De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

2 τούτου ὁ καρπὸς ποθεὶς ἦ καὶ προστεθεὶς ἔμμηνα κινεῖ, ἁρμόζει καὶ δυσουροῦσι καὶ ὑδρωπικοῖς καὶ πλευριτικοῖς ἐν ποτήματι καὶ πρὸς θηρίων δὲ δήγματα καὶ πληγάς· τούς δὲ προλαβόντας φασὶ μὴ ἀδικεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἑρπετῶν· συνεργεῖ δὲ καὶ συλλήψει. ἡ δὲ ῥίζα καὶ αὐτὴ οὐρητικὴ οὖσα συνουσίαν τε παρορμᾷ καὶ ἔμβρυα ἐκβάλλει προστιθεμένη. τὰ δὲ φύλλα λεῖα μετὰ μέλιτος ἐπιτιθέμενα τὰ φαγεδαινικὰ ἕλκη ἀνακαθαίρει.

ὁ δὲ κηπευτὸς σταφυλῖνος ἐδωδιμώτερος ὢν ἁρμόζει πρὸς τὰ αὐτά, καταδεέστερον ἐνεργῶν.

[*](52 RV: σταφυλῖνος ἄγριος, οἱ δὲ κέρας, [οἱ δὲ κέρας κόμην καλοῦσιν] Ῥωμαῖοι καρώταμ, οἱ δὲ παστινάκα ῥούστικα, Αἰγύπτιοι βαβιβυρού, Ἀφροι σιχχάμ.)[*](σταφυλῖνος κηπαῖος, Ῥωμαῖοι παστινάκαμ, Ἄφροι σιχχάμ, οἱ δὲ σιχκιριάμ.)[*](5 SIM.: Pl. XX 30 eup. II 75 (287) — Philistio (Pl. XX 31) Diph. (Ath. IX 371 b) Zop. (Orib. II 567) Cels. II 31 eup. II 109 (306) — Philistio (l. s.) eup. II 64 (278) — Apollod. (Nic. Th. 843) Pl. l. s. 31 eup. II 131 (324) — Pl. 32 eup. II 90 (297) — Pl. l. s. 30 Ruf. 9. 58 (R.) — Diph. (l. s.) Ps. Orph. (Pl l. s. 32) eup. II 96 (301) — Pl. 30 eup. I 204 (199) — Pl. l. s. 32.)[*](1 μὲν om, Di ὑπόπυρα (superscr. πικρά A2) A 2 δὲ φέρει R: δὲ ἔχει F 3 κατὰ τὲ μέσον ἔχοντα μικρόν τι FHA μικρόν τι om. R: τι μικρόν (post πορφ transpos.) Di καὶ οἱονεὶ RDi κροκύδιον Orib.PE2 (υδι in ras.) κροκίδιον V: κροκίζον reliqui 4 δὲ om, Orib. τὸ πάχος REDi ὅσον σπιθαμῆς R: ὅσον σπιθαμῆς τὸ μῆκος Orib. 5 πινόμενός τε καὶ προστι θέμενος E: ἢ καὶ προστεθεὶς om. R: καὶ om. FHADi 6 καὶ (tert) om. R πόμασι FHADi 7 δὲ (pr.) om. E καὶ πληγάς om. R 8 μὴ) μηδὲν E ὑπὸ θηρίων RDi: ὑπὸ τῶν θηρίων καὶ ἑρκετῶν E καὶ οm. R 9 σύνλημψιν R ἡ δὲ ῥίζα καὶ αὐτὴ om. R τε om. R 10 δὲ ἐκβάλλει R 11 ἐπιτιθέμενο καὶ πινόμενα E. ad rem cf. Gal. l. s. ἔχει δὲ τι καὶ ῥυπτικὸν ἐν ἑαυτῷ· διὸ καὶ τὰ φαγεδαινικὰ τῶν ἑλκῶν ἔνιοι (D.) τοῖς φύλλοις αὐτοῦ χλωροῖς μετὰ μέλιτος καταπλάττουσι ὑπὲρ τοῦ καθαρὰ ποιῆσαι 12 ὢν om, R ἁρμόζει δὲ πρὸς ἃ καὶ ὁ ἄγριος, ὑποδεέστερον δὲ ἐνεργῶν R 13 ἐνδεέστερον Di: ὑποδεέστερον δὲ E)[*](14 C 312v: N 151 οἱ δὲ κερασόμην καλ. seclusi duce Salm. exerc. Pl. 1001 cf, D. III 120 nomen herbae pastinaca silvatica. α grecis dicitur stafyline agria, alii giger, alii aggon (eggon L1 V) Ps. Ap. 15 φαστινακα libri pastinaca silvatica Ps. Ap.: pastinaca erratica Pl. XXV 112 16 σιχάμ AH punici dicunt siccam side (V: siccan sider L1: om. L) Ps. Ap. cf. Low l. s. 410 17 C fol. 311v: N 151 18 σικκιριάμ N quae post σικκιριάμ add. R οἱ δὲ κηπευτὸς σταφυλῖνος ex initio cap. desumpta sunt)
67

53 σέσελι· τὸ μὲν Μασσαλιωτικὸν φύλλα ἔχει μαράθῳ ἐοικότα, παχύτερα δὲ καὶ τὸν καυλὸν εὐερνέστερον ἔχει, σκιάδιον δὲ ἀνήθῳ ὅμοιον, ἐφʼ οὗ ὁ καρπὸς ὑπομήκης, γεγωνιωμένος, δριμύς, βιβρωσκόμενος ἡδέως, ῥίζα μακρά, εὐώδης.

δύναμιν δὲ ἔχει ὁ καρπὸς καὶ ἡ ῥίζα θερμαντικήν. πινόμενα δὲ στραγγουρίαν ἰᾶται καὶ ὀρθόπνοιαν· ὠφελεῖ δὲ καὶ ὑστερικὰς πνίγας καὶ ἐπιληπτικούς, ἔμμηνά τε ἄγει καὶ ἔμβρυα καὶ πρὸς τὰ ἐντὸς πάντα ποιεῖ καὶ βῆχας ἰᾶται παλαιάς, πινόμενός τε μετὰ οἴνου ὁ καρπὸς πεπτικός ἐστι καὶ στρόφων λυτικὸς ἠπιάλοις τε χρήσιμος καὶ πρὸς τοὺς ἐν ὁδοῖς κρυμοὺς σὺν πεπέρει καὶ οἴνῳ πίνεται· δίδοται δὲ καὶ αἰξὶ καὶ τοῖς λοιποῖς κτήνεσι ποτὸν πρὸς εὐτοκίαν.