De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

62 ἄμι· ἔνιοι καὶ τοῦτο Αἰθιοπικόν, οἱ δὲ βασιλικὸν κύμινον καλοῦσιν, ἔνιοι δὲ ἑτέρας φύσεως τὸ Αἰθιοπικὸν κύμινον ἔλεξαν εἶναι καὶ ἑτέρας τὸ ἄμι. γνώριμον δὲ τὸ σπερμάτιον, μικρότερον πολλῷ τοῦ κυμίνου, ὀριγανίζον τῇ γεύσει. ἐκλέγου δὲ τὸ καθαρὸν καὶ μὴ πιτυρῶδες.

δύναμιν ἔχει καὶ τοῦτο θερμαντικήν, πυρωτικήν, ξηραντικήν, ποιοῦσαν πρὸς στρόφους, δυσουρίας, θηριοδήκτους πινόμενον σὺν οἴνῳ.

ἄγει δὲ καὶ ἔμμηνα μείγνυται καὶ τοῖς διὰ 2 κανθαρίδος ἐκδορίοις πρὸς τὸ ἀντιπάσχειν ταῖς ἐπιγινομέναις δυσουρίαις, καὶ ὑπώπια καταπλασθὲν σὺν μέλιτι αἴρει· τρέπει [*](62 RV: ἄμι· [οἱ δὲ ἄμι] Ῥωμαῖοι ἄμιουμ Ἀλεξανδρίνουμ, ἔνιοι καὶ τοῦτο Αἰθιοπικόν, οἱ δὲ βασιλικὸν κύμινον ἔλεξαν.) [*](6 SIM.: Pl. XX 163 sq. e S. N.).) [*](6 EXC.: Orib. XI s. v. (ἄμι — πιτυρῶδες); Gal. XI 824 (unde Orib. II 611. Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v).) [*](11 SIM.: Pl. XX 164 eup. II 41 (255) — Pl. l. s. — Pl. l. s. eup. II 116 (317) — Pl. l. s. Archig. (Aet. VI 50) Aret. cur. m. chr. I 4 (310) — Pl. l. s. eup. I 112 (149) — Pl. l. s. eup. II 79 (292).) [*](1 ἐκ δὲ τοῦ ἄνθους Orib.: ἐξ ἑκάστου ἄνθους E: ἐξ ἑκατέρου δὲ μέρους OE2 (καὶ ἄνθους superscr. H2): ἐξ ἑκατέρου δὲ μέρους ἄνθους A (varia lectio). cf. Dl . . . in quo flore nascitur nigru veluti semen ἀνίησι HA κέρατα E (corr. E2) 5 δὲ καὶ E σπέρματος E post σπέρμα add. ἀποζεσθέν HADi: cum elixatura apii Dl: fort. recte) [*](6 num. cap. τοϚ ODi: ξη E tit. περὶ ἄμεως P περὶ ἄμμεως HADi ἄμμι HADi post ἄμι syn. e R add. Di: marg. H2 ἔνιοι δὲ E: οἱ δὲ αἰθιοπικὸν κύμινον (verbis οἱ δὲ β. — ἄμι omissis) Orib. 7 ἔνιοι — ἄμι] ἑτέρας δὲ φύσεως τὸ ἄμι· γνώριμον C κύμινον om. A 8 ἔφασαν FHADi ἐκάλεσαν (εἷναι om.) E verba καὶ—ἄμι om. V post ἄμι syn. e R add. A δὲ om. Orib. 9 ὀριγανίζον ἐν Orib.E: ἐν om. reliqui 10 μὴ λαθαρὸν C πυρῶδες C 11 δύναμιν δὲ CEHADi πυρωτικὴν om. CEDiDl καὶ ξηραντικὴν Di 12 ποιοῦν CDi δυσουρίαν C καὶ θηριοδήκτους CDi πινόμενον δὲ FHADiDl 13 μίγνυται δὲ CE 14 κανθαρίδων E δορίοις C: διουρίοις PVF. cf. Aet. II 164 μιγνύουσι δὲ αὐτὰς (sc. κανθαρίδας) ἄλλαις σηπτικαῖς δυνάμεσιν καὶ τοῖς λεπρικαῖς ἐκδορίοις ἐπιγενομέναις PNFHA: γινομέναις E 15 μέλιτι καταπλασθὲν CE τρέπεται PV) [*](16 C fol. 60r: om. N mg. fol. 59v) add. C (m. rec) οἱ δὲ βασιλικὸν κύμινον lemma ἀμαιως (ex tit. περὶ ἄμεως natum) C: οἱ δὲ ἄμι seclusi ἄμινούμ Di. cf. Scrib. Larg. 121.)

