De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

76 σφονδύλιον· φύλλα μὲν ἔχει κατὰ ποσὸν ἐοικότα πλατάνῳ πρὸς τὰ τοῦ πανάκους, καυλοὺς δὲ πηχυαίους ἢ καὶ μείζονας, ἐοικότας μαράθῳ, σπέρμα δὲ ἐπ᾿  ἄκρῳ ὅμοιον σεσέλει, διπλοῦν, πλατύτερον δὲ καὶ λευκότερον καὶ ἀχυρωδέστερον, βαρύοσμον, ἄνθη λευκά, ῥίζαν λευκήν, ὁμοίαν ῥαφάνῳ· φύεται δὲ ἐν ἐλώδεσι καὶ ἐφύδροις χωρίοις.

[*](75 RV: λιβανωτίς· οἱ δὲ ἰκτερῖτις, Ῥωμαῖοι ῥωσμαρίνουμ.)[*](1 SIM: PL XIX 187 — D. eup. II 56 (269).)[*](1 EKC.: Orib. XI s. v. (λιβανωτίς — βαρύοσμα) cf. Gal. XII 61. Ps. Ap. SIM.: Pl. XI 128. XXIV 25 S. N.).)[*](9 EXC.: Orib. XII s. v. (σφονδύλιον — χωρίοις): Gal. XII 135 (unde Paul. Aeg. VII 3 s. v.).)[*](1 num cap. τπθ Ο: om. Di: πβ E tit. περὶ λιβανωτοῦ FHA: περὶ λιβανωτίδος ἑτέρας Di: cap. post IV 111 colloc. V λιβανωτός FHA ὃν A οἱ Ῥωμαἰοι HA ῥουσμ. post καλοῦσιν colloc. HA ῥουσμάρινον P. ῥουσμάρινα FAHDi: ῥουσμαρείναν E: ῥωσμαρῖνον Orib.: ῥοσμαρίνου D. eup. l. S. initium sic habet R οἱ στεφανηπλόκοι ταύτῃ χρῶνται 2 στεφανωτικοί FAH (corr. H2) ῥάβδοι δὲ RE (δὲ eras. E2): cuius virgae sunt tenues et longae et virides Dl περὶ ἧς A 3 λεπτά, πυκνά om, Orib.: πυκνά om. R: del. A2: πυκνὰ λεπτά E καὶ εὐμήκη RE καὶ seclusi (dittogr. om. Orib.) 6 σὺν ὕδατι E δῷ ποιεῖν A: πιεῖν superscr. H2: post γυμνασίων add. DiE (eras. E2): om. reliqui γυμνάζων] ἀκμάζων R γυμνάζων sc. τὸν ἐκτεριῶντα 7 λούει HA ποτίζει HA: ποτίζων E κόποις P γλαυκίνῳ N 8 κρώματι A (χρίσματι superscr. A2))[*](9 num. cap. τ𝒢 PFH: τ𝒢α A: πγ E tit. περὶ σφονδυλίου FHADi σπονδύλιον Orib. post σφονδ. syn. e R add. Di τὰ μὲν φύλλα R ἐοικότα πλατάνῳ] πλατανοειδῆ (post πανάκους transpos.) R 10 πανάκους PF: ὀποπάνακος RE: πάνακος reliqui ἢ om. COrib.E 11 μαράθῳ ἐοικότα C: ἐοικότα μαραθοειδεῖς N post μαράθῳ inser. R καὶ (om. C) σκιάδια ἐν οἷς τὸ σπέρμα ἐπ᾿  ἄκρῳ ἄκρου Orib. 12 παχύτερον Orib. δὲ] μέντοι R βαρύοδμον PV: om. R: del. A2 13 λευκὰ ἢ ὠχρά RDi ῥαφάνῳ ἐμφερῆ RDi δὲ om. ROrib. 14 ἐνύδροις E: καθύγροις R τόποις (superscr. χωρίοις) V)[*](15 C 204r: N 110 ἰκτερεῖτις N cf. Ps. Ap. l. s. alii ycteritis, punici zibbir vocant, itali rosmarinum)
89

