De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

73 ἔρια οἰσυπηρὰ ἄριστα τὰ ἁπαλὰ καὶ τὰ ἀπὸ τοῦ [*](22 SIM. Pl. XXIX 33 sq. (e S. N.).) [*](22 EXC. Gal. XII 348 (unde Aet. I 159. Paul. Aeg. VII 3 s. v).) [*](1 πλέον HDi 2 παρατριβόμενον E 3 παίδων libri: correxi coll. D. eup. I 74 (131) 4 δὲ] τε E ἀψυδρακώτερον E: ἀψιδρακίωτον HDi 5 σκληρίαν E 6 πρός τε (om. καὶ) Di 8 τὰ om. E 9 κύστεως καὶ τρα- χήλου H: κύστιν καὶ τράχηλον Di: κύστεως τραχήλου E (corr. E2), cf. D. eup. I 164 (178) πρὸς δὲ τὰς τοῦ τραχήλου τῆς κύστεως διαιπέσεις καὶ νεύρων καὶ μη- νίγγων καὶ τὰς φλεγμονὰς ἁρμόζει βούτυρον 9 καὶ (alt.) om. E 10 καὶ (pr.) om. E 11 δὲ om. H ἐλαίου — ἀντὶ om. F: ἀντὶ στέατος καὶ ἐλαίου τὸ νεαρὸν καὶ πέμμασιν E 13 mg. add. περὶ λιγνύος βουτύρου Di 14 τὸ om. E ἅψας E πωματίσας E 15 κεραμεῷ om. FE στενὸν E: om. Di: gloss. delevi τὰ] τὸ Orib. 16 ὑποπόδας EOrib.: ὑπὸ ποδὸς Spr., ad rem cf. D. I 72, 4. Orib. ed. Dar. I 563 οἱ om. Q κρίβανοι Orib. 18 τοῦτο Orib. ὅσον βούλει πλῆθος Orib.E λάβης ἐθάλης E ἀπόσυραι F: ἀπόσυρον HDi: ἀπόσυρε πῶς ὁρε (superscr. σύρε mend. not.) Orib. 19 ξηραί- νειν καὶ om. Q, at cf. Dl virtus est siccatoria oculis, stiptica: ξηραίνεται γὰρ καὶ ἐποστύφει E 20 δὲ] τε καὶ E 21 ἀναπληροῖ καὶ ἀπουλοῖ ταχέως E ἀπου- λοῖ ταχέως Di: καὶ ἀπουλοῖ addidi coll. DI vulnera complet et cicatrices oculo- rum ad sanitatem perducit) [*](22 num. cap. σβ QDi: ογ E: DI οἰσυπηρὰ] ῥυπαρὰ Di, cf. Gal. XVIII A 697. XVIII B 524 καὶ om. E: fort. recte)

148
τραχήλου καὶ τῶν μηρῶν, ἁρμόζοντα ἐν ἀρχῇ πρὸς τραύματα, θλάσματα, ἀποσύρματα, πελιώματα, ὀστῶν κατάγματα βρεχόμενα ὄξει καὶ ἐλαίῳ ἢ οἴνῳ· δεκτικὰ γάρ ἐστι τῶν ἐμβρεγμάτων καὶ μαλακτικὰ διὰ τὸν οἴσυπον ποιεῖ καὶ πρὸς κεφαλαλγίαν καὶ στομάχου πόνους καὶ παντὸς ἄλλου τόπου σὺν ὄξει καὶ ῥοδίνῳ. τὰ δὲ κεκαυμένα ἔρια δύναμιν ἔχει θερμαντικήν, ἐσχαρωτικήν, ὑπερσαρκωμάτων σταλτικήν, ἀπουλωτικὴν ἑλκῶν, καίεται δὲ καθαρὰ διαξανθέντα ἐν ὠμῇ χύτρᾳ ὥσπερ τὰ λοιπά· τὸν δʼ αὐτὸν τρόπον καὶ κροκύδες καίονται θαλασσίας πορφύρας. τινὲς δὲ σὺν τῷ ῥύπῳ διαξάναντες τὰ ἔρια καὶ μέλιτι δεύσαντες καίουσιν ὡσαύτως.