74
δὲ καὶ χρόαν πινόμενον καὶ συγχριόμενον ἐπὶ τὸ χλωρότερον· μετὰ δὲ σταφίδος ίδος ἢ ῥητίνης ὑποθυμιώμενον ὑστέραν ἀποκαθαίρει.

63 κόριον· ψυκτικὴν ἔχει δύναμιν, ὅθεν καταπλασσόμενον μετὰ ἄρτου ἢ ἀλφίτου ἐρυσιπέλατα καὶ ἔρπητας ἰᾶται, σὺν μέλιτι δὲ καὶ σταφίδι ἐπινυκτίδας καὶ διδύμων φλεγμονὰς καὶ ἴνθρακας θεραπεύει, μετὰ ἐρεγμοῦ δὲ χοιράδας καὶ φύματα διαλύει. τὸ δὲ σπέρμα ὀλίγον μὲν μετὰ γλυκέος ποθὲν ἕλμινθας ἐκβάλλει καὶ σπέρματός ἐστι γεννητικόν, πλεῖον δὲ ληφθὲν κινεῖ τὴν διάνοιαν ἐπικινδύνως, ὅθεν δεῖ φυλάσσεσθαι τὴν πλείονα καὶ συνεχῆ πόσιν αὐτοῦ. ὁ δὲ χυλὸς σὺν ψιμυθίῳ ἡ λιθαργύρῳ καὶ ὄξει καὶ ῥοδίνῳ καταχριόμενος ὠφελεῖ τὰς κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν φλεγμονάς τὰς πυρώδεις.

