχυαῖον conl. Bod. a Stapel at cf. Pl. utraque caule palmari ferulaceo 6 περιφλογιζόμενον E ὅτε ἄρξεται Di 7 λεπταὶ πολλαὶ E καὶ ἐπήκουε om, R ὥσπερ REDi] 8 συμπεφυκυῖαι om. R: πεφυκυῖαι E φύεται δὲ E τόποις om. O καὶ τραχέσι add. ROrib.Di nascitur locis montuosis Dl 9 ὀρύττειν] συλλέγειν Di: superscr. H2: δεῖ καὶ συλλέγειν E 10 ἐστιν αὐτοῦ REDi τετανός CE (in mg. corr. E2) καὶ εὔθραυστος καὶ Orib.Di: εὔθραυστος om. R 11 οὐκ — σχοινώδης om. V οὐκ — θραύσεθαι om. R ἢ χνοῦν Di ἀνεὶς O: ἀφιεὶς rellqul: correxi: fumum μαί Dl cf. Herod (Orib. I 166) 12 λευκήν Dl, at cf. Herod. (Orib. II 166) πυροῦν (τα C) R: ἐκπυρῶν HDi τε] δὲ E: om. NDi 13 οὐ λίαν — τοιοῦτος om, R) [*](14 C fol. 114: N 72 ἀσκληδα C ἀσκηδα N: ἀσκλίδα HDi: correxi 15 πιναγα R: πιναγνα HDi (πίναγγα M): correxi τόξαρις libri ἡρακλεως R: ἡράκλειος rellqui. correxi: γόνος Ἡλίου pap. mag. Lugd ed Dieterich Fleck. Jahrb. Suppl. XVI 817 16 πολύειδος] cf. D. III 58 ἀνάφυτος coni Sarac. 17 βελετρουμ αλβουμ R: μελετρουμαλβούμ Dl: correxi λάγονον RH: λάγινον Di)

291
ὁ τοιοῦτος.

πρωτεύει δὲ ὁ Ἀντικυρικός· ὁ δὲ Γαλατικὸς καὶ 2 Γαλλικὸς καὶ Καππαδοκικὸς λευκότερος καὶ ἰσχνώδης καὶ πνιγωδέστερος.

καθαίρει δὲ διʼ ἐμέτων ἄγων ποικίλα· μείγνυται δὲ καὶ κολλυρίοις τοῖς δυναμένοις τὶ ἐπισκοτοῦντα ταῖς κόραις ἀποκαθαίρειν, καὶ ἔμμηνα ἄγει καὶ ἔμβρυα φθείρει προστιθέμενος, πταρμικούς τε ἐρεθίζει καὶ μύας κτείνει σὺν μέλιτι καὶ ἀλφίτῳ φυραθείς, συγκαθεψόμενός τε κρέασι συντήκει ταῦτα. δίδοται δὲ νήστεσι καθʼ ἑαυτὸν καὶ μετὰ σησαμοειδοῦς καὶ θαψίας χυλοῦ καὶ ἄλικος καὶ μελικράτου ἢ πόλτου ἢ φακοῦ ἢ ῥοφήματος· συσσιτοποιεῖται δὲ καὶ ἄρτῳ καὶ ὀπτᾶται.

ἡ δὲ προσαγωγή καὶ ἡ ἐπιδιαίτησις ἐξείργασται παρὰ τοῖς 3 προηγουμένως περὶ τῆς δόσεως αὐτοῦ γράψασι· μάλιστα δὲ συγκατατιθέμεθα Φιλωνίδῃ τῷ Σικελῷ τῷ ἀπὸ Ἔννης· μακρὸς γάρ ἐστιν ἐν ὕλης παραδόσει προηγουμένως θεραπευτικὴν ἐκτίθεσθαι ἀγωγήν. διδόασι δʼ ἔνιοι σύν πολλῷ ῥοφήματι ἢ χυλοῦ πλήθει ἢ καὶ τροφὴν ὀλίγην προδόντες ἐπιδιδόασι τὸν ἐλλέβορον, ἐφ᾿ ὧν μάλιστα ἢ πνιγμὸς ὑποπτεύεται ἢ ἀσθένεια σώματος ὑπόκειται· ἀκίνδυνος γὰρ ἐπὶ τῶν οὕτως λαμβανόντων [*](1 SIM.: [Theophr.] IX 10, 3 sq. de caus. VI 13, 4; Strab. IX 418 (cf. Steph. B. s v. Ἀντικύραι); Pl. XXV 49 (cf. Gell. XVII 15); Herod. (Orib. II 165); Archig. (Orib. II 155 sq.); Ruf. Orib. I 103); Paus. X 26, 4 — Pl. XXV 51. 56. Ruf. (Orib. II 107. 136) — D. eup. I 41 (112) — eup. II 78 (290) — Pl. XXV 52 eup. I 3 (96) — Pl. l. s. 61 — P. l. s. 57 — Pl. l. s. 59 Herod. (Orib. II 164 12) Ruf. (Orib. II 142); Archig. (Orib. II 159 sq.)) [*](1 ἀντικύρηνος H: ἀντικόρινος F: κυρηναικός Orib.EDiDl cf. Ruf. l. s. Herod. l. s. εἶτα ὁ γαλατικὸς καὶ καππαδοκικὸς καὶ (om. N) σχοινώδης R 2 γαλλικὸς O: ἰταλικὸς EDl: om. R: seclusi καππαδόκιος O λευκός τε καὶ E σχοινώδης RO: χνοώδης Orib.Di (χνo superscr. H2): ἰσχνώδης E: tenuis Dl 5 ἀντισκοτοῦντα R 6 καὶ (pr.) om. R ἄνει δὲ ἔμμηνα N: ἄγει om. CE φθείρει] κτείνει RDi 7 μυίας E 8 ἀφεψόμενον R κέρασιν R τήκει RE αὐτά NDi 9 νήστευσι P: νηστεύουσι V: νήστεσιν τε E (τε eras. E2) καθʼ ἑαυτὸν καὶ om. R σησάμου EDiDl cf. D. IV 149 θαψίας] πτισάνης coni Sar. coll. Paul. Aeg. VII 10 (265, 11) at cf. Ruf. (Orib. II 142) 10 καὶ (pr. ἢ RDl καὶ (alt.)] ἢ Dl ἢ πόλτου om R ἢ (tert.) om. R cf. Arch. (Orib. II 161) 11 καὶ (pr.) om. RE 12 προαγωγὴ R ἡ (alt) om. RDi προδιαίτισις (η superscr. E2) E 14 συχκατατιθέμνος R: ἢ οὐ συνκατατιθέμεθα mg. add. E2 posst φιλωνίδῃ c. 7 litt. eras. E2 post Εικελῷ habet τά (τὸ C) μὴ θέλεν ἐν ὔλαις παράδοσιν θεραπευτικήν ἀναγράφειν (om. C) ἀγωγήν R 15 ἐν om, O 10 πόλτου ῥοφήματι C: πόλτῳ ῥοφήματος N: multi vero in suco multo mixto dant Dl ἢ καὶ χυλοῦ FH χυλοῦ πλήθει χόνδρῳ R: χόνδρου πλήθει E 17 προδιδόντες RE ἐλλέβορον εὐθέως EDi 18 ἢ (pr.)] ὁ FH: om. RE πνιγμοὶ συχνοὶ E2 19 κινδυνώδης γὰρ ἤτοι αὐτὴ κάθαρσις R)

292
ἡ κάθαρσις διὰ τὸ μὴ ἀκεραίως τὸ φάρμακον τοῖς σώμασι παρατίθεσθαι· καὶ βάλανοι δὲ ἐξ αὐτοῦ προστεθεῖσαι τῇ ἔδρᾳ μετʼ ὄξους ἐμέτους κινοῦσιν.

149 σησαμοειδὲς τὸ μέγα, ὃ ἐν Ἀντικύρᾳ ἐλλέβορον καλοῦσι διὰ τὸ μείγνυσθαι ἐν ταῖς καθάρσεσι τῷ λευκῷ ἐλλεβλόρῳ. ἔοικεν ἡ πόα ἠριγέροντι ἢ πηγάνῳ· φύλλα μακρά, ἄνθος λευκόν, ῥίζα ἰσχνή, ἄπρακτος, σπέρμα ὅμοιον σησάμῳ, πικρὸν ἐν τῇ γεύσει, ὃ καθαίρει ἄνω φλέγμα καὶ χολήν ὅσον τοῖς τρισὶ δακτύλοις λημφθὲν λεῖον μετὰ ἐλλεβόρου λευκοῦ τριῶν ἡμιωβολίων σὺν μελικράτῳ.

150 σίκυς ἄγριος, ὃν φέρομβρόν τινες καλοῦσι, τῷ καρπῷ μόνον διαφέρει | τοῦ ἡμέρου, ἐλάσσονα πολλῷ καὶ βαλάνοις ἐπιμήκεσιν ἐοικότα ἔχων, τὰ δὲ φύλλα καὶ τὰ κλήματα τῷ [*](149 RV: σησαμοειδὲς τὸ μέγα· οἱ δὲ σησαμῖτιν, οἱ δὲ σησαμίς, οἱ δὲ λυκοσκυτάλιον, οἱ δὲ ἐλλέβορος λευκός, οἱ δὲ Ἀντικυρικὸν ἐλλέβορον καλοῦσιν.) [*](2 SIm.: Pliston. (Orib. II 143 e Ruf.).) [*](4 SIM.: [Theophr.] h. pl. IX 9, 2. 14, 4 (e Diocle cf. F. M. G. I frg. 152); Pl. XXII 133 (e S. N.) XXV 52, Strab. IX 418 C; Ruf. (Orib. II 107. 142).) [*](4 EXC.: Orib. XII s. v. (σησαμοειδές — γεύσει); Gal. XII 120. Hes. s. v. σησαμοειδές.) [*](11 SIM.: [Theophr.] h. pl. IX 9, 4 Pl. XX 8 sq. (e S. N) — Pl. XX 4 — Pl. l. s. D. eup. I 147 (168).) [*](11 EXC.: med. Gal. XII 122 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Ps. Ap. 113 (cf. Ps. Orib. V 78. A. Mai VII 148): Isid. XVII 10, 16.) [*](1 μὴ om, R ἀκραίως PF: ἀκαίρως H: ἀκεραίως (αίως in ras.) E παρατίθεσθαι τὸ φάρμακον E: παρατίθεσθαι τοῖς σώμασιν R 3 μετʼ ἴξους om. R0 (superecr. H2): cum aceto mixtus Dl) [*](4 num. cap. χκα O: γκγ Di: ρμϚ E post μέγα syn. e R add. Di. mg H2 οἱ addidi ἀντικυραίκὸν ἐλλέβορον Orib. 5 ἐν om, R τοῦ λευκοῦ ἐλλεβόρου R 6 ἔοικεν δὲ E ἠριγέροντι ἢ om. 0rib. post ἠριγέροντι c. 7 litt. eras. E2 ἢ πηράνῳ om. RDl τὰ φύλλα Orib. E κερά Dl 8 ὃ om. PF τὴν ἄνω κοιλίαν RDi] ὅσον om. R 9 λημφθὲν τοῖς τρισὶ δακτύλοις R: λημφθὲν ὅσον τοῖ τρισὶ δακτύλοις E 10 ἡμιωβόλων ODi) [*](11 num. cap. χκβ O: χκϚ Di: ρμζ E tit. περὶ σίκυος ἀγρίου FHDi σίκυος (σικυός corr. E2) E post ἄγριος syn. e R add. Di, marg. H2 ὃν — καλοῦσι om. REDiDl 12 μόνῳ Di ἡμέρου σίκυος Di ἐλάττονα E καὶ β. ἐπιμήκεσιν om, R πολλῷ ἔχων βαλάνοις Di βαλάνεσιν F: βαλανίοις H 13 δὲ om. CE (add. E2) τῷ om. FHDi) [*](14 C fol. 325r: N 160 σησαμίτης HDi σισάμης H cf. Hes. s. v. σησάμησησαμίς 15 λυκοστυτάλλιον C post ἀντικυρικὸν add. Di οἱ δὲ ἐν Ἀντικύρᾳ ἐλλέβορον καλοῦσι)

293
ἡμέρῳ ὅμοια, ῥίζαν λευκήν, μεγάλην. φύεται ἐν οἰκοπέδοις καὶ ἀμμώδεσι τόποις· ὅλος δὲ ὁ θάμνος πικρός.

ἁρμόζει δὲ ὁ τῶν φύλλων χυλὸς ἐνσταζόμενος ὠταλγίαις. ἡ δὲ ῥίζα καταπλασθεῖσα μετὰ ἀλφίτου πὰν οἴδημα παλαιὸν διαφορεῖ, μετὰ ῥητίνης δὲ τερεβινθίνης ἐπιτεθεῖσα φύματα ῥήσσει, μετʼ ὄξους δὲ ἑψηθεῖσα καὶ καταπλασθεῖσα ποδάγρας ὠφελεῖ· καὶ ἰσχιάδων δέ ἐστιν ἔγκλυσμα καὶ ὀδονταλγίας διάκλυσμα

τὸ ἀφέψημα ξηρὰ δὲ λεία ἀλφούς, λέπρας, λειχῆνας 2 σμήχει καὶ οὐλάς μελαίνας καὶ σπίλους τοὺς ἐν προσώπῳ ἀποκαθαίρει. καὶ ὁ χυλὸς δὲ τῆς ῥίζης πλῆθος τριῶν ἡμιωβολίων τὸ ἐλάχιστον καὶ ὁ φλοιὸς δὲ ὅσον τέταρτον ὀξυβάφου καθαίρει φλέγμα καὶ χολήν, καὶ μάλιστα ἐπὶ ὑδρωπικῶν δίχα τοῦ τὸν στόμαχον ἀδικεῖν· δεῖ δὲ τῆς ῥίζης λαβόντα ἡμίλιτρον μετὰ δυεῖν ξεστῶν οἴνου, μάλιστα δὲ ῥητινίτου, λεαίνειν καὶ διδόναι [*](150 RV: σίκυς ἄγριος· οἱ δὲ ἐλατήριον, οἱ δὲ γρυνόν, οἱ δὲ βαλίς, οἱ δὲ σύγκρισις, οἱ δὲ βουβάλιον, οἱ δὲ σκορπίον, οἱ δὲ φέρομβρον, οἱ δὲ πευκέδανον, οἱ δὲ νότιον, Ῥωμαῖοι ἀγγουίνουμ, οἱ δὲ κουκούμερε ῥούστικουμ, οἱ δὲ ἀγρέστεμ, Ἄφροι κουσσιμεζάρ.) [*](3 SIM.: D. eup. I 149 (169) — eup. I 235 (216) — Scrib. Larg. 156 eup. I 238 (220) — Pl. l. s. 4 eup I 69 (128) — [Theophr.] l. s. eup. I 119 (153) Pl. l. s. 4 — eup. I 128 (157) Pl. — eup. I 115 (150) Pl. — eup. I 114 (150) eup. I 116 (151) — Ruf. (Orib. II 106. 119) eup. II 63 (277).) [*](1 ῥίζαν δὲ R: ῥίζα δὲ Di post λευκήν add. καὶ RDi οἰκοπέδοισι P 2 ἀμπελώδεσιν R μικρός ODl: πικρός REDi Ps. Ap. l. s. cf. Gal. l. s. Ps. Orib. V 78 5 δὲ om. R τερεμινθίνης E (corr. E2) 6 ῥήττει REDi ἑψηθ. καὶ καταπλ.] ἐπιτεθεῖσα FH (ἑψηθεῖσα καὶ superscr. H2) 7 ὠφελεῖ ποδάγρας FH: διαφορεῖ R ἰσχιάδος Di: ἰσχιαδικῶν RE δὲ om. R 8 λέπρας καὶ λειχῆνας NDi 9 καὶ οὐλὰς] οὐλάς τε Di 11 δὲ om. E 12 χολὴν καὶ φλέγμα FH καὶ μάλιστα FHDi: καὶ om. reliqui: μάλιστα δὲ N καὶ δίχα E 13 post ἀδικεῖν add. καὶ ποιεῖ δὲ (om. N) τὴν κάθαρσιν R: ποιεῖται (ποιεῖ Di) τὴν κάθαρσιν EDi ὡς ante ἡμίλιτρον add. N 14 δὲ addidi ῥητινίτου] αἰγυπτίου PF: λυγιστίκοῦ R: αἰγυπτίου λγυκέος E: αἰγυπτίου (superscr. λιβυκοῦ) H: vino libico sextariis duobus mixta Dl: correxi coll. D. eup. II 63 (277) σικύου ἀγρίου ῥίζα ἐν οἴνου ἐρρητινωμένου κυ. β΄ δεῖ δὲ λαμβάνειν ἔκ τοῦτον κυ. γ ἢ δύο παῤ ἡμέρας γ ἢ δ) [*](15 C fol. 299r: N 138 γρύνον Di: grynon Ps. Ap. (Ack) 16 βαλίς R: βαλός Di: alii balin Ps. Ap. (Ack.): correxi σύνκρισις R σκοπιον RHDi: correxi coll. Ps. Ap. alii scorpion (Ack.): Pl. XX 8 aliqui etiam scorpionem cucumim vocant ad βουβάλιον cf. Hes. s. v. 17 πευκαιδανον C ΑΝΚΕΝΤΟΥΜ R: ἀγκετούμ DiH: correxi coll. Pl. XX 9 Ps. Ap. l. c. 18 κουκουμερε N: οἱ δὲ κουκ. ῥουστ. om. HDi κουσιμεζάρ H: cassimezar Ps. Ap.)

294
ἐκ τούτου κυάθους νήστεσιν ἐπὶ ἡμέρας τρεῖς, τρεῖς ὁ ὄγκος ἱκανῶς συσταλῇ.

3 τὸ δὲ λεγόμενον ἐλατήριον ἐκ τοῦ καρποῦ τῶν σικύων σκευάζεται τὸν τρόπον τοῦτον· τοὺς ἅμα τῳ ἅψασθαι ἀποπηδῶντας σικύους ἐκλεγόμενος ἀποτίθεσο, ἐῶν μίαν νύκτα· τῇ δὲ ὑστεραίᾳ ἐπὶ κρατηρίας κόσκινον μὴ πυκνὸν ἐπίθες καὶ μαχαίριον ὕπτιον ἁρμόσας, τὴν ἀκμὴν ἄνω ἔχον, λαμβάνων ἀμφοτέραις ταῖς χερσὶ καθʼ ἕνα τῶν σικύων διαίρει καὶ ἔκθλιβε τὸ ὑγρὸν εἰς τὴν ὑποκειμένην κρατηρίαν, προσεπεκθλίβων τὸ ἐν αὐτῷ σαρκῶδες, ὃ δὴ καὶ τῷ κοσκίνῳ προσπίπτει, ἴνα καὶ αὐτὸ διεκπίπτῃ, καὶ εἰς παρακειμένην λεκάνην τὰ ἐκθλιβόμενα τῶν

4 σικύων βάλλε· σωρεύσας δὲ ἐπὶ τοῦ κοσκίνου τὰ τεθλιμμένα ὕδατί τε γλυκεῖ περιχέας καὶ ἀποπιέσας, ταῦτα μὲν ῥῖπτε, ταράξας δὲ τὸ ἐν τῇ κρατηρίᾳ ὑγρὸν καὶ περικαλύψας ὀθονίῳ τίθει ἐν ἡλίῳ καὶ ὅταν ὑποστῇ, πᾶν τὸ ἐπινηχόμενον ὕδωρ μετὰ τοῦ ἐπιπάγου ἀπόχει, τὸ αὐτό τε ποίει πολλάκις, ἄχρι οὗ ἂν καταστῇ τὸ ἑφιστάμενον ὕδωρ, ὅπερ ἐκστραγγίσας ἐπιμελῶς, [*](3 SIM.: [Theophr.]  IX 9, 4. Pl. XX 3 sq. (e S. N.).) [*](3 EXC.: Orib. XII s. v. σίκυος (τὸ δὲ λεγόμενον — τροχίσκους); med. Ruf. (Orib. II 107. 199); Gal. XII 122 s. v. σίκυος ἄγριος (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v. ἐλατήριον); Paul. Aeg. VII 4, 260. Aet. III 38.) [*](1 ἐξ αὐτοῦ E νήστεσιν ἐπὶ ἡμέρας τρεῖς om O, add. e RE cf.. Dl accepta quiatis tribus per triduum ydropicis tumores ventris spargit νήστει E παῤ ἡμέρας R post ἂν transpos. ἱκανῶς E 2 ὂγκος] οἷκος C: ὀπός N προσταλῇ RE 3 nov. cap. (ρμη) incip. EHDi συκέων E (σικυῶν corr. E2): τοῦ ἀγρίου σικύου Orib. 4 λαβὼν τοὺς Orib.E 5 ἐκλεγόμενος om. Orib.: ἐκλέγων REDi ἐῶν om. R μίαν om. Di νύκτα] ἡμέραν 0rib. 6 ἑτεραίᾳ R κρατῆρι NHDi 7 ἔχον ἄνω ROrib.EDi λαβὼν R 8 κατὰ ἕνα ROrib.E 9 τὸν ὑποκείμενον κρατῆρα N προσεπεκθλίβων PE: προεκθλίβων Orib.: προσεκθλίων reliqui καὶ τὸ Di αὐτοῖς Orib. 10 ὃ] ἂ R καὶ (pr.) om. Di κοσκίνῳ προσεκθλίβων ἒν (C) καὶ αὐτὰ ἐκπίπτειν R: κ. προσθλιβὲν καὶ αὐτὸ διεκπίπτει E: κ. προσπίπτει, προσεκθλίβων δὲ τὰ ἐκτεθλιμμένα τῶν σικύων εἰς παρακειμένην Orib. 11 τὰ ἐκθλιβόμενα τῶν σικύων om. Orib. ἐκθλιβόντα E 12 βάλε Norib.E δὲ om. R ἐπὶ τοῦ κοσκίνου post τεθλιμμένα transpos. RDi post κοσκίνου haec habet E ἢ τὸ ῥεῦσαν /// (2 litt. eras. E2) διὰ τοῦ κοσκίνου καὶ τὰ τετμημένα τὰ (om. R) τετμημένα RDi: κατατετατμημένα Orib. 13 τε om. O: del. E2 περικλύσας R ἀποπιάσας E: περιπιέσας ROrib. τὰ αὐτὰ R: αὐτὰ Orib. ἀνίπτει R 14 τῇ om. P: τῇ λεκάνῃ RDi: τῷ κρατῆρι 0rib.: τῇ κρατῆρι F σκεπάσας ὀθόνῃ RDi: περικαλύψας /////// (7 litt. eras. E2 ἢ σκεπάσας?) ὀθονίῳ E τίθεσα Di: θές corr. E2 15 συστῇ RDi: ἐπιστῆ //////// (3 litt. eras E2) E νηχόμενον Orib· 16 τοῦ om. 0 ἐπιπαγέντος N καὶ τοῦτο ποίει RDi τε] δὲ O verba πολλάκις — ὕδωρ om. R ἄχρι οὗ ἂν P: ἄχρις οὗ ἂν F: ἄχρις ἂν οὗ Orib.HE 17 ἐκσπογγίσας ROrib.: ἐκσπονγιάσας E (στραγγίσας superscr. E2))

295
τὴν ὑποστάθμην βαλὼν εἰς θυΐον, λέαινε καὶ ἀνάπλασσε τροχίσκους. ἔνιοι δὲ πρὸς τὸ ταχέως ἀνικμασθῆναι τὸ ὑγρὸν τέφραν σεσησμένην ἐπὶ γῆς καταστρώσαντες καὶ κοιλάναν|τες τὸ μέσον, ὀθόνιον τριπλοῦν ἐπιτείναντες, κατʼ αὐτοῦ τὸ ἐλατήριον σὺν τῇ ἰκμάδι ἐπιχέουσιν, ἀναξηρανθὲν δὲ ἐν θυίᾳ λεαίνουσιν, ὡς προείρηται.

ἔνιοι δὲ ἀντὶ τοῦ ὕδατος θάλατταν 5 παραχέοντες πλύνουσιν, οἱ δὲ τῇ τελευταίᾳ πλύσει μελίκρατον παραχέουσι.

δοκεῖ δὲ κάλλιστον εἶναι τὸ μετὰ τοῦ λευκοῦ ἡσυχῆ ἔνικμον, λεῖον, κοῦφον, πικρότατον τῇ γεύσει καὶ προσαχθὲν λύχνῳ εὐκαίς· τὸ μέντοι πρασίζον καὶ τραχύ καὶ θολερὸν τῇ ὄψει, γέμον βορβόρου καὶ τέφρας, βαρύ τέ ἐστι καὶ φαῦλον ἔνιοι δὲ καὶ τὸν χυλὸν τοῦ σικύου μειγνύουσιν, οἱ δὲ καὶ ἄμυλον πρὸς τὸ μιμήσασθαι αὐτοῦ τὸ λευκὸν καὶ κοῦφον. εἰς μέντοι τὰ καθαρτικὰ τὸ διετὲς ἁρμόδιον ἄχρι δέκα ἐτῶν· ἡ δὲ τελεία δόσις ὀβολὸς εἷς, ἐλαχίστη δὲ ἡμιωβόλιον, παιδίοις δὲ δίχαλκον· πλεῖον γὰρ δοθὲν κινδύνους ἐπιφέρει.

κινεῖ δὲ τὴν ἄνω καὶ τὴν κάτω 6 κάθαρσιν, ἄγον φλέγμα καὶ χολήν· ἀρίστη δὲ τοῖς δυσπνοοῦσιν ἡ διʼ αὐτοῦ κάθαρσις. εἰ μὲν οὖν θέλοις κατὰ κοιλίαν καθαίρειν, διπλάσιον ἀλῶν παραμείξας καὶ στίβεως ὅσον χρῶσαι, διʼ [*](9 SIM.: Pl. XX 6 — [Theophr.] IX 14, l. Pl. l. s. — [ Theophr.]  IX 9, 5. 14, 2 Ruf. (Orib. II 107) Pl. XX D. 8 eup. II 39 253) Andron. (Gal. XIII 113.) [*](9 EKC.: Orib. l. s. (δοκεῖ — ἐπιφέρει).) [*](1 καὶ τὴν ὑποστάθμην ἐκβαλὼν καὶ βαλὼν E: καὶ τὴν marg. add. O2 λέαινε καὶ (καὶ del. E2) ἀναπλάσας τροχίσκους E ἀνάπλαττε RDi 2 verba ἔνιοι — παραχέουσι om. Orib. ἐνικμάζεσθαι R: ἐξικμασθῆναι E 3 σεσημένην H 4 κατὰ τούτου RDi 5 ἀναξηρανθέντα E 7 ἐπιχέοντες E 9 ἰατήριον καλλιστον Dl μεταξὺ τοῦ λευκοῦ τὸ μέλαν E 10 κοῦφον λεῖον RDi τῷ λύχνῳ E post εὐκαὲς c. 13 litt. eras. E2 11 post καὶ (pr.) c. 8 litt. del. E2, post καὶ (alt.) c. 4 litt. ὄψει] γεύσει R γέμον] μεστὸν Orib. 12 βορβόρου 0rib.: ὀρόβου reliqui βαρύ ἐστιν καὶ ἄχρηστον N 13 τῷ χυλῷ Di: superscr. H2 μίσγουσιν N 16 ὁ διετὴς Di ἁρμόζει RDi μέχρι Orib.. post δέκα c. 13 itt. eras. E2 δόσις 0rib.: χρῆσις R: πόσις reiqui 16 ὀβολὸς εἷς E: εῖς om. reliqui ἡ δʼ ἐλαχίστη NDi δὲ (pr.) om. C δὲ (alt.) om. ROrib. δίδου δίχαλκον NE (δίδου del. E2) verba πλεῖον — ἐπιφέρει om. R 17 ποθὲν Di: δοθὲν καὶ ποθὲν E κίνδυνον Orib.HDi τήν τε ἄνω καὶ κάτω E: τὴν κάτω καὶ τὴν ἄνω Di 19 post αὐτοῦ c. 10 litt. del. E2 θέλοις E: θέλεις relqui καθάραι RE 20 διπλάσιον αὐτοῦ R ἄλας R μίξας NFHDi: προσμίξας E στίβεως PN: στίμεως CE: στίμμεος FH: σινήπεως coni. Sarae. coll. D. eup. II 39 (253) ὅσον χρὴ N: ὄν χρώσας C: ὅσον παραχρῶσαι FH δι’ ὕδατος] δύναται FH (corr. H2): δυνατόν (ν eras. E2) E: om N)

296
ὕδατος ὀροβιαῖα καταπότια δίδου, ἐπιρροφείτω δὲ χλιαροῦ ὕδατος κύαθον ἕνα. εἰς δʼ ἔμετον διʼ ὕδατος ἀνεὶς πτερῷ τοὺς ὑπὸ τὴν γλῶτταν διάχριε τόπους ὡς ὅτι ἐσωτάτω· εἰ δὲ δυσεμὴς εἴη, ἐλαίῳ ἢ ἰρίνῳ μύρῳ διείς, κώλυε δὲ κοιμᾶσθαι.

