De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

6 τὰ δὲ μῆλα ἐσθιόμενα καὶ ὀσφραινόμενα καρωτικά καὶ ὁ ἐξ αὐτῶν χυλός· πλεονασθέντα δὲ καὶ ἀφώνους ποιεῖ, τὸ δὲ σπέρμα τῶν μήλων ποθὲν ὑστέραν καθαίρει, προστεθὲν δὲ μετὰ θείου ἀπύρου ῥοῦν ἵστησιν ἐρυθρόν. ὀπίζεται δὲ περιχαρασσομένης τῆς ῥίζης θολοειδῶς καὶ τοῦ συρρέοντος εἰς τὴν κοιλότητα συλλεγομένου· ἔστι δὲ ἐνεργέστερος τοῦ ὀποῦ ὁ χυλός. οὐκ ἐν παντὶ δὲ τόπῳ φέρουσιν ὀπὸν αἱ ῥίζαι· ὑποδείκνυσι δὲ τὸ τοιοῦτον ἡ πεῖρα.

7 ἱστοροῦσι δέ τινες καὶ ἑτέραν μώριον φυομένην ἐν παλισκίοις [*](4 SIM.: D. eup. I 116 (151) — [Theophr.] l. s. Pl. XXVI 121 eup. I 169 (181) — Pl. XXV 150 — Pl. XXVI 24. eup. I 154 (172) — Pl. XXVI 93 — [Theophr.] l. s. Pl. XXVI 104. 105. eup. I 235 (217) — Pl. XIV 111. eup. I 12 (99)— Pl. XXV 150. eup. I 11 (99)— Pl. XXVI 156 eup. II 77 (290)— Pl. XXVI 157 eup. II 83 (295).) [*](17 EXC.: Orib. XI s. v. (ὀπίζεται — αἱ ῥίζαι).) [*](17 SIM.: Pl. XXV 149 — 21 D. eup. I 11 (99).) [*](2 ἐκ R: ἐπὶ reliqui 3 καὶ (alt.) om. R καὶ χοράδας E 4 παρατρι- βομένη C: παρατρίμματά τε ἀπουλοῖ ἐφʼ ἡμέρας E: adfrictionibus itineris opi- tulatur Dl at cf. D. eup. I 116 (151) μανδραγόρας ἐπὶ ἡμέρας δ΄ (λ΄ ed.) παρα- τριβδμενος (sc. στίγματα αἴρει) τε om. R ἡσυχῆ om. NE ἐπὶ ἡμέρας δ΄ C: ἐπὶ ἡμέρας ἕξ N: ἐπὶ ἡμέρας δ΄ D. eup. l. s. 5 τοῦ ἕλκους E: τοῦ ἑλκοῦν RDiH2 καὶ om. RDi ταριχευθέντα Rdi 6 τὰς om. P: αὐτὰς τὰς χρείας V σὺν ὄξει λεία Di 7 ποιεῖ addidi 8 διαχεῖ καὶ διφορεῖ E 10 βάλλειν R 11 κυάθων δυοῖν (δύο N: γ E) πλῆθος RE 12 ἢ καίεσθαι om. RE: κλίεσθαι P: κυλίεσθαι V 14 μὴ ὀσφραινόμενα N post ὀσφραινόμενα add. καὶ ἐκθλιβό- μενα E καρωτικά ἐστι C 15 μήλων] φύλλων F 16 μετʼ ἀπύρου θείοῦ HDi 17 καὶ ὀπίζεται δὲ E περιχαραττομένης ROrib.EDi θολοειδῶς Orib.: θνλοει- δῶς C: θαλοιδῶς N: πολυειδῶς reliqui 19 δὲ post τόπῳ transpos. H 20 αἱ ῥίζαι ὀπὸν FH τοιοῦτο N 21 nov. cap. incip. DIDi (cum tit. περὶ μωρίου num. cap. omisso): cap. om. RVOrib.: marg. add. γ P (pr. m.) τινες om. FHADi ἑτέραν ταύτην μώριον ἢ καὶ μανδραγόραν· φυομένη μὲν E μώριον λεγομένην Di)

237
καὶ περὶ τὰ ἄντρα, φύλλα ἔχουσαν ὅμοια τῷ λευκῷ μανδραγόρᾳ. μικρότερα δὲ ὡς σπιθαμιαῖα, λευκά, κύκλῳ περὶ τὴν ῥίζαν, οὖσαν ἁπαλὴν καὶ λευκήν, μικρῷ μείζονα σπιθαμῆς, πάχος δακτύλου μεγάλου, ἥν φασι πινομένην ὅσον δραχμὴν μίαν ἢ μετʼ ἀλφίτου ἐσθιομένην ἐν μάζῃ ἢ ὄψῳ ἀπομωροῦν· καθεύδει γὰρ ὁ ἄνθρωπος ἐν ᾧπερ ἂν φάγῃ σχήματι αἰσθανόμενος οὐδενὸς ἐπὶ ὥρας τρεῖς ἢ τέσσαρας, ἀφ᾿ οὗ ἂν προσενέγκηται. χρῶνται δὲ καὶ ταύτῃ οἱ ἰατροί, ὅταν τέμνειν ἢ καίειν μέλλωσι· φασὶ δὲ καὶ ἀντίδοτον εἶναι τὴν ῥίζαν πινομένην μετὰ στρύχνου τοῦ καλουμένου μανικοῦ.