De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

46 ἵππουρις· οἱ δὲ ἀναβάσιον, οἱ δὲ ἕφεδρον καλοῦσι.

[*](45 RV: Ῥοδία ῥίζα· οἱ δὲ ῥοδιάδα καλοῦσιν.)[*](46 RV: ἵππουρις· οἱ δὲ τριχομάχιον, οἱ δὲ ἀνάβασις, οἱ δὲ ἐφέδρανον, οἱ δὲ ἐφέδραν, οἱ δὲ ἰτέα δένδρος, οἱ δὲ γύννις, οἱ δὲ σχοινιόστροφον, Αἰγύπτιοι φερφρεί, προφῆται Κρόνου τρόφις, Ῥωμαῖοι ἐκυινάλις, οἱ δὲ σάλιξ ἐκυινάλις.)[*](1 SIM.: Pl. XXVII 93 D. eup. II 82 (293).)[*](4 EXC.: Orib. XII s. v. (ῥοδία ῥίζα — ὸσμήν); cf. Gal. XII 114 (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v.).)[*](9 SIM.: Pl. XXVI 132 (e S. N. — Crat.) XXVI 36 (e I. B.).)[*](9 EXC.: Orib. XI s. v. (ἵππουρις — σκληρά); Ps. D. de h. f. 31 (e D. lat.); Geop. II 6, 27; Gal. XI 889 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Hes. s. v. ἴππουρις et ἐφέδρα.)[*](11 SIM.: Ps. Ap. 40 (═ Ps. Orib. I 24).)[*](4 num. cap. O tit. περὶ ῥοδίας ῥίζης FHDi post ῥίζα syn. e R add. Di: mg. H2 γίνεται Orib. 5 ῥόδου C: ἐν δὲ τῇ διατρίψει ῥόδου ἀποφορὰν ποιοῦσα N ἀποφορὰν om. PFH (superscr. H2): ἐμποιοῦσα ὀσμήν Orib.: quae digitis confrigita rosae longius iactat odorem Dl 6 ποοῦσα ἑμοίαν CDi 7 νάρδῳ] ῥοδίνῳ ὀλίγῳ FHA λεπτὴ RHADi: cum oleo nardino Dl 8 ἐπιτιθεμένη καὶ ἐμβρεχομένη CDi: καὶ ἐπιτιθεμένη om. A καὶ κροτάφοις om. C: τῷ μετώπῳ καὶ τοῖς κροτάφοις N: τοῖς κροτάφαις FHA)[*](9 num. cap. φιη ODi tit. περὶ ἱππούριδος FHADi post ἵπππ. syn. add. ADi: mg. H2 ἀναβάσιον PVFH: ἀνάβασις RDiPl. Ps. Ap. Ps. D. de h. f.: anabasin Dl ἔφοδρον PV: ἔφυδρον FH: om. DlOrib.: correxi coll. Pl. alii ephedron (quod arboribus insidet))[*](10 C fol. 284v: N 130 ῥοδίδα Di: ῥοδια C)[*](11 C fol. 145r: om. N τριμάχιον libri: correxi coll. Ps. Ap. tricamachion (LL1) anabasis Ps. Ap. 12 χερέδρανον libri: correxi coll. Ps. Ap. fedranon (LL1: fredanon V) ΦΘΙΔΡΑΝ C: φαίδραν reliqui: correxi cf. Hes. s. v. ἐφέδρα ἰτιυδενδρος C: ἰτιάνδενδρος DiA: ἰτιὰν δένδρον H: corr. Marc. γύννις] γύς CH: γίς Di: correxi cf. D. IV 47 13 σχοινεόστροφον H cf. D. III 148 φερφρει C: φρερφρά Di: φερφρά HA τροφή DiE 14 ἐκυναλις CHDi: ἐγκύναλις A (ἐκύναλις superscr. A2): equitinalis Ps. Ap. σάλιξ ἐκυτινάλις CDiH: κυτόναλις A (ἐκύναλις superscr. A2))
204

φύεται ἐν τόποις ἐφύδροις καὶ ἐν τάφροις. καυλία κενά, ὑπέρυθρα, ὑποτραχέα, στερεά, γόνασι διειλημμένα ἐμπεφυκόσιν εἰς ἄλληλα, περὶ δὲ αὐτὰ φύλλα σχοινώδη, λεπτά, πυκνά· αὔξεται δὲ εἰς ὕψος ἀναβαίνουσα ἐπὶ τὰ παρακείμενα στελέχη καὶ κατακρέμαται περικεχυμένη κόμαις πολλαῖς μελαίναις καθάπερ ἵππου οὐρά· ῥίζα ξυλώδης, σκληρά.

