De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

4 ἀριστολοχεία· ὠνόμασται μὲν ἀπὸ τοῦ δοκεῖν [*](4 RV: ἀριστολοχεία μακρά· οἱ δὲ μηλόκαρπον, οἱ δὲ πύξινον, Ῥωμαῖοι ἀριστολόχιαμ.) [*](ἀριστολοχεία στρογγύλη· οἱ δὲ ἁδρὰ ῥίζα, οἱ δὲ μηλόκαρπον, οἱ δὲ φευξίκτερος, οἱ δὲ Ἐφεσία, οἱ δὲ ἐρεχθῖτις, οἱ δὲ πύξινον, Δάρδανοι σωπῖτις, Αἰγύπτιοι σοβοέφ, Ῥωμαῖοι τέρραι μάλουμ.) [*](9 SIM.: [(Theophr.] h. pl. IX 20, 4 Nic. Th. 509 sq. (ex Apollodoro — Diocle cf. Wellmann II 19). Pl. XXV 95 sq. (e S. N.) schol. Nc. Th. 509.) [*](9 EXC.: Orib. XI s. v. (ἀριστολοχεία — στύψεως cf. Gal. XI 835 (unde Orib. II 616. Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.). Pa. D. d. h. fem. 12 (e D. lat., unde Isid. XVII 9, 52). Ps. Ap. 20 (unde Ps. Orib. III 68. A. Mai VII 441 cf. Pa. Orib. V 20). Hes. s. v. ἀριστολοχία.) [*](1 ἔαμα ἐστὶ EFHA κκὶ pr.) om. REFHADi τὸ χύλισμα μάλιστα FHA 2 μίσγεται R 3 μηκωνείου FHA: κωνίου C (superscr. A2) de orthogr. cf. Oxyr. pap. II 135 col. II 1 σμηκτική RDi: σμηκτικὴς E: σμικτῶν A 4 καὶ βραχεῖσα om. A: βρεχθεῖσα Orib. ἐπὶ om. FHA 5 post πέντε verba detrita P εἶτα] ἔπειτα ROrib. ἄχρι ἂν ROrib. E (corr. E2) ὑπερσχῶσιν FHA 6 μετὰ τοῦτο ψυγὲν τὸ ὕδωρ ROrib.E 7 ἄχρι ἂν οὗ E: ἄχρι ἂν N: ἄχρις ἂν Orib.HADi) [*](9 num. cap. τιθ ODi: δ E tit. περὶ ἀριστολοχίας FHADi ἀριστολοχία libri: ἀριστολοχεία Orib. Paul. Aeg. (cod. Mat.): ἀριστολόχεια Nic. Th.: ἀριστολοχία στρογγύλη (e R) DiA ὠνόμασται — ἔστι δὲ om. Orib. ὠνόμασται μὲν ἀριστολοχία στρογγύλη θήλεια καλ. C ἄριστα δοκεῖν FHA) [*](10 C fol. 18r: N fol. 1 (membrana ita detrita ut iam legi non possit) δὲ (pr.)] μὲν HA 11 τεύξινον CHDi: τεύξηνον A: correxi coll. Pa. Ap. omoeos pyxionus (L1 V ostanes pixionus L) ἔρβα ἀριστολόχεια (ν add. Di) HADi 12 C fol. 19r αδραριζα CA (ἀδράρριζα superscr. A2): ἀράριζα HDi: arariza Ps. Ap. (L1 V): correxi coll. Gal. XIV 82 ἔστι γὰρ καὶ ἄλλη τις (sc. ἀριστ.) ἁδρὰν ἔχουσα τὴν ῥίζαν μελεκάπρουμ HDi: melecarpon Ps. Ap. 13 φευσίκτερος C: marg. add. A2: om. HDi: teuxitemus Pa. Ap.: correxi cf. φευξασπίδιον ἐφέστιος HA: ἐρέστιος Di: epecia Ps. Ap. de aristolochia Dianae Ephesiae sacra cf. schol. Nic. Th. 937 ἐρεχθίτης C: λεστῖτις DiAH: elestitis Pa. Ap.: correxi cf. D. IV 96 πύξινον]  τεύξινον C: correxi 14 alii dardanus, alii iotitis Ps. Ap. (L1  V) cf. Tomaschek l. s. 26 ϹΟΒΟΝ CA2 (in marg.): sopoep Ps. Ap. (sopep L1 V), unde σοποέφ H: σοφοέφ Di cf. Löw, aram. Pflanzenn. 280 τερεμάλουμ A2 (in marg.) cf. Pl. nostri malum terrae.)

7
ἄριστα βοηθεῖν ταῖς λοχοῖς. ἐστι δὲ ἡ μέν τις στρογγύλη, θήλεια καλουμένη· φύλλα δὲ ἔχει κισσοειδῆ, εὐώδη μετὰ δριμύτητος, ὑποστρόγγυλα, ἁπαλὰ περὶ πολλοῖς βλαστοῖς ἐκ μιᾶς ῥίζης, τὰ δὲ κλήματα ἐπιμήκη, ἄνθη λευκά, οἱονεὶ πιλίσκους, τὸ δʼ ἐν αὐτοῖς ἐρυθρόν, δυσῶδες.

ἡ δὲ μακρά ἀριστολοχεία ἄρρην καλεῖται 2 καὶ δακτυλῖτις, ἔχουσα φύλλα ἐπιμηκέστερα τῆς στρογγύλης καὶ τὰ κλωνία λεπτά, ὡς σπιθαμῆς τὸ μέγεθος, ἄνθος πορφυροῦν, δυσῶδες, ὅπερ ἐξανθῆσαν ἀπίῳ παραπλήσιον γίνεται. ῥίζα δὲ τῆς μὲν στρογγύλης περιφερής, γογγυλίδι ὁμοία, ἡ δὲ τῆς μακρᾶς δακτύλου τὸ πάχος ἔχει, σπιθαμιαία ἢ καὶ μείζων· ἀμφότεραι δὲ τὰ | πολλὰ πυξοειδεῖς ἔνδοθεν, πικραὶ τὴν γεῦσιν καὶ βρωμώδεις.

ἐστι δέ τις καὶ τρίτη μακρά, ἥτις 3 καὶ κληματῖτις καλεῖται, κλωνία ἔχουσα λεπτά, φύλλοις ὑποστρογγύλοις ἀειζῴου τοῦ μικροῦ ἐοικόσι περίπλεα, ἄνθη ἐοικότα πηγάνῳ, ῥίζας μακροτάτας, λεπτάς, φλοιὸν ἐχούσας παχὺν καὶ ἀρωματίζοντα, ἰδίως χρησιμευούσας μυρεψοῖς εἰς τάς τῶν μύρων στύψεις.