7 τοῖς δὲ ὑπερκαθαιρομένοις συνεχῶς προσφέρειν δεῖ οἰνέλαιον· ἐμοῦντες γὰρ ἀποκαθίστανται. μὴ παυομένων δὲ τῶν ἐμέτων, ὕδωρ ψυχρὸν καὶ ἄλφιτον καὶ ὀξύκρατον καὶ ὀπώραν καὶ ὅσαδύναται τὸν στόμαχον πυκνῶσαι προσενεκτέον. κινεῖ δὲ τὸ ἐλατήριον καὶ ἔμμηνα, καὶ ἔμβρυα κτείνει ἐν προσθέτῳ, ἐγχυθέν τε μετὰ γάλακτος εἰς τοὺς ῥώθωνας ἴκτερον καθαίρει καὶ κεφαλαλγίας τὰς χρονίους ἀπαλλάττει, συναγχικοῖς τε διάχρισμα πρακτικὸν μετʼ ἐλαίου παλαιοῦ ἢ μέλιτος ἢ χολῆς ταύρου.

151 τοῦ δὲ ἡμέρου σικύου ἡ ῥίζα λεία ποθεῖσα σὺν ὑδρομέλιτι, ὁλκὴ δραχμῆς μιᾶς, ἐμέτους κινεῖ· εἰ δέ τις μετὰ τὸ δεῖπνον πραέως ἐμέσαι θέλοι, ἀρκοῦσιν ὀβολοὶ δύο.

152 σταφὶς ἀγρία· φύλλα μὲν ἔχει ὥσπερ ἀμπέλου ἀγρίας ἐπεσχισμένα, καυλία ὀρθά, μέλανα· τὸ δὲ ἄνθος φέρει [*](8 SIM.: Zop. (Orib. II 599) Pl. XX 6. 9 D. eup. II 78 (290) — Pl. XX 9 eup. II 57 (269) cf. Zop. (Orib. II 553) — Scrib. Larg. 70. Pl. XX 8 eup. I 88 (138).) [*](16 SiM.: Pl. XXIII 17 sq. (e S. N.) Pl. l. s. Ruf. (Orib. II 107) 136).) [*](16 EXC.: Orib. XII s. v. (σταφίς — δριμύν) cf. Gal. XI 842 (s. v. ἀσταφὶς ἀγρία), unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v. Pa D. de h. f. 37 (ex D. lat. cf. A. Mai l. c. VII 450 ~ Ps. Orib. II 31).) [*](1 χλιερὸν ὕδατος κύανθον (ἔνα add. N) R: χλιεροῦ ὕδατος (om. κ. ἔνα) E: marg. add. E2 κύσθον ἕνα, εἰς δʼ ἔμετον διʼ ὕδατος 2 δι᾿ om. FH ὔδατι μιγεὶς C: ὕδατι μίξας N ἀνεὶς] διεὶς E: ἀνιεὶς Di τὰ ὑπὸ τὴν γλῶσσαν N 3 διαχρίει R τόπους om. R ὡς om. PFH: ὡς τι om. V: ὡς ὅτι ἐσωτάτω om. R 4 ἢ ἀλαίφ FHDi ἐρίνῳ om. κύρῳ) CE (corr. E2): addes ei oleu grinu Dl 5 δυοῖ ἔλαιον F (corr. pr. m.): ἔλαιον H 6 σὔτως γὰρ παύσονται (παύονται C) RDi παυομένων] ἀποκαθισταμένων R 7 post ψυχρὸν inser. δίδου R ἄλφιτα RE ἢ ὀξύκρατον ὀπώραν R 9 προσθέτῳ δὲ R (om. τε) 10 τε] δὲ Di εἰς τὸ οὗς καὶ τοὺς (κ. τ. om. C) ῥώθωνας R ἀποκαθαίρει RDi 11 διάκλυσμα FH (corr. H2) 12 πταρμικὸν R παλαιοῦ om. R ἢ (pr.)] καὶ E (corr. E2) ταυρίας N: ταυρείας Di D. eup. l. c.) [*](13 nov. cap. (χκγ) inc. PF: cap. om. V: uncis secl. Sarac. e D. II 163 huc translatum videtur ἡ ῥίζα δοθεῖσα μετὰ ὑδρ. C: δοθεῖσα ἡ ῥίζα μετὰ ὑδρ. N 14 ⋖ α πλῆθος E: λεία ὁλκὴ δραχμῆς R δὲ om. FH 15 τὸ om. E πράως RE θώ RFH: ἐλέλει Di ὀβολοὶ τρεῖς E) [*](16 num. cap. χκδ O: χκζ Di: ρμθ E tit. περὶ ἀγρίας σταφίδος H: σταφὶς ἀγρία F σταφης P: ἀσταφίς Gal.: astaphis agria sive staphis Pl. initio syn. e R add. Di, marg. H2 17 ἀπεσχισμένα Orib.PFN: ἐπεσχισμένα reliqui καυλία] κλήματα 0rib. μέλανα] μαλακά R: μαλακά, μέλανα Di: hastas habet longas et erectaw et nigraw Dl δὲ om. 0rib. φέρει] ἔχει Orib. ἄγει R: om. E)

297
ἰσάτει ὅμοιον, τὸν δὲ καρπὸν ἐν θυλακίοις χλωροῖς ὥσπερ ἐρεβίνθου, τρίγωνον, τραχύν, ὑπόκιρρον ἐν τῳ μέλανι, τὰ δὲ ἔνδον λευκόν, γευσαμένῳ | δριμύν.

τούτου κόκκους δέκα πέντε, ἐάν τις δῷ λεάνας ἐν μελικράτῳ, καθαίρει διʼ ἐμέτων πάχη περιπατείτωσαν δὲ οἱ πεπωκότες. δεῖ μέντοι προσέχειν συνεχῶς μελίκρατον διδόντας διὰ τὸ ἐπιφέρειν τοὺς κατὰ πνιγμὸν κινδύνους καὶ καίειν τήν φάρυγγα.

ἁρμόζει δὲ τριφθεὶς καθʼ ἑαυτὸν καὶ μετὰ σανδαράκης καὶ 2 ἐλαίῳ συγχρισθεὶς πρὸς φθειριάσεις καὶ κνησμούς καὶ ψώρας, διαμασηθεὶς δὲ φλέγμα ἄγει πλεῖστον καὶ ὀδονταλγίας ὠφελεῖ ἐν ὄξει ἑψηθεὶς καὶ διακλυζόμενος, καὶ οὔλα ῥευματιζόμενα [*](152 RV: σταφὶς ἀγρία· οἱ δὲ τρίφυλλον, οἱ δὲ στήσιον, οἱ δὲ ἀσταφίς, οἱ δὲ φθειροκτόνον, οἱ δὲ φθείριον, οἱ δὲ ἀπάνθρωπον, οἱ δὲ πολύειδος, οἱ δὲ ψευδοπαθές, οἱ δὲ ἀρσενωπή, οἱ δὲ ἀρνοπολέμιον, Αἰγύπιοι ἴβις ἀοιδή, Ῥωμαῖοι ἕρβα πηδουκουλάρια, οἱ δὲ μιουτεσσούδια.) [*](4 SIM.: Pl. XXIII 18 D. eup. 107 (147) — Pl. l. s. eup. I 123 (155) — Scrib. Larg. 8 — Pl. l. s. eup. I 69 (127) — Pl. l. s.) [*](1 ἰσάτει Orib.PF: εἰσάτει E: ἰσάτῃ HDi: om. R χλωροῖς — τρίγωνον om. C 2 παχύν R τὸ ἔνδον Orib.: post ἔνδον add. ἔχει R 3 λευκά RFH γευσαμένῳ δριμύν om. R: δριμύ FH 4 ἢ πέντε H: ἢ V F: δέκαι πέντε P δῷ (λάβῃ R) post μελικράτῳ tmanspos. RDi 5 παχύ E περιπατείτω δὲ ὁ πιὼν R 6 συνεχῶς] σὺν ἑφθῷ μελικράτῳ N: ἑφθὸν μελίκρατον C 7 φέρει (φθείρει C) γὰρ τοὺς R καταπνιγμοὺς κινδυνώδεις FH καὶ om. R καίει δὲ R: ἐκκαίειν E τὸν RE 8 τριφθεὶς PF (καρπὸς mente supple): τριφθεῖσα reliqui καθʼ ἑαυτὴν καὶ μετ’ ἐλαίου καὶ ἀνδράχνη R: κμθʼ ἐαυτὴν καὶ μετὰ σανδαράκης ////// (c. 15 litt. eras. E2) καὶ ἐλαίου E: καθʼ ἑαυτὴν καὶ μετὰ σανδαράχης Di: om. reliqui: addidi coll. Ps. D. de h. f. praeterea semen ipsius tritum cum portulaca et oleo phthiriasin . . . sanat: Pl. l. s. 18 phthiriasi caput et relicum corpus triti (sc. nuclei) liberant, facilius admixta sandaraca cf. D. eup. I 107 (147) 9 συγχρισθεῖσα REH πρὸς om. P 10 διαμασηθεῖσα RE: διαμασηθὲν FH 11 ἑψηθεῖσα καὶ διακλυζομένη REH καὶ οὗρα μέλανα ἄγει καὶ οὗλα ῥευματιζόμενα E) [*](12 C fol. 327r: N 150 στήσιον ibri cf. Hes. s. v. στησίφυλλον 13 σταφίς N cf. Pl. l. s. 14 πολύειδος R: πολυειδές HDi cf. D. II 58 ἀρσενοτή CHDi: ἀρσενοπή N: correxi 15 ἀρνεοπολέμιον R: om. HDi: correxi ἰβις ἀοιδὴ RH: ἰβησαιοιδή Di: correxi 16 πηδουκουρια C: πιδουκουλάρια H cf. Marc. I 8 (p. 27 H) staphidos agrias quam herbam peduclariam quod eos necat, quidam appellant (e Scr. L.), vulgo pedicularia herba vel pedicularis (cf. Scrib. Larg. 227, 91 H.) vel uva taminia (cf. Cels. III 21, 107 D, uva silvatica Theod. Prisc. ind. Ros.) vel pituitaria (Pl. XXIII 18) οἱ δὲ μιουτεσσουδια R: om. HDi: corruptum)

298
ἴστησι καὶ ἄφθας τὰς ἐν στόματι θεραπεύει μετὰ μέλιτος· μείγνυται καὶ τοῖς πυρωτικοῖς μαλάγμασιν.

153 θαψία· ὠνόμασται μὲν ἀπὸ τοῦ δοκεῖν πρῶτον εὑρῆσθαι ἐν θάψῳ τῇ ὁμωνύμῳ νήσῳ, τὴν δὲ ὅλην φύσιν ἔοικε νάρθηκι, ἰσχνότερος δὲ ὁ καυλός, καὶ τὰ φύλλα μαράθῳ ἐμφερῆ· ἐπ᾿ ἄκρου δὲ σκιάδια καθʼ ἑκάστην ἀπόφυσιν ἀνήθῳ ὄμοια, ἐφʼ ὧν ἄνθος μήλινον, σπέρμα ὑπόπλατυ τῷ τοῦ νάρθηκος ἐμφερές, ἔλαττον μέντοι, ῥίζα λευκή, μεγάλη, παχύφλοιος, δριμεῖα, ἥτις ὀπίζεται περιορυχθεῖσα καὶ ἐγκοπτομένη τὸν φλοιὸν ἢ κοιλανθεῖσα θολοειδῶς καὶ πωμαζομένη πρὸς τὸ καθαρὸν μένειν τὸν ὀπόν· τῇ δʼ ὑστεραίᾳ δεῖ ἐπιόντας ἀναιρεῖσθαι τὸν ἐπισυρρέοντα.

2 χυλίζεται δὲ κοπεῖσα ἡ ῥίζα καὶ διὰ κυρτίδος καὶ ὀργάνου ἐκθλίβεῖσα καὶ ξηρανθεῖσα ἐν ἡλίῳ διʼ ὀστρακίνου παχέος ἀγγείου ἔνιοι δὲ καὶ τὰ φύλλα συναποθλίβουσιν· ἀσθενὴς δὲ ὁ τοιοῦτος. διακρίνεις δὲ τῳ βρωμωδέστερον εἶναι τὸν ἀπὸ τῆς ῥίζης καὶ μένειν ἔνικμον, ξηραίνεσθαι δὲ τὸν ἀπὸ [*](153 RV: θαψία· οἱ δὲ ὑπώπιον, οἱ δὲ παγκράτιον, οἱ δὲ σκαμμώνιον, οἱ δὲ θηλυπτερίς, Ῥωμαῖοι φερουλάγω, οἱ δὲ φερουλα σιλβέστρις, Ἀφροι βοιδίν.) [*](1 SIM.: schol. Nic. Th.. 529 (e Crat.) [Theophr.] h. pl. IX 9, 6 Pl.XIII 124 (e S. N.).) [*](1 EXC: cf. Gal. XI 855 (═ Aet I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](1 ἵστησι] στέλλει RE τὰς ἐν στόματι om. R μετὰ μέλιτος om. RE 2 μίγνυται δὲ καὶ RE) [*](3 num. cap. χκε O: χκη Di: E tit. περὶ θαψίας FHDi post θαψια syn. e R add Di, marg. H2 μὲν θαψί R τὸ πρῶτον R εὑρίσκεσθαι E 4 ἂν Θάψῳ τῇ νήσῳ εὑρῆσθαι R τῇ νήσῳ τῇ ὁμωνύμῳ Di τῇ δ᾿ ὅλῃ φύσει RDi 5 post δὲ add. αὐτῆς μᾶλλον RDi καρπὸς FH 8 ὅμοιον R ἔλαττον (δὲ add. E2) ἡ μέντοι ῥίζα E ῥίζα μέλαινα [κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν huc transpos. N), ἔνδοθεν λευκὴ κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν R: ῥίζα ἔνδοθεν λευκή, μεγάλη, μέλαινα δʼ ἔξωθεν Di (marg. add. H2) cf. Dl radix est illi alba et maior, coriu grossu habet et viscidu in odore 9 καὶ ἐγκοπτομένη — κοιλανθεῖσα om. R 10 post κοιλανθεῖσα add. αὐτὴ ἐν ἑαυτῇ (αὑτῇ E) REDi θολιχῶς C: θολικῶς N post θολ. add. ἡ ῥίζα REDi (del. E2) 11 μένειν ἐν αὐτῇ E τὸν τόπον R: τόπον (τὸν om.) P δεῖ om. R τὸν ἐπισυλλεγέντα ὀπόν FHDi: τὸν ἐπισυρρέοντα ἢ συλλεγέντα E (corr. E2): αὐτὴν (pro τὸν ἐπισυρ.) R 12 ἐγχυλίζεται H κυρτινος R 12 καὶ ὀργάνου] glossam delevi cf. schol. Nic. Al. 493. 494 ξηραίνειν ξηραίνεται) R 14 καὶ παχέος FH ἔνιοι — τερηδονίζεσθαι om. R 15 διακρινεῖς E: διακρίνεται FHDi καὶ τῷ E βρωματωδέστερον H: βρομωδέστερον PE 16 διαμένειν E τὸ E) [*](17 C fol. 139v: N 39 ὑπώπιον] cf. Hes. s. ὑπωπίς πανκρανον R: πάγκρανον HDi: correxi 18 σκωμμώνιον E: σκαμμώνιον HDi θηλυπτερτις (sic) C: θηλυτελις N: θηλυτερίς HDi: correxi φερουλάγω] cf. Cael. Aur. m. chr. III 2, 41 vel succo ferulaginis quam graeci thapsian vocant 19 βοίδην HDi: βοιδιν R cf. Low l. s. 405)

299
τῶν φύλλων καὶ τερηδονίζεσθαι. ὀπίζοντας δὲ δεῖ μὴ κατʼ ἄνεμον ἴστασθαι, μᾶλλον δʼ ἀνηνεμίας οὔσης· ἐποιδεῖ γὰρ ἰσχυρῶς τὸ πρόσωπον καὶ φλυκταινοῦται τὰ γυμνά μέρη διὰ τὴν δριμύτητα τῆς ἀποφορᾶς. δεῖ οὖν κηρωταῖς ὑγραῖς στυφούσαις προχρίειν τὰ γυμνὰ τῶν μερῶν.

δύναμιν δʼ ἔχει καθαρτικὴν ὅ τε φλοιὸς τῆς ῥίζης καὶ ὁ 3 χυλὸς καὶ ὁ ὀπὸς σὺν μελικράτῳ πινόμενος ἄνω τε καὶ κάτω. δίδοται δὲ τῆς μὲν ῥίζης τετρώβολον μετὰ ἀνήθου σπέρματος δραχμῶν τριῶν, τοῦ δὲ χυλίσματος τριώβολον, τοῦ δὲ ἀποῦ ὀβολὸς εἷς· πλείων γὰρ δοθεὶς κινδυνώδης ὑπάρχει. ἁρμόζει δὲ ἡ διʼ αὐτοῦ κάθαρσις ἀσθματικοῖς, πλευρῶν ἀλγήμασι χρονίοις καὶ ἀναγωγαῖς, τοῖς δὲ δυσεμέσιν ἐν σιτίοις ἢ ἐψήμασι δίδοται. κέκτηται δὲ καὶ μετα | συγκριτικὴν δύναμιν ὅ τε ὀπὸς καὶ ἡ ῥίζα πάντων μᾶλλον τῶν ἰσοδυναμούντων, ὅπου τι δεῖ ἐκ βάθους ἑλκύσαι

ἢ μεταποροποιῆσαι· ὅθεν ἀλωπεκίας καταχριόμενος ὁ 4 χυλὸς ἢ ἡ ῥίζα χλωρὰ προστριβομένη ποιεῖ δασυτέρας, ὑπώπιά τε αἴρει καὶ πελιώματα λεία ἡ ῥίζα ἢ ὁ χυλὸς σύν λιβανωτῷ καὶ κηρῷ ἴσοις· δεῖ δὲ μὴ πλεῖον δυεῖν ὡρῶν ἐᾶν, μετὰ ταῦτα δὲ πυριᾶν θερμῇ θαλάττῃ. αἴρει δὲ καὶ ἔφηλιν, σύν μέλιτι δὲ [*](1 SIM. [Theophr.]  h. pl. IX 8, 5 Pl. l. s.) [*](7 SiM.: [Theophr.] IX 20, 3 Ruf. (0rib. II 107) — eup. II 39 (252) D. eup. II 38s (251) — Cels. VI, 4 Pl. XIII 125 eup. I 95 (141) Archig. Gal. XII 409) — [Theophr.] IX 20, 3 Pl. XIlI 125.) [*](1 ὀπίζοντας ὀπίζεται P: ὀπίζοντα FHDi: ὀρύττοντας R: ὀρύττοντας δὲ ἢ ὀπίζοντας E (corr. E2) 2 δὲ νηνεμίας Di, corr. E2 (ἀνηνεμίας E) post οὔσης add ἐξαιρεῖσθαι R οἶδεν R 3 καὶ om, R φλυκταίνειν R: καταφλυκταινοῦται E καὶ τὰ γυμνὰ R 4 ὑγραῖς στυφούσαις om, R: στυφούσαις ὑγραῖς FHDi 5 προχρίοντες (-ας corr. rec. m. C) τὲ γυμνὰ τῶν κερῶν οὔτως προσέρχεσθαι (προέρχεσθαι C) RDi ὑποχρίειν H: προσχρίειν V 6 ἔχει ὁ φλοιὸς τῆς ῥίζης καὶ ὁ χυλὸς καθαρτικήν καὶ ὁ ὀπὸς N: post ἔχει 7 litt. del. E2 τε om. R 7 διδόμενος RE τε om. R κάτω καθαίρει R: ἄνω γὰρ καὶ κάτω χολὴν καθαίρουσι Di 8 τριώβολον ἢ τετραώβολον E: radices vero eius. IIII obuli accepti cum aneso. ζ. III dantur Dl μετὰ — τριώβολον om. C 9 ἐγχυλίσματος F 10 δραχμὴ μία O: ὀβολὸς α E: ὀβολός RHDi cf. Dl lacrimu eius obulus accipitur: D. eup. II 39 (252) θαψίας ὀποῦ ὀβ. α΄ ἢ χυλοῦ α΄ (sc. ἄσθματα ὠφελεῖ πλίον δὲ N: πλείονα (om δὲ) C: πλεῖον Di δοδὲν RDi: δρθεὶς καὶ ποθεὶς E κινδυνῶδες RDi (om. ὑπάρχει) 11 πάθεσιν ἀσθματικοῖς RDi ἀλγήμασι πλευρῶν E 12 δυσήμοις N: δυσεσμοις C (corr. m. post) ἑψήματι HDi 13 μετὰ τὴν συνκριτικὴν R 14 μάλιστα FHDi τι] δὲ R: om. E 15 ἀλωπεκίας τε RE 16 καὶ ἡ ῥίζα E ποιεῖ δασυτέρας] δασύνει E 18 ἢ κηρῷ RE ἴσοις om. R: ἴσω E: ἴσως V πλέον EDi: πλίω N μετὰ δὲ ταῦτα EDi 19 δὲ (tert.) om REFDi)

300
καταχρισθεὶς καὶ λέπρας ἀφίστησι, φύματά τε ῥήττει μετὰ θείου καταχριόμενος ὁ χυλός. χρησίμως δὲ καταχρίεται καὶ ἐπὶ τῶν χρονίας ἐχόντων διαθέσεις περὶ πλευρὸν ἢ πνεύμονα ἡ πόδας ἢ ἄρθρα. χρησιμεύει δὲ καὶ πρὸς ἐπαγώγια ἐπὶ τῶν μὴ ἐκ περιτομῆς λειποδέρμων οἴδημα ἐγείρων ὅπερ καταντλούμενον καὶ τοῖς λιπαίνουσι μαλαττόμενον τὸ ἐλλιπὲς τῆς πόσθης ἐκπληροῖ.

154 σπαρτίον· θάμνος ἐστὶ φέρων ῥάβδους μακράς, ἀφύλλους, στερεάς, δυσθραύστους, αἷς τὰς ἀμπέλους δεσμεύουσι· φέρει δὲ λοβούς ὥσπερ φασήλου, ἐν οἷς σπερμάτια φακοειδῆ, ἄνθος μήλινον ὥσπερ λευκοΐου.

τούτου ὁ καρπὸς καὶ τὰ ἄνθη ποθέντα σὺν μελικράτῳ ὁλκὴ ὀβολῶν πέντε καθαίρει ἄνω μετʼ ἐντάσεως πολλῆς ὥσπερ ὁ ἐλλέβορος ἀκινδύνως, ὁ δὲ καρπὸς κινεῖ τὴν κάτω κάθαρσιν· καὶ αὐτῶν δὲ τῶν ῥάβδων ἐν ὕδατι βραχεισῶν, εἶτα κοπεισῶν [*](154 RV: σπάρτος· οἱ δὲ λοβόν, οἱ δὲ λέγον καλοῦσιν.) [*](1 SIM.: D. eup. I 56 (119) — eup. I 12l (154) — eup. I 128 (157) — eup. I 151 (171) — eup. I 35 (249) — eup. I 235 (217).) [*](8 SIM.: Pl. XXIV 65 sq. (e S. N. — Crata.) — Pl. l. s. 66 Ruf. (Orib. II 107. 136) g Pl l. s. eup. I 237 (219) 240 (221).) [*](8 EXC.: Orib. XII s. v. (σπαρτίον — λευκοΐου); cf. Paul. Aeg. VII 3 s. v.: σπάρτος, ᾧ τὰς ἀμπέλους δεσμοῦσι τούτου ὁ καρπὸς καὶ τὸ ἄνθος ποθέντα σὺν μελικράτῳ ὀβολοὶ πέντε καθαίρει ἄνω ὥσπερ ἐλλέβορς λευκὸς ἀκινδύνως ὁ δὲ καρπὂς καὶ κάτω καθαίρει,, αἱ δὲ ῥάβδοι ἰσχιάδας ὠφελοῦσι Gal. XII 129 (═ Aet I s. v.) Isid. XVII 9, 103.) [*](1 καταχρισθεῖσα E: καταπλασθεῖσα R καὶ φύματα περιρήττει E 2 διαχρίεται R 3 χρονίας] χρησίμως R τὰς διαθέσεις R περὶ πλεύμονα (πνεύμονα N) ἢ πλευρὰν ἢ ἄρθρα ἢ πόδας R πλευρὰς E πλευμονια P 4 ἄρθα RE: ἄρθρον reliqui ἐπὶ τῶν ἐπαγωγίων R 6 λιποθέρμων R 6 τοῖς λιπαίνουσι om. E ἐλλιπὲς PHE: ἐλλειπὲς FDl: ἐνλιπὲς R ποασθίας πληροῖ R) [*](8 num. cap. χκς O: χκθ Di: ρνα E σπάρτος Ruf. Gal. ROribE.: sparton Pl. post σπαρτίον synon. e R add. Di, mg. H2 ἐστὶ om. Orib. 9 ἐνφύλλους R στερεάς om. R αῖς — δεσμεύουσι om, Orib. 10 φασήλου Orib.: φασήλους O: φασίλους E: φασίολος N: φασιόλους C σπέρματα R 12 τὸ ἄνθος E Paul. Aeg. ποπέντα P: κοπέντα F ὁλκῆς E 13 πολλῆς om. FH ὁ om. RE 14 καὶ addidi e RE 15 καὶ αὐταὶ δὲ αἱ ῥάβδοι ἐν (σὺν E) ὕδατι βραχεῖσαι, εἶτα κοπεῖσαι καὶ χυλισθεῖσαι RE ὕδατι] ὄξει Pl. l. s.) [*](16 C fol. 328r: N 150 effigiei herb. pict. add. C man. rec. s. XIV) τοιοῦτον σχῆμα ἔχει ὁ σπάρτος· τὸ ἄνθος αὐτοῦ ὄμοιον φασιόλου ἢ κυάμου πλὴν ξανθόν, κίτρινον· τὸ σπέρμα αὐτοῦ κατὰ σίκυον (σικον C) ἢ φακῆν καλοῦσιν om. H)

301
καὶ χυλισθεισῶν, ἰσχιαδικῶν ἐστι βοήθημα ὁ χυλὸς ὅσον κύαθος εἷς πινόμενος νήστεσιν· ἔνιοι δὲ ἐναποβρέξαντες ἅλμῃ ἢ θαλάττῃ ἐγκλύζουσι τοὺς ἰσχιαδικούς· ἄγει δὲ αἱματῶδες καὶ ξυσματῶδες.

155 σίλλυβον· ἄκανθά ἐστι πλατεῖα, φύλλα ἔχουσα χαμαιλέοντι τῷ λευκῷ παραπλήσια, ἥτις ἀρτιφυὴς ἐσθίεται ἑφθὴ σὺν ἐλαίῳ καὶ ἁλαί. τῆς δὲ ῥίζης ὁ ὀπὸς ὅσον ὁλκὴ δραχμῆς μιᾶς ποθεὶς σὺν μελικράτῳ ἐμέτους κινεῖ.

156 βολβὸς ὁ καλούμενος ἐμετικὸς ἔχει τὰ φύλλα ἱμαντωδέστερα καὶ πολλῷ μακρότερα τοῦ ἐδωδίμου, ῥίζαν ἐοικυῖαν' βολβῷ, περὶ ἦν φλοιὸς μέλας.

αὕτη ἐσθιομένη καθʼ ἑαυτὴν καὶ τὸ ἀφέψημα αὐτῆς πινόμενον ἐμέτους κινεῖ.