[*](63 RV: κορίαννον ἡ κόριον, Αἰγύπτιοι ὄχιον, Ἄφροι γοίδ.)[*](3 SIM.: Pl. XX 216 (e S. N.) Garg. Mart. 4, 138 R (e Gal. et Pl.) Sim. Seth.  s. v. (57 L) — Cels. (II 27) Ruf. (ed. Ruelle 541) Pl. 217 — Pl. 216 eup. I 168 (180) 169 (181) — Pl. 217 — Pl. 216 eup. I 171 (183) — Pl. 216. 217 eup. I 141 (164) I 199 (196) — eup. I 154 (173) — Pl. 216 — Pl. 218 enp. II 66 (281) — eup. II 96 (300) — eup. I 145 (167).)[*](3 EXC.: Gal. XII 36 (unde Aet I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Ps. Ap. 102 (unde Pa. Orib. I 83 cf. 103); Isid. XVII 11, 7. Hes s. v. κορίαννον.)[*](3 TEST.: Gal. XII 36: κορίαννον ἢ κόριον ἢ ὅπως ἂν ἐθέλῃς ὀνομάζειν οἱ μὲν γὰρ Ἐλληνεσ οἱ παλαιοὶ κορίαννον καλοῦσιν, οἱ νεώτεροι δʼ ἐατροὶ πάντες ὀνομάζουσιν κόριον, ὥσπερ καὶ Διοσκουρίδης ψυκτικὴν λέγων εἶναι τὴν πόαν οὐκ ὀρθῶς . . . μὴ τοίνυν μηδὲ τὸ τηνικαῦτα βοηθοῦν αὐτῇ [sc. ἐρυσιπέλατος διαθέσει) ψυκτικὸν εἶναι νομίζωμεν, ὥσπερ ὁ Διοσκουρίδης τὸ κορίαννον, ὅτι καταπλαττόμενον, ὡς αὐτός φησι, μετ᾿ ἄρτου ἢ ἀλφίτου (ἀλφίτων ed) ἰᾶται τὰ ἐρυσίπελας . . ὄτι δὲ πόρρω τοῦ ψύχειν ἐστὶ κορίαννον ἔνεστί σοι κἂξ αὐτῶν ὧν Διοσκουρίδης ἔγραψε καταμαθεῖν· χοιράδας γοῦν φησι διαλύειν αὐτὸ μετ᾿ ἐρεγμοῦ.)[*](1 post συγχριόμενον haec habet E μετὰ δὲ (add. E2) σταφίδος ἐπὶ τὸ |χολοδέστερον ἢ| χλωρότερον καὶ ῥιτίνης (corr. E2) 2 καὶ μετὰ σταφίδος Di ὑποθυμιώμενον μετὰ στ. C ὑστέρας C)[*](4 num. cap. τοζ 0Dl: ξθ E tit περὶ κορίου PHADi post κόριον add. ὸ παῤ ἡμῖν κορίανδρον λεγόμενον V: ἢ κορίανον. Di: γνώριμον ἢ κορίαννον A γνώριμον δύναμιν ἔχον ψυκτικήν RDi: γνώριμον superscr. H2 initio syn. e R add DiA: mg. H2 5 ἄρτων Di ἢ] καὶ E 7 μετὰ δὲ ἐρεχμοῦ R ἐρεγμοῦ ἀλεύρου φάβατος superacr.) PV: mg. Add. ἐρεγμός ἐστιν φάβα C (m rec.) 8 ὀλίγον μὲν om, R: μὲν om, Di πινόμενον κετὰ γλυκέος R: ποθὲν μετὰ γλυκέος EPaul. Aeg. 9 πλείω HA 10 φυλάττεσθαι RHD 11 καὶ αυνεχῆ om. R πόσιν] PV: πρίσιν F: χρῆσιν reliqui: unde debet quisquis usum eius non frequentare Dl 12 ἢ ῥοδίνῳ R 13 τὰς πυρώδεις om R)[*](14 C fol. 156r: N 46 ὁμοίως Αἰγύπτιοι C ὄχεον HDi: ochion Ps. Ap. (Ack.) de Afr. syn. cf. Low l. s. 406. Hehn Kult.6 205.)
75

64 RV: ἱεράκιον τὸ μέγα· οἱ δὲ σογχίτην, Ῥωμαῖοι λαπτούκα ἠρράτικα, Ἄφροι σιθιλεσαδέ. καυλὸν ἀνίησιν ὑπέρυθρον, τραχύν, ἀκανθώδη, ὑπόκενον, φύλλα δὲ ἔχει ἐκ διαστημάτων ἐπεσχισμένα ἀραιῶς, σόγχῳ ἐμφερῆ τὴν περιφέρειαν, ἄνθη μήλινα ἐν κεφαλίοις ὑπομήκεσιν.

δύναμιν δὲ ἔχει ψυκτικήν, μετρίως ὑποστύφουσαν, ὅθεν στομάχῳ καυσουμένῳ καὶ φλεγμοναῖς καταπλασσόμενον ἁρμόζει.

ὁ δὲ χυλὸς καταρροφούμενος δηγμὸν στομάχου πραΰνει, ἡ 2 δὲ πόα σὺν τῇ ῥίζῃ καταπλασθεῖσα σκορπιοπλήκτοις ἀρήγει.

ἱεράκιον τὸ μικρόν· οἱ δὲ καὶ τοῦτο σογχίτην καλοῦσιν, οἱ δὲ ἔντυβον ἄγριον, Ῥωμαῖοι ἴντουβουμ ἀγρέστεμ, Ἄφροι σιθιλεσαδέ. φύλλα ἔχει καὶ αὐτὸ ἐκ διαστημάτων ἐπεσχισμένα τὴν περιφέρειαν, καυλία δὲ ἀνίησι τρυφερὰ καὶ χλωρά, ἐν οἷς ἄνθη μήλινα, κύκλον περιγράφοντα.

