De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

185 θηλυπτερίς· οἱ δὲ νυμφαίαν πτέριν ὀνομάζουσι. τὰ μὲν φύλλα πτέριδι ὅμοια, οὐ μονόμοσχα δὲ ὡς τὰ ἐκείνης, [*](προφῆται Ἑρμοῦ βάσιν, Ῥωμαῖοι φίλις ῥανάρια, οἱ δὲ λακουλάτα, οἱ δὲ φίλικεμ, Αἰγύπτιοι αἷμα ὄνου.) [*](185 RV: θηλυπτερίς· οἱ δὲ νυμφαίαν πτέριν ὀνομάζουσιν, Ῥωμαῖοι λίγγουα κερβίνα.) [*](πτέρις ἑτέρα· οἱ δὲ νυμφαίαν πτέριν, οἱ δὲ καὶ ταύτην θηλυπτερίδα ὀνομάζουσιν.) [*](6 [Theophr.] l. s. Scrib. L. 140; schol. Nic. Th. l. s. Pl. XXVII 79 eup. II 66 (281).) [*](10 SIM. [Theophr.] h. pl. IX 18, 8; Pl. XXVII 78 (e S. N.)) [*](10 EXC.: Orib. XII s. v. (θηλυπτερίς — ἐρυθραί); Paul. Aeg. VII 3 s. v., cf. Gal. XI 109.) [*](1 φύλλα δὲ N καὶ (alt.) om. Orib.E ἐξ om. N μίσχου E 2 τὸ περὶ πῆχυν μέγεθος R ὥσπερ Orib. 3 ὑπομήκη καὶ (dittogr.) Orib.E 4 ἐμφύσεις Orib. ὑποστύφουσα H. ὑποστυφσύσας ODi cf. [Theophr.] l. s. ἐν om. FHADi 5 δὲ om. Orib. NDi ἐν (alt.) om. Orib.ENDi: fort. recte 6 τεσσάρων δραχμῶν N: δ ⋖⋖ ὁλκὴ E 8 ἢ καὶ E ὀβολῶν τεττάρων HDi: ὀβολῶν β ἢ ⋖⋖ E cf. D. eup. l. s. πτέριδος δʼ σὺν σκαμμωνίας ὀβολοῖς δυσὶ καὶ ἁλσί· προσκορδοφαγείτω δὲ ὁ μέλλων πίνειν 9 in fine e Ps. Ap. 76 add. Di (mg. H2) ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς ἀποκατάστασιν σπληνιῶσι, καὶ μετὰ ἀξουγγίου δὲ ἡ ῥίζα ποθεῖσα (κοπεῖσα H2) καὶ καταπλασθεῖσα ποιεῖ πρὸς τοὺς ὑπὸ καλάμου πληγέντας. ἡ δὲ δοκιμὴ τοιαύτη· ἔνθα ἐστὶ πολὺς κάλαμος καὶ πολὺ βλάχνον στεγέντας. (spat. c. 20 litt. relicto) ἀφανίζεται τὸ βλάχνον) [*](10 num. cap. χνξ O: χνη Di: ρπβ E tit. περὶ θηλυπτέριδος FHADi θηλύπτερον· οἱ δὲ θηλυγαιρίαν E ἢ πτέριν Dl Paul. Aeg. l. s. at cf. Pl. l. s. alii ngmphaeam pterim πτερίδα FH: πτέρινον Di 11 φύλλα ἔχει C οὐ — ἀλλὰ om, RDl: non recte secl. Spr. nam filix femina non unum habet pediculum sicut mas, sed plures ex uno cauliculo enati (unde φύλλον μονόκλωνον [Theophr.], singularis Pl.), in quibus folia, contra mari cauliculus nullus, sed unus pediculus cf. Hallier Flora von Deutschland I 59 τὰ om. E) [*](12 βαίν HDi φανάρια libri: correxi λακουλλα NDi: κακούλα H: correxi) [*](14 cap. bis habet R (C 141v: N 39 s. v. θηλύπτερις et C 256v: N 101 s. v. πτέρις ἑτέρα))

334
ἀλλὰ πολλὰς ἔχοντα ἀποφύσεις καὶ ὑψηλοτέρας· ῥίζαι δʼ ὕπεισι πλάγιαι, μακραί, πλείους ὑπόξανθοι ἐν τῷ μέλανι, τινὲς δʼ ῤυθραί.

καὶ αὖται δὲ σὺν μέλιτι ἐν ἐκλεικτῷ πλατεῖαν ἕλμιν ἐξάγουσι, σὺν οἴνῳ δὲ πινόμεναι δραχμῶν τριῶν πλῆθος στρογγύλην ἐκτινάσσουσιν ἕλμιν· γυναιξὶ δὲ δοθεῖσαι ἀσυλλημψίαν ποιοῦσι, κἂν ἔγκυος δὲ λάβη, ἐκτιτρώσκει. ξηραὶ δὲ καὶ ἐπὶ τῶν δυσαλθῶν καὶ καθύγρων ἑλκῶν ἐπιπάσσονται, λόφους τε ὑποζυγίων ἰῶνται. τὰ δὲ φύλλα αὐτῆς ἀρτίβλαστα λαχανευθέντα ἑφθὰ καὶ βρωθέντα κοιλίαν μαλάσσει.