2 στυπτικὴ δὲ ἡ πόα, ὅθεν ὁ χυλὸς αὐτῆς αἱμορραγίας ἵστησι τὰς ἐκ μυκτήρων καὶ δυσεντερίας ὠφελεῖ πινόμενος μετ᾿ οἴνου· κινεῖ δὲ οὖρα. τὰ δὲ φύλλα τραύματα ἴναιμα κολλᾷ λεῖα ἐπιπλαττόμενα, ἡ δὲ ῥίζα καὶ ἡ πόα βήττουσί τε καὶ ὀρθοπνοΐκοῖς καὶ ῥηγματίαις ἀρήγει. ἱστορεῖται δὲ καὶ ἐντέρου διαίρεσιν καὶ κύστεως διακοπὴν καὶ ἐντεροκήλην συνάγειν τὰ φύλλα πινόμενα σὺν ὕδατι.

47 ἔστι δὲ καὶ ἑτέρα ἵππουρις, κόμας βραχυτέρας καὶ [*](47 RV: ἵππουρις ἑτέρα· οἱ δὲ σκυτίον, οἱ δὲ ἐφέδραν, οἱ δὲ γύννιν, Ῥωμαῖοι σάλιξ ἐκυίνους. ἡ δὲ ἑτέρα ἵππουρις καυλός ἐστιν ὀρθός, ἴσος, μείζων δὲ πήχεως, ὑπόκενος, κόμας ἐκ διαστημάτων ἔχουσα βραχυτέρας καὶ λευκοτέρας καὶ μαλακωτέρας, ἥτις καὶ αὐτὴ τραύματα ἰᾶται τὴν αὐτὴν ἔχουσα δύναμιν.) [*](7 SIM.: Zop. (Orib. II 587) Pl. XXVI 134 — Pl. l. s. D. eup. I 210 (203) — Pl. l. s. — Pl. l. s. eup. II 112 (312) — eup. I 162 (177) — Pl. XXVI 36. 134 eup. I 31 (241) — Pl. XXVI 134 eup. II 39 (252) — Pl. XXVI 134.) [*](14 SIM.: Pl. XXVI 134 (e S. N.)) [*](14 EXC.: Orib. XI s. v. (ἔστι — ἔχουσα).) [*](1 ἐν ἐφύδροις καὶ τάφροις καὶ τραχέσι τόποις C ἐν (alt.) om. Di καυλοὺς ἔχουσα κενούς, ὑπερύθρους, τραχεῖς, στερεούς C ὑπέρυθρα om. Orib. 2 διειλημμένους C ἐμπεφυκόσιν εἰς ἄλληλα om. C: del. A2 3 αὐτοὺς C: τὰ αὐτὰ A πυκνὰ λεπτά Orib.FHA.: folia sunt acuta (ὀξέα) et tenera, iunci similia et spissa Dl 5 κατακρεμναται PC: κατακρημνᾶται reliqui: corr. cf. Kühner- Blass 465 περικεχυμένη om. C 7 στυπτικὴ ἧς ὁ χυλὸς C 9 δὲ (pr.)] καὶ C κολλᾷ] ἰᾶται C 10 ἐπιπλαττόμενα CA: ἐπιπαττόμενα reliqui: folia eius imposita vulneribus recentibus paracollesin facit Dl: si in modum cataplasmatis inponatur Ps. D. de h. f. c. Pl. l. s. 134 D. eup. I 162 (177) ἡ πόα] ἡπατικοῖς C βήσσουσιν CDi 11 ῥήγμασιν HA: ῥηγμ F διαιτινες CDi 13 ἐν ὅδατι CDi ad rem cf. Gal. l. s. γράφουσι δʼ ὑπὲρ αὐτῆς τινες ὡς καὶ κύστεως ἰάσατό ποτε καὶ τῶν λεπτῶν ἐντέρων τραύματα ὁ χυλὸς αὐτῆς) [*](14 num. cap. φιθ O: om. Di tit. περὶ ἑτέρας HA: περὶ ἱππουρίδος ἑτέρας F: om. Di ἡ δὲ ἑτέρα ἵππουρις καυλός ἐστιν ὀρθός, ἴσος, μείζων δὲ πήχεως, ὑπόκενος, κόμας ἐκ διαστημάτων ἔχουσα βραχυτέρας Di (e RV): est alia ippuris comas minores habens et albas et molles Dl post κόμας add. ἐκ διαστημάτων Orib. A (superscr. H2)) [*](15 C fol. 146r: om. N ἐκύτιον CDi: κύτιον H: correxi χέδραν CHDi: correxi cf. D. IV 46 16 γύνιν C: γύνον reliqui cf. D. IV 46 ἐκουίνους Di 17 μείζων διπηχιαιος C: correxi)