ὁ δὲ καρπὸς αὐτοῦ ποθεὶς ἐκκρίνει κατὰ κοιλίαν φλεγματῶδες· ἰᾶται δὲ πινόμενος ἡπατικούς, ἰκτερικούς, ὀρθοπνοϊκούς, 2 ἐπιληπτικούς, ὑστερικὴν πνίγα, ὑποθυμιώμενος δὲ ἀνακαλεῖται τοὺς καταφερομένους, σὺν ἐλαίῳ δὲ ἐμβρεχομένης τῆς κεφαλῆς ἁρμόζει φρενιτικοῖς, ληθαργικοῖς, κεφαλαλγίαις· ἐπέχει δὲ καὶ ἕρπητας σὺν πηγάνῳ καταπλασθείς. δίδοται δὲ καὶ ἡ ῥίζα ἰκτεριώδεσι καὶ ἡπατικοῖς, περιξυσθεῖσα. δὲ καὶ ἐντεθεῖσα περιτήκει τύλους τοὺς ἐν ταῖς σύριγξι. τοῦ δὲ ἄνθους χλωροῦ ὁ χυλὸς πρὸς ἡλκωμένα ὦτα καὶ πυορροοῦντα ἀρμόζει. ἀποτίθεται δὲ ἡλιαζόμενος ὡς τὰ λοιπὰ χυλίσματα.

77 νάρθηκος χλωροῦ ἡ ἐντεριώνη πινομένη αἱμοπτυϊκοὺς [*](76 RV: σφονδύλιον· οἱ δὲ ἀράχνη, οἱ δὲ φαλάγγιον, οἱ δὲ ἀστέριον,  οἱ δὲ νήσυρις, οἱ δὲ σφονδυλίς, οἱ δὲ χοιρόδανον, οἱ δὲ οἰνάνθη, Ῥωμαῖοι ἕρβα ῥουτινάλις, Αἰγύπτιοι ἀψαφέρ, προφῆται Ὄσιρις.) [*](1 SIM.: Pl. XXIV 25 — Pl. l. s. D. eup. II 58 (270) — Pl. eup. II 56 (266) — Pl. eup. II 39 (252) — Pl. eup. I 18 (103) — Pl. eup. II 87 (296) — Pl. eup. I 10 (98) — Pl. eup. I 2 (94) — Pl. eup. I 170 (182)— Pl. 26 eup. I 207 (202) — Pl. 26.) [*](11 SIM.: Pl. XII 85 XX 260 e S. N.) cf. Theophr. h. pl. VI 2, 8 — D. eup. ll 29 (239).) [*](11 EXC.: Gal. XII 85 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.) cf. Isid. XVII 9, 95. Hes. s. v νάρθηξ.) [*](1 αὐτῆς RO τὰ (om. C) κατὰ κοιλίαν φλεγματώδη RE 2 πινομένη HADi ἰκτερικοὺς καὶ ἡπατικοὺς ὑστερικὴν πνίγα (καὶ ὑστ. πν. post ἐπιλημπτικοὺς transpos. N) καὶ ὀρθοπνοικούς (τε καὶ inser, N) ἐπιλημπτικούς R: καὶ ἰκτ. καὶ ἡπατ. καὶ ὀρθ. καὶ ἐπιλ. ὑστερ. πν. E: similiter epaticis et ictericis et ortopnoicis et epilepticis prodest Dl καὶ ὀρθοπνοικούς Ο 3 καὶ ὑστερικὴν Di ἀνακαλεῖ R 4 ἐμβρεχόμενος τῇ κεφαλῇ REDi: ἐμβρεχομένης τῆς κεφ. reliqui 5 κεφαλαλγίας R: κεφαλαλγοῦσι HADi 6 ἡ δὲ ῥίζα δίδοται Di 7 ἰκτεριῶσιν N: ἰκτερικοῖς (ῶσι superscr.) p ad rem cf. D. eup. I 207 (202) σφονδυλίου ῥίζα ξυσθεῖσα καὶ ἐντεθεῖσα (sc. σύριγγας περιτήκει)· δεῖ δὲ προαναστομοῦν τὰς σύριγγας σπογγίῳ ἢ παπύρῳ ἐσκελετευμένῳ καὶ οὕτως χρῆσθαι τοῖς προειρημένοις: Paul. Aeg. l. s. ἡ δὲ ῥίζα περιεξυσμένη (περιεζεσμένη ed.) καὶ σύριγξιν ἐντεθεῖσα ἐκτυλοῖ αὐτάς ἐνδεθεῖσα RDi 8 ταῖς om. NDi χλωροῦ om. R 9 εἱλκωμένα PR: ἑλκωμένα V 10 ἡλιαζόμενος] σκευαζόμενον RDi παραχυλίσματα R) [*](11 num. cap. τ𝒢α PFH: τ𝒢β A: τ𝒢β Di: πδ E tit. περὶ νάρθηκος FHADi νάρθηξ· Ῥωμαῖοι φαιρουδάν (e R)· τούτου χλωροῦ ὄντος Di syn. Rom. marg. add. H2 πινομένη] καλουμένη D1Aet.) [*](12 C fol. 313v: N 152 marg. adscr. N (m. rec.) livisticum ἀράγνη R: ἀράγην Di: corr. Marc. φαλαλγιον N ἀστέριον] propter umbellae formam araneo, phalangio, asterio, phalangii generibus simile cf. Nic. Th. 725 Pl. XXIX 86 (ex Apoll.) 13 νήσυρις i. e. ὁ μὴ συρίζων χορόδανον RDi: correxi 14 ῥουτινάλις libri: fort. φρουτικάλις)

