De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

171 σκίλλα δύναμιν ἔχει δριμεῖαν, πυρωτικήν· πολύχρηστος δὲ γίνεται ὀπτηθεῖσα. σταιτὶ δὲ ἢ πηλῷ περιπλάττεται καὶ [*](171 RV: σκίλλα.) [*](3 SIM. Pl. 104 — D. eup. I 168 (180) — Pl. 104 — eup. I 235 (215) — eup. II 65 (279) — Pl. 102 — Pl. 104 — Pl. 102 eup. I 105 (146) — eup. I 56 (119) — Pl. 103 — Pl. 104 eup. I 66 (126) — Pl. 104 eup. I 218 (208) — Pl. 102 eup. I 121 (153) — eup. I 114 (150) — eup. II 34 (246).) [*](15 SIM. Pl. XX 97 sq. (e S. N.); cf. XIX 93; Gal. XIV 263. 567. Ps. Ap. 43.) [*](15 EXC. Orlb. XII s. v. (σκίλλα — τόμους); Ps. D. de h. f. 52 (~ A. Mai VII 457; Ps. Orib. I 29); Isid. XVII 9, 85 (e Dl); cf. Gal. XII 125 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](1 post ὀδύνας add. καὶ γαγγραίνας R, superscr. H2: γαγγραίνας τε Di 2 καὶ σὺν μέλιτι post ἑαυτούς Transpos. E 3 σὺν μέλιτι καὶ πεπέρει λείῳ κατασπλασθέντες ἐπέχουσιν ἱδρῶτας καὶ στομάχου Di δὲ (pr.) om. R post σὺν add. μέλιτι καὶ E δὲ (alt.) om. RE 4 καὶ στομάχου RE παύουσι om. RE 5 ἀχῶρας] ψώρας R ἀποσμῶσιν R δὲ καὶ REDi 6 λεκίθος E καὶ φακοὺς REDi 7 σὺν μέλιτι ἢ ὄξει RDi πρὸς δὲ — νευρώδους om. R ἀλφίτοις E 8 σύκα F: σύκα ὀπτηθέντα V ἀφεψηθέντες E 9 καὶ om. VQ, cf. D. eup. I 218 (208) κεκαυμένων κεφαλῶν VQ, cf. D. eup. l. s. 10 καέντες δὲ add. e Di, cf. D. eup. I 121 (153) έφήλεις E 12 ποιοῦσι πρὸς ῥόγματα Di 13 δεῖ post θρώσει colloc. Di, om. E μὐτῶν τὸ πλῆθος Di at nervis utiles esse bulbos Pl. XX 104 testatur 14 in fine add. ἑχθὸς δὲ σὺν ἀλφίτοις καὶ στέατι χοιρείῳ προστεθείς οἰδήματα καὶ φύματα συντόμως ἐκπυίσκει καὶ διαρρήσσει Di) [*](15 num. cap. τ QDi: ρπ E γνώριμος initio add. R δριμεῖαν καὶ Di πυρώδη COrib.E: πολυπυρώδη N 16 ὀπτηθεῖσα σταλτική R στέατι ROrib. δὲ ἢ πηλῷ om. R) [*](17 C fol. 298r: N 137)

238
δίδοται εἰς κλίβανον ἄνθραξιν ἐγκρύβεται, μέχρι ἂν ὀπτηθῇ ἱκανῶς τὸ περικείμενον σταῖς, οὗ περιαιρεθέντος, εἰ μὴ τακερκὰ γέγονεν, ἕτερον σταῖς ἢ πηλὸν περιπλάσαντες τὰ αὐτὰ ποιήσομεν· ἡ γὰρ μὴ οὕτως ὀπτηθεῖσα βλαβερὰ τὴν δόσιν, πρὸς τὰ ἐντοσθίδια μάλιστα προθφερομένη. ὀπτᾶται δὲ καὶ ἐν χύτρᾳ πεπωμασμένῃ καὶ καθιεμένη εἰς κλίβανον· λαμβάνεται δὲ αὐτῆς τὸ μεσαίτατον τῶν ἔξωθεν περιαιρουμένων.

