De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

5 καταπλασθέντα ἀνωδυνώτατα πρὸς πάντα πόνον τρία δὲ ἢ τέσσαρα ποθέντα σὺν οἴνῳ ἠπιάλους πυρετοὺς θεραπεύει, ἑψηθέντα δὲ ὡς λάχανα καὶ βρωθέντα τρυβλίου πλῆθος παρακο [*](5 SIM.: Heracl. Tar. (Cael. Aur. a. m. III 21, 216)—Pl. XXV 164—Pl. XXV 142 D. eup. I 29 (107).) [*](8 SIM. Pl. XXVI 27 — Pl. XXVI 100 eup. I 235 (215. 216) — Pl. XXVI, 89 eup. I 141 (164) — Pl. XXVI 152 eup. I 135 (162) — Pl. XXV 37 — Pl. XXV 165 eup. I 69 (127)) [*](1 ἐκθλιβομένου libri: correxi ὀπίου Orib.: ὀποῦ reliqui 2 ἀνωδυνό- τερον Orib. FH (corr. pr. m.) χλωρά ADi: χλόη in χλωρά corr. H 2 3 σητα- νίῳ N (ἀλεύρῳ om.): σησαμίνῳ E (mg. add. ἐν ἄλλῳ σιτανίῳ ἀλεύρῳ ἢ πηγάνῳ Ε 2): σιτανίῳ reliqui τροχίσκους Orib. N καὶ ἀποτίθεται om. N 4 τὸ (alt.)] τοῦ F 6 καὶ (pr.) om. Di ὠταλγίαν FHA: ὠταλγίαν τε Di ἀλεύρῳ Ε δὲ] τε N ἀλφίτῳ NE 7 καὶ τὰς ἄλλας—αὐτὸ om. FH (superscr. H 2) φλεγμονάς (alt.) addidi: ποδάγρας add. Ε (del. Ε 2) 8 τὸ δὲ σπέρμα (καὶ om.) NAH2Di τὸ (alt.) om. N αὐτὰ N: τὰ αὐτὰ H2ADi παρέχει NDi καὶ (alt..) om. N 9 βῆχα N βῆχας καὶ κατάρρουν (κατάρ del. E2) γιναιωκεῖον καὶ φλεγμονὰς δφθμλμῶν Ε καὶ πρὸς δοῦν γ. Ε 10 τάε τε ἄλλαε (καὶ om.) E: πρὸς ἄλλας N 11 καὶ (pr.) om. N σὺν μελιεράτῳ δὲ ποθὲν τὸ σπέρμα ἁρμόζει N ποθείς Ε ἁρμόζει δὲ τὸ σπέρμα καὶ Ε: semen vero eius solum podagricis auœilio est Dl ποδάγραν NV 12 φυσωμένους NΕ: πεφυσσωμένους Di τοκετῷ] πυρετῷ PV 13 λεῖον μετʼ οἴνου om. Ε (marg. add. E 2). μετʼ οἴνου om. N 14 μείγνυται— 15 καταπλάσματα om. A ὠφελίμως δὲ Ε 15 δὲ addidi καταπλάσματα om. FHADi: post καταπλ. del. τε Ε 2 εὐχρήστως N μιγυμένων μέντοι ἀλφίτων N 16 καταπλασσόμενα om. N φέλλα λεῖα NΕ: fort. recte 17 ἀνώδυνα N τρὶς (δὲ add. EDi) ἢ τετράκις ποθέντα NEDiDl 18 θερα- πεύει πυρετοὺε FHA 19 πλήθους E (corr. E 2) μετρίαν παρακοπὴν NEA Di (μετρίαν superscr. H 2))

227
πὴν ἐργάζεται. φασὶ δὲ ὅτι, ἐὰν ἕλκος ἔχοντά τις ἐν κόλῳ ἐγκλύσῃ, τὸ αὐτὸ ἀπεργάζεται. ἡ δὲ ῥίζα μετʼ ὄξους ἑψηθεῖσα ὀδονταλγίας ἐστὶ διάκλυσμα.

69 ψύλλιον· οἱ δὲ κυνοκέφαλον, Σικελοὶ δὲ κρυστάλλιον, οἱ δὲ κυνόμυιαν καλοῦσι· φύλλον ἔχει κορωνόποδι ὅμοιον, δασύ, κλῶνας δὲ σπιθαμιαίους· καὶ τὸ ὅλον δὲ βοτάνιον χορτῶδες. ἄρχεται δὲ αὐτοῦ ἡ κόμη ἀπὸ μέσου τοῦ καυλοῦ, κεφάλια δύο ἢ τρία ἐπʼ ἄκρου συνεστραμμένα, ἐν οἷς σπέρμα ψύλλοις ἐοικός, μέλαν, σκληρόν· φύεται ἐν ἀρούραις.