De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

2 γεννᾶται δὲ πλείστη ἐν Κόλχοις καὶ ἐν τῇ Μεσσηνίᾳ.

βρωθεῖσα δὲ κτείνει κατὰ πνιγμὸν ὁμοίως τοῖς μύκησιν. ἀνεγράψαμεν δὲ αὐτήν, ἵνα μὴ λάθῃ βρωθεῖσα ἀντὶ βολβοῦ· παραδόξως γάρ ἐστιν ἐπακτικὴ διὰ τὴν ἡδονὴν τοῖς ἀπείροις. βοηθεῖ δὲ τοῖς φαγοῦσιν ὅσα καὶ τοῖς μύκησι, καὶ γάλα δὲ βόειον πινόμενον, ὥσθʼ ὅταν παρῇ τοῦτο, μηδενὸς ἄλλου δεῖσθαι βοηθήματος.

84 ἐφήμερον· ἄλλοι δὲ ἶριν ἀγρίαν. τὰ φύλλα καὶ τὸν [*](83 RV: ἐφήμερον· οἱ δὲ Κολχικόν, οἱ δὲ βολβὸν ἄγριον καλοῦσιν, Ῥωμαῖοι βούλβους ἀγρέστις.) [*](4 SIM.: (Theophr.] h. p. X 16, 6. Ps. D. de ven. II 20 (unde Aet. V 48. Nic. Al. 249 sq. cum schol. — Nic. Al. 262. Pl. XXVIII 129. D. eup. II 148 (331) Ps. D. de ven. l. s.) [*](4 EXC.: Orib. XI s. v. (Κολχκόν — Mεσσηνίᾳ).) [*](18 SIN.: Pl XXV 170 (e S. N.)) [*](18 EXC.: Gal. XI 879 (= Paul. Aeg. VII 3 s. v) Hes. s. v. ἐφήνερον.) [*](1 ἐκλειχομένη FHADi 2 δὲ] τε E ἐπιπολὺ E.) [*](4 num. cap. φνε ODi: πβ E tit. περὶ κολχικοῦ FHADi κολχικόν, οἱ δὲ ἐφήμερον, οἱ δὲ βολβόν, Ῥωμαῖοι βσύλβους ἀγρέστις Di 5 ὑπόλευκον ROribDi 6 τὰ om. E 7 δὲ addidi καρπὸν om. RDl πυρρὸν ἐν τῷ μέλανι O, corr. E2 at cf. Dl radice rufa et subnigra ῥίζαν — ἔγκιρρον om. R 8 ἐπίπυρρον Di 9 καὶ γλυκεῖα post εὑρίσκεται transpos. ROrib.Di καὶ (tert.) om. NE 10 διάχυσιν R ἀφίησιν ἀνίησιν E (ἀφίησιν ἢ del. E2) 11 πλεῖστον RHDi ἐν τῇ μεσσηνίᾳ καὶ ἐν κόλχοις ROrib.EDiDl: fort. recte Μεσσηνίᾳ] Μυσίᾳ coni. Salm. 12 πνιγμὸν] πληγὴν FH τοῖς addidi ex E μήκωσιν R 13 ἀνέγραψα C: ἀνεγράψατο N 14 ὁδύνην R 15 βοηθεῖτε οἷς καὶ μύκητες R τοῖς μύκητας φαγοῦσι Di δὲ (alt.) om. ODi 16 ὡς RE (corr. E2) τοῦτο (in ras.) παρῆ E) [*](18 num. cap. φνς ODi: πγ E. tit. περὶ ἐφημέρου AHDi ἄλλοι δὲ E: ἄλλο οἱ δὲ PV: οἱ δὲ reliqui ἀγρίαν καλοῦσιν E τὰ φύλλα PVF: τὰ om. reliqui καὶ τὸν om. PV: τὸν addidi ex E (del. Ε2) 19 C fol. 105r: N 71)

245
καυλὸν ὅμοια ἔχει κρίνῳ, λεπτότερα δέ, ἄνθη λευκά, μικρά, καρπὸν δὲ μαλακόν. ῥίζα δὲ ὕπεστι δακτύλου τὸ πάχος μία, μακρά, στυπτική, εὐώδης φύεται ἐν δρυμοῖς καὶ παλισκίοις τόποις.

τούτου ἡ μὲν ῥίζα ὀδονταλγίας ἐστὶ φάρμακον διακλυζομένη, τὰ δὲ φύλλα ἐν οἴνῳ ἑψηθέντα καὶ καταπλασθέντα οἰδήματα καὶ φύματα διαφορεῖ μήπω πύον ἔχοντα.

85 ἑλξίνη· οἱ δὲ παρθένιον, οἱ δὲ περδίκιον, οἱ δὲ σιδηρῖτιν, οἱ δὲ Ἡρακλείαν, οἱ δὲ ὑγιεινὴν ἀγρίαν, οἱ δὲ κλύβατιν, οἱ δὲ πολυώνυμον καλοῦσι· φύεται περὶ θριγκοῖς καὶ τοίχοις. καυλία δέ ἐστι λεπτά, ὑπέρυθρα, φύλλα ὅμοια λινοζώστει, δασέα· περὶ δὲ τοὺς καυλοὺς οἱονεὶ σπερμάτια τραχέα, ἀντιλαμβανόμενα τῶν ἱματίων.