157 βάλανος μυρεψική· καρπός ἐστι δένδρου μυρίκη ἐοικότος, ὅμοιος τῳ λεγομένῳ Ποντικῷ καρύᾳ, οὖ τὸ ἐντὸς θλιβόμενον [*](155 RV: σίλλυβον.) [*](5 SIM.: Pl. XXII 85 — Pl. XXVI 40 Ruf. Orib. II 107).) [*](5 EXC.: Orib. XII s. v. (σίλλυβον — ἁλσι); Paul. Aeg. VII 3 s. v.: σίλλυβον ἀκανθῶδές ἐστι φυτόν, παραπλήσιον τῷ λευκῷ χαμαιλέοντι, ἐδώδιμον δέ. τῆς ῥίζης δὲ ὁ ὀπὸς α σὺν μελικράτῳ ποθεὶς ἐμέτους κινεῖ. Hes. s, v. σίλλυβον.) [*](9 SIM.: Pl. XX 107 — Ruf. (Orib. II 107).) [*](9 EXC: Orib. XI s. v. (βολβὸς — κινεῖ); cf. Gal. XI 852 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](14 SIM.: Theophr. h. p. IV 2, 6 Pl. XII 100 sq.) [*](14 EXC.: Orib. XI s. v. (βάλανος — εὐλέπιστος); cf. Gal. XI 844 sq. (═ Aet I s. v. Paul. Aeg. VII c. 3 s. v.).) [*](1 post χυλισθεισῶν add. συναγχικῶν καὶ E: καὶ συναγχικῶν superscr. H2 cf. Dl purgateque virgae . . . sinanticis et sciadicis medicatur ὁ χυλὸς om. RE 2 εῖς om. RE ἅλμη θαλαττία R; ἄλμη θαλασσία E (corr. E2) 8 δὲ καὶ RE) [*](5 num. cap. χκζ O: χλ Di: ρνβ E titt περὶ σιλύβου FHDi: σίλυβον FHDi Ruf.: σίλλυβδον Orib.: ὅλυνθον· οἱ δὲ σίλλυβον E: sillebon Dl: sullibum Pl, πλατύτερα Orib.E: lata folia habet Dl χαμαιλέοντι ὅμοια (om. N) τῷ λευκῷ RDi 7 δὲ om. R ὅσον ⋖ α ποθεῖσα E 8 μιᾶς om. R) [*](9 num. cap. χκη O: χλα Di: — E cap. terat Di (mg. add. H2) post cap. περὶ ἀσφοδέλου II 199, ubi marg. add. περισσόν tit. περὶ βολβοῦ ἐμετικοῦ FHDi καλούμενος om. Orib. 10 ἐδωδίμου] ΒΔωΛΛΗ (sic) P post ῥίζαν 5 itt. eras. E2 δʼ ἐοικυῖαν (om. βολβῷ) Orib. 11 φλοιὸς] λοβὸς Orib.DiE (corr. E2) 12 πινόμενα Orib. post πινόμενον haec habet Di τὰ περὶ κύστιν ἄται καὶ ἔμετον κινεῖ) [*](14 num. cap. κθ O: χλβ Di: χλβ E tit. περὶ βαλάνου μυρεψικῆς FHDi καρπός ἐστι δένδρου ἐοικότος μυρίκη ὅ mg. add. E2 μυρίκῃ ibri: μυρρίνῃ mavult Spr.) [*](16 C fol. 294r: N 132)

302
ὥσπερ τὰ πικρὰ ἀμύγδαλα ἐξίησιν ὑγρόν, ᾧ εἰς τὰ πολυτελῆ μύρα ἀντὶ ἐλαίου χρῶνται. γεννᾶται δὲ ἐν Αἰθιοπίᾳ καὶ Αἰγόπτῳ καὶ Ἀραβίᾳ καὶ ἐν τῇ κατὰ Ἰουδαίαν Πέτρᾳ. διαφέρει δὲ αὐτῆς ἡ νέα καὶ πλήρης καὶ λευκὴ καὶ εὐλέπιστος, ἥτις μετʼ ὀξυκράτου ποθεῖσα λεία ὅσον ὁλκὴ δραχμῆς μιᾶς

2 σπλῆνα τήκει· καὶ καταπλάσσεται δὲ ἐπʼ αὐτῶν μετά αἰρίνου ἀλεύρου καὶ μελικράτου καὶ ἐπὶ ποδαγρικῶν, σὺν ὄξει δὲ ἀποσμᾷ ψώραν, λέπραν, ἀλφούς, οὐλὰς μελαίνας, σὺν οὔρῳ δὲ αἴρει φακούς, ἰόνθους, ἐφήλεις, ἐξανθήματα τὰ ἐν προσώπῳ, ἐμέτους τε κινεῖ καὶ κοιλίαν λύει μετὰ ὑδρομέλιτος. κακοστόμαχος δέ ἐστιν ἱκανῶς, καὶ τὸ ἐξ αὐτῆς δὲ ἔλαιον ποθὲν τὴν κοιλίαν ὑπάγει. στυπτικώτερος δʼ ἐστὶν ὁ φλοιὸς αὐτῆς· τὸ δὲ ἐκθλιβείσης αὐτῆς πίεσμα μείγνυται σμήγμασι τοῖς πρὸς τραχύτητας καὶ, κνησμούς ἁρμόζουσιν.

158 νάρκισσος· ἔνιοι καὶ τοῦτον ὥσπερ τὸ κρίνον λείριον ἐκάλεσαν. τὰ μὲν φύλλα πράσῳ ἔοικε, λεπτὰ δὲ καὶ μικρότερα [*](158 RV: νάρκισσος· οἱ δὲ νάρκισσος ἀνυγρος, οἱ δὲ αὐτογενές, οἱ δὲ βολβὸς ὁ ἐμετικός, οἱ δὲ λείριον, Ῥωμαῖοι βούλβους βομιτώριους.) [*](5 SIM. Scrib. L. 129. Cels. V 18, 4 D. eup. I 61 (272) II 62 (275) — eup. I 235 (217) D. eup. I 123 (155) II 131 (160) — eup. I 128 (157) — eup. I 118 (152) — eup. I 114 (150) — eup. I 122 (154) — eup. I 121 (153) — eup. II 61 (272) — eup. II 61 (272) — eup. I 108 (148) I 123 (155).) [*](15 SIM.: Theophr. h. pl. VI 6, 9 V VII 13, 1. Pl. XXI 25. 128. s. v. λείριον (e S. N.).) [*](15 EXC.: Orib. XII s. v. (νάρκισσος — ἔχει); cf. Gal. XII 85 (═ A et. I s v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.) Ps. Ap. 56. A. Mai VII 451.) [*](1 ἐξίεις F 2 ἀντ᾿ ἐλαίου Orib.Di δὲ]  γὰρ H: ἐν E 3 ἐν Αἰγύπτῳ Orib.E ἐν Ἀραβίᾳ Orib.E τὴν Ἰουδαίαν Orib.E 4 καὶ (alt.) om. Di λευκή τε καὶ Di ἐλέβιστος P 5 μετὰ ὀξυκράτου E ὅσον ⋖ α E 6 καὶ de, E2 αὐτῶν (i. e. τῶν σπληνικῶν inconcinna dictio) PFE: αὐτοῦ Di: αὐτὸν H 7 μετὰ μελικράτου Di post δὲ add. ἑψηθεὶσα Di ἀποσμε (i. e. ἀποσμᾶι) P: ἀποσμήχει reliqui S post λέπραν' add. σῦν νίτρῳ δὲ Di 9 τὰ om. FHDiE προσώποις EDi 10 μεθʼ ὑδρομέλιτος FH 11 ἐπάγει Di 12 στυπτικότατος E post αὐτῆς haec habet E καὶ ὁ χυλός, κοπίσης δὲ αὐτῆς καὶ ἐκθλιβείσης καὶ χυλισθείσης τὸ πίεσμα ἐκκοπείσης καὶ post δὲ (alt.) add. FHDi 13 ἐκπίεσμα HDi 14 εὐθετοῦσιν Di) [*](15 num. cap. χλ O: χλγ Di: ρνε E tit. περὶ ναρκίσσου FHDi post νάρκισσος syn. e R add. Di, marg. H2 verba ἔνιοι — ἐκάλεσαν om. Orib. νάρκισσος ὥσπερ τὸ κρίνον λείριον ἔνιοι ἐκάλεσαν FH τοῦτον PE: τοῦτο V λίριον N: λίλιον C 16 ἔοικε] ὅμοια E λεπτὰ δὲ καὶ] om. RDl μικρότερα δὲ καὶ στενότερα R: καὶ στενώτερα post πολὺ (p. 301, 1) inser. Di) [*](17 C fol. 238v: N 105 ἄνυγρος NH: ἀναυγυρος C: ἄνυδρος Di αὐτογενές] alii autonoes Ps. Ap. (autogenes Ack.) 18 Egypti bulbos emeticos Ps. Ap. οἱ δὲ λείριον (λίριον N) om. C ΜΟ?ΒΙΤΑΡΙΟΥϹ(sic) RDiH. correxi Spr. duce coll. Pl. XXI 128)

303
παρὰ πολύ, καυλὸν κενόν, ἄφυλλον, μείζονα σπιθαμῆς, ἐφʼ οὗ ἄνθος λευκόν, ἔσωθεν δὲ κροκῶδες ἐπʼ ἐνίων δὲ πορφυροειδές· ῥίζα δὲ λευκή, στρογγύλη, βολβοειδής, καρπὸς ὡς ἐν ὑμένι, μέλας, προμήκης. φύεται κάλλιστος ἐν ὀρεινοῖς τόποις, εὐώδης· ὁ δὲ λοιπὸς πρασίζει καὶ βοτανώδη τὴν ἀποφορὰν ἔχει.

τούτου ἡ ῥίζα βρωθεῖσα ἑφθὴ καὶ ποθεῖσα ἐμέτους κινεῖ· 2 ἁρμόζει δὲ καὶ πυρικαύτοις σὺν μέλιτι λεία καὶ τάς περὶ νεῦρα διακοπὰς παρακολλᾷ καταπλασσομένη, στρέμματά τε σφυρῶν καὶ τὰ περὶ ἄρθρα χρόνια ἀλγήματα λεία σὺς μέλιτι καταπλασθεῖσα ὀνίνησι· καθαίρει καὶ ἔφηλιν καὶ ἀλφὸν σὺν κνίδης σπέρματι καὶ ὄξει, σὺν ὀρόβῳ δὲ καὶ μέλιτι τὰς ἀκαθαρσίας τῶν ἑλκῶν ἀποκαθαίρει, καὶ τὰ δύσπεπτα δὲ τῶν ἀποστημάτων ῥήττει· ἀνάγει καὶ σκόλοπας σὺν αἰρίνῳ ἀλεύρῳ καὶ μέλιτι καταπλασσομένη.

159 ἱπποφαές, οἱ δὲ ἱππόφαος, γνάπτουσι τὰ ἱμάτια. [*](6 TEST.: Ruf. (ed. R. 533): dixerunt Ruffus et Dyascorides: bulbus narcissi cum aceto tritus abstergit.) [*](6 SIM.: Pl. XXI 128 Ruf. (Orib. II 107 199) — Pl. l. s 129 D. eup. I 178 (186) — eup. I 165 (179) — Pl. l. s. 129 eup. I 226 (211) — Pl. l. s. — Pl. l. s. eup. I 186 (192) — Pl. l. s. eup. I 167 (180).) [*](15 SIM.: (Hipp.] περὶ τῶν ἐντὸς π. (VII 200. 218. 220 L): Theophr. h. pl. VI 5, 1; Pl. XXII 29 cf. [Theophr.] h. p. IX 15, 6.) [*](15 EXC.: Orib. XI s. v. (ἱπποφαές — ξηραινόμενος); cf. Paul. Aeg. VII 3 S. v. ἱπποφαές· οἱ δὲ ἱππόφαιος ᾧ γνάμπτουσι τὰ μάτια. θάμνος ἐστὶ φρυγανώδης, ἧς ἡ ῥίζα ὀπίζεται καθάπερ ἡ θαψία. τοῦ δὲ ὀποῦ ὀβολὸς εἷς σὺν ὀροβίνῳ ἀλεύρῳ δοθεὶς καθαίρει χολὴν καὶ φλέγμα· καὶ ὅλον δὲ τὸ φυτὸν ξηραινόμενον γίνεται. cf. Hes. s. v. κνάφου δίκην. Gal. XIX 106.) [*](1 κατὰ πολύ FHDi: om, R καυλίου Orib.: καυλὸν reliqui post καυλὸν add. μικρόν Orib.E φύλλον E μείζον Orib.E ὑπὲρ σπιθαμὴν (σπιθαμῆς Di) τὸ ὅψος RDi 2 τὸ ἄνθος E ἔσωθεν] ἐν μέσῳ RDi δὲ (pr.)] om. ROrib. κροκῶδες] κοῖλον ἔχων κροκώδη C: καυλὸν ἔχων κροκώδη N: κοῖλον ἔχον κροκοειδές Di ἐπʼ om. Orib. 3 ῥίζαν δὲ λευκὴν κτλ. V δὲ om. ROrib. λευκὴ ἔνδοθεν RDi βολβῷ ἐνφερής R ὡς om. E 4 προμήκης om. R φύεται δὲ E ὁ κάλλιστος REDi τόποις addidi ex EDi 5 λοιπὸς] λευκὸς R post λοιπὸς add. ὲν πεδίοις καὶ ἀμμώδεσι Orib. τραγὀζεο P: religuus porri habet similitudinem Dl 7 λεία σὺν μέλιτι RE τὰ νεῦρα E 8 συνκολλᾶ C: κολλᾶ N 9 περὶ τὰ RR σὺν μέλιτι om. R 10 καθαίρει δὲ E ἀλφοὺς E 12 ἀποκαθαίρει] ἀφαιρεῖται RE δὲ om. RDi 13 ῥήσσει HDi καὶ ἀνάγει C: ἀνάγει δὲ καὶ E: ἄγει καὶ ODi: correxi αἰρίνῳ] ἐρίνῳ ER: cum irin illirica (i. e. ἰρίνῳ ἀλ.) Dl at cf. Pl. sic (i. e. cum melle et avenae farina) et infixa corpori extrahit post ἀλεύρῳ add. καὶ ῥοδίνῳ ἐλαίῳ E 14 καταπλαττομένη R) [*](15 num. cap. χλα O: χλδ Di: ρνϚ E tit. περὶ ἱπποφαοῦς FHDi post ἴπποφαές syn. e R add, Di, marg. H2 ἱππόφαος RC: ἱππόφεος E: ἰπποφυές Di: ippofies Dl: ἑππόφεως Hipp. Theophr l. s. cf. Gal. XIX 106 ἐν ᾧ PF: διʼ οὗ R: reliqui γνάφουσι FHEDi)

304
φύεται μὲν ἐν παραθαλασσίοις καὶ ἀμμώδεσι τόποις, θάμνος δέ ἐστι φρυγανώδης, πυκνός, ἀμφιλαφής, φύλλα ἔχων μακρὰ πρὸς τὰ τῆς ἐλαίας, στενότερα δὲ καὶ μαλακώτερα, καὶ μεταξὺ ἀκάνθας ξηράς, ὑπολεύκους, γωνιοειδεῖς, ἀπʼ ἀλλήλων διεστώσας·῝ ἄνθη κορύμβοις ἐοικότα κιττοῦ, ὡς βοτρύδια προσκείμενα ἀλλήλοις, πλὴν μικρότερα καὶ μαλακά, μετὰ τοῦ λευκοῦ φοινίσσοντα ἐκ μέρους· ῥίζα παχεῖα καὶ μαλακή, ἀποῦ μεστή, γευσαμένῳ πικρά, ὀπιζομένη ὥσπερ ἡ θαψία.

2 ἀποτίθεται δὲ καθʼ ἑαυτὸν ὁ ὀπὸς καὶ σύν ἀροβίνῳ ἀλεύρῳ ἀναλαμβανόμενος καὶ ξηραινόμενος. καθαίρει δὲ χολῶδες καὶ φλεγματῶδες καὶ ὑδατῶδεσ κάτω ὀβολός, τοῦ δὲ μετὰ τοῦ ὀρόβου τετρώβολον σὺν μελικράτῳ. καὶ ὁ θάμνος δὲ σὺν ταῖς ῥίζαις ξηραινόμενος κόπτεται καὶ δίδοται λεῖος μετὰ μελικράτου κοτύλης μιᾶς ἡμισείας· γίνεται δὲ καὶ χύλισμα ἐκ τῆς ῥίζης καὶ τῆς πόας ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῆς θαψίας· δραχμὴ δὲ μία δίδοται τούτου πρὸς τάς καθάρσεις.

160 ἱππόφαιστον· φύεται μὲν ἐν τοῖς αὐτοῖς τόποις, [*](159 RV: ἱπποφαές· οἱ δὲ ἱππόφαος, οἱ δὲ ἱπποφανής, οἱ) [*](9 SIM.: Pl. l. s. Ruf. (Orib. II 116).) [*](17 SIM.: Pl. XXVII 92 (e S. N. — Crat.) cf. Pl. XXII 29. XVI 244 — Pl. l. s. Ruf. (Orib. II 116).) [*](17 EXC.: Orib. XI s. v. (ἱππόφαιστον — μαλακήν); cf. Paul. Aeg. VII 3 s. v. ὑπόφαιστον· εἷδός ἐστι κναφικῆς ἀκάνθης ὥσπερ καὶ τὸ ἱπποφαές. τούτου τῆς κεφαλῆς καὶ τῶν φύλλων καὶ τῶν ῥιζῶν ξηρανθεὶς ὁ χυλός, ὁλκὴ τριωβόλου μετὰ μελικράτου, ὕδωρ καὶ φλέγμα κενοῖ. ἁρμόζει δὲ μάλιστα ὀρθοπνοίαις, ἐπιληψίαις καὶ τοῖς περὶ τὰ νεῦρα πάθεσιν.) [*](1 παραθαλαττίοις CEDi 2 δέ om, C πυκνός, μικρός E φύλλα δὲ ἔχει (post ἔχει c. 7 litt. del. E2)E μικρὰ] μικρὰ E: foliis longioribus ut oliva Orib. 3 μαλακώτερα] λεπτότερα FHOrib.: sed angusta, molliora et acuta Dl 4 ξηράς] λευκάς C γωνιοειδῶς C 5 κιττοῦ PCE: κισσοῦ reliqui 6 πλὴν om. C post μαλακά inser. καὶ DiE (dittogr. del. E2) 7 καὶ om. V 8 ὀπιζομένη δὲ E ἡ om. CDi 9 κατὰ αὑτὸν C 10 καὶ (alt.) om. C ὑδατῶl: ὀβολοὺς τρεῖς Ruf. l. s. τὸ δὲ E ὀρόβου] λευκοῦ C: ὀροβίνου EDi 12 τριώβολον E cf. Ruf. (Orib. II 116) εἰ δὲ τοῦ σὺν τῷ ὀρόβῳ σκευαζομένου, δραχμὴν μίαν ἐν μελικράτῳ 14 ἥμισυ E ἐκ om, CD 15 καὶ om. CDi δὲ μία om. C 16 καθάρσις τούτου C) [*](17 num. cap. χλβ O: χλς Di: ρνζ E tit. περὶ ἱπποφαίστου FHDi: ὑποφάιστον E Paul. Aeg.: ὑποφάεστον R post ἱππόφαιστον syn. e R add. Di, marg. H2 αὐτοῖς om. E: αὐτοῦ H) [*](18 C fol. 147r: om. N ἱπποφυές HDi ἱπποφανής HDi: ἱπποφανίς C)

305
ἐν οἷς καὶ τὸ ἱπποφαές, καὶ αὐτὸ γναφικῆς ἀκάνθης εἶδος ὑπάρχον. ἐστι δὲ χαμαιπετές, κεφάλια μόνον ἔχον χαῦνα καὶ φυλλάρια μικρά, — οὔτε δὲ ἄνθος οὔτε καυλὸν φέρει — ῥίζαν παχεῖαν, μαλακήν.

ταύτης τὰ φύλλα καὶ τὴν κεφαλὴν καὶ τὴν ῥίζαν χυλίσας ξήραινε καὶ δίδου ὁλκὴν τριωβόλου μετὰ μελικράτου, ἐφ ὧν βούλει ὕδωρ καὶ φλέγμα ἄγειν· ἰδίως δὲ ἡ διʼ αὐτοῦ κάθαρσις ὀρθοπνοίαις καὶ ἐπιλημψίαις καὶ τοῖς περὶ νεῦραπάθεσιν ἁρμόζει.

161 κίκι· οἱ δὲ σήσαμον ἄγριον, οἱ δὲ σέσελι Κύπριον, οἱ δὲ κρότωνα διὰ τὴν ὡς πρὸς τὸ ζῷον τοῦ σπέρματος ἐμφέρειαν· δένδρον ἐστὶ συκῆς μικρᾶς μέγεθος ἔχον, φύλλα δὲ ὅμοια πλατάνῳ, μείζονα δὲ καὶ λειότερα καὶ μελάντερα, τὰ δὴ [*](δὲ ἵππιον, οἱ δὲ ἐχίνιον, οἱ δὲ πελεκῖνος, Ῥωμαῖοι λαππάγω. οἱ δὲ λάππολα μέρα.) [*](160 RV: ὑπόφαιστον· οἱ δὲ καὶ τοῦτο ἱπποφαὲς καλοῦσιν.) [*](161 RV: κρότων ἢ κίκι· οἱ δὲ σήσαμον ἄγριον, οἱ δὲ σέσελι Κύπριον, οἱ δὲ κρότωνα, Αἰγύπτιοι σησθάμνα, οἱ δὲ τρίξιν, προφῆται αἷμα πυρετοῦ, Ῥωμαῖοι ῥίκινουμ, οἱ δὲ λούπα.) [*](9 SIM.: Herod. II 94. Theophr. h. pl. I 10, 1. Pl. XV 25 ˜ Pl. XXIII 84 (e S. N.).) [*](9 EXC.: med. Gal. XI 26 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Hes.s. v. κίκι.) [*](1 κναφικῆς E C χαμαιπετής R: post χαμ. haec habet Di ἔχον μόνον φυλλάρια μικρὰ ἀκανθώδη καὶ κεφάλια χαῦνα, at cf. Pl. capitulis tantum inanibus et foliis parvis multis μόνον] ὅμοια RE ἔχων REF χαῦνα] καυλία RDl 3 μικρά, ἀκανθώδη RDi: ἀκανθώδη superscr. H2 καυλὸν οὔτε ἄνθος R: post καυλὸν add. οὔτε καρπόμ E ῥίζαν δὲ RDi 5 τὴν ῥίζαν καὶ τὴν κεφαλήν Di: καὶ τὴν ῥίζαν χυλίσας om. R: folia eius et caput et radix Dl 6 ὁλκῆς δραγμῆς τριωβόλου E ἐφ᾿ ὧν] ᾧ Di 7 βούλει καὶ (om. Di) ἡ (γὰρ add. Di) διὰ τούτου (τούτων N) κάθαρσις ὕδωρ καὶ φλέγμα ἄγει RDi cf. Salm. exerc. Pl. 395 sq. ἀγαγεῖν E (post ἀγ. c. 9 litt. del. E2) ἡ — κάθαρσις om. RDi ἀπὸ τούτου E 8 ὀρθοπνοικοῖς R: post ὀρθοπνοίαις transpos. ἁρμόζει RDi) [*](9 num. cap. χλγ O: χλϚ Di: ρνη E tit. περὶ κίκεος FH κηκι R: κίκι ἢ κρότον Di initio syn. e R add Di σίσαμον F κύπριοι δὲ O: κύπριον, μὲ δὲ reliqui cf. Dl aut seseli ciprion: Ruf. (0rib. II 107) κρότων· ἔνιοι δὲ Κύπριον σέσελι ὀνομάζουσιν, Αἰγύπτιοι δὲ κίκι, ab Herodoto II 94) σιλλικύπρια vocatur 10 ὠνόμασται δὲ (om. NDi) κρότων RDi ἐμφέρειαν τοῦ σπέρματος RDi post ἐμφέρειαν add. ἐκάλεσαν E: fort. recte 11 δένδρον δὲ RDi) [*](13 ἐχίννιον C: ἐχίνιον Di: ἐχίνειον H: suspectum λαπαγώ H 14 λαππολλαμερα C: λαππολαμερά HDi) [*](15 C fol. 354r: N 147 ὑποφαεστον R (form. tuetur ord. alph.) E Paul. Aeg.: ἱππόφαιστον HDi) [*](16 C. fol. 171r: N 54 κίκι ἢ κρότον Di: ἢ κρότων superscr. H2 18 λούτα H2 in mg.))

306
στελέχη καὶ τὰς κράδας κοῖλα καλάμου τρόπον, καρπὸν δὲ ἐν βότρυσι τραχέσι, λεπισθέντα ὅμοιον κρότωνι τῳ ζῴῳ, ἐξ οὗ καὶ ἀποθλίβεται τὸ λεγόμενον κίκινον ἔλαιον, ἄβρωτον μέν, ἄλλως δὲ χρήσιμον εἰς λύχνους καὶ ἐμπλάστρους |.

2 καθαρθέντες δὲ ὅσον τριάκοντα κόκκοι τὸν ἀριθμὸν καὶ ποθέντες λεῖοι ἄγουσι κατὰ κοιλίαν φλέγμα καὶ χολὴν καὶ ὕδωρ· κινοῦσι δὲ καὶ ἔμετον. ἐστι δὲ λίαν ἀηδὴς καὶ ἐργώδης ἡ τοιαύτη κάθαρσις, ἀνατρέπουσα τὸν στόμαχον ἰσχυρῶς. κοπεὶς δὲ καὶ καταπλασθεὶς ἰόνθους καὶ ἐφηλίδας καθαίρει, τὰ δὲ φύλλα τριφθέντα μετὰ πάλης ἀλφίτου ὀφθαλμῶν οἰδήματα καὶ φλεγμονὰς παύει καὶ σπαργῶντας μαστούς, ἐρυσιπέλατά τε σβέννυσι καθʼ ἑαυτὰ καὶ μετὰ ὄξους καταπλασσόμενα.

162 ἐλλέβορος μέλας, οἱ δὲ Μελαμπόδιον, οἱ δὲ ἔκτομον, [*](162 RV: ἐλλέβορος μέλας· οἱ δὲ Μελαμπόδιον οἱ δὲ Ὀρέστιον, οἱ δὲ πολύρριζον, οἱ δὲ Προίτιον, οἱ δὲ μελανόρριζον, οἱ δὲ κοιράνειον προφῆται ζωμαρῖτις, Αἰγύπτιοι ἰγαΐα οἱ δὲ) [*](5 SIM.: Pl. XXIII 83 Ruf. (Orib. II 107) D. eup. II 63 (277) II 64 (279) — Pl. l. s. 84 eup. I 121 (154) — Pl. l. s. eup. I 29 (107) — Pl. l. s. eup. II 136 (162) — Pl. l. s. eup. I 169 (181).) [*](13 SIM.: Theophr.] h. pl. IX 10, 2 sq. Pl. XXV 47 sq. (e S. N.) Ruf. (Orib. II 108) Erot. s. v. ἐκτόμου (F. M. Gr. I frg. 151) Gal. XIX 96. — Theophr.] h. pl. IX 9, 2 Erot. s. v. σησαμοειδές Ruf. (Orib. II 109).) [*](13 EXC.: Orib. XI s. v. (ἐλλέβορος — τόποις, cf. Orib. V 71 (═ Aet. II 196 p. 40v); de virt. med. cf. Gal. XI 874 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 cf. Aet. III 27 Paul. Aeg. VII 4 p. 259, 51) Hes. s. v. ἔκτομον.) [*](1 τοὺς κλάδους C: οἱ κλάδοι N κοίλας EFN τρόπον ἔχει RDi 2 τοῦτο λεπισθὲν ὅμοιον γίνεται R 3 λεγόμενον] καλούμενον R post ἔλαιον habet ἀχρίως ἄλλως μὴ χρήσιμον R: ἄβρωτον μὲν καὶ ἄχρηστον E λύχνον R 5 τριάκοντα F (γράφεται τρεῖς mg. add. m. rec.): τεσσαράκοντα Paul. Aeg. VII 4 (p. 261, 5) D. εup. II 64 (279) at cf. Dl unde si XXX grana purgata fuerint et accepta colera et flegma ventri deponit δὲ (pr.) addidi e REFHDi 8 τὸν om. RDi κοπεὶς] scil. ὁ καρπός 9 ἐφίληδας E: ἐφήλεις RDi 10 τριβέντα REDi 11 τε om. R 12 καὶ καθ᾿ E (dittogr.)) [*](13 num. cap. χλδ PFH: χκβ Dl: ρνθ E tit. περὶ ἐλλεβόρου μέλανος FHDi post μέλας syn. e R add. Di, mg. H2 μελαμπόδιον] cf. [Theophr.] h. pl. IX 10, 4 καλοῦσι δὲ τὸν μέλανά τινε ἔκτομον Μελαμπόδιον ὡς ἐκείνου πρῶτον τεμόντος καὶ ἀνευρόντος (e Diocle) ἔκστομον FH: om, 0rib.: ectomus Dl cf. [Hipp.] de nat. mul. 109 (VII 426 L)) [*](14 C fol. 115r: N 73 effig. herb. pict. (fol. 115v) add. C (m. rec.) ἰδιωτικῶς καρπήν (?) μελανπόδιον R ὀρέστιον] cf. Pl. XIV 108 15 πρώτιον libri: corr. Marc. μελανόριζον R: μελανόρριζαν H 16 κοιράνιον N: κυράνιον CDi: κοράνιον H: fort. κορώνιον cf. D, IV 163 ζωμαρείτις N: ζωμαριτ΄ superscr. Di ἰγαίαν H)

307
οἱ δὲ πολύρριζον καλοῦσι· Μελαμπόδιον δέ, ἐπειδὴ δοκεῖ Μελάμπους τις αἰπόλος τὰς Προίτου θυγατέρας μανείσας αὐτῷ καθῆραι καὶ θεραπεῦσαι. ἔχει δὲ τὰ φύλλα χλωρά, πλατάνῳ προσεμφερῆ, ἐλάττονα δὲ πρὸς τὰ τοῦ σφονδυλίου καὶ πολυσχιέστερα καὶ μελάντερα καὶ ὑποτραχέα· καυλὸς βραχύς, ἄνθη δὲ λευκά, ἐμπόρφυρα, τῷ δὲ σχήματι βοτρυοειδῆ, καὶ ἐν αὐτῷ καρπὸς κνήκῳ παραπλήσιος, ὃν καὶ αὐτὸν καλοῦσιν οἱ ἐν Ἀντικύρᾳ σησαμοειδές, χρώμενοι πρὸς τὰς καθάρσεις αὐτῷ· ῥίζαι δὲ μέλαιναι, λεπταί, οἱονεὶ ἀπό τινος κεφαλίου κρομυώδους ἠρτημέναι, ὧν καὶ ἡ χρῆσις· φύεται ἐν τραχέσι καὶ γεωλόφοις καὶ καταξήροις τόποις.