205
λευκοτέρας καὶ μαλακωτέρας ἔχουσα, ἥτις καὶ αὐτὴ λεία σὺν ὄξει τραύματα ἰᾶται.

48 κόκκος βαφική· θάμνος ἐστὶ φρυγανώδης, ᾧ πρόσκεινται οἱονεὶ φακοί, οἵτινες ἐκλεγόμενοι συντίθενται. ἀρίστη δέ ἐστιν ἡ Γαλατικὴ καὶ Ἀρμενιακή, ἔπειτα ἡ Ἀσιανὴ καὶ Κιλίκιος, ἐσχάτη δὲ πασῶν ἡ Σπάνη.

δύναμιν δὲ ἔχει στυπτικήν, ἁρμόζουσαν τραύμασι καὶ νεύρων τρώσεσι λεία μετ᾿ ὄξους καταπλασσομένη. γεννᾶται δὲ καὶ ἐν Κιλικίᾳ ἐν ταῖς δρυσὶν ὅμοιόν τι κοχλίᾳ μικρῷ, ὃ τῷ στομώματι αἱ τῇδε γυναῖκες ἀναλέγουσαι κόκκον καλοῦσιν.

49 τρὰγιον· φύεται μὲν ἐν Κρήτη μόνῃ. ἔχει δὲ τὰ μὲν φύλλα σχίνῳ ὅμοια καὶ τὰς ῥάβδους καὶ τὸν καρπόν, μικρότερα δὲ πάντα φέρει δὲ καὶ ὀπὸν κόμμει παραπλήσιον.

[*](3 SIM.: Theophr. h. pl. II 7, 3. 16, 1; Pl. IX 141. XVI 32 — D. eup. 165 (179).)[*](3 EXC.: med. Gal. XII 32 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).)[*](11 SIM.: Pl. XXVI 141 (e S. N. — Crat. XIII 115 (ex Hyg.?).)[*](11 EXC.: Orib. XII s. v. (τράγιον — παραπλήσιον); med. Gal. XII 143 (═ Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Hes. s. v. τραγεῖον.)[*](1 λεία P: λεανθεῖσα reliqui: λεία σὺν ὄξει om. CDi in fine add. Di τὴν αὐτὴν ἔχουσα δύναμιν (superscr. H2))[*](3 num. cap. φκ Ο: φιθ Di tit. περὶ κόκκον βαφικῆς FHADi κόκκος βαφικός Gal.Paul. Aeg. (i. e. granum tinctorium τῆς βαφ. κόκκου cf. Paus. X 36) ἐστὶ μικρὸς HA 4 οἱονεὶ φακοὶ] οἱ κόκκοι ὡς φακοι AHDi cf. Dl habens in ipsis virgis rotundas sicut lenticula 5 γαλατιατικὴ Di: γαλατιακὴ reliqui: correxi καὶ ἡ ἀρμενιακή Di: καὶ ἀρμενιακὴ om. HA ἡ ἐν ἀσίᾳ Di: ἡ ἀσιανὴ reliqui (i. e. in Asia quae proprie vocatur cf. Strab. XII 534 Pl. V 102) 6 ἡ ἐν σπανίᾳ H: ἡ ἐν ἱσπανίᾳ Di: ἡ σπανία A 8 ad rem cf. Gal. l. s. λειοῦσι δ᾿ αὐτὴν ἔνιοι μὲν (i. e. D.) σὺν ὄξει τηνικαῦτα, σὺν ὀξυμέλιτι δ᾿ ἄλλοι (cf. D. eup. I 165, 179) γίνεται δὲ ἡ ἐν Κιλικίᾳ ἐν ταῖς δρυσὶν Di: γεννᾶται δὲ καὶ ἡ ἐν Κ, FHA 9 δρυσὶν] πρρίνοις coni. Anguillara coll. Theophr. h. pl. III 7, 3. at δρυὸς nomine omnes glandiferae arbores veluti πρῖνος aliae comprehenduntur (Sarac.) ὅμοιον κοχλίᾳ μικρόν P (cf. Salm. exerc. Pl. 194): ὁμοίως κοχλίᾳ μικρῷ FHADi: nascitur in cilicia in drisin loco dictum minor sicut coclia Dl τι addidi ὃ] ἣν FHADi τῷ στομώματι post γυναῖκες transpos. FHADi 10 στομώματι] στόματι libri: στόνυχι Tychsen: στύματι vel στύμματι Salm.: corr. Sarac. fort. e. cod. E))[*](11 num. cap. φκα O: φκ Di tit. περὶ τραγίου FHADi μὲν (pr.) om. ROrib. μόνον A μὲν (alt.) om. Orib.Di 12 ὅμοια σχίνῳ Orib. σχίνῳ HGal.Paul. Aeg.: σχοίνῳ Orib.A (ἐχίνῳ A2): ἐχίνῳ reliqui: terebintho similis Pl. XIII 115: iunipero similis Pl. XXVII 141 μικρότερα δὲ πάντα om. N 13 δὲ om. HA καὶ om. R ὀπὸν] καρπὸν RDlA2 ὅμοιον κόμμει Orib.)
206

