De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

2 γίνεται δὲ καὶ ἄσβεστος ἐξ αὐιῶν, ὡς ὑποδείξομεν ἐν τῷ περὶ ἀσβέστου λόγῳ (V 132).

κιόνια δὲ καλεῖται τὰ ἐπὶ τῶν πορφυρῶν καὶ κηρύκων μέσα, περὶ ἃ ἡ ἕλιξ ἐστὶ τοῦ ὀστράκου. καίεται δὲ ὁμοίως, [*](7 SIM. Zop. (Oriab. II 578); D. eup. 1 95 (140); Pl. XXXII 57; Archig. (Gal. XII 406); Asclep. (Gal. XII 413).) [*](1 EXC. Gal. XII 362: καὶ τὸν ἱππόκαμπον δὲ τὸ θμλάττιον ζῷον ὅλον καυθὲν ἔγραψάν τίννες ἀλωπεκίας ὠφελεῖν . . . μειγνδύουσι δʼ αὐτὴν τινὲ ς μὲν ἀμαρακίν ῳ μύρῳ, τινὲς δʼ ὐγρᾷ πίσσῃ, τινὲς δὲ παλαιῷ στέατι ὐός (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v).) [*](10 SIM. Pl. XXXII 68.) [*](10 EXC. Gal. XII 344.) [*](13 SIM. Zop. (0rib. Π 579 Pl. XXXII 98 — Pl. 1. s. 82 D. eup. I 76 (132) — eup. I 178 (187).) [*](13 EXC cf. Gal. XII 344.) [*](4 ἐπʼ δστράκου ἡλιοκαοῦς Di cf. Ael. l. a. 6 ἁρμόζει διδόμενον Di) [*](7 num. cap. ρλβ QDi tit. περὶ ἰπποκάμπου QDi) [*](10 num. cap. ρλγ QDi tit. περὶ πορφύρας QDi 11 ὐπερσερκαωμάτων δὲ κατασταλτικήν om. Q, at cf. Dl pluri carni id est vulneri in ncongrua creberil 12 καὶ om. HDi post ἀπουλω τμιήν cap. 7 non recte transpos. Samb. 13 tit. περὶ κηρύκων (cap. num. om.) Di τὰ αὐεὰ δὲ Di εἰσὶ δὲ μἅλλον κανστικί Di 14 αὐτοὺς πληρώσας Di πάλιν om. Di 16 μετὰ δὲ τὴν ἀπούλωσιν τοῦ τραύματος Di 17 αὐτόματον] μὐεὸ Di 20 ἰόνια HDi: ἰκίονα F (e ΛΟΓωΙΚΙΟΝΙΑ in archet. scripto natum): ρλγ΄ κμόνια F (ind.) κηρύκων καὶ πορρνρῶν HDi 21 ἅ] σἷς HDi: οἶς ἃ (var. lect.) F)

123
δύναμιν ἔχοντα καυστικωτέραν τῶν κηρύκων καὶ τῆς πορφύρας διὰ τὸ ἐπιπιέζειν αὐτῶν τὴν φύσιν. αἱ δὲ σάρκες τῶν κηρύκων εὔστομοι καὶ εὐστόμαχοι, κοιλίαν δὲ οὐ μαλάσσουσιν.

5 μύακες διαρέρουσιν οἱ Ποντικοί. καέντες δὲ τὸ αὐτὸ δρῶσι τοῖς κήρυξιν· ἰδιαίτερον δὲ πλυθέντες ὡς μόλιβδος χρησιμεύουσιν εἰς τὰ ὀφθαλμικὰ σὺν μέλιτι, ἐκτήκοντες παχύτητας βλεφάρων καὶ σμήχοντες λευκώματα καὶ τὰ ἄλλως ἐπισκοτοῦντα ταῖς κόραις. ἡ δὲ σὰρξ αὐτῶν κυνοδήκτοις φελίμως ἐπιτίθεται.

6 τελλῖναι νεαραὶ εὐκοίλιοι, μάλιστα δὲ δ ἐξ αὐτῶν ζωμός. ταριχηραὶ δὲ καεῖσαι καὶ τριβεῖσαι λεῖαι καὶ μετὰ κεδρίας ἐπισταζόμεναι τὰς ἐκτιλθείσας ἐκ τῶν βλεφάρων τρίχας οὐκ ἐῶσιν αὖθις φυῆναι.

καὶ ὁ ἐκ τῶν χημῶν δὲ καὶ ἐκ τῶν ἄλλων κογχαρίων ζωμὸς κινεῖ κοιλίαν ἑψόμενος μετὰ ὀλίγου ὕδατος. λαμβάνεται δὲ μετʼ οἴνου.

