De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

44 βάκχαρις· βοτάνη ἐστὶν εὐώδης, στεφανωματική, ἦς [*](43 RV: ἄκινος Ῥωμαῖοι ὠκιμάστρουμ.) [*](7 SIM.: Pl. XXI 174 (e S. N.) — Pl. l. s. eup. II 78 (290) — eup. I 169 (181).) [*](7 EXC.: Orib. XI s. v. (ἄκινος — κηπεύεται); med. Paul. Aeg. VII 3 s. v. ἄκινος ὠκίμῳ παραπλήσιος οὖσα στύφει μετρίως, ὅθεν ἵστησι κοιλίαν καὶ ἔμμηνα πινομένη· καταπλασσομένη δὲ φόγεθλα καὶ ἐρυσιπέλατα ὠφελεῖ. Hes. s, v. ἄκινος.) [*](12 SIM. Pl. XXI 29. 132 (e S. N.).) [*](12 EXC.: Orib. XI s. v. (βάκχαρις — ἄνικμα); med. Paul. Aeg. VII 3 s. v. βάκχαρις εὐώδης ἐστὶ πόα, παραπλήσιος κινναμώμῳ [κινναμώμου S), στεφανωματική, δριμεῖα. ταύτης ἡ ῥίζα ἀφεψομένη ἐκφρακτικὴ γίνεται καὶ οὔρων καὶ ἐμμήνων κινητική· τὰ δὲ φύλλα αὐτῆς στυπτικὰ ὄντα πρὸς δεύματα ὠφελεῖ. Erot. s. v. βάκχαρις; Gal. gloss. hipp. (XIX 87). Hes. s. v. βάκκαρις (cf. schol. Aesch. Pers. 41).) [*](1 τοῦ ὀριγάνου N 2 εὐῶδες R0rib.EDi: superscr. A2 4 τε om. E καταπασσόμενον P. at cf. D. eup. I 200 (197): τὰς δὲ ἐπιγινομένας νομὰς καὶ σηπεδόνας θεραπεύει . . . ⟨μ⟩άρου φύλλα καταπλασσόμενα 5 θερμὰ RHADi χρισμάτων R καὶ κατὰ (ditt.) HADi 6 τράλεις F: τράλαις E: τραύλεις HADi (τράλλεις superscr. A2)) [*](7 num. cap. τηζ ODi: ν E tit. περὶ ἀκίον Di: om. AH post ἄκινος add. τὸ ἄγριον βασιλικόν A: marg. add. H2 ἢ ἄκονος om. omnes praeter O post ἄκονος syn. Rom. (e R) add. DiH2A πόα om. R ἔστι δὲ N: ἔστιν C λεπτόκαρπος E (corr. E2) 8 παραπλησία RHADi δὲ om. Orib. παῤ] ἐν R 9 καὶ om. R 10 δὲ καὶ (dittogr.) OE ciet et menses et urinas Pl. cf. D. eup. II 78 (290) πινόμενον· καὶ φύγεθλα δὲ (τε E) E2 11 θεραπεύει] ἰᾶται Di) [*](12 num. cap. τνη ODi: να E tit. περὶ βακχάρεως HADi ἐστιν om. R εὐώδης] θαμνώδης Di: θαμνώδης εὐώδης Sarac.) [*](13 C fol. 55r: N fol. 9.)

56
τὰ φύλλα τραχέα, μέγεθος ἔχοντα μεταξύ ἴου καὶ φλόμου· καυλὸς δὲ γωνιώδης, πήχεως τὸ ὕψος, ὑπότραχυς, ἔχων παραφυάδας, ἄνθη δὲ ἐμπόφρυρα, ὑπόλευκα | εὐώδη, ῥίζαι δὲ ὅμοιαι ταῖς τοῦ μέλανος ἐλλεβόρου, ἐοικυῖαι τῇ ὀσμῇ κινναμώμῳ. φιλεῖ δὲ τραχέα χωρία καὶ ἄνικμα.

ταύτης ἡ ῥίζα ἐψηθεῖσα ἐν ὕδατι βοηθεῖ σπάσμασι, πτώμασι, δήγμασι, δυσπνοίαις, βηχὶ χρονίᾳ, δυσουρίᾳ· ἄγει δὲ καὶ ἔμμηνα καὶ θηριοδήκτοις χρησίμως σὺν οἴνῳ δίδοται.