ταύτης τὰ φύλλα καὶ ὁ καρπὸς καὶ τὸ δάκρυον καταπλασσόμενα σὺν οἴνῳ ἐπισπᾶται σκόλοπας καὶ πάντα τὰ ἐμπηγνύμενα, πινόμενα δὲ στραγγουρίας ἰᾶται καὶ λίθους τοὺς ἐν κύστει θρύπτει καὶ καταμήνια ἄγει· λαμβάνεται δὲ ὁλκὴ δραχμῆς μιᾶς. φασὶ δὲ καὶ τὰς ἀγρίας αἶγας τοξευθείσας καὶ νεμηθείσας τὴν πόαν ἐκβάλλειν τὰς ἀκίδας.

50 τράγιον ἄλλο· ἔχει μὲν φύλλα ὅμοια σκολοπενδρίῳ, ῥίζαν δὲ λευκήν, λεπτήν, παραπλήσιον ῥαφάνῳ ἀγρίᾳ, ἥτις βοηθεῖ δυσεντερικοῖς ὠμή τε καὶ ἑφθὴ ἐσθιομένη. προσβάλλει δὲ κατὰ τὸ φθινόπωρον τὰ φύλλα τράγου ὀσμήν, ὅθεν καὶ ὠνόμασται τράγιον.