2 καὶ ἕψεται δὲ ἐντμηθεῖσα, ἀποχεομένου τοῦ πρώτου ὕδατος, ἑτέρου δὲ ἐπιχεομένου, ἄχρι ἂν μὴ πικρὸν ἢ δριμὺ γένηται τὸ ὕδωρ, καὶ ξηραίνεται δὲ ἐν σκιᾷ τμηθεῖσα καὶ διαιρεθεῖσα λιναρίῳ, ὡς μὴ ἅπτεσθαι ἀλλήλων τοὺς τόμους. τῇ μὲν οὖν τμητῇ εἰς οἶνον καὶ ὄξος καὶ ἔλαιον σκιλλητικὸν χρώμεθα, πρὸς δὲ ῥαγάδας τὰς ἐν ποσὶ τὸ ἔνδον τῆς ὠμῆς σὺν ἐλαίῳ ζεσθὲν ἢ σὺν ῥητίνη τηχθὲν ἐπιτίθεται, ἐχεοδήκτοις τε κατάπλασμα ἑψηθεῖσα θεῖσα σὺν ὄξει.

3 τῆς δὲ ὀπτῆς πρὸς ἕν μέρος τῆς σκίλλης προσεκλεάναντες ἁλῶν ὀπτῶν μέρη ὀκτὼ δίδομεν κοχλιάριον ἓν ἢ δύο νήστεσι πρὸς μάλαξιν κοιλίας, εἰς ποτήματά τε καὶ ἀρωματικὰς [*](12 SIM. Pl. XX 101 D. eup. I 206 (200) — Pl. 100 eup. II 117 (318) — Pl. 100 — Pl. 100 eup. II 112 (311) — Pl. 100 eup. II 63 (277. 278) — Pl. 100 eup. II 15 (232) 10 (231) — Pl. 100 eup. II 56 (268) — Pl. 100 eup. II 40 (255) — Pl. 100 eup. II 31 (243) — Pl. 100 eup. II 39 (253) — eup. I 37 (250) — Pl. 101 — Theophr. VII 13, 4 Pythagor. (Pl. XX 101).) [*](1 κάμινον RE (κρίβανον superscr. E2): φοῦρνον ἢ εἰς κάμινον Orib. καὶ (ἢ Orib.) εἰς ἀνθρκιὰν ROrib. μέχρι VE: μέχρις Q: ἄχρι οὗ ἂν R: ἂχρις ἂν οὗ Orib.: ἄχρις ἂν Di 2 τὸ στέας (sic) R: ὁ πηλὸς ἢ τὸ σταῖς Orib.: τοῦ σταιτὸς [αιτος in ras.) οὖν περιερεθέντος καὶ τοῦ πηλοῦ E 3 γέγονεν] εἴη Orib. ἕτερον — πηλὸν om, Orib. πηλὸν ἢ στέας περιτιθέντες R τὸ αὐτό ER: πάλιν τὸ αὐτὸ Orib. 4 βλαβερρὰ μάλιστα πρὸς τὰς ἐντοσθιδίους δόσεις (αύτῆς add. E) Orib.E: βλ. μάλιστα πρὸς τὰε ἐντοσειδους (sic) δόσεις αὐτή R 5 ἐντοσθίδια V : ἐντόσθια reliqui 6 post πεπμασμένῃ add. πηλῶ (η ex ο corr. 0) Orib. καὶ καθιεμένῃ om. E εἰς κλ. καθιςμένῃ Orib. 7 τὸ μεσαίτατον] πυρῆνα vocat Chrysermus (Gal. XIII 243): τὰ ἔνδον μὐτῆς μέρη Damocr. (Gal. XIV 263) ἕξω) Orib. 8 δὲ (pr.) om. ROrib. E δὲ (alt.)] τε Di 9 μέχρις ἂν OrAb.: ἔχρις ἂν EDi γίνηται H: τὸ ὕδωρ ἦ Orib. καὶ om. NOrib. 10 πρῶτον ἐν R τμηθεῖσα δὲ καὶ ἐνειρεθεῖσα //// (2 l. del. E2) λίνῳ E: τμηθεῖσα διαβληθέντος λιναρίου Orib. διαβληθεῖσα λίνῳ R ὥστε R 12 οἶνον καὶ ??λαιον καὶ ἔξος τὸ σκ. λεγόμενον R: ἔλαιον καὶ οἶνον καὶ ὄξος Di 13 ἔνδοθεν N ἢ] καὶ N, om. C νὺν om. RE 14 τῇ ῥητίνῃ CH ῥιτίνη/// (2 l. del. E2) συντιχθὲν E τε] δὲ QDi 15 τῇ δὲ ὀπτῇ RE 16 συνεκλεάναντες Di ὀπτημένων RE 17 νήστεσιν ἕν ἢ δὑο κοχλιάρια E εἵς τε τὰ ἀποστέματα R: εἴς τε τὰ ἀποστήματα (ποτήματα corr. E2) ἀρωπατικάς] ἀραιωτικάς non recte coni. Marc. : potionibus et aromatis miscetur Dl)

