De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

89 ἰξός· ἔστι καλὸς ὁ λεῖος, πρασίζων τῷ χρώματι κατὰ [*](1 SIM.: P. XXVIII 236 (e S. N.) — Pl. XXVI 21 — D. eup. I 128 (157) 129 (159) I 178 (187).) [*](1 EXC.: Orib. V 72 Dar. (κόλλα —ἥττων). (unde Aet. II 196 s. v. med. Paul. Aeg. VII 3 s. v. ταυροκόλλα.) [*](9 SIM.: Pl. XXXII 3 (e S. N.) — Cels. V 19, 7. 8 Pl. l. s. 73. 84.) [*](9 EXC.: Orib. V 71 D. (ἡ δὲ ἐχθυοκόλλα — τηκομένη), unde Aet. II 196 s. v. med. Paul. Aeg. VII 3 s. v.) [*](14 SIM.: Theophr. h. pl. III 16, 1; caus. pl. II 17, 1. 5sq. Pl. XVl 31. 245sq. (e Theophr. — Hygino?) Pl. XXIV 11sq. (e S. N.).) [*](14 EXC.: Orib. XI s. v. (ἰξός — τινῶν); Orib. V 71D. (ἰξός — δένδρων), unde Aet. II 196 s. v. cf. Gal. XI 888; Hes. s. v. ἰξός) [*](1 num. cap. υα Ο: υγ Di: 𝒢δ E tit, περὶ κόλλης FHADi κόλλαν E ταυροκόλλαν καλοῦσιν E post ταυροκόλλαν haec habet E μάλιστα κατασκευασμένη (in marg. ζομένη E2) καλλίστη ἐστὶν λευκὴ ἡ ῤοδιακὴ καὶ διαυγής· ἡ τοιαύτη ἐν συρία ἐκ τῶν βοΐων (corr. E2) 2 καλλίστη δὲ HA Ῥοδία] ῥοδιακὴ Orib.Di: ῥοδεία P: ordiaticum Dl: om. HA ἡ ἐκ V σκευαζομένη Di: γινομένη Paul. Aeg. l. s. 3 λεπτὴ E καὶ om, Orib. ἡ τοιαύτη om. Orib. 4 ἧττον PE: χείρων Orib.: inutilis est Dl 5 ἔχει τοιαύτην E 6 ἀφιστᾶν E: ἐφιστάνειν F 7 ἐνεθεῖσα Di cf. D. eup. I 178 (187) ταυροκόλλα ὕδατι ἀνεθεῖσα θερμῷ (sc. πυρίκαυτα ὠφελεῖ).) [*](9 num. cap. υβ 0: υδ Di: 𝒢ε E tit. περὶ ἰχθυοκόλλης (ας A) AHDi κητιαίου PVFH: κυτιαίου A: κηταίου E (κητώου corr. E2) 10 διαφέρει] καλή ἐστιν ἡ λευκὴ Orib. γίνομένη//////// (5 litt. eras. E2) E οὗσα post ὑπόπαχυς colloc. E ὑπότραχυς ODi: ὑπόπαχυς EDlOrib.Aet. 12 τε om. ODi cf. Paul. Aeg. l. s. εὐθετεῖ δὲ εἴς τε τὰς κεφαλικὰς καὶ κολλητικὰς ἐμπλάστρους καὶ om. H: superscr. H2 εἰς τὰς om. HADi 13 τετάνωθρα] cf. Pl. l. s. 84) [*](14 num. cap. Ο: υε Dl: 𝒢ς E tit. περὶ ἰξοῦ FHADi ἰξὸς δὲ EA καλός ἐστι Orib.FHDi λεῖος] νέος Orib.ODi: λεῖος καὶ νέος E: νέος καὶ λεῖος Orib. V 71: levis Dl: optimum quod sine cortice quodque levissimum Pl. l. s. καὶ πρασίζων EDi)

104
τὸ ἐντός, ἐκτὸς δὲ ὑπόξανθος, μηδὲν ἔχων τραχὺ ἢ πιτυρῶδες. συνάγεται δὲ ἔκ τινος καρποῦ περιφεροῦς, γεννωμένου ἐν ἰξίᾳ τῇ ἐχούσῃ τὰ φύλλα ὅμοια πύξῳ. κόπτεται δὲ ὁ καρπός, εἶτα πλύνεται, εἶτα ἕψεται ἐν ὕδατι· ἔνιοι δὲ μασώμενοι αὐτὸν ἐργάζονται. γίνεται δὲ καὶ ἐκ μηλέας καὶ ἀπίου καὶ ἐξ ἄλλων δένδρων· εὑρίσκεται δὲ καὶ πρὸς ῥίζαις θάμνων τινῶν.