51 τράγος· οἱ δὲ σκορπίον, οἱ δὲ τάργανον. φύεται παρά [*](49 RV: τράγος· οἱ δὲ τράγιον, οἱ δὲ τραγόκερως, οἱ δὲ σκορπίον, οἱ δὲ τάργανον Ῥωμαῖοι κορνούλακαμ, οἱ δὲ βιτου⟨μ⟩ινέα, οἱ δὲ ἵρκουλου⟨μ, οἱ δὲ⟩ δεντάρια, Δάκοι σαλία, Αἰγύπτιοι σοβέρ, Ἄφροι ἀχχιουίμ.) [*](1 SIM.: Zop (Orib. II 599) Pl. l. s. D. eup. I 167 (180).) [*](7 SIM.: Pl. XII 46 (unde?).) [*](7 EXC.: Orib. XII s. v. (τράγιον — ἀγρίᾳ); cf. Gal. XII 143. Paul. Aeg. VII 3 s. v.) [*](12 SIM.: Pl. XIII 116. XXVII 142 (e S. N.).) [*](12 EXC.: Orib. XII s. v. (τράγος — στυπτικαί) Hes. s. v. τάργανον.) [*](1 τὰ δάκρυα R 3 στραγγουρίας PDl: στραγγουρίαν rediqui 4 ὁλκή — δὲ om. C μιᾶς om. N 6 ἐκβάλλειν τὰς ἀκίδας om. V (mg. add. m. rec. ὑγιαίνειν)) [*](7 num. cap. φκβ O: φκᾱ Di tit. περὶ τραγίου ἄλλου H: περὶ ἑτέρου A: περὶ ἑτέρου τραγίου Di: de F non constat ἄλλο τράγιον Orib. post ἄλλο syn. c. 49 add. Di: mg. H2 τὰ κὲν φύλλα ἔχει RDi 8 δὲ om. R λεπτὴν λευκήν ADi: radix est illi alba et tenuis Dl παραπλήσιον P: παραπλησίαν reliqui (παραπλήσιος saepius pro feminino cf. III 7 III 43) ἀγρίᾳ ῥαφάνῳ R (ἢ ἀκόρῳ add. C) ἥτις) αἠτὴ C: om. N 9 προσβάλλει R: προβάλλει reliqui cf. D. IV 6 10 ὀσμὴν τράγου ἔχοντα N: ὀσμὴν ἔχει (sic) τράγου C τράχου P ὅθεν κέκληται R 11 in fine add. RDi φύεται δὲ (om. N) ἐν ὀρεινοῖς καὶ κρημνώδεσι (κρημνοῖς N) τόποις om. N)) [*](12 num. cap. φκγ O: φκβ Di tit. περὶ τράγου FHADi τράγιον Orib.: τράγος reliqui cf. Pl. XXVII 142 est et alia herba tragos quam aliqui scorpion vocant τάργανον PC: τραγορίγανον Orib.: τράγανον reliqui cf. Hes. s. v.) [*](13 C 338v: N 149 τράγος ὁμοίως in tit. habet C τράγος ἢ τράγειον ἢ σκορπίος ἢ γάργανον N τράγος· οἱ δὲ τράγιον om. DiH 14 γαργαρινον C: γάργανον NHDi: correxi coll. D. IV 51 κορνούλακα NHDi ΒΙΤΟΥΕΝϹΑ RDi: βιτουέντα H: correxi 15 ΕΙΡΚΟΥΛΟΥΔΕΝΤΑΡΙΑ C: ιρκουλουδενταρια N: om. HDi: correxi coll. Pl. XII 46 σαλία libri cf. Tomaschek l. s. 31 16 σοβέρ] σοβέλ D. III 9 ἀχχοιουειμ N: ἀχχιουειμ᾿ C: ἀχοιοσίμ Di: ἀχιουάμ H)

207
θαλάττῃ μάλιστα· θαμνίσκος ὑπὲρ γῆς οὐ μέγας, σπιθαμῆς ἢ καὶ μείζων, φύλλα δὲ οὐκ ἔχει· ἐπὶ δὲ τῶν κλάδων πρόσκεινται οἱονεὶ ῥᾶγες μικραί, πυρραί, κατά μέγεθος πυροῦ, ὀξεῖαι ἑπ᾿ ἄκρου, πολλαὶ λίαν, γευσαμένῳ στυπτικαί.

τούτου ὁ καρπός, ὡς ῥᾶγες δέκα, σὺν οἴνῳ ποθεῖσαι κοιλιακοὺς καὶ ῥοϊκὰς ὠφελοῦσιν. ἔνιοι δὲ κόπτοντες αὐτὸν ἀναπλάττουσι τροχίσκους εἰς ἀπόθεσιν καὶ οὕτως χρῶνται.