239
δυνάμεις, καὶ ἐφ᾿ ὧν οὔρησιν κινῆσαι θέλομεν, καὶ ἐπὶ ὑδρωπικῶν καὶ στομαχικῶν, οἷς ἐπιπολάζει τὰ σιτία, καὶ ἐπὶ ἰκτέρου, στροφουμένων, βηττόντων χρονίως, ἀσθματικῶν, ἀναφορικῶν·

αὐτάρκης δὲ ὁλκὴ τριωβόλου σὺν μέλιτι ἐκλειχθεῖσα. 4 καὶ συγκαθέψεται δὲ τῷ μέλιτι καὶ βιβρώσκεται πρὸς τὰ αὐτά, μάλιστα πέψει συνεργοῦσα· ἄγει δὲ γλοιῶδες κατὰ κοιλίαν. ἑφθὴ δὲ πρὸς τὰ αὐτὰ ποιεῖ ὁμοίως λαμβανομένη· φυλάσσεσθαι δὲ αὐτῆς δεῖ τὴν δόσιν, ἐφ᾿ ὧν ἔλκωσίς τίς ἐστιν ἐντός· ποιεῖ καὶ πρὸς ἀκροχορδόνας καὶ χιμέτλας ἐγχρισθεῖσα ὀπτή. τὸ δὲ σπέρμα αὐτῆς λεῖον ἀναλημφθὲν ἐν ἰσχάδι μέλιτι καὶ βρωθὲν μαλάσσει κοιλίαν. ἔστι δὲ καὶ ἀλεξιφάρμακον ὅλη πρὸ τῶν θυρῶν κρεμαμένη.

172 παγκράτιον· οἱ δὲ καὶ τοῦτο σκίλλαν ὀνομάζουσι. ῥίζα ἐστὶ βολβῷ μεγάλῳ ὁμοία, ὑπόπυρρος, πικρὰ καὶ πυρώδης τὴν γεῦσιν, φύλλα κρίνῳ ὅμοια, μακρότερα δέ. ἔχει δὲ δύναμιν τὴν αὐτὴν τῇ σκίλλη καὶ σκευασίαν καὶ δόσιν, ποιοῦσαν ἐπὶ τῶν αὐτῶν παθῶν· ἐπιεικεστέρα μέντοι τῆς σκίλλης ἡ ταύτης δύναμις· ὅθεν καὶ χυλιζομένη μειγνυμένη τε ὀροβίνῳ ἀλεύρῳ καὶ ἀναπλασσομένη εἰς ἀρτίσκους δίδοται σὺν ὑδρομέλιτι σπληνικοῖς καὶ ὑδρωπικοῖς ὠφελίμως.

[*](172 RV: Ηράκλειον ἢ παγκράτιον· οἱ δὲ καὶ τοῦτο σκίλλαν καλοῦσιν· ἑτέρα δὲ ἡ σκίλλα.)[*](13 SIM. Theophr. h. pl. VII 13, 8 (?); Pl. XXVII 118 (e S. N. — Crat) — D. eup. II 61 (274) 63 (278).)[*](13 EXC.: Orib. XII s. v. (παγκράτιον — μακρότερα δέ); cf. Gal. XII 93 ═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. ViI 3 s. v.); Hes. s. v. παγκρατιάζειν.)[*](1 ἐπὶ om, H 2 ἐπὶ στομαχικῶν F 3 στροφουμένου R 4 δὲ ὁ (ἡ N) ἄχρι τριοβόλου R ἐνλειχθεῖτα E (corr. E2): ἐκθλιβεῖσα R 5 καὶ (pr.) om. R συνβιβρώσκεται RE 6 πέψις συνεργάζεται R 7 καὶ ἑχθὴ R: καὶ ἡ ἑχθὴ E 8 καἰ αὐτῆς HDi δεῖ om. R, post δόσιν colloc. Di τιε om. RE ποιεῖ δὲ καὶ RE 9 πρὸς χεμέθλαν C: πρὸς χέμεθλα N 10 αὐτῆς — καὶ (v. 10) om. R fort. ἐν del. 11 ὅδη κρεμαμένη RE πρὸς F 12 πυλῶν N)[*](13 num. cap. τα QDi: ρπα E πανκράτειον E καλοῦσι ROrib.E 14 μεγάλῳ om. R: radice bulbi magni Pl. ὑποπόρφυρος RE: ὐπόπυρρος ἢ ὑποπόρφυρος Di: colore rufo Pl.: purpureum vel croccinum habens colorem Dl καὶ om. Orib.E 15 πρὸς τὴν γ. ROrib.E φύλλα δὲ Orib. ὅμοια ἔχουσα R 16 δύναμιν δὲ ἔχει ἡ ῥίξα N: δύναμιν δὲ ἡ ῥίζα ἔχει C: ἔχει δὲ δύναμιν ἡ ῥίζα E τῆς σκίλλης E 17 ποίεῖ δὲ (om. C) ὅσα ἐπὶ R 18 post χυλιζομένη add. ἡ ῥίζα RE: ἡ ῥίζα ταύτης Di: superscr. H2)[*](19 C fol. 126v: N 79 ἡράκλιον R πανκράτιον R)
240