[*](85 RV: περδίκιον· οἱ δὲ Λυσιμάχειον, οἱ δὲ σιδηρῖτιν, οἱ δὲ ἑλξίνην, οἱ δὲ χαλκίς, οἱ δὲ παρθένιον, οἱ δὲ κλύβατιν, οἱ δὲ οἰσύινος, οἱ δὲ Ἡράκλειον, οἱ δὲ ἑλκίνα, οἱ δὲ οἰσύαν ἀγρίαν, οἱ δὲ πολυώνυμον, Ῥωμαῖοι ἕρβα καλικλάρια, οἱ δὲ βιτράριαμ, οἱ δὲ παριητάριαμ, Ἄφροι ἀτιερβίτριε.)[*](7 SIM.: Pl. XXII 41 eq. (e S. N.) 43 sq. ex I. B.) schol. Nic. Th. 537.)[*](7 EXC.: Orib. XI s. v. (ἑλξίνη — ἱματίων): de virt med. cf. Gal. XI 874 (═ Aet. I s. v. aliis aliunde adscitis, Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Ps. Ap. 81 (═ Ps. Orib. I 68); Hes. s. v. ἑλξίνη.)[*](1 ὅμοιον E λεπτότερον E ἄνθη δὲ (post δὲ c. 8 litt. eras. E2) E μικρά] πυρά ODiE2 (π in ras.): flores albos et minores habens Dl cf. Pl. l. s. 2 ὡς δακτύλου E τὸ om. HADi μικρὰ ἢ μακρά E (ἢ μακρά del. E2) 3 φύεται δὲ) E πολυσκίοις F τόποις addidi ex E 4 διακλυζόμενον E post διακλυ ζομένη add. παύει γὰρ τὴν ὀδύνην E 6 τὰ μήπω E πύον] ὑγρὸν libri: corr. Fuchs hist. stirp. 239 coll. Gal l. s.)[*](7 num. cap. φνζ OD1: πδ E tit. περὶ ἑλξίνης FHADi post ἑλξίνη add. alterius helxines (D. IV 39) syn. Di, post πολυώνυμον A, mg. H2 οἱ δὲ περδίκιον om. PVDi: περδίκιον, οἱ δὲ περσίκιον E 8 post Ἡρακλείαν inser. οἱ δὲ ἀσυρίαν ADi (ἀπυρίαν M) ὑγεινὸν E: quistin Dl: fort. ἀλσίνην λύβατιν PV: λιβάτιν FH: λιβάτην A: καλυβάτην E: κλυβάδιον Di: correxi coll. Nic. Th. 537 post κλύβατιν add. οἱ δὲ εἰλυβάτιον, οἱ δὲ ἐκλυβάτιον (var. lect.) E 9 περὶ] ἐπὶ Di τριγχούς (om. καὶ τοίχοις) R: θριγχοῖς VE 10 καυλία — ὑπέρυθρα om, Orib. δὲ ἐστι om. E ἐστι λεπτά] σπιθαμιαῖα R ὑπέρυθρα λεπτά E λεπτά om. Di: habet thyrsos tenues, fruticosos, rubros Ps. Ap.: fort. λεπτά, πυκνά cf. Pl. l. s. φύλλα om. FHA 11 δακτύλους FHA)[*](13 C fol. 271v: N fol. 118 λυσιμάχιον libri: correxi 14 χαλκις R: fort. χάλκας cf. D. IV 58 κλύβατιν] ΕΛΛΕΒΑΤΗΝ C: ἐλλεβατιν N: correxi 15 ΟΙϹΤΛΛΟϹ C: ΟϹΤΙΛΙΟϹ N : correxi coll. Hes. s. v. οἰσυίνησι cum Gal. l. s. (urceis abstergendis adhibebatur sicut iuncus) ἡράκλιον R ΟΙϹΤΙΝ C: ιστιν N: correxi 16 καλλικλαρια C cf. Cael. Aur. m. chr. II 7, 102 κιτρα- ριαμ R: correxi coll. Ps. Ap. l. s. Romani vitriaria (L) 17 οἱ δὲ παριητάριαμ om. C cf. Ps. Ap. Itali paritariam appellant cf. Pelag. ed. Ihm 149)
246

δύναμιν δὲ ἔχει τὰ φύλλα ψυκτικήν, στυπτικήν, ὅθεν καταπλασσόμενα ἰᾶται ἐρυσιπέλατα, κονδυλώματα, κατακαύματα, φύγεθλα ἀρχόμενα καὶ πᾶσαν φλεγμονὴν καὶ οἰδήματα.

2 ὁ δὲ χυλὸς αὐτῆς μιγεὶς ψιμυθίῳ ἐρυσιπέλατα καὶ ἕρπητας ὠφελεῖ καταχριόμενος καὶ ποδάγρας σὺν κηρωτῇ κυπρίνῃ ἀναληφθεὶς ἢ τραγείῳ στέατι· ὠφελεῖ καὶ βήττοντας χρονίως ὁ χυλὸς καταρροφούμενος ὡς κύαθος, καὶ παρισθμίοις φλεγμαίνουσιν ἀναγαργάρισμα καὶ διάχρισμα ὠφέλμιον καὶ ὠταλγίαις σὺν ῥοδίνῳ ἐγχεόμενος.