καὶ ἐστιν ἄριστος ὁ ἐκ τῶν τοιούτων λαμβανόμενος 2 χωρίων, οἷός ἐστιν ὁ ἐξ Ἀντικύρας· καὶ γὰρ ὁ μέλας κάλλιστος ἐν αὐτῇ γεννᾶται. ἐκλέγου δὲ τὸν εὔτροφον καὶ εὔσαρκον, λεπτὴν ἔχοντα τὴν ἐντεριώνην, δριμύν ἐν τῇ γεύσει καὶ πυρώδη· τοιοῦτος δʼ ἐστὶν ὁ ἐν τῷ Ἑλικῶνι καὶ Παρνασσῷ καὶ ἐν Αἰτωλίᾳ φυόμενος, διαφέρει μέντοι ὁ Ἑλικώνιος.

[*](ἐλαφυής, οἱ δὲ κεμελέγ, οἱ δὲ ἑρμιελύ, Ῥωμαῖοι βερέτρουμ νίγρουμ, οἱ δὲ κονσιλίγω, οἱ δὲ σαρράκα, Δάκοι προδιάρνα.)[*](11 SIM.: (Theoph. h. pl. X 10 3. 4 de caus. pl. VI 13, 4 Pl. XXV 49 sq Ruf. (Orib. II 103) Archig. (Orib. II 155) Herod. (Orib. II 165).)[*](1 post δέ (alt.) add. λέγεται R ἐπεὶ R 2 μέλας F τοῦ Προίτου R ἐν αὐτῷ RDi 3 καθᾶραι REDi post καθῆραι add. πρῶτος RDi δὲ καὶ τοῦτο E πλατανοειδῆ C: πλατάνῳ ἐνφερῆ N 4 πρὸς — ὑποτραχέα om. R τὰ om. P: ante πρὸς transpos. FH (in archet. mg. additum fuit): sed minora sicut fondilium Dl 5 καυλὸν δὲ (om. N) ἀνίησιν βραχὺν R βραχύς] τραχύς FHOrib.: καὶ τραχὺς mg. add. E (pr. m.): virga brevis Dl ἄνθη δὲ φέρει ἐνπόρφυρα CDi: ἄνθη πορφυρᾶ N at cf. Dl flores albos et purpureos 6 δὲ (pr.) om. E post σχήματι c. 9 litt. eras. E2 βοτρυοειδῆ PE (post βοτρυοειδῆ deest unum folium, λείπει φύλλα α΄ adnotat E2): βοτρυώδη FH: προδοειδῆ C: ὁοδοειδῆ NDi at cf, Dl scema botrui similem in quo semen est simile cneco 7 ὅμοιος RDi ὃ καὶ αὐτὸ R: ὃν καὶ αὐτὸν reliqui ἐν om. P 8 σησαμοειδῆ FHDi cf. Erot. s. v. σησαμοειδές· Διοκλῆς οὕτω φησὶ καλεῖσθαι τὸν ἐν Ἀντικύρᾳ ἐλλέβορον ῥίζα P 9 δʼ ὅπεισιν RDi λεπταί μέλαιναι ROrib.Di: cuius radices tenues sunt et nigrae Dl 11 ἐν καταξήροις R καὶ ἄριστος Di: ἄριστος δὲ R 12 ἐστιν om. R καὶ γὰρ om. R 13 κάλλιστος ὁ μέλις R: καὶ κάλλιστος Di: καὶ superacr, H2 εὔσαρκον καὶ εὔτροφον RDi: καὶ εὔσαρκον om. Orib. V 71 14 λευκὸν RDl at cf. Orib. l. s. Herod. (Orib. II 166) κλασθεὶς δὲ κευκὸς ἔνδοθεν φαινέσθω καὶ λεπτὴν ἐχέτω τήν ἐντεριώνην 15 καὶ ἐν Αἰτωλίᾳ om. R 16 ἐν addidi Αἰτωλία libri cf. Ruf. (Orib. II 103) ὁ δὲ δὴ μέλε οὐ πονηρὸς . . . καὶ ἐν τῳ Παρνασσῷ καὶ ἐν Αἰτωλίᾳ, ὡς ὅ γε λευκός· ὅποι φύοιτο ἄλλῃ, κάκιστος)[*](17 ἐλαφινέ HDi οἱ δὲ ἑρμιελύ om, HDi βερετρουμνι N: βετρουμνί CHDi 18 οἱ δὲ κονσιλίγω om. HDi: κονσαλικο R: correxi cf. Pelag. ed. Thm p. 140 σαρακᾶ HDi προδίορνα HDi cf. Tomaschek l. c. 33)
308

καθαίρει δὲ τὴν κάτω κοιλίαν ἄγων φλέγμα καὶ χολὴν καθʼ ἑαυτὸν ἢ μετὰ σκαμμωνίας καὶ ἀλῶν διδόμενος δραχμῆς μιᾶς ἢ τριωβόλου ὁλκή· συνέψεται δὲ καὶ φακοῖς καὶ ζωμοῖς τοῖς εἰς κάθαρσιν λαμβανομένοις.

3 ὠφελεῖ δὲ ἐπιλημπτικούς, μελαγχολικούς, μαινομένους, ἀρθριτικούς, παραλελυμένους· προστεθεὶς δὲ ἔμμηνα ἄγει καὶ ἔμβρυα φθείρει, σύριγγάς τε καθαίρει καθεθεὶς καὶ μετὰ τρίτην ἐξαιρεθείς· ὁμοίως καὶ ἐπὶ δυσκωφούντων καθίεται εἰς τὸ οὖς, ἐώμενος ἐπὶ δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας. θεραπεύει δὲ καὶ ψώρας μετὰ λιβανωτοῦ καὶ κηροῦ καὶ ὀροῦ πίττης ἢ κεδρίνου ἐλαίου καταχριόμενος, μετʼ ὄξους δὲ ἢ καθʼ ἑαυτὸν καταπλασσόμενος ἀλφούς καὶ λειχῆνας καὶ λέπρας θερατεύει. ἑψηθεὶς δὲ ἐν ὄξει ὀδονταλγίας πραΰνει διακλυζόμενος σηπταῖς τε μείγνυται, μετὰ κριθίνου δὲ ἀλεύρου καὶ οἴνου κατάπλασμα γίνεται ὑδρωπικῶν ὠφέλιμον.

4 συμφυτευθεὶς δὲ ἀμπέλοις πρὸς τῇ ῥίζη τὸν ἐξ αὐτῶν οἶνον καθαρτικὸν ἐργάζεται· περιρραίνουσι δὲ καὶ οἰκίας αὐτῷ καθάρσιον εἶναι νομίζοντες, ὅθεν καὶ ὀρύσσοντες ἵστανται πρὸς ἕω, εὐχόμενοι Ἀπόλλωνι καὶ Ἀσκληπιῷ, φυλαττόμενοι δὲ ἀετόν· ἐφίπτασθαι γάρ φασιν οὐκ ἀκινδύνως· δίδωσι γὰρ τὸν θάνατον ὁ ὄρνις, ἄνπερ ἴδη τὴν ὀρυγὴν τοῦ ἐλλεβόρου. συντόνως δὲ δεῖ ὀρύττειν διὰ τὸ καρηβαρίαν ἐκ τῆς ἀποφορᾶς γίνεσθαι, ὅθεν εἰς προφυλακὴν [*](1 SIM.: Pl. XXV 51. 54. Ruf. (Orib. II 108) — D. eup. I 18 (102) — Cels. III 18 (101, 36) Pl. 54 Ruf. (Orib. II 108) — Pl. 54 — eup. II 78 (290) Zop. (orib. II 597) — Pl. 55 eup. I 207 (201) — eup. I 63 (124) — Pl. 55 — Pl. 55 eup. I 118 (152) — eup. I 128 (157) — eup. I 69 (127).) [*](13 SIM.: Pl. 54. 55 eup. II 65 (280) — [Theophr.]  IX 10, 3 Pl. XIII 110 — [Theophr.] IX 10, 4 Pl. XXV 49 — [Thophr.] IX 8, 8 Pl. XXV 50.) [*](1 ἄνω RDiH 2 καὶ ἁλῶν post διδόμενος colloc. RDi μιᾶς om. R 3 ὁλκῆς RDi μίγνυται R φακῇ RDi: φακ (═ φακοῖς) F 4 ἐπιληπτικοὺς δὲ ὠφελεῖ FH 6 κτείνει RDi 7 καθεὶς P: κατεθεὶς R: κατατεθεὶς reliqui: correxi ἐπὶ τῶν R δυσηκοούντων FHDi 8 ἐώμενος ἕως μείνῃ R ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας R 9 καὶ (alt.)] ἢ RDi καὶ ὀροῦ πίττης om. R ὀροῦ P: ὀρροῦ reliqui 10 πίσσης Di cf. Dl mixtus libanotidi et cere et pice liguide et oleo cedrino ἢ (pr.)] καὶ RDi μετʼ ὄξυνς· καθʼ ἑαυτὸν δὲ CDl: μετʼ ὄξους δὲ καθʼ ἑαυτὸν NDi 11 θεραπεύει] πραΰνει R 12 σὺν ὄξει RDi 18 μετὰ δὲ NDi δὲ] τε O 14 γίνετια om. R: ἐστν Di ὑδρωπικοῖς HDi 16 ταῖς ῥίζαις R ἐξ] ἀπʼ R 16 οἰκίαις CDi ἐν αὐτῷ N: αὐτὸν Di καθαρτικὸν RDi 17 ὀρύττοντες R προσευχόμενοι (ἕω om. ODi: πρὸς ἠῶ εὐχόμενοι R: correxi coll. [Theophr.] IX 8, 8 περιγράφειν δὲ καὶ τὸν ἐλλέβορον τὸν μελανα καὶ τέμνειν ἱστάμενον πρὸς ἕω καὶ [κατ]εὐχόμενον 18 δὲ addidi ἀετὸν — ἴδῃ om. R 19 δεδίασι O: δίδοσι corr. H2: δίδωσι Di τὸν om. Di ἄνπερ ὁ ὄρνις FH: ἐάνπερ Di 20 τὸν τοῦ ἐλλεβόρου ἐρυγήν (ἐρυγήν F) FH 21 καρηβαρίαν ἐνγίνεσθαι τοῖς ὀρύττουσιν ἐκ τῆς ἀπ. R ὅθεν] διὸ R)

309
οἱ ὀρύττοντες προεσθίουσι σκόρδα καὶ οἶνον πίνουσιν, ἀβλαβέστερον διατιθέμενοι. ἐξεντερίζεται δὲ ὥσπερ ὁ λευκὸς ἐλλέβορος.

163 σησαμοειδὲς τὸ μικρόν· καυλία ἐστὶ σπιθαμιαῖα, ἔχοντα φύλλα κορωνόποδι ὅμοια, δασύτερα μέντοι καὶ μικρότερα ἐπʼ ἄκρου δὲ τῶν καυλίων κεφάλια ἀνθέων ὑποπορφύρων, ὧν τὸ μέσον λευκόν, ἐν οἷς σπέρμα σησάμῳ ἐοικός, πικρόν, κιρρόν· ῥίζα λεπτή.

καθαίρει δὲ φλέγμα καὶ χολὴν κάτω ποθὲν λεῖον τὸ σπέρμα ὅσον ὀξυβάφου ἥμισυ σὺν μελικράτῳ καταπλασθὲν δὲ μεθʼ ὕδατος φύματα καὶ οἰδήματα διαφορεῖ. φύεται δὲ ἐν τραχέσι χωρίοις.

164 τιθυμάλλου εἴδη ἑπτά, ὧν ὁ μὲν ἄρρην χαρακίας [*](163 RV: σησαμοειδὲς τὸ λευκόν· οἱ δὲ κορώνιον, οἱ δὲ σήσαμον ἄγριον καλοῦσιν.) [*](164 RV: τιθύμαλλος χαρακίας.) [*](4 SIM.: PL.  XXII 133 — e. l. s. Ruf. Orib. II 106)) [*](4 EXC.: Orib. XII s. v. (σησαμοειδές — χωρίοις); cf. Gal. XII 121 (═ Paul. Aeg. VI 3 s. v.).) [*](13 SIM.: [Theophr.] h. pl. IX 11, 7 sq. cf. IX 8, 2; caus. IV 6, 9; Crat. (schol. Nic. Th. 617); Pl. XXV I62. XX 209 (e S. N. et Ps. Theophr.]; Ruf. (Orib. II 106. 107. 119).) [*](13 EXC.: Orib. XII s. v. (τιθυμάλλου — δρῶσιν med. om.); Ps. D. de h. f. 33 41 ~ A. Mai VII 444 (e D. lat.): Ps Ap. 108 (cf. Ps. Orib. II 27); cf. Gal. XII 141 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); cf. Aet. III 36. Paul. Aeg. VII 4 (260, 16); Isid. XVII 9, 77; Hes. s. v. χαρακίας.) [*](1 ἐσθίουσι RFHDi σκόροδα Di οἷνον om. R πίνοντες H ἀβλαβέστεροι γὰρ οὕτως διατίθενται RDi 2 καὶ ὁ Di: ὁ om. O) [*](4 num. cap. χλε 0: χκδ Di: cap. om. E tit. περὶ σησαμοειδοῦς HF: περὶ σησ. τοῦ μικροῦ Di σησαμοειδὲς τὸ κευκόν RDl Ruf. Gal. Orib. Paul. Aeg. post μικρόν syn. e R add. Di, mg. H2 ἐστὶ] ἔχει Orib. 5 κορωνοποδίῳ R: κορονόποδι F μακρότερα Orib. at cf. Dl sed asperiora et minora 6 ἐπ’ ἄκρου PF: ἐπʼ ἄκρων reliqui καυλῶν NOrib. ἀνθέων O: ἀνθʼ ὧν Orib.: ἄνθεσιν πορφύροις μέσον ἐν οἷς σπέρμα N: ἀνθῶν τοῖς προφύροις μέσον, ἐν οἷς C cf. Blab Gramm. d. N. I. 28 7 ὧν] ἐν οἰς Orib. ἐν ρἶς om. Orib. ἐοικὸς σησάμῳ R πικρόν] μικρόν O at cf. Pl. l. s. sesamoides . . . grano amaro, folio minore, Gal. l. s. ὑπόκιρρον (pro πικρὸν κιρρόν) Dl 9 χολὴν καὶ φλέγμα RDi κάτω om. R post κάτω interpunx. Dl λεῖον om. RDi 10 ὅσον om. RDi in cataplasma compositu siccat splene (σπλῆνα τήκει) Dl 11 δὲ om. ROrib.Di) [*](13 num. cap. χλϚ O: χλζ Di τιθυμάλλων RDi δὲ ἔη Orib.: εἰσὶν ἑπτὰ εἴδη R) [*](14 C fol. 326r: N 160 λευκόν] μικρόν HDi κορώνιον] cf. Hes. s. v. κορώνιος σησάμιον N) [*](16 N fol 142: C fol. 339r (initio cap. om))

310
καλεῖται, ὑπὸ δέ τινων κομήτης ἡ ἀμυγδαλίτης ἢ κωβιὸς ὀνομάζεται· ὁ δέ τις θῆλυς ἢ μυρσινίτης, ὃν καὶ καρυιΐτην καλοῦσιν· ὁ δὲ παράλιος, ὃν ἔνιοι τιθυμαλλίδα ἐκάλεσαν ὁ δέ τις ἡλιοσκόπιος, ὁ δὲ κυπαρισσίας, ὁ δὲ δενδρώδης, ὁ δὲ πλατύφυλλος.

τοῦ δὴ χαρακίου καλουμένου εἰσὶ καυλοὶ μὲν ὑπὲρ πῆχυν, ἐνερευθεῖς, ἀποῦ δριμέος καὶ λευκοῦ μεστοί, φύλλα δὲ περὶ ταῖς ῥάβδοις ὅμοια ἐλαίᾳ, μακρότερα δὲ καὶ στενότερα, ῥίζα ἁδρὰ καὶ ξυλώδης· ἐπʼ ἄκρων δὲ τῶν καυλῶν κόμη σχοινοειδῶν ῥαβδίων, καὶ ἐπ᾿ αὐτῶν ὑπόκοιλα, ὅμοια πυελίσιν, ἐν οἷς ὁ καρπός, φύεται δὲ ἐν τραχέσι καὶ ὀρεινοῖς τόποις.

2 δύναμιν δὲ ἔχει ὁ ἀπὸς καθαρτικὴν τῆς κάτω κοιλίας, ἄγων φλέγμα καὶ χολήν, ὀβολῶν δυεῖν πλῆθος λαμβανόμενος μετʼ ὀξυκράτου, σὺν μελικράτῳ δὲ καὶ ἔμετον κινεῖ, ὀπίζεται δὲ περὶ τὸν τρυγητὸν συναχθεισῶν τῶν ῥάβδων καὶ ἀποτμηθεισῶν· ἐγκεκλίσθαι δὲ αὐτὰς δεῖ εἰς ἀγγεῖον. ἔνιοι δὲ ὀρόβινον ἄλευρον μειγνύντες συναναπλάσσουσιν ὀροβιαῖα μεγέθη, τινὲς δὴ εἰς τὰ ξηραινόμενα σῦκα ἀποστάζουσι σταλαγμούς τρεῖς ἢ τέσσαρας καὶ ξηράναντες ἀποτίθενται· καθʼ ἑαυτὸν δὲ τριβόμενος ἐν θυΐᾳ ἀναπλάσσεται καὶ ἀποτίθεται.

3 ἐν δὲ τῳ ὀπίζειν οὐ δεῖ κατʼ ἄνεμον ἵστασθαι οὐδὲ τάς χεῖρας προσάγειν τοῖς ὀφθαλμοῖς, ἀλλὰ καὶ πρὸ τοῦ ὀπίζειν τὸ σῶμα δεῖ χρίειν στέατι ἢ ἐλαίῳ μετʼ οἴνου, μάλιστα δὲ πρόσωπον καὶ ὄσχεον καὶ τράχηλον. τραχύνει δὲ καὶ τὴν φάρυγγα, ὅθεν δεῖ τὰ καταπότια περιπλάττειν κηρῷ μέλιτι ἑφθῷ καὶ οὕτως διδόναι· ἰσχάδες [*](11 SIM.: [Theophr.] IX 11, 9 Pl. XXVI 63 sq.; Ruf. l. s. — D. eup. I 103 (145) — Pl. XXVI 64 eup. I 71 (129) — eup. I 176 (185) — Pl. XXVl 64. 21 — Pl. XXVI 150 eup. I 190 (193) — Pl. XXVI 110 — Pl. XXVI 146 eup. I 201 (198) — Pl. XXVI 126 eup. I 207 (201) — eup. I 69 (128).) [*](1 καλεῖται χαρακίας FH τινῶν δὲ FH ἢ] ὁ δὲ Orib.: om. R ἀμυγδαλοειδής ROrib.DIDlPs. Ap. Ps. D. at cf. Pl. XXVI 70 2 θῆλυς ἢ RDi (ἢ superscr. H2): ἢ om. reliqui μυρτίτης RDi Theophr. Ruf.: myrtiten vel myrsiniten Ps, D. 33 cf. Gal. XII 883 προσαγορεύουσιν Orib. 4 κυπαρίσσιος PF 5 nov. cap. (χλζ) incip. P δὴ P: δὲ reliqui εἰσὶ om. ROrib. Di μὲν καυλοὶ FH 6 δὲ om. Orib. 7 τὰς ῥάβδους RDi μικρότερα Orib.Dl ῥίζα om. Orib. 8 καὶ om. ROrib. ἐπʼ ἄκρῳ ROrib. δʼ αὐτῶν Orib. 9 ἐπ᾿] ὑπʼ HDi πυελέσιν R: πυελοῖσι FHDi 10 nascitur in asperis maritimis Pl. 11 post ἔχει 2 foll. cod. P perierunt 13 ὀπίζεται δὲ πᾶς τιθύμαλλος Orib. 14 περὶ] μετὰ R πυραμητὸν Orib. συναχθεισῶν δὲ R 15 ἐνκεκλίσθαι R: ἐγκεκλεῖσθαι Orib.Di: ἐπικεκλεῖσθαι VFH δὲ (pr.) om. NOrib. δεῖ αὐτὰς Orib. 16 ὀροβίδια V δὲ καὶ N 17 σῦκα om. R ἀνασταλαγμοὺς R 18 ξηράναντες Orib.: ξηραίνοντες reliqui 19 ὅθεν ἐν θυία R ὀπίζεσθαι R 20 ἄγειν RDi 22 a σωπον incip. fol. 91 cod. E καὶ τράχηλον om. ROrib.E 23 τὸν RE δεῖ καὶ E τὰ om. VFHDi)

311
μέντοι δύο ἢ τρεῖς λαμβανόμεναι αὐτάρκεις εἰσὶ πρὸς κάθαρσιν. ψιλοῖ δὲ καὶ τρίχας ὁ ὀπὸς πρόσφατος ἐπιχρισθεὶς μετʼ ἐλαίου ἐν ἡλίῳ, καὶ τὰς ἐπιγινομένας δὲ ξανθὰς καὶ λεπτάς ποιεῖ· καὶ τέλος ἐκφέρει πάσας.

ἐντίθεται δὲ καὶ τοῖς βρώμασι τῶν 4 ὀδόντων κουφίζων τὰ ἀλγήματα κηρῷ δὲ δεῖ τοὺς ὀδόντας περιφράττειν, ἵνα μὴ παραρρυεὶς κακώσῃ τὴν φάρυγγα ἤ τὴν γλῶσσαν. αἴρει δὲ καὶ μυρμηκίας καὶ ἀκροχορδόνας καὶ θύμους καὶ λειχῆνας ἐπιχριόμενος· ἁρμόζει καὶ πρὸς πτερύγια καὶ ἄνθρακας, φαγεδαίνας, γαγγραίνας, σύριγγας. καὶ ὁ καρπὸς δὲ φθινοπώρῳ συλλεγεὶς καὶ ξηρανθεὶς ἐν ἡλίῳ κοπείς τε κούφως καὶ ἀποβρασθεὶς καθαρὸς ἀποτίθεται· καὶ τὰ φύλλα ὁμοίως ξηρά. ποιεῖ δὲ ὁ καρπὸς καὶ τὰ φύλλα τὰ αὐτὰ τῳ ὀπῷ πλῆθος ἡμίσους ὀξυβάφου ποτιζόμενα· ἔνιοι δὲ καὶ ταριχεύουσιν αὐτά, μειγνύντες τῷ διὰ τοῦ γάλακτος λεπιδίῳ καὶ τυρῷ κοπτῷ.

καὶ 5 ἡ ῥίζα δὲ ἐπιπασθεῖσα δραχμὴ μία ὑδρομέλιτι καὶ ποθεῖσα ἄγει κατὰ κοιλίαν ἑψηθεῖσα δὲ σὺν ὄξει καὶ διακλυζομένη γομφαλγίαις βοηθεῖ.

ὁ δὲ θῆ λυς, ὃν ἔνιοι μυρσινίτην ἢ καρυίτην ἐκάλεσαν, προσεμφερὴς δαφνοειδεῖ, λευκὸς τὴν φύσιν, καὶ τὰ φύλλα ὅμοια ἔχει μυρσίνῃ, μείζω δὲ καὶ στερεά, ἐπʼ ἄκρου ἀξέα καὶ ἀκανθώδη· κλήματα δὲ ἀπὸ τῆς ῥίζης ὡς σπιθαμιαῖα ἀφίησι, τὸν [*](18 RV: τιθύμαλλος μυρτίτης, ὃν ἔνιοι καρυίτην καλοῦσιν.) [*](18 SIM.: [Theophr.] h. pl. IX 11, 9; caus. IV 6, 9. Crat. (schol. Nic. Th, 617); Pl. XXVI 66.) [*](1 δύο ἢ γ ἐνίοις (σ add. E2) δὲ καὶ δ ἢ ε E 3 δὲ om. RE 4 ἐκφθείρει EDi 5 δεῖ om. RE (superscr. E2) τοὺς ὀδόντας om. C: τοὺς ὀδόντας— λειχῆνας om. N ἐπιπλάττειν CDi: ἐπιφράττειν E 6 ἐκρεῦσαν E φάρυγγα ἢ addidi e C ef. Dl ne lingua aut fauces exasperet 7 ἀναρεῖ E 8 περιχριόμενος FH 9 καὶ φαγεδαίνας EFH καὶ γαγγραίνας καὶ E 10 φθινοπώρου E συναχθεὶς C ἐν ἡλίῳ om. FH 11 ἀποβρασθεὶς RDi: ἀποβραστεὶς V: ἀποβραχεὶς reliqui 12 ὅ τε καρπὸς E πλήθους VF ἥμισυ RE 13 ποτιζόμενον R αὐτό R: αὐτόν E 14 τυροκόπτῳ VFE: προκούρῳ C (om. N) 15 ἐπιπλασθεῖσα R post ἐπιπασθεῖσα c. 11 litt. del. E2 δραχμὴ — ποθεῖσα om. R σὺν ὑδρομέλιτι EFHDi (σὺν eras. E2) 16 τὰ κατὰ R σὺν ὄξει] em vino aut oleo Pl. 17 γομφαλγίαις R: κεφαλαλγίαις καὶ γομφαλγίαις E: ὀδονταλγίαις reliqui: correxi) [*](18 μυρσινίτην καλοῦσιν καὶ καρυίτην Orib.: μυρσινίτην ἢ om. R καλοῦσιν R 19 τῷ δαφνοειδεῖ Orib.HDi λευκὸς om. FH: del. E2: similis est lauro et albus Dl cf. [Theophr.] IX 11, 9 Ps. Ap. l. s. τῇ φύσει Orib.: τῇ γεύσει καὶ τῷ εἴδει C: τῇ φύσει καὶ εἴδει N καὶ om, R τὰ δὲ R 20 μείζονα R στενὰ καὶ στερεά Dl ἄκρῳ F δὲ ὀξέα Orib.E 21 σπιθαμῆς ROrib.E) [*](C fol. 346v: N 143 anabulla mg. add. N (m. rec.) μυρσητης N (ση in ras.))

312
δὲ καρπὸν φέρει παῤ ἐνιαυτὸν καρύῳ ὅμοιον, ἡσυχῆ δάκνοντα τὴν γλῶτταν· ἐν τραχέσι χωρίοις καὶ οὗτος φύεται.

6 δύναμιν δὲ ἔχει ὁ ὀτὸς καὶ ἡ ῥίζα καὶ ὁ καρπὸς καὶ τὰ φύλλα ὁμοίαν τῳ πρὸ αὐτοῦ· ἐμετικώτερος μέντοι ἐκεῖνος τούτου ἐστίν.

ὁ δὲ παράλιος λεγόμενος τιθύμαλλος, ὃν ἔνιοι τιθυμαλλίδα ἢ μήκωνα ἐκάλεσαν φύεται μὲν ἐν παραθαλαττίοις τόποις· κλῶνας δὲ ἔχει σπιθαμιαίους, ὀρθούς, ὑπερύθρους, πέντε ἢ ἓξ ἀπὸ τῆς ῥίζης, περὶ οὓς τὰ φύλλα στοιχηδὸν μικρά, ὑπόστενα, προμήκη, ἐοικότα λίωῳ· κεφαλὴν δὲ ἐπʼ ἄκρῳ πυκνήν, περιφερῆ, ἐν ᾗ ὁ καρπὸς ὡς ὄροβος, ποικίλος, ἄνθη λευκά.

7 ὅλος δὲ ὁ θάμνος καὶ ἡ ῥίζα ὀποῦ λευκοῦ πολλοῦ μεστή· καὶ τούτου δὲ χρῆσις καὶ ἀπόθεσις ὁμοία ἐστὶ τοῖς προειρημένοις.