173 κάππαρις· οἱ δὲ κυνόσβατον, οἱ δὲ καπρίαν, οἱ δὲ κόρακος μῆλον, οἱ δὲ ὀφιόσκορδον, οἱ δὲ ὀφιοστάφυλον, οἱ δὲ θαλλίαν, οἱ δὲ πετραίαν, οἱ δὲ ῥλόφυτον, οἱ δὲ ἰωνίτην, ἔνιοι δὲ ἀείχλωρον, οἱ δὲ ἱππομανές, οἱ δὲ τριχομανὲς καλοῦσι· θάμνος ἐστὶν ἀκανθώδης, ἐπὶ γῆς γυροειδῶς ἐστρωμένος, ἀκάνθας ἀγκιστροειδεῖς ἔχων ὡς βάτος, φύλλα δὲ στρογγύλα, κυδωνίᾳ ὅμοια, καρπὸν δὲ οἶον ἐλαίας, δς ἀνοιχθεὶς λευκὸν προίεται ἄνθος, οὗ πεσόντος εὑρίσκεταί τι οἷον βάλανος ἐπίμηκες, ὅπερ ἀνοιχθὲν ἔχει κόκκους ὥσπερ ῥόας μικρούς, ἐρυθρούς, ῥίζας ξυλώδεις καὶ μεγάλας, πλείστας.

2 φύεται τοὐπίπαν ἐν τραχέσι καὶ λεπτογείοις τόποις καὶ νήσοις καὶ οἰκοπέδοις. ταριχεύεται δὲ ὁ καρπὸς καὶ ὁ καυλὸς εἰς βρῶσιν.