2 ἄλλοι δὲ διαθέντες ὀβελίσκους ἐπὶ πλατύστομον κεραμεοῦν ἀγγεῖον, διεστῶτας ἀπʼ ἀλλήλων, καὶ ἐπιθέντες σχίδακας δᾳδίων ἰσχνάς καὶ ἐπάνω θέντες τὰ ἔρια διεξασμένα καὶ βεβρεγμένα ἐλαίῳ οὕτως ὥστε μὴ ἀποστάζειν, καὶ πάλιν σχίδακας καὶ ἔρια ἐναλλὰξ ἐπιτιθέντες, κούφως ἐκ τῶν δᾳδίων ὑφάπτουσι, καέντα δὲ αἴρουσι καὶ εἴτε λίπος ἢ πίττα ἐκ τῶν δᾳδίων ὑπορρεῖ συναναιροῦνται καὶ ἀποτίθενται. πλύνεται δὲ εἰς τὰ ὀφθαλμικὰ ἐν κεραμεῷ κρατῆρι ὕδατος ἐπιχεομένου καὶ ταρασσομένου εὐτόνως ταῖς χερσί, καὶ μετὰ τὸ ἀποκαταστῆναι ἀποχεομένου τοῦ ὑγροῦ καὶ ἄλλου ἐπιχεομένου καὶ πάλιν ἀναταρασσομένου, καὶ τοῦτο γίνεται, ἄχρις ἂν προσαγόμενον τῇ γλώττῃ μὴ δάκνῃ, ποσῶς δὲ στύφῃ.

74 οἴσυπος δὲ λέγεται τὸ ἐκ τῶν οἰσυπηρῶν ἐρίων λίπος, ὃν σκευάσεις οὕτως· λαβὼν ἔρια μαλακὰ οἰσυπηρὰ ἔκπλυνον μὴ ἐστρουθισμένα θερμῷ ὕδατι, ἅμα ἐκθλίβων πᾶσαν τὴν ῥυπαρίαν, ἣν βαλὼν εἰς κρατῆρα πλατύστομον καὶ ἐπιχέας ὕδωρ [*](24 SIM. Pl. XXIX 35 sq. (e S. N.).) [*](24 EXC. Aet. II 120 cf. Gal. XII 309.) [*](24 TEST. Aet. II 120: σκευάζεται δέ, ὥς φησι Διοσκουρίδης, οἴσυπος τὸν τρόπον τοῦτον κτλ.) [*](1 τὰ τραύματα E 2 κατάξεις E βρεχόμενα δὲ E 4 κεφλαλγίας E 5 post ῥοδίνῳ add. ἐπιτιθέμενον Di 6 mg. add. περὶ ἐρίων κεκαυμένων Di ἐσχαρωτικὴν καθαιρετικὴν καὶ θερμαντικὴν/// (3 litt. eras. E2) σταλτικήν E θερμαντικήν addidi ex EDl, cf. Gal. XII 348 καυθέντα δὲ δύναμιν ἔχει δριμεῖάν τε καὶ θερμὴν ἅμα λεπτομερείᾳ 8 τὸν αὐτὸν δὲ E 11 διατιθέντες E πλατὺ QE: πλατυστόμου κεραμεοῦ ἀγγείου Di, cf. Blaß Gr. d. N. 137 12 ἐπιθέντες E: ἐπιτιθέντας HDi: ἐπιτεθέντας F 14 ὡς E σχίζας E 15 τιθέντες Di κούφως ὑφάπτουσιν ἐκ E 16 ἀπερρύη E 17 ὑποτίθενται F ἀποπλύνε- ται E 18 κεταρασσοκένου Q (ut videtur) Di (dittogr) 20 καὶ (alt.) om. E ἀναταράσσεται E (σομένου superscr. E2) 20 τοῦτο γίνεται EDi: τούτου γινο- μένου Q 21 ἄχρι E γλώσσῃ E δάκνει F) [*](22 num. cap. σγ QDi: E: να΄ DI 23 ὅν QDi: om. E σκεύασις οὕτως E: κατασκευάσεις Di μαλακὰ καὶ Q (dittogr) 24 μὴ add. Marc. ἐκ- πλύνων E τὴν om. Q 25 σαπρίαν E)

149
ἀνάχει ἀρυτῆρι ῥαγδαίως, ἕως ἂν ἀφρίσῃ, ἢ ξύλῳ ἀνατάρασσε εὐτόνως, μέχρις ἂν ὁ πολὺς ἀφρὸς καὶ λιπαρὸς συλλεγῇ· εἶτα κατάρραινε θαλάσσῃ, καὶ ὅταν καταστῇ τὸ ἐπινηχόμενον λίπος, ἀναλάμβανε εἰς ἕτερον κεραμεοῦν ἀγγεῖον, ἐπιχέας τε ὕδωρ εἰς τὸν κρατῆρα πάλιν τάρασσε καὶ κατάρραινε τῇ θαλάσσῃ τὸν ἀφρὸν καὶ ἀναλάμβανε, καὶ τὸ αὐτὸ ποίει, ἄχρι ἂν μηκέτι ἀφρὸς ἐφιιστῆται δαπανηθέντος τοῦ λίπους.