86 ἀ ἀλσίνη· οἱ δὲ μυὸς ὦτα ἀπὸ τοῦ ὅμοια ἔχειν φύλλα μυὸς ὠτίοις, ἀλσίνη δὲ διὰ τὸ σκιεροὺς καὶ ἀλσώδεις φιλεῖν τόπους. πόα ὁμοία ἑλξίνῃ, ταπεινοτέρα δὲ καὶ μικροφυλλοτέρα καὶ οὐ δασεῖα, διατριφθεῖσά τε σικύων ὄζει.

[*](86 RV: μυοσωτίς· οἱ δὲ μυ〈όσ〉ωτον, οἱ δὲ ἀνθύλλιον, οἱ δὲ ἀλσίνη, οἱ δὲ μυότροχον, οἱ δὲ μυρτόσπληνον, Ῥωμαῖοι μοῦρις αὐρίκουλα, Ἀφροι λαυαθθαλβάθ.)[*](1 SIM.: Cels. II 33—Pl. XXII 42 D. eup. I 169 (181) — Pl. l. s. eup. I 178 (187) — Pl. l. s. eup. I 145 (167) — eup. I 147 (167) — Pl. l. s. eup. I 168 (180) — Scrib. L. 158 Pl. l. s. eup. I 235 (217) — Pl. l. s. eup. II 31 (241) — Pl. l. s. eup. I 85 (136) — Scrib. L. 39 Pl. l. s. eup. I 57 (120))[*](10 SIM.: Pl. XXVII 23 (e S. N.—Crat.).)[*](10 EXC.: Orib. XI s. v. (ἀλσίνη — ὄζει); de virt. med. cf. Gal. XI 823 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.) cf. Hes. ἀλσίνη et μυόσωτον.)[*](1 στυπτικήν om. RV, del. A2: στυπτικὴν καὶ ψυκτικὴν E 4 αὐτῶν R post μιγεὶε 8 litt. eras. E2 5 σὺν κηρωτῇ κυπρίνῃ superscr. A2, om. D. eup. I 235 (217) κυπρίᾳ FHADi 6 καί τινες τῶν ἰατρῶν τοῖς χρονίως βήττουσιν ἔδοσαν αὐτήν Gal. 7 ὡς] ὅσον Di D. eup. II 31 (241) παρισθμίοις δὲ (om. καὶ) NE 8 ὠφέλιμόν ἐστι Di ὠταλγίαν FH: ὠταλγίας Di 9 ἐγχριό- μενος FHA: ἐγχεόμενον REDi ὠφελεῖ ln fine add. Di)[*](10 num. cap. φνη ODi: πε E tit. περὶ ἀλσίνης FHADi cap. bis habet Di (cf. D. II 214) post ἀλσίνη syn. e R add. Dl: mg. H2 ὠνόμασται δὲ ἀπὸ Orib.Di τοῦ ἔχειν μυὸς ὠτίοις ὅμοια τὰ φύλλα RDi ἔχειν ὅμοια Orib. φυλλάρια Orib.E: fort. recte 11 σκιαροὺς RDi ἀμμώδεις RDi φιλεῖν] ἔχειν R 12 post τόπους e R syn. add. A ἡ πόα· ἔχει φυλλάρια ὅμοια E: πόα ἐστὶν Di: πόα om, Orib. ἔχει παρόμοια ἑλξίνη φύλλα Orib. ταπεινότερα δὲ καὶ μακρότερα, οὐ δασέα Orib. μακροφυλλοτέρα HA (corr. A2) Di: haec eadem erat quae helxine, nisi minor minusque hirsuta esset Pl post μικρ. del. ἔχουσα E2 13 καὶ οὐ—ὄζει om. RDi τε] δὲ Orib. E συκίων F: σικυῶν E)[*](14 C fol. 231r: N fol. 91 initium sic habet Di ἀλσίνη· οἱ δὲ ἀνθύλιον, οἱ δὲ μυόρτοχον οἱ δὲ μυόσωτον om. HD1, μύωτον R: correxi coll. Pl. l. s. Hes. s. v. μυόσωτον 15 μυόρτοχον RHDiA2: μυόρτιχον A: correxi μυρτό- σπληνον libri: fort. μυόσπληνον μουρισαβρικούλα ADi: auricula murina Scrib. L. 153 16 λαυαθθλαβατ N: λαβαθολαβάτ HADi cf. Löw l. s. 408)
247

δύναμιν δὲ ἔχει ψυκτικήν, στυπτικήν, ἁρμόζουσαν πρὸς φλεγμονὰς ὀφθαλμῶν μετʼ ἀλφίτου καταπλασσομένη, καὶ πρὸς ὤτων πόνον ὁ χυλὸς αὐτῆς ἐνσταζόμενος· καὶ καθόλου δύναται τὰ αὐτὰ τῇ ἑλξίνῃ.

87 φακὸς ὁ ἐπὶ τῶν τελμάτων, εὑρισκόμενος ἐπὶ τῶν στασίμων ὑδάτων, βρύον ὂν ὅμοιον φακῷ, ψῦχον τῇ δυνάμει, πάσαις φλεγμοναῖς καὶ ἐρυσιπέλασι καὶ ποδάγραις ἁρμόζει καταπλασσόμενος καθʼ ἑαυτόν τε καὶ σὺν ἀλφίτῳ. παρακολλᾷ δὲ καὶ ἐντεροκήλας τὰς ἐπὶ παίδων.