52 σχοίνου ἑλείας τὸ μέν τι καλεῖται ὀξύσχοινος, ἄποφυς [*](50 RV: τράγιον ἄλλο.) [*](51 RV: τράγος ἕτερος ἢ σκορπίος ἢ τάργανον.) [*](52 RV: ὀξύσχοινος· οἱ δὲ ὀξύπτερος οἱ δὲ ὀφρὺς ἡλίου, Ῥωμαῖοι ἰούγκουμ μαρίνουμ, οἱ δὲ ἰούγκουμ μανουάλεμ, Ἄφροι χουδόδ.) [*](8 SIM.: Theophr. h. pl. IV 12, 1 sq. Pl. XXI 112 sq. (ex Hyg.) Pl. XXI 119 (e S. N.).) [*](8 EXC.: Orib. XII s. v. (σχοίνου — αὐτῆς); med. Gal. XII 136 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.). Hes. s. v. ὁλόσχοινος.) [*](1 θάλασσαν ROrib. μάλιστα om. COrib. θαμνίσκος ἐστὶν Orib. ἐπὶ γῆς PDi: om. R: del. A2: ἐπὶ γῆς ἐπιμήκης FHA (dittogr.) correxi μέγεθος ἔχων σπιθαμῆς Orib.: longitudinem palmi unius habet aut amplius Dl: ὅσον σπιθαμῆς RDi δὲ (pr.) om. R: sine foliis Pl. XIII 116: foliis pusillis Pl. XXVII 142 3 ῥῶγες μικροὶ πυρροί R πυρραί om. marg. add. P πυροῦ om. R: πυρροῦ H 4 ὀξεῖς ROrib. post ὀξεῖαι dist. Orib. ἀπ᾿ ἄκρον R sustuli comma post πολλαὶ λίαν om. Orib. γευομένῳ Orib. 5 ὡς] καὶ R αἱ ῥῶγες ποθεῖσαι (ποθέντες N) κοιλ. R 6 ῥοικὰς γυναῖκας Di ὠφελοῦσιν διαθέσεις C δὲ καὶ A αὐτὸ R: αὐτὴν A 7 ἐπὶ (ἐν C) ἀγγοθεσίαν R οὕτω AHDi) [*](8 num. cap. φκδ O: φκγ Di tit. περὶ σχοίνου FHA: περὶ σχίνου Di ὀξύσχοινος in lemmate habent RDi initio syn. e R add. Di τούτου δισσὸν εἶδος· τὸ μέν τι (μέντοι Di) αὐτοῦ καλεῖται σχοῖνος λεία, τὸ δὲ ὀξύσχοινος (ὀξύσχινος Di) ἄποξυς κτλ. RDi: σχοῖνος λεία· τὸ μέντοι αὐτοῦ καλεῖται σχοῖνος λεία, τὸ δὲ ἄποξυς A: σχοῖνος ἑλεία· τὸ μὲν (τοι superscr. H2) καλεῖται (αὐτοῦ superscr.) ὀξύσχοινος (σχοῖνος λεία superscr.) ἔποξυς H ἑλείας] λείας Orib. cf. Gal. l. s. σχοίνου ἑλείας ἡ μὲν ὀξύσχοινος, ἡ δὲ ὁλόσχοινος ὀνομάζεται . . . τῆς δʼ ὀξυσχοίνου δύο εἰσὶν εἴδη· τὸ μὲν ἄκαρπον . . . τὸ δ᾿  ἔτερον καρκοφύρον. cf. Theophr. l. s. Salm. exerc. Pl. 185 μὲν τι] μέντοι F καλεῖται om. marg. add. P) [*](9 C fol. 341v: N 140) [*](10 C fol. 341v: N 140 (syn. om.)) [*](11 C fol. 245v: N 116 ὀξύπτερνος libri: correxi οἱ δὲ ὀφρὺς ἡλίου om. C: ὀφρῦς HDi 12 ἰουνκουμαρίνου HDi cf. Pl. XXI 112 alterum genus iuncorum facit (sc. Mago) quod marinum et a Graecis oxgschoenon vocari invenio ἰευκουμανουυάλε(ε H)ν HDi: ἰουμανουάλον A: μανουάλε R 13 χουδοδ C: χουδοα N: χούδουα HDi cf. Löw l. s. 410)

208
ἐπ᾿ ἄκρῳ. δισσὸν δὲ καὶ ταύτης εἶδος· ἡ μὲν γὰρ ἄκαρπος, ἡ δὲ καρπὸν μέλανα ἔχει, περιφερῆ, παχύτεροι δὲ ταύτης οἱ κάλαμοι καὶ σαρκωδέστεροι. ἐστι δὲ καὶ τρίτη πολλῷ σαρκωδεστέρα καὶ παχυτέρα τοῖν δυεῖν ὁλόσχοινος λεγομένη· ἔχει δὲ καὶ αὕτη καρπὸν ἐπ᾿ ἄκρου ὅμοιον τῇ πρὸ αὐτῆς.