De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

152 ἄλισμα· οἱ δὲ δαμασώνιον καλοῦσιν, οἱ δὲ λύρον. φύλλα μὲν ἔχει ἀρνογλώσσῳ ὅμοια, στενώτερα δὲ καὶ ἐπὶ γῆν κλώμενα· καυλὸς δὲ λεπτός, ἀπλοῦς, ὑπὲρ πῆχυν, ἔχων κεφάλιν θυρσοειδές, ἄνθη λευκά λεπτά, ὕπωχρα, ῥίζαι ὡς μέλανος [*](152 RV ἄλισμα· οἱ δὲ δαμασώνιον, οἱ δὲ ἄσκυρον, οἱ δὲ λύρον καλοῦσιν.) [*](3 SIM.: Pl. XXVI 84 (e S. N.).) [*](3 EXC.: Orib. XI s. v. (κηπαία — πλεπτήν); med. Paul. Aeg. VII 3: κηπαία (κηπέα ed.) ἐμφερής ἐστι τῇ ἀνδράχνῃ βοηθεῖ δὲ αὐτῆς τὰ φύλλα πινόμενα ψωριώσῃ τῇ κύστει. ἡ δὲ ῥίζα μετὰ ἀσπαράγου τοῦ μυακανύ θίνου (μιακιν θίνου ed.) πινομένη στραγγουρίας ὠφελεῖ τὰς ἐπʼ ἐμφράξει.) [*](8 SIM.: Pl. XXV 124 (e S. N.).) [*](8 EXC.: Orib. XI s. v. (ἅλισμα — χωρία) cf. Gal. XI 86l (unde Aet. 1 s. v. Paul. Aeg. VII 3); Hes. s. v. δαμοσόνιος.) [*](1 περίαπτον E φλοιόε] χυλός ODi (superscr. φλοιός): ὁ φλοιὸς ἢ ὁ χυλός E (corr. E2): radix et corium eius uirtus est illis diaforetica et peptica Dl: ὁμοίας δέ πώς ἐστι φύσεως καὶ ὁ τῆς ῥίζης αὐτῶν φλοιός Ga]. ἐκπέττει E 2 ἐμέτους εὐτόνως E) [*](3 num. cap. υξε ODi: ρνε E tit. περὶ κηπαίας HDi: περὶ κηπέας A κη- πέα AE μελαντέρα (μελάντερα E: corr. E2) δέ· ῥίζαν δὲ ἔχει λεπτήν PFE: μελάν- τερα δὲ ἔχει τὰ φύλλα (τὰ φύλλα ἔχει HA), ῥίζαν λεπτήν Orib.HADi cf. Dl gepea similis est andragne, sed nigriora folia habet, radix illi tenera 6 ή ῥίζα ἐν γλυκεῖ: addidi coll. Dl maxime cum dulcore radices eius cocte et radices sparagi, gui dicitur meacantus cf. Paul. Aeg. l. s. Pl. XXVI 84 ἑψήματος Di 7 πινόμενον E) [*](8 num. cap. υξς ODi: ρνς E tit. περὶ ἀλίσματος FHDi: περὶ ἀλύσματος A (ἄλγμα superscr. A2) ἄλκμαρ (in marg. ἄλισμα corr. Ο2) Orib.: ἄλυσμα A: ἄλγμα C: ἄλκισμα· οἱ δὲ ἄλιμα (varia lectio) E: ἄλκισμα Aet.: alcima Pl. (alisma ind. I 25) post ἅλισμα add. οἱ δὲ ἀλκαίαν FHADi (del. A2) δαμασ- σώνιον FHDi: δαμασόνα ιον E λέρον καλοῦσιν Orib.EDi λύρον] ἄλυρον E: λύραν Orib.: lyron Pl. 9 δὲ om. E γῆς E 10 κείμενα C (superscr. A2): συνκλώμενα E: conuexaque in terram Pl. δὲ om, (CPV λεπτός] λιτὸς στε- νώτερος C (mg. add. A2) ὑπὲρ] περὶ COrib.E (in marg. A2): caule simplici, tenui, cubitali Pl: asta tenuis sola unius cubiti alta Dl κεφάλια θυρσοειδής FHDi: capite thyrsi Pl. 11 λευκά seclusi (dittogr.): om. C: λεπτά om. Orib. ῥίζαι — ὑπολίπαροι om. A: marg. add. A2 ὥσπερ E) [*](12 C fol. 49v: cap. om. N ἄλγμα C ἄκυρον C: οἱ δὲ ἄκυρον marg. add. A: correxi coll. D. III 155)

160
ἐλλεβόρου λεπταί, εὐώδεις, δριμεῖαι, ὑπολίπαροι. ὑδρηλὰ φιλεῖ χωρία.

2 ἁρμόζει δὲ ἡ ῥίζα πινομένη σὺν οἴνῳ δραχμῆς μιᾶς ἤ δυεῖν ὁλκὴ πρὸς λαγωὸν θαλάσσιον καὶ φρῦνον καὶ ὄπιον· παύει καὶ στρόφους καὶ δυσεντερίαν καθʼ ἑαυτὴν καὶ σύν ἴσῳ δαύκῳ πινομένη, ἁρμόζει καὶ σπάσμασι καὶ πρὸς τὰ ὑστερικὰ πάθη. ἡ δὲ πόα ἵστησι κοιλίαν καὶ ἔμμηνα κινεῖ καὶ οἰδήματα καταπλασθεῖσα πραΰνει.