88 ἀείζῳον μέγα· ὠνόμασται διὰ τὸ ἀειθαλὲς τῶν φύλλων, οἱ δὲ βούφθαλμον, οἱ δὲ ζῳόφθαλμον, οἱ δὲ στέργηθρον, οἱ δὲ ἀμβροσίαν καλοῦσιν. ἀνίησι καυλοὺς πηχυαίους ἢ καὶ μείζονας, πάχος δακτύλου μεγάλου, λιπαρούς, εὐθαλεῖς, ἐντομὰς ἔχοντας ὥσπερ τοῦ χαρακίου τιθυμάλλου· φύλλα δὲ λιπαρά, μέγεθος [*](87 RV: φακὸς ὁ ἐπὶ τῶν τελμάτων· οἱ δὲ φακὸς ἄγριος, οἱ δὲ ἐπίπτερον, Ῥωμαῖοι βιπεράλις, οἱ δὲ οὐίσκους μαρίνους.) [*](1 SIM.: Pl. XXVII 23 D. eup. I 29 (107) Aet. VII 98 le D. eup) — Pl. l. s. eup. I 57 (120).) [*](5 SIM.: Pl. XXII 145 (e S. N.) D. eup. I 145 (166) eup. I 169 (181).) [*](5 EXC.: Orib. XII s. v. (φακὸς — νεκῷ) cf. de virt. med. Gal. XII 149 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.) Hes. s. v. φακός.) [*](10 SIM.: Theophr h. pl. VII 15, 2. Pl. ΧXV 160 (e S. Ν) ΧVIII 159.) [*](10 EXC.: Οrib. XI s. v. (ἀείζῳον — οἰκημάτων); Ps. D. de h. f. 11 (e D. lat); Ps. Ap. 123 (unde Ps. Orib. I 105); de virt. med cf. Gal. XI 815 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Hes. s. v. ἀείζων.) [*](1 ψυκτἰκὴν καὶ E στυπτικὴν om. RDi, del. A2 2 ὀφθαλμῶν καὶ ὤτων E μετʼ ἀλφίτων EA: καταπλαττομένη μετὰ ἀλφίτων RDi 3 πόνους H) [*](5 num. cap. φνθ ODi: πϚ E tit. περὶ φακοῦ AH: περὶ φακοῦ τοῦ ἐπὶ τῶν τελμάτων Di τῶν (pr.) om. FH post τελμάτων syn. e R add. Di. post φακῷ A, mg. H2 εὑρίσκεται (δὲ add. E) ROrib.EDi τῶν (alt.) om. HA 6 χύλλον ὅμοιον φακῷ ὂν Orib. ὂν om. RE τῷ φακῷ E ψύχων RV δυνάμει ὅθεν RE πάσαις ταῖς C 7 καταπλασσομένη καθʼ ἑαυτὴν E 8 καθʼ ἑαυτόν τε καὶ om. C ἀλφίτοις E 9 τῶν παιδίων E) [*](10 num. cap. φξ ODi: πζ E tit, περὶ ἀειζώου H: ἀείζωον F : περὶ ἀειζώου μεγάλου A : περὶ ἀειζώου τοῦ μεγάλου Di τὸ μέγα RDi post μέγα syn. e R add. Di, post καλοῦσιν A, mg. H2 ὠνόμασται — φύλλων om. Orib. ἀνόμσται δὲ ἀείζων R: ὠνόμασται δὲ διὰ E 11 οἱ δὲ ξωόφθαλμον om. Orib. οἱ δὲ στέργηθρον om. PV: ἄλλοι δὲ στέργηθρον E 12 καυλοὺς δὲ ἀνίησι RDi: καυλοὺς ἀνίησι Orib.E ἢ om. ROrib.E 13 πάχους RE (corr. E2) μεγάλου δακτύλου ROrib. E καὶ εὐθαλεῖς E 14 χαρακίτου Orib.E δὲ om. FHDi) [*](15 C fol. 367r: N fol. 164 mg. add. N (m. rec.) herba quae a Romanis dicitur viperalis i. e. species lenticulae οἱ δὲ φακὸς ἄγριος om. N 16 βι- πτεράλις HADi ἰκεοσμάκδονος libri: correxi)

248
δακτύλου μεγάλου, γλωττοειδῆ κατὰ τὸ ἄκρον καὶ τὰ μὲν κατωτέρω τῶν φύλλων ὑπτιούμενα, τὰ δὲ κατὰ τὴν κεφαλὴν προσεσταλμένα ἐπ ἄλληλα, κύκλον ὀφθαλμοειδῆ περιγράφοντα. φύεται δὲ ἐν τόποις ὀρεινοῖς καὶ ἐν ὀστράκοις· ἔνιοι φυτεύουσιν αὐτὸ ἐπὶ τῶν οἰκημάτων.