ὁ δὲ ἡλιοσκόπιος λεγόμενος ἀνδράχνη ὅμοια φύλλα ἔχει, λεπτότερα δὲ καὶ περιφερέστερα, κλῶνας δὲ ἀφίησιν ἀπὸ τῆς ῥίζης σπιθαμιαίους, τέσσαρας ἢ πέντε, λεπτούς, ἐρυθρούς, ὀποῦ λευκοῦ πολλοῦ μεστούς· κεφαλὴ δὲ ἀνηθοειδὴς καὶ ὁ καρπὸς [*](6 RV: τιθύμαλλος παράλιος· οἱ δὲ τιθυμαλλίδα, οἱ δὲ μηκώνιον.) [*](14 RV: τιθύμαλλος ἡλίοσκόπιος· οἱ δὲ τιθυμαλλίς Ῥωμαῖοι ἕρβα λακτια, οἱ δὲ λακτοῦκα καπρίνα, Ἄφροι νουκουβάτ.) [*](6 SIM.: [Theophr.] h. pl. IX 11. 7; Pl. XXVI 68 (e Th.) XX 209 (e S. N.).) [*](14 SIM.: Pl. XXVI 69 (e S. N.).) [*](1 κρίνῳ F: καρύῳ E (κορίῳ E2 in mg.) 2 φύεται καὶ οὗτος ἐν R 3 post ἔχει add. καὶ ἀπόθεσιν ROrib.E (post ἀπ. c. 11 litt. del. E2) ὁ ὀπὸς ὁμοίαν Orib.: ὁ καρπὸς καὶ τὰ φύλλα καὶ ὁ ὀπὸς R: ὁ ὀπὸς καὶ τὰ φύλλα καὶ ὁ καρπὸς E: semen et folia Dl 5 ἐστιν om. ROrib.E) [*](6 τιθύμαλλος om. Di ὃν om. E (add. E2) τιθυμαλίδα F 7 ἢ om. N μηκωνίδα E μὲν om. FHDi παραθαλασσίοις CHDi 8 τόποις om. Orib. ὀρθούς om. FH: ὀρθίους R ὑπερύθρους post ἕξ colloc. Orib. 9 ε ἢ ζ E: VI aut VII Dl αὐτῆς addidi: ex una radice Dl στοιχηδὸν τὶ φύλλα RE 10 λίνῳ ἐοικότα C κεφαλὴ Orib. ἐπʼ ἄκρου REDi: παῤ ἄκρῳ Orib. 11 πυκνή, περιφερής Orib. καρπὸς περιφερής D1 ὥσπερ ROrib.E ποικίκος] λευκός Theophr. l. s. Pl. l. s at cf. Ps. Ap. 12 πολλοῦ mg. add. O2: lacrimum album habet et infinitum Dl: om. reliqui 13 χρῆσε δὲ καὶ ἀπόθεσις καὶ (om. Orib.) τούτου ROrib.: ἡ δὲ χρῆσις καὶ ἡ ἀπόθεισις καὶ τούτου E δὲ om. HDi ἐστι om. ROrib.E) [*](14 ἔχει τὰ φύλλα ROrib.E 15 ἀνίησιν CD1 16 σπιθαμιαίους om. R post πέντε transpos. Di καὶ ἐρυθροὺς FH 17 πολλοῦ λευκοῦ E: πολλοῦ om. R κεφαλὴν δὲ ἀνηθοειδῆ Orib.) [*](18 C fol. 350v: N 143 anabulla paralios mg. add. N (m. rec.)) [*](20 C 349v: N 143 21 ad Afr. syn. cf. Löw l. s. 409)

313
δὲ ὥσπερ ἐν φύλλοις· συμπεριφέρεται δὲ τούτου ἡ κόμη τῇ τοῦ ἡλίου κλίσει, ὅθεν καὶ ὠνόμασται ἡλιοσκόπιος ἐν ἐρειπίοις μάλιστα καὶ περὶ τὰς πόλεις φύεται.

συλλέγεται δὲ ὁ 8 ὀπὸς καὶ ὁ καρπὸς ὥσπερ καὶ τῶν ἄλλων, δύναμιν ἔχων τὴν αὐτήν, ἀλλʼ οὐχ οὕτως ἐπιτεταμένην.

ὁ δὲ κυπαρισσίας καυλὸν μὲν ἀνίησι σπιθαμιαῖον ἢ καὶ μείζονα, ὑπέρυθρον, ἐξ οὖ βεβλάστηκε τὰ φύλλα τοῖς τῆς πίτυος ὅμοια, τρυφερώτερα μέντοι καὶ λεπτότερα, καὶ καθόλου ἔοικε πίτυϊ ἀρτιφυεῖ, ὅθεν καὶ ὠνόμασται. πεπλήρωται δὲ καὶ οὗτος ὀποῦ λευκοῦ. δύναμιν δὲ ἔχει ὁμοίαν τοῖς πρὸ αὐτοῦ.

ὁ δὲ ἐν ταῖς πέτραις φυόμενος, δενδροειδὴς δὲ 9 καλούμενος, ἀμφιλαφής ἄνωθεν καὶ πολύκομος, ὀποῦ μεστός, ὑπέρυθρος τοὺς κλάδους, περὶ οὓς τὰ φύλλα μυρσίνη λεπτῇ προσεοικότα καρπὸς δὲ ὅμοιος τῷ τοῦ χαρακίου. παραπλησίως δὲ καὶ οὖτος ἀποτίθεται καὶ ἐνεργεῖ ὁμοίως τοῖς προειρημένοις.

ὁ δὲ πλατύφυλλος φλόμῳ ἔοικεν, οὗ καὶ αὐτοῦ ἡ ῥίζα καὶ ὁ ὀπὸς καὶ τὰ φύλλα ἄγει ὑδατώδη κατὰ κοιλίαν ἀποκτείνει δὲ καὶ τούς ἰχθύας κοπεὶς καὶ διεθεὶς τῷ ὕδατι· καὶ οἱ προγεγραμμένοι δὲ τὸ αὐτὸ δρῶσιν.

[*](6 ΡV: τιθύμαλλος κυπαρισσίας· οἱ δὲ χαμαίπιτυν, οἱ δὴ τιθυμάλλιον, Ῥωμαῖοι μουλτιλάγω καπρίνα, οἱ δὲ καπράγινε, οἱ δὲ κυπαρισσίας.)[*](11 RV: τιθύμαλλος δενδρίτης.)[*](16 RV: τιθύμαλλος πλατύφυλλος.)[*](6 SIM.: Pl. XXVI 70.)[*](11 SIM. Pl. XXVI 71.)[*](16 SIM.: Pl. XXVI 70.)[*](1 δὲ (pr.) om. Orib. φύλλοις] φῖαλίοις 0rib.: κεφαλίοις FHDi, mg. add. E2 τούτοις καὶ ἡ κόμη E 2 ἡλίοσκόπιος om. ROrib.E φύεται ἐν N εὐρίποις ROrib. circa ripas Dl 3 τὰς om. COrib.E ὁ καρπὸς καὶ ὁ ὀπὸς REDlOrib. (καὶ ὀπὸς mg. add. O2) 5 post αὐτήν add. τοῖς προτέροις Di: superscr. H2 ἀλλʼ om. ROrib.E οὕτωε (οὔτω Orib.) μέντοι ROrib.E 6 κυπαρισσίας καλούμενος CDi καυλὸν post μείζονα transpos. C μὲν] om. NDi: μέλανα E ἢ om. C καὶ om. Orib.E 7 πιτυΐνης E 8 καὶ (alt.) om. R 9 ὠνομάσθη RE 12 ἄνωθεν] πάντοθεν Orib. καὶ ὀποῦ E 13 τοὺς καυλοὺς C: τοῖε κλάδοις Orib.E 14 χαρακίτου E 15 ὁμοίως] ὡσαύτως R: om. Orib. 16 τιθύμαλλος ante πλατύφυλλος add. R φλόωῳ — φύλλα ἄ. om. mg. add. Orib. οὗ om. FHDi αὐτοῦ δὲ Di 17 ἀποκτέννει ROrib. 18 καὶ (pr.) om. Dl τοῦς om. E ἰχθῦς Orib.E ἐνδιηθεὶς R: διηθεὶς Orib. προτεταγμένοι E 19 ποιοῦσιν ROrib.)[*](25 C fol. 348v: syn. om. N 21 τιουμάλλιον C ταπαγινε C: correxi coll. Ps. Ap. latine cicer columbinum et caprago dicitur)[*](23 C fol. 347r: N 144 24 C fol. 348r: N 144)
314

165 πιτύουσα· οἱ δὲ κλῆμα, οἱ δὲ κραμβίον, οἱ δὲ παράλιον, οἱ δὲ Κανωπικὸν καλοῦσιν. εἴδει οὐ δοκεῖ διαφέρειν τοῦ κυπαρισσίου τιθυμάλλου, ὅθεν καὶ εἶδος αὐτοῦ καταριθμεῖται· ἀνίησι δὲ καυλὸν πήχεως μείζονα, πολυγόνατον, φυλλαρίοις ἀξέσι καὶ λεπτοῖς κατειλημμένον, ἐμφερέσι τοῖς τῆς πίτυος, ἄνθη μικρά, ὡσεὶ πορφυρᾶ· καρπὸν δὲ πλατύν ὡς φακόν, ῥίζαν λευκήν, παχεῖαν, ἀποῦ μεστήν εὑρίσκεται δὲ κατὰ τόπους σφόδρα εὐμεγέθης ὁ θάμνος.

καθαίρει δὲ κάτω ἡ μὲν ῥίζα, δυεῖν δραχμῶν ὁλκή, σὺν μελικράτῳ, τοῦ δὲ καρποῦ δραχμή μία, τοῦ δὲ ὀποῦ ὅσον κοχλιάριον ἓν ἐν καταποτίῳ, ὡς εἴρηται, ἀλεύρῳ ἀναλημφθέν, τῶν δὲ φύλλων ὁλκαὶ τρεῖς.

166 λαθυρίς· καταριθμοῦνταί τινες καὶ ταύτην ἐν τοῖς [*](165 RV: πιτύουσα· οἱ δὲ κλῆμα, οἱ δὲ κραμβίον, οἱ δὲ παράλιον, οἱ δὲ Κανωπικὸν καλοῦσιν.) [*](166 RV: λαθυρίς· οἱ δὲ καὶ ταύτην τιθύμαλλον καλοῦσιν.) [*](1 SIM.: Pl. XXIV 31 — Pl. l. s. Ruf. (Orib. II 106. 111).) [*](1 EXC.: Orib. XII s. v. τιθυμάλλου (πιτύουσα — θάμνος); cf. Gal. XII 103 (= Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](13 SIM.: Pl. XXVII 95 (e S. N.).) [*](13 EXC. Orib. XI s. v. λαθυρίς· ὅλος ὁ θάμνος ὀποῦ μεστός ἐστιν ὥσπερ τιθύμαλλος Gal. XII 56 (═ Aet Is. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.) Ps. Ap. 111 (A. Mai l. s. VII 448) Paul. Aeg. VII 4 p. 260: λαθυρίδες καθαίρουσι χολήν, ὥσπερ ἐλλέβορος καὶ σκαμμωνία· δοτέον οὖν ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ καὶ μέχρι πεντεκαίδεκα, τοῖε μὲν εὐτόνοις καὶ πλείονος δεομένοις καθάρσεως διαμασὰσθαι προστάσσοντας, τοῖς ἀσθενεστέροις δὲ καὶ κακοστομάχοις ὁλοσχερεῖς αὐτὰς καταπίνειν (cf. Aet. II 42).) [*](1 num. cap. χλζ FH (deest P): χλη Di: ρξβ tit. περὶ πιτυούσης FHDi πιτύουσα ROrib.FHDiPaul. Aeg.: πιτυοῦσα Gal.: πιτυοῦσσα E Ruf. (Orib. II 106. 111): pytias Dl κραμβεῖον E παράλειον E 2 εἴδει om. Orib. (spario relicto) δὲ post εἴδει add. ROrib.E (eras. E2) Di οὐ addidi 3 ὅθεν καὶ ἐν αὐτοῖς καταριθμεῖται RE τὸ εἶδος Orib. αὐτοῦ] ἐν αὐτοῖς Orib.Di 5 καὶ om. ROrib.EDi: folia acuta et tenue ἐμφερὲς E: flores longes Dl: flore paruo Pl. 6 μικρά] μακρά Dl: μικρὰ λευκὰ E ὡς ROrib.E διαπόρφυρα E ὡς φακόν om. R 7 aliguibus in locis Dl 8 ὁ om. R: ὁ θάμνος om. Orib. 9 post κάτω transpos. μὲν E ὅσον ⋖⋖ β ὁλκὴ E: δραχμῶν δυεῖν ὁλκῆς R: β΄ ἀλκή δοθεῖσα Di 10 τοῦ (pr.) — δὲ (alt.) om. R τοῦ καρποῦ δὲ E τοῦ δὲ (alt.) om. E (τοῦ mg. add. E2): ὀποῦ δὲ ER 11 sucus eius obolo uno acceptus aut cocleariu i. omnia suprascripta facere potest D1 ἔν om. REDi προείρηται E ef D. IV 164 ἀλεύροις N καταληφθὲν FH: ἀναλημφθέντων τῶν φύλλων ὁλκαῖς τρισίν N cf. Ruf. (Orib. II 111) 13 γ ᾒ δ E) [*](13 num. cap. χλη FH deest P): χλζ Di: ρξγ E xit, περὶ λαθυρίδος Fi01 post λαθυρίς syn. e R add. Di καταριθμοῦντεσ (om. τινες) R) [*](14 C fol. 263v: N 128 ad κραμβίον cf. Erot. 89, 11 Hes. s. v. 15 κανωπικὰ R) [*](16 C fol. 218r: N 93.)

315
τιθυμάλλοις. καυλὸν δὲ ἀνίησι πήχεως τὸ ὕψος, κενόν, πάχος δακτύλου, ἐπʼ ἄκρου δὲ αὐτοῦ μασχάλαι· φύλλα δὲ τὰ μὲν ἐπὶ τοῦ καυλοῦ ἐπιμήκη, ὅμοια τοῖς τῆς ἀμυγδαλῆς, πλατύτερα δὲ καὶ λειότερα, τὰ δὲ ἐπʼ ἄκρων τῶν κλωνίων μικρότερα ὥσπερ τῆς ἐπιμήκους ἀριστολοχείας ἢ κισσοῦ.

καρπὸν δὲ ἐχει ἐπʼ ἄκρων 2 τῶν κλάδων τρίχωρον, περιφερῆ, ὥσπερ κάππαριν, ἐν ᾧ τρία σπερμάτια διειργόμενα ἐλύτροις ἀπʼ ἀλλήλων, περιφερῆ, μείζονα ὀρόβων, λεπισθέντα δὲ λευκὰ καὶ γλυκέα ἐν τῇ γεύσει· ῥίζα λεπτή, ἄχρηστος. ὅλος δὲ ὁ θάμνος ἀποῦ μεστὸς ὥσπερ τιθύμαλλος.

δύναμιν δὲ ἔχει καθαρτικὴν κοιλίας τὰ σπέρματα ὅσον ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ τὸν ἀριθμὸν λαμβανόμενα ἐν καταποτίῳ ἢ ἐσθιόμενα καὶ πινόμενα ὕδατος ἐπιρροφουμένου ψυχροῦ· ἄγει δὲ φλέγμα, χολήν, ὕδωρ. καὶ ὁ ὀπὸς δὲ ἀναλημφθεὶς ὥσπερ ὁ τοῦ τιθυμάλλου τὸ αὐτὸ ποιεῖ· συνέψεται δὲ καὶ ὄρνιθι ἢ λαχάνοις τὰ φύλλα πρὸς τὴν αὐτὴν ἐνέργειαν.

167 πέπλος· οἱ δὲ συκῆν, οἱ δὲ μήκωνα ἀφρώδη καλοῦσι. θαμνίσκος ἐστὶν ὀποῦ λευκοῦ μεστός, ἔχων φύλλον μικρόν, ὅμοιον πηγάνῳ, πλατύτερον δέ· ἡ δὲ σύμπασα κόμη ὡς σπιθαμῆς, περιφερής, ἐκκεχυμένη ἐπὶ γῆς, καὶ ὑπὸ τοῖς φύλλοις καρπὸς μικρός, στρογγύλος, ἥττων τῆς λευκῆς μήκωνος. [*](11 SIM.: Pl. l. s. Ruf. Orib. II 106. 120).) [*](17 SIM.: Pl. XXVII 119; Ruf. (Orib. II 106): Erot. s. v. πέπλος — Pl. l. s. Ruf. (Orib. II 114) D. eup. II 63 (276).) [*](17 EXC.: Orib, XII s. v. (πέπλος — ἀποτίθεται); cf. Gal. XII 96 (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](1 δὲ om. NDi, eras. E2 2 μασχάλαι] furcae Ps. Ap. 4 καὶ — δὲ om. R λειότερα καὶ λεπτότερα E: sed oblongiora et latiora et lenia Dl μακρότερα RH (corr. H2): μικρότερα FE ὥσπερ ἀριστολοχίας REDi: ὡσπερεὶ ἡ ἀριστολοχίας FH: correxi ἢ κισσοῦ τοῦ ἐπιμήκους libri: correxi Serap. duce ἔχει om. FH ἄκρω R 6 τριχλώρων C: τρίγωνον N 7 σπέρματα R ἐλύτροις om. N: ἐρυθρά C 8 καὶ om. R 9 ῥίζα δὲ λαπτὴ καὶ λευκή E 10 τιθυμάλλου C 11 τὸ (ο in ras.) σπέρμα E2 12 λαμβανόμενα καὶ πινόμενα E ἢ om. R 13 καταπινόμενα REDi: πινόμενα μετὰ ἰσχάδων ἢ φοινίκων Di ὕδατος ψυχροῦ CDi: ὥδατι ψυχρῷ ἐπιρροφούμενα N post δὲ del. καὶ E2 φλέγμα καὶ χολὴν καὶ ὕδωρ REDi 14 δὲ om. Di ὁ τοῦ om. R 15 τὰ αὐτὰ R καὶ om. R) [*](17 num. cap. χλθ FH: χμ Dl. ρξδ E: deest P peplis Pl. cf. Erot. s. v. πέπλος· βοτάνης εἶδος, ἢν ἔνιοι πέπλιον ὀνομάζουσιν, οἱ δὲ σύμφυτον (!) 18 ποῦ μεστὸς λευκοῦ Orib.E 19 ὥσπερ E 20 τῆς γῆς Orib.F ὑπὸ] ἐπὶ Orib.E at cf. Pl. semine sub foliis rotundo: Dl sub quibus foliis semen est minore et rotundu 21 ὁ καρπὸς Orib. E ἥττων — πόα om. Orib.)

316
πολύκαρπος δὲ ἡ πόα, ῥίζαν ἔχουσα μίαν ἄχρηστον, ἀφʼ ἦς ὅλος ὁ θάμνος πέφυκε. γεννᾶται δὲ ἐν κήποις καὶ ἀμπελῶσι. συνάγεται δὲ ἐν πυραμητῷ ξηραινόμενος ἐν σκιᾷ καὶ συνεχῶς στρεφόμενος· κοπεὶς δὲ ὁ καρπὸς καὶ ἀποβραχεὶς ἀποτίθεται.

ἄγει δὲ φλέγμα καὶ χολὴν ὀξυβάφου πλῆθος μετὰ ὑδρομέλιτος κοτύλης πινόμενος καὶ προσοψήμασι δὲ μειγνύμενος ταράσσει κοιλίαν. ταριχεύεται δὲ εἰς ἁλμαίας.

168 πεπλίς· οἱ δὲ ἀνδράχνην ἀγρίαν, Ἱπποκράτης (VII 184 L.) δὲ πέπλιον καλεῖ· φύεται μάλιστα ἐν παραθαλασσίοις τόποις θάμνος ἀμφιλαφής, ὀποῦ μεστὸς λευκοῦ, φύλλα ἔχων ὅμοια τῇ κηπαίᾳ ἀνδράχνῃ, περιφερῆ δὲ καὶ ἐκ τῶν κάτωθεν [*](168 RV: πέπλιον· οἱ δὲ πεπλίδα, οἱ δὲ ἴαχος, οἱ δὲ πολύγαλον, οἱ δὲ φέρομβρον, οἱ δὲ ἀνδράχνην θαλασσίαν ἢ ἀγρίαν, οἱ δὲ γαλοῦμβρον, οἱ δὲ πέπων, οἱ δὲ συκῆν, οἱ δὲ μηκώνιον, οἱ δὲ Ἡράκλειον, οἱ δὲ μήκων ἀφρώδης, Ῥωμαῖοι προρτούλακα μίνορ, οἱ δὲ λάκτια.) [*](8 SIM.. Pl. XX 210 Ruf. (Orib. II 106) — Ruf. (Orib. II 114).) [*](8 EXC.: Orib. XII s. v. (πεπλίς — αὐτήν); cf. Gal. XII 97 (═ Paul. Aeg. VII e. 3 s.) Aet. I s. v. πέπλιον· τούτου τὸ σπέρμα χρήσιμον· σῦν γὰρ τῷ φλέγματι καὶ χολὴν ἄγει καὶ φυσῶν ἐστι καταρρηκτικόν, ὡς καὶ Ἱπποκράτης γράφει. cf Aet. III 26 Paul. Aeg. VII 4 p. 260.) [*](1 πολύχρηστος ὁ καρπὸς καὶ ἡ πόα E at cf. Dl multum semen habet ἔχει Orib. μικρὰν post ἔχουσα add. E ἀφʼ ἧς — πέφυκε om. Orib. 2 δὲ om. Orib. καὶ om. Orib. συνάγεται — ἁλμαίας habet Ra. v. πέπλιον cf. D. IV 168 3 δὲ om. Orib.Di ξηραινόμενος F: ξηραινομένη reliqui στρεφόμενος F: στρεφομένη reliqui cf. Pl. inter vitis fere colligitur messibus siccaturque cum fructu suo 4 ἀποτίθεται δὲ αὐτῆς ὁ καρπὸς ἀποβρασθεὶς ROrib.E: ἀποτίθεται δὲ ὁ καρπὸς κοπεὶς καὶ ἀποβρασθείς Di 6 κυάθου FH: κοτύλης R. κυάθου ἢ καὶ κοτύλης E (κ. ἢ καὶ del. E2) cf. Dl oxibafus unus cum mulsa acceptus cotila una iuscellis miscetur cf. Pl. l. s. ἐν προσοψήμασι EDi: ἑψέμασιν N: ἐπεψέμασιν C: ὀψήμασιν E δὲ om. R ταράττει REDi 7 τὴν κοιλίαν REDi δὲ καὶ N: καὶ ταριχεύεται δὲ C δὲ om. F) [*](8 num. cap. χμ FH: χμα Di: ρξε E: deest P tit. περὶ πεπλίδος FHDi πέπλις E cf. Gal. XIX 129: πέπλων RGal. Aet. Paul. Aeg.: πέπλος Orib. Dl 10 φύλλων C: φύλλον Orib. E ὅμοιον Orib.E 11 περιφερὲς RE δὲ om. F cf. Dl folia habet similia agresti andragne et obrotunda, quae deorsum obrufa sunt καὶ om. Orib. κάτω ἔχοντα ἐνερευθές FH: κάτοθεν ἐρευθές R: κάτωθεν ἐνερευθές Orib.E) [*](12 C fol. 275v: N 122 ὃ ἔνιοι πεπλίδα N 13 φέρουβρον C: φερουμβρον N cf. D. IV 150 14 γαλουμβρον R μηκώνιον] cf. Gal. XIX 129 πέπλος· τὸ αὐτὸ καὶ χαμαισύκη καὶ μήκων ἀφρώδης καὶ μηκώνιον 15 ἡράκλιον R πορτούλακα R cf. Pl. XX 210 est et porcillaca, quam peplin vocant)

317
ἐνερευθῆ καὶ ὁ καρπὸς δὲ στρογγύλος, ὑποκάτω τῶν φύλλων ὥσπερ τοῦ πέπλου, πυρώδης τῇ γεύσει, ῥίζα λεπτή, μία, ἄχρηστος. συλλέγεται δὲ καὶ ἀποτίθεται καὶ δίδοται ὥσπερ ὁ πέπλος καὶ ταριχεύεται.

δύναμιν δὲ ἔχει τὴν αὐτήν.

169 χαμαισύκη, οἱ δὲ συκῆν· κλῶνας ἀνίησι τετραδακτύλους, ἐπὶ γῆς ἐρριμμένους περιφερῶς, ἀποῦ μεστούς, φύλλα φακοειδῆ, τῷ πέπλῳ ὅμοια, μικρά, λεπτά, πρὸς τῇ γῇ· καρπὸς δὲ ὑπὸ τοῖς φύλλοις στρογγύλος, ὡς πέπλου· οὔτε δὲ ἄνθος οὔτε καυλὸν ἔχει, ῥίζαν δὲ λεπτήν, αχρξστον.

δύναμιν δὲ ἔχουσιν οἱ κλῶνες, λεανθέντες σὺν οἴνῳ τὰς περὶ μήτραν ὀδύνας παύειν ἀντὶ πεσσοῦ προστεθέντες, καταπλασσόμνοι δὲ οἰδήματα καὶ ἀκροχορδόνας καὶ μυρμηκίας αἴρουσιν, ἑφθοὶ δὲ ἐσθιόμενοι κοιλίαν ἐκλύουσι. καὶ ὁ ἐξ αὐτῶν δὲ ὀπὸς τὰ αὐτὰ δρᾷ, καὶ καταχριόμενος σκορπιοπλήκτοις βοηθεῖ, ἁρμόζει δὲ καὶ πρὸς ἀμβλυωπίας καὶ ἀχλῦς καὶ ἀρχομένας ὑποχύσεις, οὐλάς, νεφέλια σὺν μέλιτι ἐγχριόμενος. φύεται ἐν πετρώδεσι καὶ αὐχμηροῖς τόποις.

[*](169 RV: χαμαισύκη· οἱ δὲ συκῆν, οἱ δὲ μήκωνα ἀφρώδη καλοῦσιν.)[*](6 SIM.: Pl. XXIV 134 (e S. N.) — Pl. l. s. D. eup. I 176 (186).)[*](6 EXC.: Orib. XII s. v. (χαμαισύκη — ἄχρηστον, φύεται — τόποις); de virt. med. cf. Gal. XII 155 (= Paul. Aeg. VII 3 s. v.).)[*](1 ὑποκάτωθεν N 2 πυρώδης μὲν C: πυρώδης ἐν E ῥίζα δὲ RE μία om. Orib.Dl post ἄχρηστος add. R quae D. IV 167 de peplo tradit (316, 2) 3 καὶ ταριχεύεται post ἀποτίθεται transpos. Orib.E 5 δύναμιν ἔχων τὴν αὐτήν Orib.)[*](6 num. cap. χμα FH: χμβ Di: ρξϚ E tit. περὶ χαμαισύκης FHDi χαμαισύκη ἢ συκῆ Orib. post συκῆν syn. e R add. Di, mg. H2 τετραδακτυλιέους R 7 περιφερῶς RVF: περιφερεῖς Orib. EDi 8 μικρά] μακρά C 9 ab ὑπὸ incip. fol. 134 cod. P πέπλου REDi: πεπλίου Orib.: πέπλος O ἄνθος δὲ οὐκ ἔχει N 10 οὔτε καυλὸν om. R φέρει Orib. ῥίζα λεπτὴ ἄχρηστος R δʼ ἔχει Orib. καὶ post λεπτήν add. HDi 11 ἐν ρἴνῳ R 12 προστιθέντες FR 15 τὸ αὐτὸ R καὶ om, H καταχριόμενος δὲ H σκορπίου πληγῇ REDi 16 δὲ om. REDi καὶ (pr.) om. O ἀμβλυωπίαν CDl καὶ ἀχλῦς om. R: ἀχλύν EDi πρὸς ἀρχομένας R 17 σὐλὰς δὲ καὶ E ἐπιχριόμενος R φύεται δὲ RE)[*](19 C 379r: N 170)
318

170 σκαμμωνία· κλῶνας ἀνίησι πολλοὺς ἀπὸ μιᾶς ῥίζης, τριπήχεις, λιπαρούς, ἐμφαίνοντάς τι δασύτητος, καὶ τὰ φύλλα δὲ δασέα, ὅμοια ἑλξίνῃ ἢ κισσῷ, μαλακώτερα μέντοι καὶ τριγωνοειδῆ, ἄνθη λευκά, περιφερῆ, κοῖλα ὡς κάλαθοι. βαρύοσμα· ῥίζα δὲ εὐμήκης, παχεῖα ὅσον βραχίων, λευκή, βαρύοσμος, ὀποῦ μεστή. συλλέγεται δὲ ὁ ὀπὸς τῆς κεφαλῆς ἀπὸ τῆς ῥίζης ἀφαιρουμένης καὶ θολοειδῶς ἐκρομβιζομένης εἰς κοιλότητα· συρρεῖ γὰρ εἰς αὐτὴν ὁ ὀπὸς καὶ οὕτως ἀναλαμβάνεται εἰς μύακας.