90
καὶ κοιλιακοὺς ὠφελεῖ καὶ ἐχιοδήκτοις δίδοται σὺν οἴνῳ καὶ τὰς ἐκ ῥινῶν αἱμορραγίας ἐπέχει λεία ἐντεθεῖσα. τὸ δὲ σπέρμα στροφουμένους πινόμενον ὠφελεῖ καὶ ἱδρῶτας κινεῖ συγχριόμενον μετ᾿  ἐλαίου οἱ δὲ καυλοὶ βρωθέντες κεφαλαλγεῖς εἰσι. ταριχεύεται δὲ καὶ εἰς τὰς ἁλμεύσεις.

78 πευκέκδανον· καυλὸν ἀνίησιν ἰσχνόν, μαράθῳ ὅμοιον κόμην δὲ ἔχει περὶ τὴν ῥίζαν ἱκανὴν καὶ πυκνήν, ἄνθος μήλινον, ῥίζαν μέλαιναν, βαρύοσμον, ἁδράν, μεστὴν ὀποῦ. φύεται δὲ ἐν ὄρεσι συσκίοις.

ὀπίζεται δὲ τῆς ῥίζης ἁπαλῆς ἀποτεμνομένης μαχαιρίῳ, καὶ τὸ ἀπορρέον εὐθέως ἐν σκιᾷ τίθεται· ὑπὸ γὰρ τοῦ ἡλίου [*](77 RV: νάρθηξ· Ῥωμαῖοι φέρουλαμ.) [*](78 RV: πευκέδανον· οἱ δὲ ἄγριον, οἱ δὲ ἀγριόφυλλον, προφῆται ἀγαθὸς δαίμων, Ῥωμαῖοι πιναστέλλουμ, οἱ δὲ σατάριαμ.) [*](1 SIM.: Pl. XX 261 — Nic. Th. 595 (ex Apollod.) Pl. 260 — Pl. 261 eup. I 210 (204) — Pl. 260 eup. II 40 (255) — Pl. 260 eup. II 22 (236) — Pl 260) [*](6 SIM.: [Theophr. IX 20,2 Pl. XXV 117 (e S. N) — Ps. Ap. 94.) [*](6 EXC.: Orib. XII s. v. (πευκέδανον — γεῦσιν); Gal. XII 99 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Ps. Ap. 94.) [*](1 ἐχεοδήκτοις E 2 post ἐπέχει inser. ὡς ἐλλύχνιον R: post ἐντεθεῖσα E: marg. add. A2 λεία E: om. reliqui cf. Dl tusa (λεῖα) et inposita fluxum sanguinis vulnerum stringet τεθεὶς C: τεθὲν N 3 ad rem cf. D. eup. II 22 (236) at Pl. l. s. radicem ex oleo et aceto contra sudores inmodicos vel in febribus proficere dicit χριόμενον RDi 4 ταριχεύονται REDi 5 ἁλμαίας R in flne aliena add. DiA (marg. H2) ὁ γοῦν νάρθηξ καυλὸν ἀναφέρει τρίπηχυν πολλάκις· φύλλα δὲ ἔχει μαράθρῳ ἐμφερῆ, παχύτερα δὲ πολὺ καὶ μείζονα, ἐξ οὗ καὶ τὸ σαγάπηνον γίνεται κολαπτομένου πρὸς τῇ ῥίζῃ) [*](6 num. cap. τ𝒢β PFH: om. A: τ𝒢δ Di: πε E tit. περὶ πευκεδάνου FHADi πευκέδανος HDi schol. Nic. Th. 