δύναμιν δὲ ἔχει καὶ αὐτὸ τὴν αὐτὴν τῷ προειρημένῳ.

64 σέλινον κηπαῖον· ἁρμόζει ἡ πόα πρὸς ἃ καὶ τὸ κόριον καὶ πρὸς ἀφθαλμῶν φλεγμονὰς μετʼ ἄρτου ἢ πάλης ἀλφίτου καταπλασσόμενον καὶ καῦσον στομάχου παρηγορεῖ μασιούς [*](1 SIM.: Pl. XX 60.) [*](1 EXC.: Orib. XI s. v. (ἱεράκιον — ὑπομήκεσιν, ἱεράκιον — περιγράφοντα) cf. Aet. I s. v. ἴντυβοι.) [*](16 SIM.: Pl. XX 112 (e S. N. et J. B) Geop. XII 23 (ex eodem fonte unde Sim. Seth. s. v. 97 L) Ps. Ap. 118 — Zop. (0rib. II 554) Pl. 112 eup. I 29 (107) — eup. II 1 (226) — Pl. 114 eup. I 136 (162) — [Hipp.] περὶ παθῶν c. 54 (VI 264) περὶ διαίτης II 54 (VI 558) Cels. II 31 Pl. 115 Ruf. (Orib. III 94) eup. II 112 (312) — Nic. Al. 604 — eup. II 8 (229) — Nic. Th. 597 eup. II 114 (3l4) — Nic. Al. 604 eup. II 162 (337).) [*](16 EXC.: Gal. XII 118 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 8 s. v.) Garg. Mart. 2 (135 R e Gal. et D. lat.) cf. Ps. Orib. I 98. lsid. XVII 11, 1 cf. Gal. VI 637.) [*](1 cap. περὶ ἱερακίων e R desumptum (C fol. 150r, 151r: N 41) habet Di (cum. num. τοη et titulo): om. reliqui praeter Orib. l. s. cf. Herm. XXXIII 374 mg. add. latuca erratica, intuba agrestis N (man. rec.) σονχίτην C: σονχείτην N: σογχίτην Di 2 λαπτουκα RDi ἠρράτικα om. Di: erratica lactuca Orib. σιθιλαισαδε N: σιθιλέσας Di cf. Löw l. s. 409 ὑπέρυθρον post τραχύν transpos. Orib. 3 δὲ om. p 4 ὄγκω C: σόγκω N: σόκχῳ Di 6 δὲ om Di στυπτικήν N 9 σκορπιοδήκτοις C 10 tit. om. Di 11 οἱ δὲ ἔντυβον — σιθιλεσαδέ om. Orib. ἔντυβον R: ἔντυμον Di. cf. Aet. I s. v. ἔντυβοι· παραπλησίαν ταῖς θρίδαξιν ἔχουσι τὴν δύναμιν, οὐκ ἀπολειπόμενοι καὶ καθ᾿ ἡδονὴν αὐτῶν καὶ τὰ ἄλλα πάντα τὰ πρόσθεν περὶ θριδάκων εἰρημένα ἐντουβου ἀγρεστε Rv: ἔντυβον ἀγρέστε p) [*](16 num. cap. τοη O: τοθ Di: ο E tit. περὶ σελίνου κηπαίου F: περὶ σελίονου HADi ἁρμόζει δὲ R ἡ πόα om. E ἃ] ὅσα R κόρον (κοράλλιον superscr. A2) A 17 μετὰ (ἤ C) πάλης ἀλφίτου ἢ ἄρτου R παιπάλης HADi: πάλλης F 18 καὶ om. R καύσωνα V: καῦσιν E)

76
τε χονδριῶντας ἀνίησι, κινεῖ τε οὗρα ὠμόν τε καὶ ἐφθὸν βρωθέν· καὶ τὸ ἀφέψημα δὲ αὐτοῦ καὶ τῶν ῥιζῶν πινόμενον ἀντιπάσχει θανασίμοις φαρμάκοις καὶ ἐμέτους κινεῖ κοιλίαν τε ἐπέχει.