2 δύναμιν δὲ ἔχει ψυκτικήν, στύφουσαν, ποιοῦσαν πρὸς ἐρυσιπέλατα, ἐρπητας, νομάς, ὀφθαλμῶν φλεγμονάς, πυρίκαυτα, ποδάγρας καταπλασσόμενα τὰ φύλλα καθʼ ἑαυτά τε καὶ μετὰ ἀλφίτων. ὁ δὲ χυλὸς μετὰ ῥοδίνου πρὸς κεφαλαλγίας ἐμβρέχεται καὶ φαλαγγιοδήκτοις ἐν ποτῷ δίδοται καὶ διαρροιζομένοις καὶ δυσεντερικοῖς, στρογγύλας τε ἕλμεις ἐκτινάσσει σὺν οἴνῳ ποθείς· ἵστησι καὶ ῥοῦν γυναικεῖον ἐν προσθέτῳ. ἐγχρίεται δὲ ὁ χυλὸς καὶ ἐπὶ τῶν ὀφθαλμιώντων ὠφελίμως.

[*](88 RV: ἀείζων τὸ μέγα· οἱ δὲ ἐριθαλές, οἱ δὲ ἀμβρόσιον, οἱ δὲ χρυσίσπερμον, οἱ δὲ ζῳόφθαλμον, οἱ δὲ βούφθαλμον, οἱ δὲ στέργηθρον, οἱ δὲ αἰώνιον, οἱ δὲ ζῳόφυτον, οἱ δὲ ἀείχρυσον, οἱ δὲ μελίχρυσον, οἱ δὲ ὁλόχρυσον, οἱ δὲ χρυσάνθεμον, οἱ δὲ πρωτόγονον, οἱ δὲ βόρειος, οἱ δὲ νότιος, οἱ δὲ βηρύλλιος, προφῆται λέγουσιν παρωνυχία, οἱ δὲ χρυσῖτις, Ῥωμαῖοι κεριακούσια, οἱ δὲ Ἰόβις ὄκουλους, οἱ δὲ δίγιτους, οἱ δὲ σέδουμ μουράλε, Αἰγύπτιοι παμφανής.)[*](6 SIM.: Pl. RXV 162. Zop. (Orib. II 586)— Pl. XXVI 121 D. eup. I 169 (181) — Pl. XXVI 145 — Pl. XXV 163 eup. I 29 (107)— Pl. XXVI: 129 — Pl. XXVI: 101 eup. I 235 (215) — Pl. XXV 163 eup. I 1 (94) — Pl. l. s. eup. II 121 (319) — Pl. XXVI 45 eup. II 47 (258)— Pl. XXVI 45 eup. II 67 282). 83 (294).)[*](1 μεγάλου δακτύλου R ταωττιειδῆ P: τὰ ὦτα V: γλωσσοειδῆ FHADi κατὰ καιρόν R τὰ] τὸ R κατώτερα Orib.E 2 ὑψούμενα R: ὐπτιώμενα Orib. τὰ om, R συνεσταλμένα ROrib.: ἱστάμενα Di: alia stantia ita ut ambitu effigiem imitentur oculi Pl.: superiora stricta sunt Dl 3 πρὸς ἄλληλα Orib.E 4 ὀστράκοις ROrib.: superscr. A2: ὀστρακίνοις reliqui ἐνιοι δὲ Di 6 στυπτικὴν R: superscr. A2 7 φλεγμονάς om. HA 8 τε addidi ex E 9 χυλὸς καθʼ ἑαυτὸν καὶ μετὰ ῥοδίνου E μετὰ ῥοδίνου ante ἐμβρέχεται colloc. C 12 ἐνχρίεται om. FA: χρίεται E 13 ὁ δὲ χυλὸς FA καὶ ante ὁ χυλὸς del. E2 τῶν om. RE post ὀφθαλμιώντων c. 9 litt. eras. E2 post ὠφελίμως add. ἀπὸ αἵματος Di)[*](14 C fol. 13r: om. N ἀείζων C: ἀείζωον reliqui ἀειθαλές HDi 17 χρυ- σάνθημον C 18 βόριος C: βόρος reliqui ΒΗΡΑΛΙΟϹ C, mg. add. A: correxi: οἱ δὲ βηρῦλλιος om. DiHA 19 λέγουσιν C: om. reliqui: seclusi οἴ δὲ χρυσττιε ng. add. A κεριακούσσια C: κεριακούσπια Di: corruptum cf. Pl. XXIV 156 coracesia 20 ἰοβισοκαυλούς HDi: ἰόβις οσαυλούς A (corr. A2): Jovis harba Ps. Orib. IV 6 ΛΙΑΠΕΤΕϹ CHA : λεαπετές Di: correxi coll. Pl. XXV 160 Italia sedum magnum aut oculum aut digitillum: διγιτίλλους Schulze ϹΟΥΔΕΜΜΟΥΡ CDi: σουδεμούρ HA : correxi)
249

89 ἀείζῳον τὸ μικρόν· φύεται ἐν τοίχοις καὶ πέτραις καὶ θριγκοῖς καὶ τάφοις ὑποσκίοις. καυλία ἀπὸ μιᾶς ῥίζης πολλά, περίπλεα φυλλαρίων περιφερῶν, λιπαρῶν, μικρῶν, ὀξέων ἐπʼ ἄκρου· ἀνίησι δὲ καὶ καυλὸν ἐν μέσῳ περὶ σπιθαμὴν τὸ μέγεθος, ἔχοντα σκιάδιον καὶ ἄνθη χλωρὰ καὶ λεπτά.