76 post πευκέκδανον syn. e R add. ADi: marg. H2 peucedanu quam rustici in bubula mittunt Dl λεπτὸν post ἀνίησιν inser. RDi post ὅμοιον haec habet R τὸν δὲ καυλὸν ἔχει σὺν τῇ ῥίζῃ μέλαιναν (μέλανα C) 7 ἔσχει Orib. περὶ τὴν ῥίζαν om. Orib. μηλίζον FHA 8 δὲ om. Orib. 9 ὀρεινοῖς καὶ (om. C) συσκίοις R 10 ἡ ἁπαλὴ τεμνομένη R: ἤδη ἁπαλὴ ἀποτεμνομένη E (corr. E2) ἐν μαχαιρίφ E: μαχαίρῳ FHDi 11 ῥέον R ὑπὸ — ἄνίεται om. Orib. ἡλίου εὐθέως R) [*](12 C fol. 239v: N 105 φαιφουλαμ C: φαιρουδάν Di: φερουλέν H) [*](13 C fol 261v: N fol. 125 σίνωνα om. libri (de C non constat): correxi coll. Ps. Ap. alii sincon agrion (LL1: sinconarion V: sison agrion Ack.) agnopilon Ps. Ap. 14 prophetae agathos demon Ps. Ap. Ῥωμαῖοι] οἱ δὲ RHADi correxi coll Ps. Ap. Itali dicunt pinastellum πυναστελουμ N (de C non constat): πυνασγελούμ Di: πινασγελούμ H: πιναστελά A: correxi 15 Ῥωμαῖοι σατάριαμ RHADi: correxi coll. Ps. Ap. qalli vocant sanatariam (L1: satanariam LV) Corp. gloss. III 572, 31 peuidadanis i. satanaria)

91
ἀνίεται. ἐν δὲ τῷ συλλέγεσθαι κεφαλαλγίαν ποιεῖ καὶ σκοτώματα, ἐὰν μή τις προδιαχρίσῃ ἑαυτοῦ τὰς ῥῖνας ῥοδίνῳ καὶ τὴν κεφαλὴν προκαταβρέξῃ· ἄχρηστος δὲ γίνεται ὀπισθεῖσα ἡ ῥίζα.

ὀπίζονται δὲ καὶ οἱ καυλοί, καὶ χυλίζεται ἡ ῥίζα ὡς μανδραγόρας, 2 ἧττον δὲ ἐνεργεῖ τοῦ ὀποῦ ὁ χυλὸς καὶ τάχιον ἐκπνεῖ. ἐνίοτε δὲ εὑρίσκεται προ| πεπηγὸς δάκρυον, ὅμοιον λιβανωτῷ, τοῖς καυλοῖς καὶ ταῖς ῥίζαις προσπεπλασμένον. τοῦ δὲ ὀποῦ διαφέρει ὁ ἐν Σαρδονίᾳ καὶ Σαμαθρᾴκῃ γεννώμενος, βαρύοσμος, ἔγκιρρος, θερμαίνων τὴν γεῦσιν.

ἁρμόζει δὲ σὺν ὄξει καὶ ῥοδίνῳ καταχριόμενος ληθαργικοῖς, φρενιτικοῖς, σκοτωματικοῖς, ἐπιληπτικοῖς, κεφαλαλγοῦσι χρονίως, παραλυτικοῖς, ἰσχιαδικοῖς, σπωμένοις καὶ καθόλου τοῖς περὶ νεῦρα πάθεσι συγχριόμενος μετ᾿  ἐλαίου καὶ ὄξους.