De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

7 κενταύρειον τὸ λεπτὸν ἢ μικρόν, ὅ τινες | λιμνήσιον καλοῦσιν, ἐπειδὴ ἐνίκμους φιλεῖ τόπους. ἡ πόα ὑπερικῷ καὶ ὀριγάνῳ παραπλήσιος, καυλὸν ἔχουσα ὑπὲρ σπιθαμήν, γεγωνιωμένον· ἄνθη ἐν τῷ φοινικῷ ὑποπόρφυρα πρὸς τὰ τῆς λυχνίδος, φύλλα μικρά, ὑπομήκη, ὥσπερ πηγάνου, καρπὸς πυροῖς ὅμοιος, ῥίζα μικρά. ἄχρηστος, γευομένῳ δὲ ἐμποιεῖ πικρίαν.

[*](7 RV: κενταύρειον τὸ μικρόν· οἱ δὲ λιμνήσιον, οἱ δὲ ἐλλεβορίτης, οἱ δὲ ἀμάραντον, προφῆται αἷμα Ἡρακλέους, Ῥωμαῖοι φεβριφούγιαμ, οἱ δὲ ἕρβα μουλτιράδιξ, Δάκοι τούλβηλα. 3 SIM.: Pl. XXV 68 (e S. N.).)[*](3 EXC.: Orib. XI s. v. (κενταύρειον — ἄχρηστος). cf. Gal. XII 25 (unde Orib. II 646. V 618. Aet. I s. v. paucis aliunde adscitis); Pa. Ap. 36 (unde Ps. Orib. de simpl. I 20. A. Mai VII 435).)[*](10 SIM.: Ps. Ap. 36 (e Pamph.).)[*](1 λυκίᾳ αὐτὴν Di 2 αὐτῷ om. C: αὐτῇ NEADi post λυκίου aliena e schol. carm. de h. 9 add. DiA (del. A2) H2 ἐκλήθη (καλεῖται AH) δὲ κανάκεια, ἐπειδὴ πάντα τὰ φλεγμαίνοντα πάθη παύει πολυφάρμακος οὖσα (κολ. οὖσα om. AH) καὶ κρούσματα πληγῶν στραγγουρίας τε παύει ἐν ἐνέμασι καὶ λιθιῶντας. συνάγεται δὲ τοῦτο ἡλίου μέλλοντος ἀνατέλλειν ὥρᾳ ἁγνῇ, ὅτε πληροῦνται ἅπαντα.)[*](3 num. cap. τκβ ODi: η E tit. περὶ τοῦ μικροῦ κενταυρίου FNADi τὸ μικρὸν ἢ (καὶ E) λεπτὸν EHA λεπτὸν ἢ om. NDi post μεκρόν syn. add. Di, marg. H2 τινὲς δὲ (om. N) λιμνήσιον αὐτὸ καλοῦσιν NDi 4 λιμναῖον AH ἐπειδὴ — πόα om. A ἡ om. NDi 5 καὶ] ἢ Orib. NDi.: yperico aut origano similis est Dl παραπλήσιός ἐστι Di post παραπλ. syn. add. A 6 φυλλικῶ N post φοιν. c. 12 litt. eras. E2 7 καρπὸς — ὅμοιος om, NE 8 ὅμοιος πυρῷ Di κικρὰ λίαν (om. ἄχρηστος — κικρίαν) PF (λείαν corr. m. pr): μικρὰ ἄχρηστος λεία AM (ἄχρηστος superscr. H2) at cf. Dl radix oblonga et inutilis, gustu amara: Orib. radicem exiguam nulliusque usus: Pl. radice tenui et supervacuo μικρὰ om. N: μακρά Dl ἄχρηστος] ἀγρία (i. e. ἀχρεία) N: ἄχριος E)[*](10 N fol. 44: cap. om. C post μικρὸν add. οἱ δὲ κενταύριον τὸ μικρόν (λεπτόν?) N elleborites Ps. Ap. 11 ἀμάρακτον HA: Egypti amart Ps. Ap. (amaranthum Ack.) ἡρακλέως N: prophetae emeracleus Ps. Ap. (haema Heracleos Ack.) 12 φεβρουφειάμ A: Itali febrifugia dicunt Ps. Ap. (hodie „Fieberkraut“) Ιρβα] ΑΥΡΑ NDi: ἄβρα AH: corr. Marc. Pa. Orib. I 20 alias multiradix ΤΟΥ//////// ΗΛΑ (sicc) N: τουλβηλά Di: τουλβιλά H: τουλλά A: Daci dicunt stirzozila Ps. Ap. (tulbela Ack.) cf. Tomaschek l. s. 26.)
13

αὔτη κοπτομένη χλωρὰ καὶ καταπλασσομένη τραυμάτων 2 ἐστὶ κολλητική καὶ ἀνακαθαρτικὴ ἑλκῶν παλαιῶν καὶ ἀπουλωτική· ἀφεψηθεῖσα δὲ καὶ πινομένη ἄγει κατὰ κοιλίαν χολώδη καὶ παχέα, ἔγκλυσμά τε τὸ ἀφέψημα αὐτῆς ἐπὶ ἰσχιαδικῶν ἁρμόδιον, ἄγον αἷμα καὶ κουφίζον. ὁ δὲ χυλὸς πρός τε τὰ ὀφθαλμικά εὔχρηστος, ἀποκαθαίρων τὰ ἐπισκοτοῦντα ταῖς κόραις σύν μέλιτι, καὶ ἐν προσθέτῳ ἐμμήνων ἀγωγὸς καὶ ἐμβρύων· ποθεὶς δὲ ἁρμόζει τοῖς περὶ νεῦρα πάθεσιν ἰδίως.

χυλίζεται δὲ συλλεγομένη ἡ πόα ἐγκύμων σπέρματος καὶ 3 ἀποβρεχομένη ἡμέρας πέντε, εἶτα ἕψεται, ἄχρι ἂν ῥπερέχῃ τὸ ὕδωρ· εἶτα ψυγὲν ὑλίζεται διʼ ὀθονίου ῥιφθείσης τῆς πόας καὶ πάλιν ἕψεται μέχρι μελιτώδους συστάσεως. ἔνιοι δὲ χλωρὰν ἐγκύμονα αὐτὴν κόψαντες ἐκθλίβουσι τὸν χυλὸν καὶ βαλόντες εἰς κεραμεοῦν ἀκώνιστον ἀγγεῖον ἐν ἡλίῳ συστρέφουσι, κινοῦντες | ἀεὶ ξύλῳ καὶ τὸ περιπηγνύμενον ἀποξύοντες καὶ τῳ ὑγρῷ μίσγοντες σκεπάζοντές τε νυκτὸς ἐπιμελῶς· ἡ γὰρ δρόσος κωλυτικὴ τῆς τῶν ὑγρῶν χυλῶν συστάσεως καθέστηκεν.