τούτου τὰ φύλλα δύναμιν ἔχει τὴν αὐτὴν τῷ προειρημένῳ.

90 δοκεῖ δὲ τρίτον εἶναι εἶδος ἀειζῴου, ὃ ἔνιοι ἀνδράχνην ἀγρίαν, οἱ δὲ Τηλέφιον ἐκάλεσαν, Ῥωμαῖοι δὲ ἰλλεκέβραν. ἔχει [*](89 RV: ἀείζων τὸ μικρόν· οἱ δὲ πετροφυές, οἱ δὲ βρότιον, οἱ δὲ θεοβρότιον, οἱ δὲ μανκρόβισον, οἱ δὲ χειμερινήν, οἱ δὲ κεραυνία, Ῥωμαῖοι βιτάλις, οἱ δὲ κάρδους σεμπερβίβους, Αἰγύπτιοι ἐτιεικελτά.) [*](90 RV: ἀείζων τὸ λεπτόφυλλον· οἱ δὲ ἀείζων τὸ μικρόν, οἱ δὲ πετροφυές, οἱ δὲ ἀείζων ἄγριον, Ῥωμαῖοι σεμπερβίβουμ μίνους.) [*](1 SIM.: Pl. XXV 161 (e S. N.).) [*](1 EXC. Orib. XI s. v. (ἀείζῳον — λεπτά); Ps. D. de h. f. 32 (e D. lat.); Ps. Ap. 123.) [*](7 SIM.: Pl. XXV 162 (e S. N.).) [*](7 EXC.: Orib. XI s. v. (δοκεῖ — πέτραις); Ps. Ap. 123.) [*](1 num. cap. φξα ODi: πη E tit. περὶ τοῦ μικροῦ ἀειξώου HA: περὶ ἀειζώου τοῦ μικροῦ Di post μικρόν syn. e R add. DiA, marg. H2 post τοίχοις transpos. καὶ τάφοις ὑποσκίοις Orib. 2 τριγχοῖς P: θριγγοῖς FHA: ὀριγχοῖς C τάφροις ROrib.EO: τάφοις Dl. Ps. D. Ps. Ap. λεπτά, πολλά C: πολλά, λεπτὰ Di post πολλά add. ἐκ πλαγίου R: superscr. A2: inflexos Ps. D. 3 περιφερῶν om. ROrib.Dl, del. A2 μακρῶν OREDi: μικῶν Orib. Ps. D. 4 ἄκρων E (corr. E2) 5 λεπτὰ καὶ χλωρά RE Ps. Ap.: λεπτά, χλωρά, πολλά Orib.) [*](7 num. cap. φξβ ODi: om. E tit. περὶ ἑτέρου A: περὶ ἑτέρου ἀειζώου Di: om. FH text. cap. antecedentis s. v. ἀείζων τὸ λεπτόφυλλον iterat R: initio cap. syn. e R add. Di δοκεῖ δὲ καὶ (om. E) εἶναι τρίτον γένος ἀειζώου EDi δὲ καὶ Orib. εἶναι post ἀειζῴου transpos. Orib. εἶδος] γένος libri: corr. nescio quis 8 ἀγρίαν καλοῦσιν ἢ τηλέφειον Orib. οἱ δὲ] ἢ EDi ἐκάλεσαν om. A. δὲ (alt.) om. A ἠλεκέβραν HADi: ἠλεκέμβραν E: ἠλικέβραν PFM: Italia inlecebram Pl.: alcebran Dl: ἰλλεκέβραν Schulze) [*](9 C fol. 14r: om. N ἀείζων ////// (charta laesa) C βρότιον libri: fort. ἄβροτον 10 οἱ δὲ θεοβρότιον om. HA (marg. add. A2): θεοβρότιον libri: suspectum, fort. θεόμβροτον κρόβισον C: κρόβυσον HA: κρόβισσον Di: cor- rexi χειμερινόν HA 11 βηταλίς Di ἐμπερβιβου C: ἑρπερβίβου DiA: ρπαρβίβου H 12 ἐτιοικελτά A) [*](13 C fol. 14v, cap. om. N ἀείζων (pr.) om. C (charta laesa) ἀείξων C: ἀείζωον reliqui)

250
δὲ αὕτη πλατύτερα τὰ φυλλάρια πρὸς τὰ τῆς ἀνδράχνης καὶ δασέα· φύεται ἐν πέτραις.

δύναμιν δὲ ἔχει θερμαντικήν, δριμεῖαν, ἑλκωτικήν, χοίρα· δων διαφυρητικὴν σὺν ὀξυγγίῳ καταπλασθέν.

91 κοτυληδών· οἱ δὲ σκυτάλιον, ἄλλοι δὲ κυμβάλιον. φύλλον ἔχει ὥσπερ ὀξύβαφον περιφερές, λεληθότως κοῖλον, καυλίον δὲ βραχύ, ἐφʼ οὗ σπέρμα, ῥίζαν ὡς ἐλαίαν στρογγύλην.