7 πορφύρας πώματα σὺν ἐλαίῳ ἑψηθέντα καὶ ἐπαλειφόμενα τρίχας ῥεούσας ἵστησι, ποθέντα δὲ σὺν ὄξει σπλῆνα [*](2 SΙM. Xenocr. (0rib. I 142).) [*](4 SIM. P1. XXXII 98, D. eup. II 113 (314) cf. Hic. Ath. III 87 c); Diph. (Ath. 90d).) [*](4 EXC, Gal. XII 322: τῶν δὲ μνάκων (sc. τὴν σάρκα) ἀρμδττειν ἕλκεσιν ὑπὸ κυνὸς δάκνοντος γεγονόσιν (sc. φασίν). Paul. Aeg. V II 3 s. v. μύακες καέν- κες τὰ αὐτὰ δρῶσι τοῖς κήρυξιν, ἰδιαίτερον δὲ πλυθέντες τραχύτητα βλεφάρων καὶ λευκώματα σμήχουσι σὺν μέλιτι. ἡ δὲ σὰρξ αὐτῶν τοῖς κυνοδήκτοις ὠφελίμως ἐπιτίθεται.) [*](10 SIM. D. eup. I 52 (116) Pl. XXXII 70 — Xenocrates (Orib. I 153).) [*](10 EXC. Gal. XII 362 (unde Paul. Aeg. VII 3 s.  v ).) [*](17 SIM. D. eup. I 96 (141) — II 61 (274)— I 88 216) — II 29 (292).) [*](17 EXC. Gal. XII 348 : πώματα πορχυρῶν διʼ ὄξους ποθέντα σπλῆνας οἰέαλέους ἔγραψάν τινές ἰᾶσθαι, θυμιώμενα δὲ τὰς πιιγομένας στερικῶς ὡφελεἵν ἐκβάλλειν τε τὰ κατεχόμενα χόρια. Paul. Aeg. VII 3 s. v. (e D).) [*](2 πιέζειν HDi: οπιέζειν F) [*](4 num. cap. ρλδ QDi tit. περὶ μυκῶν F : περὶ μυάκων reliqui μύκες F (ρλδ΄ μέακες ind.) 6 τραχύτητα Paul. Aeg. l. s. 8 ἑπιείθεται ὠφελίμως HDi) [*](10 num. cap. ρλε QDi τελλῖναι δὲ Di εὐκοίλιαι HDi 11 καὶ (alt) om. Q 12 ἐκτμλθείσας F ἐκ om. HDi 14 nov. cap. ρλς· ζαμὸς κογχαρίων incip. Di χιμῶν F ἐκ (alt.) om. HDi 15 κοιλίαν κινεἴ Di 16 μετʼ οἴνου δὲ λαεβάνεται HDi) [*](17 num. cap. ρλq Q: om. Di tit. περὶ πορφύρας Q (πορφύρας πῶμα ind. F) 18 ἵστρσι] τηρεἳ Q: κρατύνει Paul. Aeg. l. s.: correxi σπλῆνας οἰδοῦντας Gal. Paul. Aeg.)

124
οἰδοῦντα στέλλει, ύποθυμιαθέντα δὲ ἐγε είρει τὰς ὑστερικῶς πνιγομένας καὶ τὰ δεύτερα ἐνβάλλει.

8 ὄνυξ ἐστὶ πῶμα κογχιλίου, ὅμοιον τῷ τῆς πορφ ύρας, εὑρισκόμενον ἐν τῆ Ἰνδίᾳ ἐν ταῖς ναρδοφόροις λίμναις· διὸ καὶ άρυμρματίζει νεμομένων τῶν κογχυλίων τὴν νάρδον. συλλέγεται δὲ ἐπειδὰν ὑπὸ τῶν αὐχμῶν ἀνταξηρανθῶσιν αἱ λίμναι. διαφέρει δὲ ὁ ἀπὸ τῆς Ἐρυθρᾶς κομιζόμενος, ὐπόλευκος ὢν καὶ λιπαρός. μέλας δὲ ὁ Βαβυλώνιος καὶ μικρότερος. ἀμφ ότεροι δὲ εὐώδεις θυμιώμενοι, καστορίζοντες ποσῶς τῇ ὀσμῇ.

ἐγείρουσι δὲ καὶ οὗτοι ύποθιμιαθέντες τὰς ὑστερικῶς πνιγομένας καὶ ἐπιλημπ τικούς, ποθέντες δὲ κοιλίαν μαλάσσουσιν. αὐτὸ δὲ τὸ κογχύλιον καὲν ποιεῖ ὅσα καὶ ἡ πορφ ύρα καὶ ὁ κῆρυξ.

9 κοχλίας κερσαῖος εὐστόμαχος, δύσφθαρτος. ἄριστος δὲ ὅ τε ἐν Σαρδῶνι καὶ Λιβύῃ καὶ Ἀστυπαλαίᾳ καὶ Σικελίᾳ καὶ Χίῳ γεννώμενος καὶ ὁ ἐν ταῖς κτατὰ Λιγυρίαν Ἄλπεσι καλούμενος πωματίας. καὶ ὁ θαλάσσιος δὲ εὐστόμαχος καὶ εὐέκκριτος, ὁ δὲ ποτάμιος βρωμώδης, καὶ ὁ ταῖς ἀκάνθαις καὶ τοῖς θαμνίσκοις προσκεκολλημένος ἄγριος, ὅν τινες σέσιλον ἢ σεσέλιτα καλοῦσι, ταρακτικὸς κοιλίας καὶ στομάχου, ἐμετοποιός.