2 προστεθεῖσα δὲ μία τῶν ῥιζῶν ἀπαλῶν ἕλκει ἔμβρυα, ταῖς τε λοχοῖς εἰς ἐγκάθισμα τὸ ἀφέψημα αὐτῆς ἁρμόζει καὶ εἰς διαπάσματα χρησιμεύει ἱκανὴν ἔχουσα τὴν εὐωδίαν. τὰ δὲ φύλλα στυπτικὰ ὄντα καταπλασσόμενα ὠφελεῖ κεφαλαλγίαν καὶ ὀφθαλμῶν φλεγμονάς καὶ αἰγίλωπα ἀρχόμενον καὶ μαστούς ἐκ τοκετῶν φλεγμαίνοντας καὶ ἐρυσιπέλατα· ἐστι δὲ καὶ ὑπνοποιοὸς ἡ ὀσμή.

[*](44 RV: ἄσαρον.)[*](6 SIM.: Pl. XXI 132 eup. II 34 (246) — D. eup. II 39 (252) — Pl. l. e. 133 eup. II 31 (241) — Pl. l. s. eup. II 109 (307) — eup. II 76 (288) — Pl. l. s. 132. 133 — Pl. l. s. 132 eup. I 140 (164) — Pl. l. s. Plut. quaest. conv. II 3, 9 p. 647 E.)[*](1 τραχέα om. R μέγεθος — φλομου om. Orib. τοῦ ἴου (τοῦ eras. E2) E καὶ φλόμου om. C: ἢ φλυ N καυλία R 2 δὲ om. ROrib. γωνιοειδῆ R: γωνοειδής V: γωνιοειδής Orib.E πήχεως τὸ ὕφος om. R ὑποτραχέα R ἐχων καὶ Orib. E: ἔχων om. N παραφυάδας] κερεαψυλλαδασαις C: ἀριφυλλαδασεα N: παραφυλλάδας coni. Matth. at cui virga est anguleas, cubiti unius habens longitudinem, ramulis plena et aspera Dl 3 ἐφ᾿ ὧβ ἄνθη N πορφυρᾶ ROrib.E post ἐμπόρφυρα add. λιπαρά Di: post εὐώδη Catac. ὑπόλευκα] om. C. λεπτὰ N εὐώδη om. Orib. ῥίζα Orib. FHA: ἡ ῥίζα C δὲ om. ROrib. ὁμοία COrib.FHA: radicem similem ellebori nigri habens Dl 4 ἐοικυῖα COrib.F κιναμώμου A 5 τὰ τραχέα E χωρία post ἄνικμα transpos. Orib. ἄνικμα PR. ἔνικμα reliqui: gracili solo nec umido provenit Pl. XII 29 6 ἀφεψηθεῖσα E ῥήγμασι σπάσμασι (om. πτώμασι) R: σπάσμασι ῥήγμασι πτώμασι Di: πτώμασι om. E radicem decoctam bibere spasticis, eversis, convolsis . . salutare est Pl, 7 δυσπσίᾳ R βηξὶ χρονίαις χρήσιμος E δυσουρίας VE 8 χρησίμως post οἴνῳ transpos. HADi διδόμενον R προστεθεῖσα — εὐωδίαν om. R 9 ἁπαλῶν ῥιζῶν EHADi λεχοῖς E2 (οῖς in ras.) 10 ἐγκαθίσματὰ E ἁρμόζει] ποιεῖ E διαπάσματα δὲ E 11 ἔχον O: ἐχόντων εὐωδίαν E (corr. E2) 12 κεφαλαλγίας N καὶ om, CDi φλεγμονὴν Di 13 καὶ αἰγίλωπα — φλεγμαίνοντας om. H: superscr. H2 αἰγίλωπας ἀρχομένους R: αἰγιλώπια ἀρχόμενα E τόκων RHADi)[*](15 text. cao. s. v. ἔσαρον habet R (C fol. 31r: N 4) cf. Pl. XXI 30 sed eorum quoque error corrigendus est qui baccar rusticum nardum appellavers. est enim alia herba sic cognominata, quam Graeci asaron vocant. [cf, D, I 10))