ταύτης καὶ τῶν φύλλων ὁ χυλὸς μετʼ οἴνου περιχριόμενος ἢ ἐγκλυζόμενος φιμοὺς τοὺς ἐν αἰδοίοις χαλᾷ, φλεγμονάς τε καὶ ἐρυσιπέλατα καὶ χιμέτλας καὶ χοιράδας καταπλασσομένη ὠφελεῖ καὶ στόμαχον καυσούμενον. ἐσθιόμενα δὲ τὰ φύλλα σὺν τῇ ῥίζη λίθους θρύπτει καὶ οὖρα κινεῖ καὶ ὑδρωπικοῖς σὺν οἰνομέλιτι δίδοται· χρῶνται δὲ αὐτῇ καὶ εἰς φίλτρα.

[*](91 RV: κοτυληδών· οἱ δὲ σκυτάλιον, οἱ δὲ κυμβάλιον, οἱ δὲ κῆπος Ἀφροδίτης, οἱ δὲ γῆς ὀμφαλός, οἱ δὲ στοιχάς, οἱ δὲ στέργηθρον, Ῥωμαῖοι οὐμβιλίκουμ Βένερις.)[*](5 SIM.: Pl. XXV 159 (e S. N.) cf. Scrib. L. 55)[*](5 EXC.: Orib. XI s. v. (κοτυληδών — στρογγύλην); de virt. med. cf. Gal. XII 41 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Ps. Ap. 44 (unde Ps. Orib. I 30); Hes. s. v. κοτυληδών.)[*](8 SIM.: Zop. (Orib. II 578. 591)—Pl. XXVI 80 D. eup. I 145 (167)— eup. I 169 (181) — Nic. Th. 381 sq. Pl. XXVI 106 eup. I 181 (190) — Pl. XXVI 32 eup. II 1 (226)— Pl. XXVI 80 eup. II 111 (309)— Pl. XXVI 119 — Crat. (schol. Nic. Th. 681))[*](1 αὐτὴ HADi: om. Orib. παχύτερα HADi: φύλλα πλατύτερα Orib. τὰ (pr.) om. E φύλλα A 2 φύεται δὲ E 4 in calce cap. add. ἕτερον δὲ γεννᾶται ἐν τῇ Ἰνδίᾳ· φύεται δὲ καὶ ἐν τῇ Ἀσίᾳ καὶ ἐν τοῖς παραθαλασσίοις τόποις καὶ νήσοις V1)[*](5 num. cap. φξγ ODi: πθ E tit. περὶ κοτυληδόνος FHADi post κο- τυληδών syn. e R add. ADi: mg. H2 post κοτυληδών add. οἱ δὲ ἑλξίνην E δὲ (pr.)] μὲν HA ἄλλοι — κυμβάλιον om. Orib. ἄλλοι] οἱ EADi 6 φύλλα REA λεληθώς R 7 δὲ om. Orib.: δὲ ἐν μέσῳ RDi ἐν ᾧ τὸ RDi σπέρμα λεῖον E ῥίζα ὡς ἐλαίας στρογγύλη R ὥσπερ E 8 στρογγύλον E 10 φειμούς (θυ superscr. m. rec.) C: θύμους E αἰδόῳ E χολᾶ C: χολας N 11 καταπλαττομένη REHADi 12 σὺν] ἐν A 13 καὶ (utrobique) om. N 14 τὰ φίλτρα Di)[*](15 C fol. 163r: N fol. 45 marg. adscr. N (m. rec) umbillicum Veneris. cimbalaria cf. MS. s. v. cotilidon σκυτάλλιον R κυμβάλιος RDi 16 cepos afrodites Ps. Ap. gesomfalos Ps. Ap. στοιχίς libri: correxi coll. Ps. Orib. I 30 17 στέργυθρον R: om. A: stergenton Ps. Ap. cf. schol. Nic. Th. 681 umbilicum Veneris Ps. Ap.)
251

92 ἔστι δὲ καὶ ἕτερον εἶδὸς κοτυληδόνος, πλατύτερα ἔχον καὶ λιπαρὰ τὰ φύλλα, ὡς γλωττάρια, πυκνὰ περὶ τῇ ῥίζῃ, οἱονεὶ ὀφθαλμὸν ἐν μέσῳ περιγράφοντα ὥσπερ τὸ μεῖζον ἀείζῳον, τῇ γεύσει στύφοντα, καυλίον λεπτὸν καὶ ἐπʼ αὐτοῦ ἄνθη καὶ σπερμάτια ὄμοια ὑπερικῷ, ῥίζαν μείζονα. ποιεῖ δὲ πρὸς ἃ καὶ τὸ ἀείζῳον.