2 ἔνιοι δὲ τὴν γῆν ὀρύξαντες ὁλμοειδῶς καὶ καρύας φύλλα ὑποθέντες καταχέουσι τὸν ὀπὸν καὶ οὕτως ξηρανθέντα ἀναιροῦνται. ἐστι δὲ καλὸς ὁ διαυγὴς καὶ κοῦφος, ἀραιός, ταυροκολλώδης τὴν χρόαν, σήραγγας ἔχων λεπτάς, σπογγώδης· τοιοῦτος δʼ ἐστὶν ὁ ἐκ Μυσίας τῆς κατὰ τὴν Ἀσίαν κομιζόμενος. μὴ προσέχειν δὲ δεῖ μόνῳ τῳ λευκαίνεσθαι αὐτὸν [*](170 RV: σκαμμωνία· οἱ δὲ σκαμμωνίας ῥίζα, οἱ δὲ Κολοφωνία, οἱ δὲ δακρύδιον, Ῥωμαῖοι κολοφώνιομ, προφῆται ἀπὸ πλεύμονος, Αἰγύπτιοι σανελούμ.) [*](1 SIM.: Theophr. IV 5, l. IX 1. 3. 4. [Theophr.] IX 20, 5 Pl. XXVI 59 sq. — Pl. l. s. 60) [*](1 EXC.: Orib. XII s. v. (σκαμμωνία — μιγέντος); de virt. med. cf. Paul. Aeg. VII 3 s. v. cf. VII 4 p. 260, 2. Aet III 25. Isid. XVII 9, 64 (e D. lat) Hes. s. v. σκαμωνία.) [*](1 num. cap. χμβ 0: χμγ Di: ρξζ E σκαμωνία E initio syn. e R add. Di, mg. H2 κλωνίας P 2 ἢ τετραπήχεις add. ROrib. τι] τε R τῆς δασύτητος ROrib.E (τῆς del. E2): παχύτητος FH 3 δὲ om. R τῇ ἑλξίνῃ Orib.E κιττῷ NOrib.EDi 4 καὶ κοῖλα Orib. κάλαθοι] καλάμινθοι C 5 δὲ om. ROrib.E ἐπιμήκης Orib. 6 δὲ om. O 7 ἀφαιρουμένης] om. F: ἀποτμηθείσης E θολερῶς N: θορερῶς C ἐκρομβιζομένη P: ἐκθρομβιαζομένης Orib.: ἐκθρομβιζομένης EH: τομβιζομένης R: τεμνομένης Di (superscr. H2) κοιλότητας E 8 εἰς αὐτὴν post ὀπὸς colloc. Orib. ἐπʼ αὐτὴν R ἀπολαμβάνεται R 9 post ὀρύξαντες add. καὶ τὴν ῥίζαν κόπτοντες E ὁλμοειδῶς Orib.: θολοειδῶς reliqui καὶ addidi e ROrib. καρύων Orib.: ῥόας R 10 ὑποτιθέντες Orib.E: ἐπιτιθέντες C: ἐπιθέντες N post ὑποθ. iaec habet Orib. καταξύουσιν καὶ ἀποτίθενται τὸν ὀπὸν σὕτω HDi 11 ὁ διαυγὴς marg add. E2 12 ταυροκόλλης E χροιὰν Orib. σήραγγας] σύραγγας (υ corr. in η) Orib.: σύριγγας (υ et ι in ras.) E2: ξηρὰς ἔχων λεπίδας R σπογγώδης E: σφογγώδης P: σφογγώδεις FH: σπογγώδεις ROrib.Dl: fungosum tenuissimis fistulis (sc. scam. optimum) Pl. 13 ὁ ἐν Μυσίᾳ τῆ . . γεννώμενος Orib. 14 δεῖ addidi: post μόνῳ transpos. Di μόνῳ Orib.PE: μόνον reliqui λευκαίνεσθαι] γεύεσθαι E (corr. E2)) [*](15 C fol. 331v·: N 155 16 δακρύδιον N: δακτύλιον CHDi cf. Alex. Trall. I 381 (P.): δάκρυ κάμωνος Nic. Al. 484: σκαμωνία· τὸ δάκρυον Boiss. An. gr. II 405)

319
κατὰ τὴν τῆς γλώσσης θίξιν — τοῦτο γὰρ γίνεται καὶ παραμιγέντος αὐτῷ ὀποῦ τιθυμάλλου — μᾶλλον δὲ τοῖς προειρημένοις καὶ τῷ μὴ λίαν πυροῦν τὴν γλῶσσαν, ὅπερ γίνεται τιθυμάλλου μιγέντος.

ὁ δὲ Συριακὸς καὶ ὁ ἐν Ἰουδαίᾳ γεννώμενος χείριστοι, βαρεῖς, 3 πυκνοί, δολούμενοι τιθυμάλλῳ καὶ ἀλεύρῳ μεμειγμένοις αὐτοῖς. δύναμιν δὲ ἔχει ὁ ὀπὸς λημφθεὶς σὺν μελικράτῳ ἢ ὕδατι δραχμῆς μιᾶς πλῆθος ἢ τριώβολον καθαίρειν κάτω φλέγμα καὶ χολήν. εἰς δὲ τὸ λῦσαι τὴν κοιλίαν ἀρκέσουσιν ὀβολοὶ δύο μετὰ σησάμου ἤ τινος ἄλλου σπέρματος λαμβανόμενοι· δίδοται καὶ πρὸς ἐνεργεστέραν κάθαρσιν τοῦ μὲν ὀποῦ τετρώβολον, ἐλλεβόρου δὲ μέλανος ὀβολοι δύο, ἀλόης δὲ καὶ ἁλὸς δραχμῆς μιᾶς πλῆθος.

σκευάζονται δὲ καὶ ἅλες καθαρτικοὶ πρὸς κυάθους 4 ἓξ τῶν ἀλῶν ὁλκῶν εἴκοσι τῆς σκαμμωνίας τοῦ ὀποῦ μειγνυμένων λαμβάνεται δὲ πρὸς δύναμιν τὸ μὲν τέλειον τρία κοχλιάρια, μέσον δὲ δύο, τὸ δὲ ἐλάχιστον ἔν. καθαίρει δὲ καὶ τῆς ῥίζης δραχμὴ μία ἢ δραχμαὶ δύο σὺν οἷς εἴρηται, ἕνιοι δὲ ἀφέψοντες αὐτὴν πίνουσι. συνεψηθεῖσα δὲ ὄξει καὶ λεανθεῖσα μετʼ ἀλεύρου κριθίνου ἰσχιαδικῶν ἐστι κατάπλασμα. ὁ δὲ ὀπὸς προστιθέμενος ἐν ἐρίῳ τῇ μήτρᾳ ἔμβρυα φθείρει, διαφορεῖ δὲ καὶ φύματα σὺν μέλιτι ἢ ἐλαίῳ ἐπιχριόμενος ἑψηθεὶς δὲ σὺν ὄξει καὶ καταχρισθεὶς λέπρας ἐξάγει, κεφαλαλγίας τε χρονίας ἐστὶν ἐπίβρεγμα σὺν ὄξει καὶ ῥοδίνῳ.

[*](7 SIM.: Pl. l. s. 61. Ruf. (Orib. II 107. 123 cf. Aet III 25) — Pl. XXVI 90. 114 D. eup. I 240 (221) — Pl. XXVI 157 eup. II 78 (292) — Pl. l. s. 93 eup. I 149 (170) —Pl. l. s. 61 eup. I 129 (159)— Pl. l. s. 61 eup I 2 (94) Ruf. (Orib. II 123).)[*](1 γλώττης Orib.Di ἕξιν R 3 τῷ] τὸ OE (corr. E2) γλῶτταν Orib.E παραγιγνυμένου αὐτῷ Orib. 4 γενόμενος FH 5 καὶ ὀροβίνῳ ἀλεύρῳ REDi: ἀλεύροις H μεμειγμένοις αὐτοῖς om. R: μεμιγυένος P 7 πλῆθος δραχμῆς R: πλῆθος Di: πλῆθος ⋖ α E τετραβόλου R: τετραώβολον E: τετρωβόλου Di κάτω om. R χολὴν καὶ φλέγμα FHDi 8 μετὰ σησάμης ἤ τινος λαμβανόμενος E: μετὰ πτισάνης ἢ σησάμου ἢ τήλεως σπέρματος λαμβανόμενοι E 9 δὲ καὶ N 10 τετρώβολον RDl Paul. Aeg.: τριώβολον reliqui: correxi coll. Pl. XXVI 61 11 ἀλόης δὲ addidi: ἀλόης α (om.  καὶ ἁλὸς) R: καὶ ἁλὸς P: καὶ ἀλο F: καὶ ἀλόης EHDi cf. Dl aloen. ζ. i. dabis et purgas suprascripta, cui et sale admisces cf. Pl. l. s. Ruf. (0rib. II 123) δραχμῆς μιᾶς PF: δραχμὴ μία N: α CHDi 12 πλῆθος addidi καθαρτικοὶ πρὸς κάθαρσιν E 13 τῶν ἄλλων P: τῶν δὲ ἄλλων N κ ὁλκῶν C: εἴκοσι ὁλκῶν NE (in ras.) τῆς καλαμωνίτου ὀποῦ R: τοῦ ὀποῦ τῆς σκαμμωνίας E 14 γ ἢ δ κοχλιάρια E 15 ἐλάχιστον δὲ (om. τὸ) RE ἔν] κοχλιάριον E (ἕν mg. add. E2) 16 ῥίζης ⋖⋖ β πλῆθος E: καὶ δυιν πλῆθος C: δραχμὴ καὶ δυεῖν πλῆθος N 17 καθεψηθεῖσα δὲ ἐν (σὺν E) ἴξει RE 20 καὶ om. RE ἢ ἐλαίῳ om. RE ἐπιχριόμενος P: ἐπιτιθέμενος RE: καταχριόμενος FHDi verba ἑψηθεὶς — ἐξάγει om. superscr. H2 21 ἐν ὄξει RD)
320

171 χαμελαία· οἱ δὲ πυρὸς ἄχνην ἢ ἄκνηστον ἢ κόκκον Κνίδιον· κλῶνας μὲν ἔχει σπιθαμιαίους, ὁ δὲ θάμνος φρυγανώδης, φύλλα ἐλαίᾳ παραπλήσια, λεπτότερα δὲ καὶ πικρά, πυκνά, δάκνοντα τὴν γεῦσιν καὶ τὴν ἀρτηρίαν χαράττοντα.

ταύτης τά φύλλα κάτω καθαίρει φλέγμα καὶ χολήν, μάλιστα δὲ ἐν καταποτίῳ λαμβανόμενα, μειγνυμένου διπλασίονος ἀψινθίου πρὸς ἓν μέρος τῆς χαμελαίας· ἀναλαμβανέσθω δὲ ὕδατι ἢ μέλιτι εἰς καταπότια. ἐστι δὲ ἄτηκτα διαχωρεῖται γὰρ ὅσα λαμβάνεται. ἀναλαμβανόμενα δὲ λεῖα τὰ φύλλα μετὰ μέλιτος ἀνακαθαίρει τά ῥυπαρὰ ἕλκη καὶ ἠσχαρωμένα.

172 θυμελαία ἢ χαμελαία· οἱ δὲ πυρὸς ἄχνην ἢ [*](171 RV: χαμελαία· οἱ δὲ χαμελαία μέλαινα, οἱ δὲ Ἡράκλειον, οἱ δὲ βδελυρά, οἱ δὲ κόκκος Κνίδιος, Ῥωμαῖοι κιτοκάκιου, οἱ δὲ ὀλεάγω, οἱ δὲ ὀλεαστέλλουμ.) [*](1 SIM.: Pl. XXIV 133 (e S. N.) cf. Pl. XV 24 — Pl. l. s. Ruf. (Orib. II 106. 120 cf. Paul. Aeg. VII 4 p. 260).) [*](1 EXC.: Orib. XII s. v. (χαμελαίια — καράττοντα); de virt. med. cf. Gal. XII 154 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.) Ps. D. de h. f. 38 (e D. lat. unde) Isid. XVII 7, 56 s. turbiscus cf. A. Mai l. s. VII 453. Isid. XVII 9, 65.) [*](11 [Theophr.] h. pl. IX 20, 2 schol. Nic. Th. 52. Ruf. (Orib. II 110 cf. Aet III 39) Pl. XIII 114 (e S. N.) Pl. XXVII 70 (e Ps. Theophr.).) [*](11 EXC.: Orib. XI s. v. (θυμελαία — λευκόν); de virt med. cf. Gal. XII 32 s. v. κόκκος Κνίδιος (unde Aet. I s. v.); Paul. Aeg. VII 3 s. v. κόκκος Κνίδιος· καρπός ἐστι τῆς θυμελαίας, οὐχ ὁ τῆς χαμελαίας, ῶς τινες ᾠήθησαν, δριμείας μὲν ὢν καὶ καυστικῆς δυνάμεως· καθαίρει δὲ κάτω ποθεὶς ὕδωρ. cf. Paul. Aeg. VII 4 p. 261, 13 sq. Hes. s. v. κνῆστρον et κνέωρον. Gal. XIX 112.) [*](1 num. cap. χμγ O: χμδ Di: ρξη E tit. περὶ χαμελαίας FHDi χαμαιλέα EF Aet. Paul. Aeg. post χαμ. syn. e R add. Di, mg. H2 οἱ δὲ πύτος (τ in ras.)· οἱ δὲ ἀχμήν· οἱ δὲ ἀχμήσυρον ἢ κόκον κνίδιον (post ἀχμ. et κνίδιον 7 litt. del.) E2: syn. om. Orib. κνίδειον FH 2 μὲν om. E 3 φύλλα δὲ Orib.E: φύλλα ἔχε: NDi (cap. om. C) πικρά, πυκνὰ PF: κυκνὰ καὶ πικρὰ EHDi: πικρά om. ROrib.: πυκνά om. N: sed tenuiora et spissa Dl: teneriora sane et crebrata Ps. D. 4 χαράττοντα τὴν ἀρτ. NDi: ταράσσοντα E 5 κάτω addidi (e RE 6 δὲ om. NDi 7 τῆς om. FH χαμαιλέας NEF: χαμαλέας P ὑδρομέλιτι N 8 καταπότιον HDi καὶ ἔστιν ἄδηκτα N: ἄτηκτα E2 (τη in ras.) διαχωρεῖ NE (corr. E2 in mg.) ὅσα] ὡς N: οἷα E2 in mg. (verba ὅσα λαμβ. ἀναλαμβ. om. E, marg. add. E2) 9 ἀναλαμβανόμενα δὲ om. N λεῖα δὲ NE (corr. E2) 10 καὶ om. N ἠσχαρωμένα P: ἐσχαρωμένα rellqui) [*](11 num. cap. χμδ D: χμε Di: ρξθ E tit. περὶ θυμελαίας FHDi οἱ χαμαιλέα F) [*](12 N fol. 5: om. C χαμαιλαια N χαμαιλαία μέλαινα N: χαμαιλά μ. Di 13 βδελληρα N: βδελυρά EDi κιτοκακίου NHDi: citocatia Isid.L itali vocant citocacim Ps. Ap. ἀλεάγβ N: ἀλαιαγώ HDl: corr. nescio quis 14 ὀλοαστέλλουμ Di: ὀλοαστέλουμ H cf. Cass. Fel. ind. V. Rose 208)

321
κνῆστρον ἢ κνέωρον καλοῦσιν· ἐκ ταύτης ὁ Κνίδιος κόκκος, καρπὸς ὢν αὐτῆς, συλλέγεται, ὃν Εὐβοεῖς μὲν ἀπόλινον καλοῦσιν, οἱ δὲ λίνον διὰ τὸ εἶναι τῷ σπαρτῷ λίνῳ τὸν θάμνον τῇ φύσει παρόμοιον. ῥάβδους δὲ ἀνίησι πολλὰς καὶ καλάς, ὅσον διπήχεις· τὰ δὲ φύλλα χαμελαίᾳ ὅμοια, πλὴν στενότερα καὶ λιπαρώτερα, ὑπόγλισχρα ἐν τῳ διαμασᾶσθαι καὶ κολλώδη, ἄνθη λευκά, καὶ μεταξὺ αὐτῶν ὁ καρπός, ὡς μύρτων, μικρός, στρογγυλώτερος, ἐν ἀρχῇ μὲν χλωρός, αὖθις δὲ ἐρυθρός.

τὸ δὲ περικάρπιον σκληρὸν 2 καὶ μέλαν, τὸ δʼ ἐντὸς λευκόν, ὅπερ καθαίρει κάτω ὕδωρ καὶ χολήν καὶ φλέγμα ὅσον εἴκοσι κόκκων τὸ ἐντὸς ποθέν καίει δὲ τὴν φάρυγγα, διὸ μετὰ ἀλεύρου ἢ μετὰ ἀλφίτου δοτέον ἢ ἐν ῥαγὶ σταφυλῆς ἢ μέλιτι ἑφθῷ περιειλημμένον καταπιεῖν, συγχρίειν δὲ καὶ τούς δυσίδρους ἐλαίῳ μετὰ νίτρου καὶ ὄξους. τὰ δὲ φύλλα, ἅπερ ἰδίως κνέωρον καλεῖται, συλλέγειν δεῖ περὶ τὸν πυραμητὸν καὶ ἀποτίθεσθαι ξηράναντας ἐν σκιᾷ· διδόντας δὲ δεῖ κόπτειν καὶ ἀφαιρεῖν τὰς ἐν αὐτοῖς ἶνας.

καθαίρει δὲ ἐπιπαττόμενον ὅσον ὀξυβάφου πλῆθος μετὰ 3 κράματος, ἄγον ὑδατῶδες· μετριωτέραν δὲ ποιεῖται τὴν κάθαρσιν μειχθὲν ἑφθῇ φακῇ ἢ λαχάνοις τριπτοῖς. ἀποτίθεται δὲ λεῖα [*](172 RV: θυμελαία· οἱ δὲ πυρὸς ἄχνην καλοῦσιν.) [*](9 SIM.: Ruf. (Orib. II 110), unde Aet. III 39 cf. Zop. (Orib. II 597).) [*](1 κνῆστρον] κέστρον EDi at cf. Pl. XIII 114 schol. Nic. Th. 52. Ruf. (Orib. II 110) οἱ δὲ κνίον ἢ κνέωρον E ταύτης] της P post κόκκος add. γίνεται R 2 αὐτῆς om. FHDi καὶ συλλέγεται R Εὐβοεῖς] σύροι C: ἐνιοι N: σύριοι Di: eubois Dl ἀπόλινον REDi: αἰτώλιον RFHE2 3 σπαρτολίνῳ Salm. l. s. 263: τῷ λίνῳ τῷ σπαρτῷ E (ante τῷ pr. c. 5 litt. del. E2) τὸν om. HDi παρόμοιον τῇ φύσει R 4 λεπτὰς καὶ καλάς N: καλὰς καὶ λεπτάς C: καλὰς καὶ πολλὰς λεπτάς Di 5 χαμαμήλῳ F: χαμαιλαία CE: χαμαιλέα N 6 ἄνθη δὲ E 7 ὁ om. R ὥσπερ FH μύρτων E: μύρτον PFH: μύρτου RDi στρογγύλος Di καὶ ἐν ἀρχῇ E 8 περίκαρπον C: περὶ τὸν καρπὸν N 9 ὕδωρ καὶ om. R: ὑδατώδη E 10 ὅσον] ὡς R κόκκους F ante ποθέν c. 8 litt. ersa. E2 ποθὲν corr. E2: τριφθέν R 11 τὴν] τὸν RE μετὰ (alt.) om. REFHDi ad rem cf. [Theophr.] IX 20, 2 12 ἢ ῥωγὶ C: ἢ ῥωγὸς N ἐν μέλιτι E καταπίνειν R: καταπίνην E 13 ἐλαίῳ] λεῖον HEDi: λείους PFE: τρίψας R: correxi cell. Dl non facile sudantibus oleo et nitro triti recte perungues 14 post φύλλα inser. καὶ τὰ κλαδία E ἅπερ] εἴπερ C: om. N καλεῖται κνέωρον HDi δεῖ] χρὴ E: δὲ χρὴ R 15 ξηράναντες CDi 16 σκοπεῖν R ἀναιρεῖν R 17 ἐπιπαττόμενον P: ἐπιπλαττόμενον RE (c. 12 litt. eras. ante ἐπιπλ. E2): ἐπιπλασσόμενον reliqui 18 ποιεῖται PE: ποιεῖ reliqui 19 τριπτός C: τριπτοῖς corr. E2 ἀποτίθενται R: ἀνατίθενται Di λεῖα om. R) [*](20 C fol. 134v; N fol. 38)

322
ἀναλημφθέντα ὄμφακος χυλῷ εἰς ἀρτίσκους. ἐστι δὲ κακοστόμαχος· προστεθεὶς δὲ ἔμβρυα κτείνει. φύεται ἐν ὀρεινοῖς καὶ τραχέσι τόποις. πλανῶνται δὲ οἱ νομίζοντες τὸν Κνίδιον κόκκον τῆς χαμελαίας εἶναι τὸν καρπόν, ἀπατώμενοι διὰ τὸ τῶν φύλλων ὁμοειδές.

173 ἀκτῆ· δισσή· ἡ μὲν γάρ τίς ἐστι δενδρώδης, κλάδους καλαμοειδεῖς ἔχουσα, στρογγύλους, ὑπολεύκους, εὐμήκεις· τὰ δὲ φύλλα τρία ἢ τέσσαρα ἐκ διαστημάτων περὶ τὴν ῥάβδον, καρύᾳ βασιλικῇ ὅμοια, βαρύοσμα δὲ καὶ μικρότερα, ἐπʼ ἄκρων δὲ τῶν κλάδων σκιάδια περιφερῆ, ἔχοντα ἄνθη λευκά, καρπὸν δὲ ἐοικότα τερεβίνθῳ, ἐν τῷ μέλανι ὑποπόρφυρον, βοτρυώδη, πολύχυλον, οἰνώδη.

[*](173 RV: ἀκτῆ· οἱ δὲ δένδρον ἄρκτου, οἱ δὲ ἥμερον, Ῥωμαῖοι σαμβούκουμ, Γάλλοι σκοβιήμ, Δάκοι σέβα.)[*](χαμαιάκτη· οἱ δὲ ἕλειος ἀκτῆ, οἱ δὲ ἀγρία ἀκτῆ, οἱ δὲ Εὐβοῖκή, Ῥωμαῖοι ἔβουλουμ, Γάλλοι δουκωνέ, Δάκοι ὄλμα.)[*](6 SIM.: Theophr. h. pl. III 13, 4 sq. Pl. XXVI 120 XXIV 51 sq. (e S. N.) Ruf. 0rib. II 111).)[*](6 EXC. Orib. XI s. v. (ἀκτῆ — πάχος); de virt med. cf. Gal. XI 820 (═ Aet I s. v. Paul. Aeg. VII 3) Ps. Ap. 91 (Ps. Orib. I 78. A. Mai l. s. VII 416) Isid. XVII 7, 59.)[*](1 post κακοστόμαχος add. ἡ βοτάνη DiH2 2 προστεθεῖσα Di: corr. H2 φθείρει RE φύεται δὲ E 3 οἱ om. RDi 4 τὸν P: om. reliqui)[*](5 num. cap. χμε O: χκς Di: ρο E tit. περὶ ἀκτῆς FHDi post ἀκτῇ syn. e R add. Di, mg. H2 δισσή ἐστιν Di: δισσὴ μέν ἐστιν E γάρ τίς ἐστι om. E: γάρ τίς om. Orib.: τίς om. R κλάδους post ἔχουσα transpos. Di)[*](6 ἔχουσα καλαμοειδεῖς R ὑπολεύκους] ὑποποικίλους R: ὑποκοίλους E: ὑποκοίλους ὑπολεύκους Di εὐμήκεις κοίλους Orib. δὲ om. HDi 7 τρία ἢ τέσσαρα O: γ ἢ δ ἢ E: δʼ ἢ ε΄ Orib.DiDl: τέσσερα ἢ πέντε ἢ ἑπτὰ C: πέντε ἢ ἔξ N τὰς ῥάβδους N 8 δὲ (pr.)] τε FHDi post δὲ (pr.) c. 11 litt. eras. E2 μικρότερα PR: μακρότερα Orib.Dl: πικρότερα E: τμητικώτερα FH 9 καυλῶν Orib. κλάδων ἢ τῶν καυλῶν Di 10 τερμίνθῳ ROrib.HDi: τερμήνθω E: τερεμίνθῳ F ἐν om, Orib. post ὑποπόρφυρον c. 9 litt. eras. E2 βοτρυοειδῆ ROrib.)[*](12 C fol. 73r: N 20 effig. herb. pict. (fol. 73v) add. C (m. rec) ἰδιῶται λιβούρην, διʼ σὗ καὶ τὸν οἷνόν τινες βάπτουσι 13 σαβουκουμ CHDi cf. Ps, Orib. V 108 ebulum et sambucus videntur quasi magnitudine differre ϹKOΒΗΗΜ R: σκοβιήμ reliqui σέβα] cf. Tomaschek l. s. 34 14 C fol. 381v: N 172 ἕλιος libri: correxi 15 αἰβουλουμ R cf. Pl. XXVI 120 Ps. Ap. Itali ebulum dicunt δουκωνέ libri: corruptum cf. Marc. Emp. VII 13 (54, 1 H) herba, quae graece chamaeaste, Latine ebulum, Gallice odocos dicitur Ps. Ap. Galli ebucone (LL1 V): fort. ὀδουκῶνεμ ὄλμα] cf. Ps. Ap. Daci olma vocant. cf. Tomachek l. s.)
323

τὸ δʼ ἔτερον αὐτῆς χαμαιάκτη καλεῖται, ὑφ’ ὧν δὲ ἕλειος 2 ἀκτῆ ἐλάττων δὲ καὶ βοτανωδεστέρα, καυλὸν ἔχουσα τετράγωνον, πολυγόνατον· τὰ δὲ φύλλα ἐκ διαστημάτων περὶ ἕκαστον γόνυ τεταρσωμένα, ὅμοια ἀμυγδαλῇ, κεχαραγμένα δὲ κύκλῳ καὶ μακρότερα, βαρύοσμα σκιάδιον δὲ ἐπʼ ἄκρου ὄμοιον τῇ πρὸ αὐτῆς καὶ ἄνθος καὶ καρπός· ῥίζα δʼ ὕπεστι μακρά, δακτύλου τὸ πάχος.

δύναμις δὲ ἡ αὐτὴ ἀμφοτέρων καὶ χρῆσις, ψυκτική, ὑδραγωγός, κακοστόμαχος μέντοι. ἑψόμενα δὲ τὰ φύλλα ὡς λάχανα καθαίρει φλέγμα καὶ χολήν, καὶ οἱ καυλοὶ δὲ ἀπαλοὶ ἐν λοπάδι λημφθέντες τὰ αὐτὰ ποιοῦσι.

καὶ ἡ ῥίζα δὲ αὐτῆς ἑψηθεῖσα 3 σύν οἴνῳ καὶ διδομένη παρά τὴν δίαιταν ὑδρωπικοὺς ὠφελεῖ, βοηθεῖ δὲ καὶ ἐχιδνοδήκτοις ὁμοίως πινομένη ἀφεψηθεῖσα δὲ μεθʼ ὕδατος εἰς ἐγκάθισμα ὑστέραν μαλάσσει καὶ ἀναστομοῖ καὶ διορθοῦται τὰς περὶ αὐτὴν διαθέσεις. καὶ ὁ καρπὸς δὲ σὺν οἴνῳ ποθεὶς τὰ αὐτὰ ποιεῖ, μελαίνει δὲ καὶ τρίχας ἐγχριόμενος. τὰ δὲ φύλλα πρόσφατα καὶ ἁπαλὰ φλεγμονὰς πραΰνει σὺν ἀλφίτῳ καὶ κατακαύμασιν ἁρμόζει καὶ κυνοδήκτοις [*](1 SIM.: Pl. XXIV 51 sq. Ruf. (Orib. II 111).) [*](12 SIM.: Pl. XXIV 52. XXVI 119 D.eup. II 63 (276) — Nic. Th. 615 (ex Apollod.) Pl. l. s. 52 — Zop. (Orib. II 597) Pl. 52 eup. I 80 (293) — Pl. l. s. 52 — Pl. 51 — Pl. l. s. eup. I 178 (186) — Pl. 51 eup. II 113 (34) — Scrib. L. 160 Pl. 52 eup. I 235 (215).) [*](1 nov. cap. incip. Di cum tit. περὶ χαμαιάκτης (om. num. cap.) τὸ δʼ ἕτερον — βοτανωδεστέρα om. R ἔτερον (εἶδος superscr. m. rec.) V χαμαιακτή F post καλεῖται syn. add. Di, marg. H2 αὕτη χαμαιπετὴς οὖσα ἐλάσσων ἐστὶ κτλ. Di ἐφ᾿ ὧν E ἀκτὴ (add. E2) ἕλειος E 2 δὲ om, Orib.E ἔχουσα] ἀνίησι R 3 καὶ πολυγόνατον HDi 4 τεταρσωμένον R μυγαλῆς R ἐν κύκλῳ Orib. 5 δὲ om. NOrib. ἐπʼ ἄκρον C: ἐπʼ ἄκρῳ N τῇ πρὸ αὐτῆς] ἀκτῆ R 6 ἔχοντα καὶ ἄνθος καὶ καρπόν orib.EFHDi: καὶ τῷ ἄνθει καὶ τῷ καρπῷ R: in quibus hastis et capitella sunt similia suprascripta et semen et flore Dl μικρά R 8 δύναμις δὲ αὐτῆς καὶ χρῆσις R ἀμφοτέροις H: ἀμφοτέραις Di ἡ χρῆσις E ψυκτική stiptica Dl: ξηραντική Di: superscr. H2 9 μέλιτι δὲ διεψόμενα (ἑψόμενα N)R (μέντοι om.) post λάχανα inser. καὶ ἐσθιόμενα E 10 καὶ οἱ om. R οἱ ἀπαλοὶ E 11 ἑφθοὶ λημφθέντες E τὸ αὐτὸ R καὶ om. Di ἀφεψηθεῖσα RDi 12 ὑδρωπικοὺς ὠφελεῖ om. R 13 βοηθεῖ] ἀρήγει R δὲ om. REDi ἐχιδνοδήκτοις PR: ἐχεοδήκτοις E: ἐχιοδήκτοις reliqui 14 εἰς ἐγκάθισμα om. R: εἰς add. E2 μαλάσσει ὑστέραν FHDi ὑστέρας R 15 ἀνορθοῦται E τὰ περὶ τὴν διάθεσιν R 16 τὸ αὐτὸ E 17 συγχριόμενος N: καταχριόμενος E φλεγμονὰς] φρένας R 18 σὺν ἀλφίτῳ] μετὰ ἀλφίτων καταπλαττόμενα Di: σὺν ἀλφίτῳ post κατακαύμασιν transpos. FH)

324
καταπλασσόμενα· κολλᾷ δὲ καὶ ὑποφοράς, καὶ ποδαγρικοῖς βοηθεῖ μετὰ στέατος ταυρείου ἢ τραγείου καταπλασσόμενα.