[*](173 RV: κάππαρις· οἱ δὲ κυνόσβατον, οἱ δὲ καπρίαν, οἱ δὲ κόρακος μῆλον, οἱ δὲ ὀφιόσκορδον, οἱ δὲ ὀφιοστάφυλον, οἱ δὲ πετραίαν, οἱ δὲ ὁλόφυτον, οἱ δὲ ὀλιγόχλωρον, οἱ δὲ ἀκόνιτον, οἱ δὲ ἱππομανές, οἱ δὲ τριχομανές, προφῆται ποτέρα, οἱ δὲ πευθήραν, οἱ δὲ καρδία λύκου, οἱ δὲ πολύειδος, οἱ δὲ ἁλόσκορδον, οἱ δὲ κρίνον, οἱ δὲ θλάσπι, οἱ δὲ κυνὸς ἄνθος, Ῥωμαῖοι σινᾶπε πέρσικουμ, οἱ δὲ ἰντοῦρις, Ἀρροι ἑρβιαραούθ.)[*](1 SIM. Theophr. h. pl. VI 5, 2; Pl. XIII 127. XIX 163.)[*](1 EXC. Orih. XI s. v. (κάππαρις — βρῶσιν); Gal. XII 9 sq. (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Ps. D. de h. f. 59. 61 (e D. I 94 et II 173 conflatum), cf. A. Mai 1. s. VII 454; Garg. M. 48 (de zizypho); Isid. XVII 10, 20.)[*](1 num. cap. τβ QDi: ρπβ E post κάππαρις syn. e R add. Di, mg. H2 οἱ δὲ καπρίαν om. Q 2 ὀφεώσκορδον· οἱ δὲ ἐσπέρεᾱ E 3 θαλλίαν] ἀφθαμίαν E πετρίαν E οἰ δὲ ὀλόφιστον mg. add. E οἱ δὲ ἰωνίτην post ἀείχλωρον colloc. E 4 οἱ δὲ ὀρίχλωρον· οἱ δὲ τρέχλαρον E 5 ἐστρεμμένος C 6 βάτου RE δὲ om. RDi στρογγύλα om. FEDI, at cf. Ps. D. de h. f. μηλέα κυδωνέα Di: μηλέᾳ ἢ κυδωνέᾳ E κυδωνίῳ H: κυδωνίᾳ ὅμοια om. R 7 δὲ om. F δμοιον ἐλαίᾳ R 8 ρἷον τι δὰλανος RE (corr. E2) ἐπίμηκες QE: ἐπιμήκης reliqui 9 ὡς N ῥοὰς μικρὰς F 10 ῥίζαι ξυλώδεις (πλεῖσται add. E2) μεγάλαι E καὶ om. R καὶ πλείστας Orib.Dl φύονται E τοὐπίπαν om. R, del. E2 11 καὶ λεπτογείοις om. RE καὶ νήσοις om. R ἐν ρἰκοπέδοις R: iuxta domicilia Orib. lat. 12 δὲ] τε E καρπὸς αὐτῆς RE: ὁ καυλὸς αὐτῆς καὶ ὁ καρπὸς Di)[*](13 C fol. 173r: N 54 καπρήαν R: καπρί Di 14 φυλλοστάφυλον libri: correxi coll. Pl. XIII 127 15 πετρέαν R ὁλοφυσον R post ὁλόφυτον add. οί δὲ ἰωνίτην Di 17 πεύθηρον NDi: fort. πανθήραν πολυείδους R: om. HDl: correxi ἁλοσκόροδον HDi 18 θλάσπη R: θλάσπιν HDi οἱ δὲ κυνὸς ἄνθος om. HDi 19 ἰντούρις libri, corruptum (an manna turis ?) ἐρβιαιαθούμ HDi, cf. Löw l. s. 406)
241

ταράττει δὲ κοιλίαν, κακοστόμαχός τέ ἐστι καὶ διψώδης, βρωθεῖσα δὲ ἑφθὴ εὐστομαχωτέρα τῆς ὠμῆς. ὁ μὲν οὖν καρπὸς αὐτῆς σπλῆνα ἐκτήκει ὁλκὴ δυεῖν δραχμῶν μετ᾿ οἴνου πινόμενος ἐπὶ ἡμέρας τριάκοντα· ἄγει δὲ καὶ οὖρον καὶ αἱματῶδες διαχώθρημα, ἰσχιάδι τε καὶ παραλύσει βοηθεῖ πινόμενος καὶ πρὸς ῥήγματα καὶ σπάσματα, καὶ ἔμμηνα ἄγει καὶ ἀποφλεγματίζει, ματίζει, καὶ ὀδόντος πόνον παύει ὁ καρπὸς σὺν ὄξει ἑψηθεὶς καὶ διακλυζόμενος.

τῆς δὲ ῥίζης ὁ φλοιὸς ξηρὸς πρός τε τὰ προειρημένα 3 ἁρμόζει καὶ ἀνακαθαίρει πᾶν χρόνιον καὶ ῥυπαρὸν καὶ τετυλωμένον ἕλκος· καταπλάσσεται δὲ καὶ ἐπὶ τῶν σπληνικῶν σὺν ὠμῇ λύσει, δακνομένη τε τῷ πονοῦντι ἀδόντι βοηθεῖ, ἀλφούς τε λευκοὺς ἀποσμήχει σὺν ὄξει λεία. τὰ δὲ φύλλα καὶ ἡ ῥίζα λεανθέντα σκληρίας καὶ χοιράδας διαφορεῖ, σκώληκάς τε τοὺς ἐν ὠσὶν ὁ χυλὸς ἐγχυματισθεὶς κτείνει. ἡ μέντοι Λιβυκὴ κάππαρις, γεννωμένη δὲ κατὰ τοὺς Μαρμαρίδας λεγομένους, ἐμπνευματοῖ ἰσχυρῶς, ἐμετικὴ δὲ τυγχάνει ἡ ἐν Ἀπουλίᾳ· ἡ μέντοι γε ἐκ τῆς ἐρυθρᾶς θαλάσσης καὶ Ἀραβίας δριμυτάτη, φλυκταίνουσα τὸ στόμα καὶ διασήπουσα τὰ οὖλα ἄχρι γυμνώσεως, ὅθεν πρὸς βρῶσίν ἐστιν ἄθετος.