93 ἀκαλήφη· οἱ δὲ κνίδην. δισσὸν εἶδος ταύτης· ἡ μὲν γάρ ἐστιν ἀγριωτέρα, τραχυτέρα καὶ πλατυτέρα καὶ μελαντέρα τοῖς φύλλοις, καρπὸν δὲ ὅμοιον λινοσπέρμῳ ἔχει, πλὴν ἐλάττονα. ἡ δʼ ἑτέρα λεπτόσπερμός τε καὶ οὐχ ὁμοίως τραχεῖα. ἀμφοτέρων δὲ τὰ φύλλα καταπλασσόμενα μεθʼ ἀλῶν κυνόδηκτα ἰᾶται καὶ γαγγραινικὰ καὶ κακοήθη καὶ καρκινώδη καὶ τὰ ῥυπαρὰ τῶν ἑλκῶν καὶ στρέμματα, φύματα, παρωτίδας, φύκοτυληδὼν [*](92 RV: ἑτέρα· οἱ δὲ κυμβάλιον καλοῦσιν.) [*](93 RV: κνήφη ἢ κνίδη· οἱ δὲ ἀκαλύφη, οἱ δὲ ἀδίκη, Ῥωμαῖοι οὐρτίκα, Αἰγύπτιοι σελεψιού, Δάκοι δύν.) [*](κνήφη ἑτέρα οἱ δὲ ἀκαλύφηνκαλοῦσιν, Ῥωμαῖοι οὐρτίκα μόλλις.) [*](1 SIM.: Pl. XXV 159 (e S. N.)) [*](1 EXC.: Orib. XI s. v. (ἔστι — ἀείζῳον).) [*](7 SIM.: Pl. XXI 92 ex I. B.) XXII 31 sq. (e S. N. et I. B).) [*](7 EXC.: Orib. XI s. v. (ἀκαλήφη — τραχεῖα); Gal. XI 817 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.) Hes. s. v. κνίδαι.) [*](11 SIM.: Zop. (Orib. II 587) — Pl. XXII 32 D. eup. II 113 (313)— Pl. l. s. eup. I 186 (192) — Pl. l. s. eup. I 226 (210)) [*](1 num. cap. φξδ ODi, om. E tit. περὶ ἑτὲρας κοτυληδόνος Di: om. FAH initio syn. e R add. Di, mg. H2 ἔστι (om. δὲ καὶ) post κοτυληδόνος transp. R πλατύτερα δὲ RE ἔχον τὰ φύλλα A 2 λιπαρά] ἁπαλώτερα RA: λιπαρώτερα E: sorididis foliis Pl. ὡς κλωνάρια R: superscr. A2: spissa sicut lingellas Dl τὴν ῥίζαν FHADi 3 ἕνα μέσῳ PF: ἐμμέσῳ R: ἕνα μέσον HADi: ἐν τῷ μέσῳ E 4 στύφον Orib. καυλὸν ROrib. δὲ λεπτὸν N αὐτῶ Di 5 σπέρματα EDi 6 τὸ om. Orib.) [*](7 num. cap. φξε ODi: 𝒢 E tit. περὶ ἀκαλήφης H: περὶ ἀκαλύχης ADi ἀκαλύφη HDi Theophr. h. pl. VII 7, 2: ἀκαλίφη F: ἀκλοίφη V: ἀκαλίφη ἢ κνήφη A (ἢ κνήφη superscr. H2) ad κνίδην cf. [Hipp] περὶ δ. II 54 (VI 558 L) Nic. Th. 880 cum schol. post κνίδη syn. e R add Di, mg. H2 δισσὸν δὲ E εἶδός ἐστιν αὐτῶν RDi 8 ἐστιν om. Orib. ἀγρία R καὶ δασυτέρ καὶ τραχυτέρα E: καὶ τραχυτέρα Orib. τραχυτέρα om. R: del. A2 καὶ πλατυ- τέρα om. Orib. 9 πλήν] καὶ R 12 γαγγραίνας R τὰ κακοήθη CDi 13 καὶ φύματα RE καὶ παρωτίδας R φύματα φύγεθλα F) [*](14 C fol. 164r: N fol. 45) [*](15 C fol. 172r: N. fol. 57, mg. add. N (m. rec.) urtica greca ἀκαλύφη· οἱ δὲ κνίδη, οἱ δὲ ἀδίκη Di ἀκαλύφην R 16 σελεψηου R: σελέψιον HDi δύν] δικύ M cf. Tomaschek l. s. 31 17 syn. om. CH ἀκαλύφη ἑτέρα· οἱ δὲ κνήφην καλοῦσι Di μολλης N)

252
γεθλα, ἀποστήματα· σπληνικοῖς δὲ μετὰ κηρωτῆς ἐπιτίθεται· ποιεῖ καὶ πρὸς τὰς ἐκ μυκτήρων αἱμορραγίας τὰ φύλλα σὺν τῷ χυλῷ λεῖα ἐντιθέμενα· κινεῖ δὲ καὶ ἔμμηνα λεῖα μετὰ σμύρνης προστεθέντα καὶ ὑστέρας προπτώσεις ἀποκαθίστησι προσαπτόμενα νεαρὰ τὰ φύλλα.

2 τὸ δὲ σπέρμα ἐπὶ συνουσίαν παρορμᾷ πινόμενον μετὰ γλυκέος καὶ ὑστέραν ἀναστομοῖ· σὺν μέλιτι δὲ ἐκλειχόμενον ὀρθοπνοίας ὠφελεῖ καὶ πλευρίτιδας καὶ περιπνευμονίας· ἀνάγει δὲ καὶ τὰ ἐκ θώρακος· μείγνυται δὲ καὶ σηπταῖς. συνεψηθέντα δὲ τὰ φύλλα κογχαρίοις κοιλίαν μαλάττει, ἐμπνευματώσεις λύει, οὖρα κινεῖ, σὺν πτισάνῃ δὲ ἑψηθέντα τὰ ἐκ θώρακος ἀνάγει. τὸ δὲ ἀφέψημα τῶν φύλλων σὺν ὀλίγῃ σμύρνῃ ποθὲν κινεῖ καταμήνια, ὁ δὲ χυλὸς ἀναγαργαριζόμενος στέλλει κιονίδα φλεγμαίνουσαν.