174 πυκνόκομον· φύλλα ἔχει ὅμοια εὐζώμῳ τραχέα δὲ καὶ δριμέα καὶ παχύτερα, καυλὸν τετράγωνον ἄνθος δὲ τῳ τοῦ ὠκίμου ἐμφερές, καρπὸν δὲ ὡς πράσου, ῥίζαν μέλαιναν, στρογγύλην, ὠχράν, ὡς μικρὸν μῆλον, γεῶδες ὄζουσαν· φύεται ἐν πετρώδεσι τόποις.

δύναμιν δʼ ἔχει ὁ μὲν καρπὸς ποθεὶς ὅσον δραχμή μία ταραχώδη καὶ πολλὰ ἐνύπνια ποιεῖν, οἰδήματά τε διαφορεῖ ἐπιπλαττόμενος σὺν ἀλφίτῳ καὶ ἀκίδας καὶ σκόλοπας ἐξάγει· καὶ τὰ φύλλα δὲ καταπλαττόμενα φύματα καὶ δοθιῆνας διαφορεῖ. ἡ δὲ ῥίζα αὐτῆς λυτικὴ κοιλίας καὶ κινητικὴ χολῆς· δίδου δὲ δραχμάς δύο ἐν μελικράτῳ.

175 ἄπιος· οἱ δὲ ἰσχάδα, οἱ δὲ χαμαιβάλανον, οἱ δὲ ῥάφανον [*](174 RV: πυκνόκομον.) [*](175 RV: ῥάφανος ἀγρία· οἱ δὲ ῥάφανος ὀρεινή, οἱ δὲ ἄπιος, οἱ δὲ ἰσχάδα, οἱ δὲ χαμαιβάλανον, οἱ δὲ λινόζωστιν, Ῥωμαῖοι ῥάδιξ σιλβέστρις, Ἄφροι θορφαθσαδοί.) [*](3 SIM.: Pl. XXVI 57 (e S. N.) — Pl. XXVI 5 D. eup. 26 (106) — Pl. XXVI 128 — Pl. XXVI 145 eup. I 157 (180) — Pl. XXVI 125 eup. I 144 (166) — Pl. XXVI 57 Ruf. (Orib. II 117).) [*](3 EXC.: Orib. XII s. v. (πυκνόκομον — τόποις); de virt. med. cf. Gal. XII 110 (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](14 SIM.: [Theophr.] h. pl. IX 9, 6 (e Diocle) Pl. XXVI 72 (e S. N.) — [Theophr.] IX 9, 5. Pl. l. s. Ruf. (Orib. II 108).) [*](14 EXC.: Orib. XI s. v. (ἄπιος — λευκή); Hes. s v. ἄπιος cf. Paul. Aeg. VII 4 (261, 6): ἀπίου τὸ ἥμισυ τὸ πρὸς τῇ ῥίζῃ ἐσθιόμενον (sc. φλέγμα κενοῖ), ὅ τινες χαμαιράφανον καλοῦσιν.) [*](1 κατάπλασμε R καὶ addidi e R 2 ταυρείου ἢ om. RE καταπλασσόμενα E (α ult. in ras.)) [*](3 num. cap. χμϚ O: χμζ Di: ροα E tit. περὶ πυκνοκόμου AHDi εὐζώμῳ ὅμοια RE post εὐζώμῳ add. μικρότερα δὲ καὶ (om. δὲ post τραχέα) E καὶ παχέα καὶ δριμύτερα FHDi 5 καπτὸν] καυλὸν R ὥσπερ E πρασίου RHDi: πράσσου ἢ τράγου E (ἢ τρ. del. E2) 6 ὠχράν om. Dl 8 μὲν om. RDi δραμχῆς πλῆθος R: α πλῆθος EDi 9 πολλὰ] δεινὰ FHDi ποιεῖ P διαφορεῖ δὲ καὶ REDi τε] δὲ O: correxi 11 τὰ δὲ φύλλα (om. καὶ) R 12 λυτικὴ om, RE κολίας κινητική χολώδους R: κοιλίας κινητικὴ ⋖⋖ β διδομένη ἐν μελικράτῳ E διδονται δραχμαὶ Di δὲ (alt.) om. H) [*](14 num. cap. χμζ O: χμη Di: ροβ E tit. περὶ ἀπίου HDi ἰσχιάδα COrib.PFEDi, at cf. [Theophr.] l. s. Pl. l. s. οἱ δὲ ῥάφανον om. Orib.) [*](15 C fol. 264v: N 128) [*](16 C fol. 285v: N 131 mg. add. N (m. rec.) radix palustri 17 ἰσχιάδα CD1 χαμαιβάλανον ἀγρίαν N: χαμαιβάλανος Di λινόζωστιν ὀνομάζουσιν C)

325
ἀγρίαν, οἱ δὲ λινόζωστιν καλοῦσι. κλωνία δύο ἢ τρία ἀπὸ γῆς σχοινώδη, λεπτά, ἐρυθρά, μικρὸν ὑπὲρ τῆς γῆς αἴροντα· φύλλα πηγάνῳ ἐοικότα, ἐπιμηκέστερα δέ, χλωρά· καρπὸς μικρός, ῥίζα ἀσφοδέλῳ παραπλησία, στρογγυλωτέρα δὲ καὶ πρὸς τὸ τοῦ ἀπίου σχῆμα, μεστὴ ἀποῦ, φλοιὸν ἔχουσα ἔξωθεν μέλανα, ἔνδοθεν δὲ λευκή.

ταύτης τὸ μὲν ἄνωθεν μέρος τῆς ῥίζης λημφθὲν διʼ ἐμέτων ἄγει χολὴν καὶ φλέγμα, τὸ δὲ πρὸς τῇ ῥίζῃ κάτω καθαίρει, ὅλη δὲ λημφθεῖσα ἀμφοτέρας τὰς καθάρσεις κινεῖ. ὀπίσαι δὲ βουληθεὶς κόπτε τὰς ῥίζας καὶ βαλών εἰς κρατηρίαν ὕδατος συντάραττε καὶ τὸν ἐφιστάμενον ἐπὸν πτερῷ ἀναλέγων ξήραινε· τούτου τρία ἡμιωβόλια ποθέντα ἄνω καὶ κάτω καθαίρει.

176 κολόκυνθα ἀγρία· οἱ δὲ σικύαν πικράν, οἱ δὲ κολοκυνθίδα καλοῦσι. κλημάτια ἀνίησι καὶ φύλλα ἐστρωμένα ἐπὶ γῆς, ὅμοια τοῖς τοῦ ἡμέρου σικύου, ἐπεσχισμένα· καρπὸν δὲ περιφερῆ, [*](13 SIM.: Pl. XX 14 sq. (e S. N. et I. B.) cf. XIX 70 sq.) [*](13 EXC.: Orib. XI s. v. (κολόκυνθα — ὠχρότερον); Ps. D. de h. f. 46 (e D. lat, unde Isid. XVII 9, 32) Ps. Orib. II 33 (cf. A. Mai l. s. VII 452); de virt. med. cf. Gal. XII 34 (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v. κοκοκυνθίς, Aet. I s. v. aliis aliunde adscitis).) [*](13 TEST: Gal. XIX 69: ἀγρίη κολοκύνθη· ἡ κολοκυνθίς, ὡς καὶ Κρατεύας καὶ Διοσκουρίδης καὶ Πάμφιλος.) [*](1 λινόζωστον P: λινοζόστην FH ὀνομάζουσιν C κλωνία δὲ R 2 ἀπὸ γῆς om. R σχοιώδη—γῆς (aIt.) om. Orib. ἀνίησι post γῆς add. FHDi σχοινώδη ἔχει R ἢ λεπτὰ FH μωρὸν — αἴροντα om. RDl 3 πηγάνῳ ἀγρίῳ R ἐπιμηκέστερα μέντοι καὶ στενώτερα RDi: superecr. H2 χλωρά om. RDi 4 μικρότερος E ἀσφοδέλῳ] σφονδύλῳ R. σπονδύλῳ Di: radix cepae, sed amplior Pl παραπλήσιος R στρογγυλωτέρα δὲ post σχῆμα transpos. FHDi 5 τῆς ἀπόου RDi ἔξωθεν ἔχουσα Di: ἔξωθεν — δὲ om. R 6 μέλαν FH λευκόν R Orib.EHDi: intus habet mammam candidam, extra cprtoces nigros Pl. 7 ἄνωθεν PC: ἄνω E: ἔνδοθεν reliqui: aiunt superiroem partem eius vomitione biles extrahere Pl. δι///// (c. 5 litt. eras. E2) ἐμετον H (ω corr. E2), mg. add. διʼ ἐμέτων ἐν ἄλλῳ E2 8 ὅλη δὲ αὐτὴ E 9 ἀμφοτέρων τὴν κάθαρσιν E εἰ δὲ βούλει ὀπίσαι N 10 κρατηρίαν P: κρατήριον R: κρατῆρα reliqui 11 ἐν πτερῷ E ἀνελὼν R ξήρανε E: ξαῖνε R) [*](13 num. cap. χκη O: χμθ Di: ρογ E titt περὶ κολοκυνθίδος HDi κολοπυνθίς ROrib.DlPs.D.Paul. Aeg.: κολοκύνθη Gal. Aet.: κολοκυνθίς· οἱ δὲ κολόκυνθαν ἀγρίαν (αἰγὸς Di) HDi mitio cap. syn. e R add. Di, mg. H2 σικύαν ἀγρίαν πικράν E: σικύαν ἀγρίαν H: σκυον πικράν P κοκοκυνθίδα ἀγρίαν E 14 κλήματα E ἀνίησι post γῆς tanspos. RDi 15 τῆς γῆς Di σίκυος R post ἐπεσχισμένα inser. πικρὸν τῇ γεύσει Dl καρπὸν δὲ φέρει ROrib. περιφερῆ om. R)

326
ὅμοιον σφαίρᾳ μέσῃ, πικρὸν ἰσχυρῶς, ὃν δεῖ συλλέγειν ἀρχόμενον μεταβάλλειν ἐπὶ τὸ ὠχρότερον.

δύναμιν δὲ ἔχει ἡ μὲν ἐντεριώνη τοῦ καρποῦ καθαρτικὴν τετρωβόλου πλῆθος μετὰ ὑδρομέλιτος ἀνα λαμβανομένη νίτρῳ καὶ σμύρνη καὶ μέλιτι ἑφθῷ εἰς καταπότια.

2 αὗται δὲ αἱ σφαῖραι ξηραὶ λεῖαι ὠφελίμως μείγνυνται κλυσμοῖς ἐπὶ ἰσχιαδικῶν καὶ παραλυτικῶν καὶ κωλικῶν, ἄγουσαι φλέγμα καὶ χολὴν καὶ ξύσμα, ἔσθ᾿ ὅτε δὲ καὶ αἱματῶδες, ἔμβρυά τε φθείρουσι προστιθέμεναι, ὀδονταλγίας τε διάκλυσμα, ἐάν τις ἐκκαθάρας αὐτὴν καὶ περιπλάσας πηλῷ ἐναποζέσας τε ὄξος δῷ διακλύζεσθαι· εἰ δέ τις ἐναφεψήσας μελίκρατον ἢ καὶ γλυκύ καὶ ἐξαιθριάσας δώσει πιεῖν, καθαίρει πάχος καὶ ξύσμα· ἐστι δὲ κακοστόμαχος λίαν. προστίθεται δὲ καὶ βαλάνια ἐξ αὐτῆς πρὸς ἐκκομιδὴν τῶν περιττωμάτων καὶ χλωρᾶς δὲ αὐτῆς ὁ χυλὸς ἐπὶ ἰσχιαδικῶν ἀνατριβόμενος ἁρμόζει.

177 ἐπίθυμον· ἄνθος ἐστὶ θύμου τοῦ σκληροτέρου καὶ [*](176 RV: κολοκυνθίς· οἱ δὲ σικύαν πικράν, οἱ δὲ κολόκυνθος ἄγριος, οἱ δὲ κολόκυνθος Ἀλεξανδρῖνος, Ζωροάστρης θύμβρη ἢ ὀστοῦν αὐτογενές, Ῥωμαῖοι κουκούρβιτα σιλβάτικα, Δάκοι τρουτράστρα.) [*](3 SIM.: Pl. l. s. Aet III 34 Paul. Aeg VII 4 (260, 6). — Pl. l. s. D. eup. I 238 (219) II 45 (257) — eup. II 78 (292) — Pl. l. s. 15 eup. I 69 (128) — eup. I 240 (220) Pl. l. s.) [*](16 SIM.: Pl. XXVI 55. 56 (e S. N. et I. B.) — Pl. l. s. eup. II 2 (227) Ruf. (Orib. I 106. 107 V 26), unde Aet. III 29. cf. Paul. Aeg. VII 4 (260, 39).) [*](16 EXC.: Orib. XI (ἐπίθυμον — τρίχας); Isid XVII 9, 13 (e D. lat); de virt. med. cf. Gal. XI 875.) [*](1 μέσον R: μεστή E πικρὸν ἰσχυρῶς om. Dl ἰσχυρόν FN συνάγειν RDi 3 δύναμιν δὲ ἔχει om. R καθαρτικὴ R 4 συναναλαμβανομένη R: λαμβανομένη reliqui: correxi σὺν νίτρῳ FHDi 5 εἰς καταπότια om. R: καταπότιον Di 6 κλύσμασιν FHDi 7 καὶ παραλυτικῶν om. RE (mg. add. E2) καὶ κωλικῶν om. EDl: κοιλιακῶν R Pa. D. l. s. 8 ξύσματα E 9 ὀδονταλγίαις E καθάρας R 10 παραπλάσας R κηρῷ E τε] τὸ PF δὲ N ἐν ὄξει CE: ὄξει N: ἐν ὄξει καὶ νίτρῳ Di 11 ἐὰν R: εἰ reliqui καὶ (pr.) om. R γλυκὺν E 13 δῷ libri: correxi πίνειν C ξύσματα E ἔστι δὲ καὶ (dittogr.) FH 13 κομιδὴν RDi 14 καὶ om. O 15 ἀνταριβόμενος om. R) [*](16 num. cap. χν 0Di: ροδ E tit. περὶ ἐπιθύμου HADi post ἐπίθυμον syn. e R add. Di, mg. H2 θύμου ἐστὶν ἄνθος FHDi σκληροῦ R) [*](17 C fol. 191r: N N7 κολόκυνθες αἰγός C: κολόκυνθος αἰγός N: κολόκυνθα αἰγός Di: correxi 18 κολόκυνθα ἀλεξανδρίνη HDi ζωροάστης R: ζωρόαστρις Di: ζωρόαστις H 19 ὀστααυτογενές RHDi: Ὀσθάνης vulgo: correxi κουκούμβριτα H: cucurbita silvestris, quam κολοκυνθίδα appellant Scrib. L 106 δανκυ C 20 τουτράστρα Di cf. Tomaschek l. s. 34)

327
θύμβρᾳ ἐοικότος· ἐστι δὲ κεφάλια λεπτά, κοῦφα, οὐραχοὺς ἔχοντα ὡς τρίχας.

καθαίρει δὲ πινόμενον κάτω φλέγμα καὶ χολὴν μέλαιναν, ἰδίως ἁρμόζον ἐπὶ μελαγχολικῶν καὶ ἐμπνευματουμένων ἀξυβάφου πλῆθος πρὸς ὁλκὴν δραχμῶν τεσσάρων σὺν μέλιτι καὶ ἁλσὶ καὶ ὀλίγῳ ὄξει. γεννᾶται δὲ πλεῖστον ἐν Παμφυλίᾳ καὶ Καππαδοκίᾳ.

178 ἄλυπον· φρυγανώδης ἐστὶ πόα, ὑπέρυθρος, λεπτόκαρφος καὶ λεπτόφυλλος, ἄνθος μαλακόν, κοῦφον· ῥίζα ὡς τεύτλου, μεστὴ ἀποῦ δριμέος, σπέρμα ὡς ἐπιθύμου. γεννᾶται δὲ ἐν τόποις παραθαλασσίοις, μάλιστα τοῖς τῆς Λιβύης τόποις καὶ ἐν ἄλλοις δὲ χωρίοις πλεῖστον.

καθαίρει δὲ τὸ σπέρμα μέλαιναν χολὴν κάτω λαμβανόμενον [*](177 RV: ἐπίθυμον· οἱ δὲ κέδρωστις, Ῥωμαῖοι ἰνουολούκρουμ.) [*](4 TEST.: Adamantius (Orib. V 85): ὅτι δὲ τὸ ὀξύβαφον ἐν μέτρῳ κατὰ σταθμὸν ἔχει γρα. ιβ, ὃ ἐστι γοε΄΄, ὁ Διοσκουρίδης δηλοῖ ἐν τῷ τετάρτῳ λέγων κατὰ τὸ ρογ (γ𝒢γ΄ libri) οὕεως· τοῦ ἐπιθύμου δοτέον ὀξυβάφου πλῆθος πρὸς ὁλκὴν τεσσάρων δραχμῶν.᾿ δῆλον γὰρ ὡς ἡ δραχμὴ ἔχει γράμματα γ΄.) [*](8 SIM.: Pl. XXVII 22 (e S. N. — Crat.).) [*](8 EXC.: Orib. XI s. v. (ἄλυπον — πλεῖστον); cf. Paul. Aeg. VII 3 s. v.) [*](13 TEST.: Paul. Aeg. VII 4 (260, 43 Bas.): ἄλυπον· εἴρηται καθαίρειν κάτω τὸ σπέρμα αὐτοῦ μέλαιναν χολὴν πλῆθος ἴσον ἐπιθύμῳ μεθ’ ἀλῶν καὶ ὄξους, τὰ δʼ ἔντερα, ὥς φησι Διοσκουρίδης, ἐλαφρῶς ἑλκοῖ. ἔστι δὲ οἷμαι ἡ νῦν ἀλυπίας καλουμένη· δοτέον 〈δὲ〉 ἐν μελικράτῳ.) [*](1 θύμβρας R ἔστι] ἔχει Orib.Di κοῦφα] rotunda Dl οὐρακοὺς R: οὐραγούς H 3 πινόμενον δὲ σὺν μέλιτι καθαίρει Di: σῦν μέλιτι superscr, H2 κάτω om. HDi 4 καὶ om. R ἐπὶ ἐμπν. E 5 πρὸς om. PF ὁλκὴν δὲ δραχμῶν τεσσάρων (δυοῖν F) PF: /////// (πρὸς eras. E2) ἀλκὴ δὲ (in ras.) τεσσάρων ⋖⋖ E2: ἀλκήν δὲ τεσσάρων N τεσσάρων δραχμῶν R Adam. ἐν μέλιτι R ἁλὶ O 6 πλεῖστον δὲ ἐν παμφυλία καὶ ἐν καππαδοκία γεννᾶται E ἐν καππαδοκίᾳ καὶ παμφυλίᾳ Di καὶ Καππαδοκίᾳ om. R) [*](8 num. cap. χν O: χνα Di: ροε E tit. περὶ ἀλόπυυ HDi λεπτόφυλλος καὶ λεπτόκαρπος Orib.Dl 9 ἄνθους μαλακοῦ καὶ κούφου μεστή ὡς ῥίζα τεύτλου μεστή (λεπτή superscr. H2) ὀποῦ δριμέος H μαλακὸν καὶ Orib.EDl ὡς τεύτλου om. Orib.: radix est ei longa et grossa Dl 10 σεύτλου P δριμέος ὀποῦ μεστή (in ras.) E2 σπέρμα om, Orib.Dl 11 τοῖς παραθαλαττίδις τόποις Orib. μάλιστα δὲ EDi τοῖς om. 0rib. πόποις om, Orib. post τόποις transp. πλεῖστον OE (om. καὶ — χωρίοις E) 12 πλείστοις Orib. 13 μέλανα P) [*](14 C fol. 108r: N 75 ΚΕΔΟΙϹ REDi: correxi)

328
τὸ ἴσον πλῆθος τῷ ἐπιθύμῳ μεθ’ ἀλῶν καὶ ὄξους· τὰ δὲ ἔντερα ἐλαφρῶς ἑλκοῖ.

179 ἔμπετρον· οἱ δὲ φακοειδές. ἐν ὀρεινοῖς καὶ παραλίοις πέτραις φύεται, ἁλυκὸν ὄν ἐν τῇ γεύσει, τὸ δὲ προσγειότερον πικρότερον. διδόμενον δὲ ἐν ζωμῷ ἢ ὑδρομέλιτι καθαίρει φλέγμα καὶ χολὴν καὶ ὑδατώδη.|

180 κληματίς· κλῆμα ἀνίησιν ὑπέρυθρον λυγῶδες, φύλλον δριμὺ λίαν γευομένῳ καὶ ἑλκωτικόν. περιελίττεται δὲ τοῖς δένδρεσιν ὡς μῖλαξ.

ταύτης ὁ καρπὸς λεῖος μεθʼ ὕδατος ἢ ὑδρομέλιτος ποθεὶς ἄγει κάτω φλέγμα καὶ χολήν. τὰ δὲ φύλλα καταπλασθέντα λέπρας ἀφίστησι· καὶ ταριχεύεται δὲ μετὰ λεπιδίου εἰς βρῶσιν.

181 ἄμπελος ἀγρία· κλήματα ἀνίησι μακρὰ ὡς ἀμπέλου [*](180 RV: κληματῖτις· οἱ δὲ ἡπατῖτις, Αἰγύπτιοι φιλάκουον, Ῥωμαῖοι ὀμβούξου οἱ δὲ ολούκρουμ κακτούκις.) [*](181 RV: ἄμπελος ἀγρία.) [*](3 SIH.: Pl. XXVII 75 (e S. N. — Crat.); Ruf. (Orib. II 106. 114).) [*](3 EXC.: de virt. med. cf. Gal. XI 875 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](7 SIM.: Pl. XXIV 84 — P1. l. s. D. eup. I 128 (158) Ruf. (Orib. II 106).) [*](7 EXC.: Orib. XI s. v. (κληματίς — μῖλαξ); Gal. XII 31; Paul. Aeg. VII 3 s. v. κληματῖτις ἑτέρα.) [*](7 TEST.: Gal. XII 31: Διοσκουρίδης δʼ ἀμροῖν sc. κληματίδων) ἐν τῷ τετάρτῳ μέμνηται, τοῦ μὲν ἁπλῶς ὀνομαζομένου κληματοειδοῦς ἐπὶ τῇ τελευτῇ τοῦ βιβλίου, θατέρου δὲ κατὰ τὴν ἀρχήν.) [*](13 SIM.: Pl. XXIII 19 sq. XXVII 14 — Ruf. (Orib. II 117) — Pl. l. s. D. eup. II 63 (276) — Pl. l. s. eup. I 120 (153).) [*](13 EXC.: Orib. XI s. v. (ἄμπελος — κόκκων); med. Gal. XI 826 (═ Paul. Aeg. VI 3 s. v.).) [*](1 τῷ ἐπιθύμῳ (τοῦ ἐπιθύμου F) post ἁλῶν transpos. FHDi) [*](3 num. cap. χνα O: χνβ Di: ροϚ E φακοειδές] πρασοειδές Gal.: φακοειδές Ruf. (0rib. II 106) ἐν παραλίοις καὶ ὀρεινοῖς τόποις (om. Di) FHDi 4 τόποις καὶ τέτραις E ὂν add. Breul ἐν P: om. FHDi: del. E2 6 post ὑδατώδη ext. fol. 138v vocab. periit fol. cod. P) [*](7 num. cap. χνβ O: χνγ Di (cap. bis habet cf. D. IV 7): ροζ E κληματῖτις R Paul. Aeg. l. s. 8 γευσαμένῳ RE 9 δένδροις H Paul. Aeg. σμίλαξ libri: correxi 12 ἐφίστησιν E (corr. E2) καὶ om. R, eras. E2 τοῦ λεπιδίου RE) [*](13 num. cap. χνγ FH: χνδ Di: ροζ E xit περὶ ἀγρίας ἀμπέλου HA: ἄμπελος F) [*](14 C fol. 196r: N 89: syn. mg. add. H2 ἡπατῖτις scripsi: ἐπηιπτης C: ἐπηγητης N: ἐπιγῆτις H: correxi coll. D. IV 14 φιλάκουον suspectum 15 ΑΜΒΟΥΞΟΥ RH: suspectum: fort. ἀμφλέξουμ ολουκρουμλακτουκις C: ολουκρουμλακτουλακτουκης N: om. H: corruptum) [*](16 N fol. 26: om. C)

329
οἰνοφόρου, ξυλώδη, τραχέα, φλοιορραγοῦντα, φύλλα δὲ ὅμοια στρύχνῳ κηπαίῳ, πλατύτερα δὲ καὶ μικρότερα, ἄνθος ὡς τρίχας, βρυῶδες, καρπὸν δὲ βοτρυδίοις μικροῖς ὅμοιον, πεπαινόμενον ἐρυθρόν περιφερὲς δέ ἐστι τὸ σχῆμα τῶν κόκκων.

ταύτης ἡ ῥίζα ἀποζεσθεῖσα ἐν ὕδατι καὶ μετʼ οἴνου πινομένη τεθαλασσωμένου κυάθων δύο ὑδατῶδς καθαίρει· δίδοται δὲ ὑδρωπικοῖς. οἱ δὲ βότρυες ἐφήλεις ἀποκαθαίρουσι καὶ πάντα σπίλον· ταριχεύονται δὲ καὶ ταύτης οἱ ἀκρεμόνες ἀρτιξυεῖς εἰς βρῶσιν.