186 πολυπόδιον· φύεται ἐν πέτραις βρύα ἐχούσαις καὶ ἐν τοῖς γερανδρύοις πρέμνοις ἐπὶ τῶν βρύων, σπιθαμῆς ἔχον ὕψος, ὅμοιον πτέριδι, ὐπόδασυ, ἐντετμημένον, οὐ μὴν οὕτως γε λεπτοσχιδῶς. ῥίζα δʼ ὕπεστι δασεῖα, πλεκτάνας ὥσπερ πολύπους ἔχουσα, πάχος μικροῦ δακτύλου, ξυσθεῖσα δὲ ἔνδοθεν [*](186 RV: πολυπόδιον· οἱ δὲ σκολοπένδριον, οἱ δὲ πτέρις, οἱ δὲ πολύρριζον, Ῥωμαῖοι φιλίκουλα λουκιτάλις.) [*](4 SIM.: [Theophr.] l. s. Pl. l. s. 79. 80 D. eup. II 95 (299) — eup. I 183 (191) — Pl. l. s. 80, 79.) [*](11 SIM.: [Theophr.] h. pl. IX 13, 6. 20, 4 caus. pl. II 17, 4; Pl. XXVI 58 (e S. N.) — Pl. l. s. Ruf. (orib. II 112).) [*](11 EXC.: Orib. XI s. v. (πολυπόδιον — ὑπόγλυκυς); cf. Gal. XII 107 (═ Aet I s. v.); Paul. Aeg. VII 3 s. v.; Isid. XVII 9, 62.) [*](1 ἔχουσα R ἀποφύσεις καὶ ἀστέρας E: ἐκφύσεις Di καὶ ὑψηλοτέρας om. R: ὑψηλότερα PE: ὑψηλοτέρας reliqui post ὕπεισι c. 5 litt. eras. E2 2 πλαγειαι P: πλατεῖαι RE (post πλ. c. 8 litt. eras. E2) FHADi cf. Pl. radices utriusque longae in oblicum μακραὶ πλάγιαι orib.FHADi πλείους om. R: post πλείους c. 12 litt. eras. E2 τινὲς δὲ om. E 4 αἵτινες ἐν μέλιτι ἐκλεικτῷ λαμβανόμεναι R: αἵτινες δοθεῖσαι λεῖται μέλιτι E: λαμβανόμεναι add. Di ἐκβάλλουσιν RDi 5 ἐν οἴνῳ E τριῶν δραχμῶν R: δύο ἢ γ ⋖⋖ πλῆθος E 6 ἐκβάλλουσιν R δυσσυλλημψίαν E 7 κἂν] καὶ P ἔγκυμος λάβῃ] διαβῇ ODi: γυναικὶ δʼ ἐὰν μὲν δοθῇ ἐγκύμονι ἐκβάλλειν φασίν [Theophr.] l. s. cf. Pl. l. s. καὶ om RDi 8 ἐπιπλάσσονται ODiDl: ἐπιπάσσοντας R 9 τὰ δὲ — μαλάσσει om. R (s. v. θηλυπτερίς ἀρτιβλαστῆ E λαχανεύεται ἑφθά τε βρωθέντα FHA: ἑφθὰ post καὶ transpos. R (s. v. πτέρις ἑτέρα)) [*](11 num. cap. χνη O: χνθ Di: ρπγ E post πολυπόδιον syn. e R add. ADi: mg. H2 12 ἐπὶ τοῖς γεράνοις κρημνοῖς N (chart. laes. C): ἐν ἄντροις ἢ πρέμνοις Orib.: ἐν τοῖς ἀγρίοις πρέμνοις τοῖς H2ADi: ἐν τοῖς ἀγρίοις E (mg. add. γερανδρύοις πρέμνοις E2): parietibus umectis et ripis umectis Dl: in petris nascens aut sub arboribus vetustis Pl. βρυῶν] δρυῶν Orib.HADi ἔχουσα HADi 13 τὸ ὕψος Di τῇ πτέριδι RDi τετμημένον Di 14 γε F: om. reliqui λεπτοσχιδῶν HA: λεπτόν R ὡσπερεὶ Di 15 πουλύπου R: πόλυπος Orib.) [*](16 C 266v: N 101 σκολόπενδρον DiHA 17 πολύριζον R λικουτάλις HADi)

335
χλωρά, στρυφνὴ κατὰ τὴν γεῦσιν καὶ ὑπόγλυκυς δύναμιν ἔχουσα καθαρτικήν. δίδοται δὲ συγκαθεψομένη ὄρνιθι ἢ ἰχθύσιν τεύτλῳ ἢ μολόχῃ. ξηρὰ δὲ ἐπιπασσομένη μελικράτῳ ἄγει φλέγμα καὶ χολήν. ποιεῖ καὶ πρὸς στρέμματα ἡ ῥίζα λεία καταπλασθεῖσα καὶ πρὸς ῥαγάδας τὰς ἐν μεσοδακτύλοις.

187 δρυοπτερίς· φύεται κατὰ τὰ βρυώδη μέρη τῶν παλαιῶν δρυῶν, ὁμοία πτέριδι, ἐλάττων δὲ πολλῷ καὶ τῇ σχίσει λεπτή· ῥίζας δʼ ἔχει κατʼ ἐπιπλοκὴν δασείας, στρυφνάς κατά τὴν γεῦσιν ἐν τῳ γλυκεῖ.

τοῦτο ἐπιπασθὲν λεῖον σὺν ταῖς ῥίζαις τρίχας ψιλοῖ· δεῖ δὲ ἀποψᾶν τὸ πρῶτον μετὰ τὸ ἰκμάσαι τὸν χρῶτα καὶ νεαρὸν ἐπιπάττειν.