182 ἄμπελος λευκή· οἱ δὲ βρυωνίαν, οἱ δὲ ὀφιοστάφυλον, οἱ δὲ χελιδόνιον, οἱ δὲ μάδον ἢ μήλωθρον ἢ ψίλωθρον [*](182 RV: βρυωνία λευκή· οἱ δὲ μάδον. οἱ δὲ ἄμπελος λευκή, οἱ δὲ ψίλωθρον, οἱ δὲ μήλωθρον, οἱ δὲ ὄφιος σταφυλή, οἱ δὲ ἀρχέζωστιν, οἱ δὲ κέδρωστιν, Αἰγύπτιοι χαλαλαμόν, Ῥωμαῖοι νότιαμ, οἱ δὲ ἕρβα κοριάρια, οἱ δὲ κουκούρβιτα ἠρράτικα, Δάκοι κινούβοιλα, Σύροι λαλλαβιάρια.) [*](10 SIM. [Theophr.] h. p. IX 20, 3. Crat. (schol. Nic. Th. 858) Pl. XXIII 21 (e S. N.)) [*](10 EXC.: Orib. XI s. v. (ἄμπελος — κινοῦντες); cf. Gal. XI 826 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); sid. XVII 9, 90. Ps. Ap. 66 Cyran. anon. I, 1 (Mély, les lapidaires de I'antiquité II 9 sq.)) [*](1 οἰνοφόρου om. FHADi: similes viti nostrae Dl ξυλωειδῆ E post τραχέα c. 6 litt. eras. E2 φλοιορροοῦντα N: om. Orib. Dl: rimoso cortice Pl. τὰ ante φύλλα del. E2 2 μακρότερα Orib.HADi: μακρότερα ἢ καὶ μικρότερ E (ἢ καὶ μικρ. del. E2): minora Dl 3 βρυῶδεσ FH (βρυώδους corr. H2): βροιώδεις N: βρυώδεις Di: βρυώδης A: βοτρυοειδεῖς Orib. (βρυώδεις superscr. O2): βοτρυῶδες E: flores habet sicut capillos Dl ὅμοιον μικροῖς 0rib. 4 ἐστι om. Orib. σχῆμα] κλῆμα N 5 post ῥίζα c. 6 llit. del. E2 ἐκζεσθεῖσα E ἐν οἴνῳ καὶ μεθʼ ὕδατος πινομένη τεθαλασσωμένου δή,: ἐν ὕδατι καὶ πινομένη μετʼ οἴνου τεθ. NEDi: radix eius elixa in aqua et bibita mixto vino maritimo Dl cf. Pl. XXVII 44 D. eup. I 63 (276) 6 κυάθων δύο FH: κυάθων ἢ κοτυλῶν β E: κυ. γ D. eup. l. s. 7 post δὲ (pr.) add. καὶ Di ἐφήλεις τε E 8 ταριχεύονται] ἀποκαθαίροται N καὶ om. Di αὐτῆς E: οἱ ταύτης ἀκρεμόνες Di 10 num. cap. χνδ FH: χνγ A: χνε Di: ροθ E tit. λευκή F: πρὶ ἀμπέλου κευκῆς HADi βρυονίαν E: βρυωννίαν F ὀφιλοστάφυλον Orib.: ofiistafilon Dl: staphylen Pl. 11 χελιδόνα Orib.E Cyr.: candon Dl μάδον ἢ addidi ex E cf. Pl. l. s. κύλωθρον V: μύλιθρον Cyr.: meletron Dl: μήλωθρον ἢ om. Orib. ad ψίλωθρον cf. [Theophr.] l. s. Heracl. Tar. (Gal. XIV 186) Ruf. (Orib. II 132)) [*](12 N fol. 30: om. C μάδον] alii madon appelant Pl. l. s. cf. Heracl. Tar. (Gal. XIV 186) Zop. (orib. II 588) 14 κέδρωσιν N: vorrexi χαλαλαμον N: corcadana Ps. Ap. (L) 15 νοτιαμ N cf. Pl. XXIV 175 notia herba coriariorum officinis familiaris est alis alisve nominibus κοραρια N: correxi Daci aurumetti vocant . . . bessi dinupula dicunt Ps. Ap. cf. Tomachek l. s. 34 16 λαλλαβιαρια N: clicii galliadiana Ps. Ap. (L))

330
ἢ ἀρχέζωστιν ἢ ἄγρωστιν ἢ κέδρωστιν καλοῦσι. ταύτης τὰ κλήματα καὶ τὰ φύλλα καὶ αἱ ἕλικες ὅμοια τῇ ἡμέρῳ ἀμπέλῳ, δασύτερα δὲ πάντα· καὶ ἐμπλέκεται τοῖς παρακειμένοις θάμνοις ἐλλαμβανομένη ταῖς ἕλιξι· καρπὸν δὲ ἔχει βοτρυώδη, πυρρόν, ᾧ ψιλοῦται τὰ δέρματα. ταύτης οἱ ἀσπάραγοι κατά τὴν πρώτην ἐκβλάστησιν ἑφθοὶ ἐσθίονται, οὔρησιν καὶ κοιλίαν κινοῦντες.

2 δύναμιν δὲ ἔχει τὰ φύλλα καὶ ὁ καρπὸς καὶ ὁ καυλὸς καὶ ἡ ῥίζα δριμεῖαν, ὅθεν ἐπὶ τῶν Χειρωνείων καὶ γαγγραινικῶν καὶ φαγεδαινικῶν καὶ σαπροκνήμων ἐλκῶν μεθʼ ἁλὸς καταπλασσόμενα ποιεῖ, ἡ δὲ ῥίζα ῥύπτει χρῶτα καὶ τετανοῖ καὶ ἔφηλιν ἀποκαθαίρει, ἰόνθους, φακούς, οὐλὰς μελαίνας σὺν ὀρόβῳ καὶ τῄλει· καθεψηθεῖσα δὲ μετʼ ἐλαίου, μέχρι τακερωθῇ, πρὸς τὰ αὐτὰ ἁρμόζει. αἴρει δὲ καὶ ὑπώπια καὶ πτερύγια τὰ ἐν δακτύλοις στέλλει σὺν οἴνῳ καταπλασσομένη, διαφορεῖ καὶ φλεγμονὰς καὶ ῥήττει ἀποστήματα, ἀνάγει καὶ ὀστᾶ λεία καταπλασσομένη σηπταῖς τε μείγνυται ἐπιτηδείως.

3 πίνεται δὲ καὶ πρὸς ἐπιλημψίας ὁλκὴ μία καθʼ ἡμέραν πρὸς ἐνιαυτόν, ὠφελεῖ καὶ ἀποπλήκτους καὶ σκοτωματικοὺς ὁμοίως λαμβανομένη. [*](9 SIM.: [Theophr.] l. s. Pl. l. s. — Pl. XXIII 22 D. eup. I 203 (198) 204 (199) — Pl. l. s. 23 eup. I 109 (148) — [Theophr.] l. s. Nic. Th. 858 sq. (ex Apollod.) Pl. l. s. eup. I 120 (153) — Pl. l. s. eup. I 118 (152) — eup. I 114 (150) — Pl. l. s. eup. I 56 (119) — Pl. l. s. 25 — Pl. l. s. 24 eup. I 166 (179). — Pl. XXIII 23 D. eup. I 18 (103) — Pl. l. s.) [*](1 ἢ ἀρχέζωστιν — καλοῦσι om. Orib. ἀρχεζώστην E: ἀρχέζωστριν Zop. (Orib. I 588): archezostim Pl. cf. Salm. de hom. h. iatr. 76 ἢ ἄγρωστιν om. R Cyr. Pl.: aut grestin Dl: ἢ κεδρώτιν ἢ ἄγρωστην E: ἐχέτρωσιν coni. Sar. coll. Gal. XX 101 κέδρωσιν N: κέχεδρον Cyr.: cedrostin Pl.: οἱ δὲ κ. om. Dl ταύτης] ἧς Orib.E τὰ κλήματα καὶ om. Orib. 2 οἱ NEFHA ὅμοιαι Orib. 3 δασύτεροι δὲ πάντες Orib.E ἐμπλέκονται Orib.E 4 ἐλλαμβανομένη om. Orib.: ἐπιλαμβανομένη Cyr. βοτρυοειδῆ Di πυρρόν om. N 5 κατὰ — ἐκβλάστησιν om, Orib. 6 ἐσθιόμενοι οὗρά τε καὶ κοιλίαν κινοῦσιν NCyr. 8 καὶ ὁ καυλὸς addidi ex E: virtus est foliis et hastis ipsius et radici viscida Dl cf. Pl. XXIII 22. D. eup. I 204 (199) 9 γαγγραινῶν N 11 τετανοῖ χρῶτα καὶ ῥύπτει E: χρῶτα ῥύπτει καὶ τετανοῖ FHADi 12 καὶ ἰόνθους καὶ φακοὺς E: ἰόνθους τε καὶ φακοὺς N καὶ οὐλὰς N 13 τήλει] γῇ χίᾳ N: γῇ χίᾳ καὶ τήλει Di καθεψηθεῖσα δὲ καὶ καταπλασθεἴσα N τακῇ N 14 ὑπώπια δὲ (om. αἴρει δὲ καὶ) N δακτυλίοις N 15 συστέλλει Di σὺν δὲ οἴνῳ (cum insequ. coni) DiDl καὶ om. NDi φύματα καὶ φλεγμονὰς E 16 καὶ (pr.) del. E2 ῥήττει καὶ ἀποστήματα E: καὶ ἀποστήματα ῥήσσει NDi ἀπόστημα VF ἀνάγει δὲ NDi 17 ἐπιτηδείως om. N 18 ἐπιλημψίαν N ὁλκὴ ⋖ α E 19 καὶ (pr.) om. VFHADi: δὲ καὶ Cyr. ἀποπληκτικοὺς Cyr)

331
δυεῖν δὲ δραχμῶν ὁλκὴ ποθεῖσα ἐχιοδήκτοις βοηθεῖ καὶ ἔμβρυα φθείρει· ὑποταράττει δὲ ἐνίοτε τὴν διάνοιαν καὶ προστεθεῖσα δὲ ὑστέρᾳ ἔμβρυα καὶ δεύτερα ἐπισπᾶται. κινεῖ καὶ οὖρα πινομένη, καὶ ἔκλειγμα δὲ διʼ αὐτῆς μετὰ μέλιτος τοῖς πνιγομένοις καὶ δυσπνοοῦσι καὶ βήσσουσι πλευράν τε ἀλγοῦσι καὶ ῥήγμασι, σπάσμασι δίδοται, καὶ σπλῆνας τήκει τριωβόλου

ὁλκὴ ποθεῖσα σὺν ὄξει ἐπὶ ἡμέρας τριάκοντα· καὶ καταπλάσσεται 4 δὲ μετὰ σύκου πρὸς τὰ αὐτὰ χρησίμως. ἀφέψεται δὲ καὶ εἰς ἐγκάθισμα, καθαρτικὸν ὑστέρας ὂν καὶ ἐκβόλιον. χυλίζεται δὲ ἡ ῥίζα αὐτῆς ἔαρος· πίνεται δὲ ὁ χυλὸς σὺν μελικράτῳ πρὸς τὰ αὐτά, ἄγων φλέγμα. ὁ δὲ καρπὸς ποιεῖ πρὸς ψώρας καὶ λέπρας συγχριόμενος καὶ καταπλασσόμενος· κατασπᾷ δὲ καὶ γάλα ὁ καρπὸς μὐτῆς χυλισθεὶς καὶ μετὰ πυρῶν ἡψημένων ῥοφηθείς.

183 ἄμπελος μέλαινα, ἣν ἰδίως βρυωνίαν ὀνομάζουσί [*](183 RV: βρυωνία μέλαινα· οἱ δὲ ἄμπελος μέλαινα, οἱ δὲ Χειρωνία, οἱ δὲ βουκράνιον, Ῥωμαῖοι ὄβα ταμίνια, οἱ δὲ ὄβα) [*](2 SIM.: Nic. Th. 858. 939 (ex Apollod.) Pl. 23. 26. D.eup. I 115 (315) — Zop. (Orib. II 597) Pl. l. s. 24 eup. II 77 (288) 78 (291) — Zop. (Orib. II 567) Pl. l s. 21. 24 eup. II 112 (310) — Pl. l. s. 25 eup. II 31 (243) II 34 (246) 35 (247) 39 (252) — Zop. (Orib. II 566) Pl. l. s. 25 eup. II 61 (272) — Pl. l. s. 25 — Pl. l. s. 22 eup. I 128 (157) — Pl. l. s. 22.) [*](15 SIM.: Pl. XXIII 27 sq. (e S. N.) cf. Zop. (Orib. II 588).) [*](15 EXC.: Orib. XI s. v. (ἄμπελος — πυξοειδής); Gal. XI 827 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.) Ps. D. de h. f. 26 (e D. lat., ex quo sua habet Isid. XVII 9, 91. 92); Ps. Ap. 66: Cyran. auctor I 1 l. s.) [*](1 δὲ om. NE (inser. E2) 2 ὑποταράσσει FHACyr. 3 δὲ om. VFHADi καὶ δεύτερα mg. add. E2 κινεῖ δὲ καὶ E οὔρησιν NGal. 4 ἐκλεκτὸν HADi διʼ om. N: διʼ αὐτῆς post μέλιτος transpos. Di πνιγομένοις τε HA 5 καὶ δυσπνοοῦσι om. VFHA at cf. Dl melle addito μὲ electurarium disnoicis et offocationibus opitulatur πλευράς E καὶ δήγμασι καὶ σπάσμασι EHDi: καὶ δήγμασιν ἢ σπάσμασι A: ἢ δήγμασιν ἢ σπάσμασιν P: ἢ δήγμασιν σπάσμασι V: ῥήγμασιν σπάσμασιν N 6 καὶ om. N σπλῆνας VFGal.: σπλῆνα reliqui 7 ὁλκὴ ἢ ⋖⋖ γ E νῦν] ἐν N 9 ἐγκαθίσματα E ὂν om. VFHA: del. E2 10 πίνεταί τε E 11 φλέγματα V 12 καὶ καταπλασσόμενος om. E 13 καρπὸς HA: καυλὸς EVF: χυλὸς Di 14 καταροφούμενος E in fine add. ψυκτικὴν δὲ ἔχει δύναμιν καὶ χρῶνται αὐτῷ ἐπὶ τῶν καυσωδῶς πυρεττόντων H2) [*](15 num. cap. χνε FHA: χνϚ Di: ρπ E tit. μέλαινα F: περὶ ἀμπέλου μελαίνης HADi οἱ δὲ βρυωνίαν μέλαιναν Di syn. e R mg. add. H2 post ἄμπελον Di καλοῦσι Orib.) [*](16 C 81v: N 31 (mg. add. brionia melena mora man. rec.) 17 χειρωμα R: correxi coll. Pl. l. s. ὀβλαμινια R: ὀβλαμηνία HADi: abutamnia Ps. Ap. (L): correxi coll. Pl. XXIII 17 Cela. III 21 (107, 12 D.) βατανούτα RHADi: correxi)

332
τινες, οἱ δὲ Χειρώνιον ἄμπελον· φύλλα ἐστὶ κισσῷ ὅμοια, μᾶλλον δὲ πρὸς τὶ τῆς μίλακος, καὶ οἱ καυλοὶ δέ· μείζονα δὲ ταῦτα. ἐλλαμβάνεται δὲ καὶ αὕτη τῶν δένδρων ταῖς ἔλιξι· καρπὸς δὲ βοτρυώδης, χλωρὸς κατʼ ἀρχήν, πεπανθεὶς δὲ μέλας γίνεται· ῥίζα μέλαινα ἔξωθεν, ἔνδοδεν δὲ πυξοειδής.

2 καὶ ταύτης οἱ καυλοὶ κατὰ τὴν πρώτην ἐκβλάστησιν λαχανεύονται· εἰσὶ δὲ διουρητικοί, καταμηνίων κινητικοί, τηκτικοὶ σπλημνός, ἐπιλημαπτικοῖς τε καὶ παραλυτικοῖς καὶ σκοτωματικοῖς ἁρμόζουσιν. ἡ δὲ ῥίζα δύναμιν ὁμοίαν τῇ λευκῇ κέκτηται, πρὸς τὰ αὐτὰ ἁρμόζουσαν, ἦττον μέντοι ἐνεργεῖ, ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς τοὺς τῶν ὑποζυγίων λόφους, ἐπειδὰν ἑλκωθῶσι, τὰ φύλλα σὺν οἴνῳ καταπλασσόμενα καὶ πρὸς στρέμματα ὁμοίως ἐπιτίθεται.

184 πτέρις, ἣν ἔνιοι βλῆχρον, οἱ δὲ πολύρριζον καλοῦσι· [*](ταμνούτα, οἱ δὲ βίτις ἄλβα, Δάκοι πριάδιλα, οἱ δὲ πατρίνα, Ἄφροι λαουωθέν.) [*](184 RV: πτέρις· οἱ δὲ πτέριον, οἱ δὲ πτέρινον, οἱ δὲ δασύκλωνον, οἱ δὲ ἀνάσφορον, οἱ δὲ βλῆχρον, οἱ δὲ πολύρριζον,) [*](7 SIM.: Pl. XXIII 27 sq. D. eup. II 112 (311).) [*](13 SIM.: [Theophr.] h. pl. IX 20, 5; Pl. XXVII 78 (e S. N. — Crat); schol. Nic. Th. 39 (ex Antig. — Dionys.); schol. Theocr. III 14.) [*](13 EXC.: Orib. XII s. v. (πτέρις — τόποις); cf. Gal. XII 109 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Isid. XVII 9, 105 (e D. lat.); Hes. s. v. βλῆχρον.) [*](16 SIM.: Ps. Ap. 76 (unde Ps. Orib. I 63).) [*](1 οἱ om. E χειρώνειον FHOrib. ἄμπελον καλοῦσιν Orib. ἐστὶ] ἔχει Orib.VFHDi: om. RE: correxi 2 ὁ καυλὸς Orib. σμίλακος libri: correxi δὲ addidi ex Orib. cf. IV 102 ταῦτα] πάντα Orib.: πάντων R 3 δὲ (alt.) om. Di 4 γίνεται om. ROrib.E 5 ῥίζα δὲ E ἔσωθεν Orib.: ἐντὸς E 7 καὶ οὐρητικοί VFHADi καὶ καταμηνίων EHA Di: καταμηνίων — τηκτικοὶ om. R κινητικοί] ἀγωγοί HADi 8 ἐπιλήμπτοις R τε om. Di καὶ σκοτωματικοῖς om. VFHA: superam. H: post τε transpos. DiA (del. A2): epilepticis et paraliticis et scomaticis medetur Dl. cf. Ps. D. de h. f. l. s. 9 ἡ δὲ ῥίζα om. V: ἡ ῥίζα δὲ EA: ἔχει δὲ ἡ ῥίζα Di τῇ πρὸ αὐτῆς R 10 ἁρμόζουσα R ἐνεργεῖ om. R: ἐνεργῆ coni. Sarac. δὲ om. HA: καὶ om. Di 11 τὰ δὲ φύλλα C: τὰ φύλλα δὲ N: τὰ φύλλα cum insequ. coniungit Dl 12 ab οἴνῳ incip. fol. 139 cod. P καὶ om. C τὰ ατρέμματα E ἐπιτίθενται HADi: ἐπιτίθεται καὶ καταπλάσσεται E (?)) [*](13 num. cap. χνϚ O: χνζ Di: ρπα E xit. περὶ πτερίδος FHA post πτέρις syn. e R add. Di, mg. H2 ἢ ἔνιοι] οἱ δὲ orib. βλῆχνον HADi: βλάχνον Pl. schol. Nic. Th. 39 Phanias (Ath. II 61 f.): βλῆτρον Nic. Th. 39) [*](14 βετισάλκα Di: βιτισάλκα HA (corr. A2): vitis alba Ps. Ap. (L) πριαδήλα HDi: πριαδίλλα A πεγρίαν NHDi 16 λαυωθέν C (mg. add. A2): λαουοθέν HDi) [*](16 N fol. 101: om. C πτερινεον NHDi: pterigion Ps. Ap.: pterineon Ps. Orib.: correxi 17 βλῆχνον Di πολύρριζον καλοῦσι Di (οἱ δὲ β. οἱ δὲ πολ. om. A2))

333
φύλλα ἐστιν ἄκαυλα καὶ ἀνανθῆ καὶ ἄκαρπα ἐξ ἑνὸς μόσχου, περὶ πῆχυν τὸ μέγεθος, ἐντετμημένα καὶ ἀνηπλωμένα ὡς πτέρυξ, ὑποδυσώδη· ῥίζαν δὲ ἔχει ἐπιπόλαιον, μέλαιναν, ὑπομήκη, ἐκφύσεις ἔχουσαν πολλάς, ὑποστύφουσαν ἐν τῇ γεύσει. φύεται δὲ ἐν ὀρεινοῖς καὶ ἐν πετρώδεσι τόποις.

ταύτης ἡ ῥίζα ἕλμιν πλατεῖαν ἐκτινάσσει δραχμῶν τεσσάρων ὁλκὴ μετὰ μελικράτου λαμβανομένη βέλτιον δέ, εἰ μετὰ σκαμμωνίας ἢ ἐλλεβόρου μέλανος ἀβολῶν δυεῖν δοίη τις· δεῖ δὲ προσκορδοφαγεῖν τοὺς λαμβάνοντας.

185 θηλυπτερίς· οἱ δὲ νυμφαίαν πτέριν ὀνομάζουσι. τὰ μὲν φύλλα πτέριδι ὅμοια, οὐ μονόμοσχα δὲ ὡς τὰ ἐκείνης, [*](προφῆται Ἑρμοῦ βάσιν, Ῥωμαῖοι φίλις ῥανάρια, οἱ δὲ λακουλάτα, οἱ δὲ φίλικεμ, Αἰγύπτιοι αἷμα ὄνου.) [*](185 RV: θηλυπτερίς· οἱ δὲ νυμφαίαν πτέριν ὀνομάζουσιν, Ῥωμαῖοι λίγγουα κερβίνα.) [*](πτέρις ἑτέρα· οἱ δὲ νυμφαίαν πτέριν, οἱ δὲ καὶ ταύτην θηλυπτερίδα ὀνομάζουσιν.) [*](6 [Theophr.] l. s. Scrib. L. 140; schol. Nic. Th. l. s. Pl. XXVII 79 eup. II 66 (281).) [*](10 SIM. [Theophr.] h. pl. IX 18, 8; Pl. XXVII 78 (e S. N.)) [*](10 EXC.: Orib. XII s. v. (θηλυπτερίς — ἐρυθραί); Paul. Aeg. VII 3 s. v., cf. Gal. XI 109.) [*](1 φύλλα δὲ N καὶ (alt.) om. Orib.E ἐξ om. N μίσχου E 2 τὸ περὶ πῆχυν μέγεθος R ὥσπερ Orib. 3 ὑπομήκη καὶ (dittogr.) Orib.E 4 ἐμφύσεις Orib. ὑποστύφουσα H. ὑποστυφσύσας ODi cf. [Theophr.] l. s. ἐν om. FHADi 5 δὲ om. Orib. NDi ἐν (alt.) om. Orib.ENDi: fort. recte 6 τεσσάρων δραχμῶν N: δ ⋖⋖ ὁλκὴ E 8 ἢ καὶ E ὀβολῶν τεττάρων HDi: ὀβολῶν β ἢ ⋖⋖ E cf. D. eup. l. s. πτέριδος δʼ σὺν σκαμμωνίας ὀβολοῖς δυσὶ καὶ ἁλσί· προσκορδοφαγείτω δὲ ὁ μέλλων πίνειν 9 in fine e Ps. Ap. 76 add. Di (mg. H2) ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς ἀποκατάστασιν σπληνιῶσι, καὶ μετὰ ἀξουγγίου δὲ ἡ ῥίζα ποθεῖσα (κοπεῖσα H2) καὶ καταπλασθεῖσα ποιεῖ πρὸς τοὺς ὑπὸ καλάμου πληγέντας. ἡ δὲ δοκιμὴ τοιαύτη· ἔνθα ἐστὶ πολὺς κάλαμος καὶ πολὺ βλάχνον στεγέντας. (spat. c. 20 litt. relicto) ἀφανίζεται τὸ βλάχνον) [*](10 num. cap. χνξ O: χνη Di: ρπβ E tit. περὶ θηλυπτέριδος FHADi θηλύπτερον· οἱ δὲ θηλυγαιρίαν E ἢ πτέριν Dl Paul. Aeg. l. s. at cf. Pl. l. s. alii ngmphaeam pterim πτερίδα FH: πτέρινον Di 11 φύλλα ἔχει C οὐ — ἀλλὰ om, RDl: non recte secl. Spr. nam filix femina non unum habet pediculum sicut mas, sed plures ex uno cauliculo enati (unde φύλλον μονόκλωνον [Theophr.], singularis Pl.), in quibus folia, contra mari cauliculus nullus, sed unus pediculus cf. Hallier Flora von Deutschland I 59 τὰ om. E) [*](12 βαίν HDi φανάρια libri: correxi λακουλλα NDi: κακούλα H: correxi) [*](14 cap. bis habet R (C 141v: N 39 s. v. θηλύπτερις et C 256v: N 101 s. v. πτέρις ἑτέρα))

334
ἀλλὰ πολλὰς ἔχοντα ἀποφύσεις καὶ ὑψηλοτέρας· ῥίζαι δʼ ὕπεισι πλάγιαι, μακραί, πλείους ὑπόξανθοι ἐν τῷ μέλανι, τινὲς δʼ ῤυθραί.

καὶ αὖται δὲ σὺν μέλιτι ἐν ἐκλεικτῷ πλατεῖαν ἕλμιν ἐξάγουσι, σὺν οἴνῳ δὲ πινόμεναι δραχμῶν τριῶν πλῆθος στρογγύλην ἐκτινάσσουσιν ἕλμιν· γυναιξὶ δὲ δοθεῖσαι ἀσυλλημψίαν ποιοῦσι, κἂν ἔγκυος δὲ λάβη, ἐκτιτρώσκει. ξηραὶ δὲ καὶ ἐπὶ τῶν δυσαλθῶν καὶ καθύγρων ἑλκῶν ἐπιπάσσονται, λόφους τε ὑποζυγίων ἰῶνται. τὰ δὲ φύλλα αὐτῆς ἀρτίβλαστα λαχανευθέντα ἑφθὰ καὶ βρωθέντα κοιλίαν μαλάσσει.

186 πολυπόδιον· φύεται ἐν πέτραις βρύα ἐχούσαις καὶ ἐν τοῖς γερανδρύοις πρέμνοις ἐπὶ τῶν βρύων, σπιθαμῆς ἔχον ὕψος, ὅμοιον πτέριδι, ὐπόδασυ, ἐντετμημένον, οὐ μὴν οὕτως γε λεπτοσχιδῶς. ῥίζα δʼ ὕπεστι δασεῖα, πλεκτάνας ὥσπερ πολύπους ἔχουσα, πάχος μικροῦ δακτύλου, ξυσθεῖσα δὲ ἔνδοθεν [*](186 RV: πολυπόδιον· οἱ δὲ σκολοπένδριον, οἱ δὲ πτέρις, οἱ δὲ πολύρριζον, Ῥωμαῖοι φιλίκουλα λουκιτάλις.) [*](4 SIM.: [Theophr.] l. s. Pl. l. s. 79. 80 D. eup. II 95 (299) — eup. I 183 (191) — Pl. l. s. 80, 79.) [*](11 SIM.: [Theophr.] h. pl. IX 13, 6. 20, 4 caus. pl. II 17, 4; Pl. XXVI 58 (e S. N.) — Pl. l. s. Ruf. (orib. II 112).) [*](11 EXC.: Orib. XI s. v. (πολυπόδιον — ὑπόγλυκυς); cf. Gal. XII 107 (═ Aet I s. v.); Paul. Aeg. VII 3 s. v.; Isid. XVII 9, 62.) [*](1 ἔχουσα R ἀποφύσεις καὶ ἀστέρας E: ἐκφύσεις Di καὶ ὑψηλοτέρας om. R: ὑψηλότερα PE: ὑψηλοτέρας reliqui post ὕπεισι c. 5 litt. eras. E2 2 πλαγειαι P: πλατεῖαι RE (post πλ. c. 8 litt. eras. E2) FHADi cf. Pl. radices utriusque longae in oblicum μακραὶ πλάγιαι orib.FHADi πλείους om. R: post πλείους c. 12 litt. eras. E2 τινὲς δὲ om. E 4 αἵτινες ἐν μέλιτι ἐκλεικτῷ λαμβανόμεναι R: αἵτινες δοθεῖσαι λεῖται μέλιτι E: λαμβανόμεναι add. Di ἐκβάλλουσιν RDi 5 ἐν οἴνῳ E τριῶν δραχμῶν R: δύο ἢ γ ⋖⋖ πλῆθος E 6 ἐκβάλλουσιν R δυσσυλλημψίαν E 7 κἂν] καὶ P ἔγκυμος λάβῃ] διαβῇ ODi: γυναικὶ δʼ ἐὰν μὲν δοθῇ ἐγκύμονι ἐκβάλλειν φασίν [Theophr.] l. s. cf. Pl. l. s. καὶ om RDi 8 ἐπιπλάσσονται ODiDl: ἐπιπάσσοντας R 9 τὰ δὲ — μαλάσσει om. R (s. v. θηλυπτερίς ἀρτιβλαστῆ E λαχανεύεται ἑφθά τε βρωθέντα FHA: ἑφθὰ post καὶ transpos. R (s. v. πτέρις ἑτέρα)) [*](11 num. cap. χνη O: χνθ Di: ρπγ E post πολυπόδιον syn. e R add. ADi: mg. H2 12 ἐπὶ τοῖς γεράνοις κρημνοῖς N (chart. laes. C): ἐν ἄντροις ἢ πρέμνοις Orib.: ἐν τοῖς ἀγρίοις πρέμνοις τοῖς H2ADi: ἐν τοῖς ἀγρίοις E (mg. add. γερανδρύοις πρέμνοις E2): parietibus umectis et ripis umectis Dl: in petris nascens aut sub arboribus vetustis Pl. βρυῶν] δρυῶν Orib.HADi ἔχουσα HADi 13 τὸ ὕψος Di τῇ πτέριδι RDi τετμημένον Di 14 γε F: om. reliqui λεπτοσχιδῶν HA: λεπτόν R ὡσπερεὶ Di 15 πουλύπου R: πόλυπος Orib.) [*](16 C 266v: N 101 σκολόπενδρον DiHA 17 πολύριζον R λικουτάλις HADi)

335
χλωρά, στρυφνὴ κατὰ τὴν γεῦσιν καὶ ὑπόγλυκυς δύναμιν ἔχουσα καθαρτικήν. δίδοται δὲ συγκαθεψομένη ὄρνιθι ἢ ἰχθύσιν τεύτλῳ ἢ μολόχῃ. ξηρὰ δὲ ἐπιπασσομένη μελικράτῳ ἄγει φλέγμα καὶ χολήν. ποιεῖ καὶ πρὸς στρέμματα ἡ ῥίζα λεία καταπλασθεῖσα καὶ πρὸς ῥαγάδας τὰς ἐν μεσοδακτύλοις.