De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

2 δύναμις δέ ἐστιν αὐτῆς θερμαντική, ἀναστομωτική, διουρητικὴ ἐπὶ λιθιώντων καὶ ὕδρωπος πινομένη. βοηθεῖ δὲ καὶ σκορπιοπλήκτοις, καὶ πρὸς τὰς περὶ μήτραν καταψύξεις καὶ μύσεις πυριωμένη ἁρμόζει, ἄγουσα ἔμμηνα. ποιεῖ δὲ καὶ τοῖς ἐνστομίοις ἕλκεσι καὶ νεμομένοις ξηρὰ λεῖα· μείγνυται καὶ μαλάγμασι θερμαντικοῖς καὶ εἰς τὰ στύμματα τῶν μύρων εὐχρηστεῖ.

5 ἱστορεῖται δὲ καὶ ἕτερον εἶδος κυπέρου ἐν Ἰνδίᾳ γεννώμενον, προσεοικὸς ζιγγιβέρει, ὃ διαμασηθὲν κροκῶδες, πικρὸν εὑρίσκεται, καταχρισθὲν δὲ παραχρῆμα ψιλοῖ τὰς τρίχας.

6 καρδάμωμον ἄριστον τὸ ἐκ τῆς Κομμαγηνῆς καὶ Ἀρμενίας καὶ βοσπόρου κομιζόμενον· γεννᾶται δὲ καὶ ἐν Ἰνδίᾳ καὶ Ἀραβίᾳ. ἐκλέγου δὲ τὸ δύσθραυστον, πλῆρες, μεμυκός — τὸ γὰρ μὴ τοιοῦτον ἔξωρόν ἐστι — καὶ τὸ τῇ ὀσμῇ δὲ πληκτικόν, γεύσει δὲ δριμὺ καὶ ὑπόπικρον.

δύναμιν δὲ ἔχει θερμαντικήν ποιεῖ δὲ πινόμενον μεθ᾿ [*](4 SIM. Pl. XXI 118 D. eup. II 111 (309) — Pl. 118 — Nic. Al. 590. Pl. 118 — Pl. l. s. eup. II 70 (284) — eup. II 77 (289) — Pl. l. s. — Theophr. de od. 28.) [*](11 SIM. Pl. XXI 117. D. eup. I 103 (145).) [*](11 EXC. Isid. XVII 9, 8 (e D. lat.).) [*](14 SIM. Theophr. h. pl. IX 7, 2. 3; Pl. XII 50 (ex Iuba).) [*](14 EXC. Orib. XI s. v. (καρδάμωμον — ὑπόπικρον); Orib. t. V 71 D. (~ Aet. II 196 s. v.); Isid. XVII 9, 10; Ps. Orib. de simpl. V 71; Gal. XII 12.) [*](1 δὲ om. Orib. πυκνή] πικρά N καὶ ἁδρὰ δύσθραυστος RDi 3 καὶ ἡ Συριακὴ om. R ἡ (utrobique) om. Orib. 4 αὐτῇ HDi ἀναστομωτική om. H 5 ἐπὶ addidi λιθιῶσι καὶ ὑδρωπικοῖς RDi ὕδρωπος FDa: ὑδρωπιώντων H πινόμενον R βοηθεῖ om. Di δὲ om. R 6 σκορπιδήκτοις libri: correxi ταῖς περὶ μ. περιψύξεσι καὶ μύσεσι R: ταῖς περὶ μ. σὲ καταψύξεσι καὶ μύσεσι Di 7 ἁρμόζει] βοηθεῖ RDi 8 ἐνστομίοις FN: ἐν στόμασιν CDi: ἐν στόματι reliqui καὶ om. R 10 εὐθετεῖ CDi: εὔθετος N) [*](11 num. cap. ε QDi: om. Dl δὲ ὅτι C: δ᾿ ὅτι N κυπείρου Di 12 γεννᾶται N ζιγγιβέρι CF: ζιγγιβερίω N om. R διαμαηθὲν δὲ N 13 πικρὸν om. RDi καὶ καταχρισθὲν δὲ N τὰς om. R post τρίχας syn. e R add. Da) [*](14 num. cap. q Q: q (superscr. ε) Di: ε΄ Dl κομμαγινῆς H: κομαγινῆς FDiDa ἀρμενείας F 15 καὶ (alt.) om. Da 16 τὸ γὰρ — ἐστι non. recte del. Spr. 17 δὲ om. H)

11
ὕδατος πρὸς ἐπιλημπτικούς, βήττοντας, ἰσχιαδικοὺς καὶ πρὸς παράλυσιν, ῥήγματα, σπάσματα, στρόφους καὶ ἕλμινθα πλατεῖαν ἐκβάλλει. μετ᾿ οἴνου δὲ πινόμενον νεφριτικοῖς, δυσουροῦσι, σκορπιοπλήκτοις καὶ πᾶσι τοῖς ἰοβόλοις ἁρμόζει. μετὰ δὲ δάφνης ῥίζης φλοιοῦ ποθεῖσα δραχμὴ μία λίθους θρύπτει· φθείρει καὶ ἔμβρυα ὑποθυμιώμενον καὶ ψώρας ἐξαίρει σὺν ὄξει καταχριόμενον. μείγνυται δὲ καὶ εἰς τὰς τῶν μύρων στύψεις.

7 νάρδου ἐστὶ γένη δύο· ἡ μὲν γάρ τις καλεῖται Ἰνδικὴ ἡ δὲ Συριακή, οὐχ ὅτι ἐν Συρίᾳ εὑρίσκεται, ἀλλ᾿ ὅτι τοῦ ὄρους ἐν ᾧ γεννᾶται τὸ μὲν πρὸς Συρίαν τέτραπται τὸ δὲ πρὸς Ἰνδούς. καὶ τῆς λεγομένης Συριακῆς ἐστι βελτίων ἡ πρόσφατος καὶ κούφη, πολύκομος, ξανθὴ τὴν χρόαν, εὐώδης ἄγαν καὶ μετὰ τοῦ κυπερίζειν ἐν τῇ ὀσμῇ μικρὸν ἔχουσα τὸν στάχυν, πικρὰ τὴν γεῦσιν καὶ τῆς γλώττης ἀναξηραντικὴ ἐπιμένουσά τε τῇ εὐωδίᾳ ἐφ᾿ ἱκανόν.

τῆς δὲ Ἰνδικῆς ἡ μέν τις λέγεται Γαγγῖτις 2 ἀπό τινος ποταμοῦ παραρρέοντος τοῦ ὄρους, Γάγγου καλουμένου, παῤ ᾧ φύεται, ἀσθενεστέρα κατὰ δύναμιν οὖσα διὰ τὸ ἐφ᾿ ὑδατωδῶν τόπων εἶναι καὶ ἐπιμηκεστέρα, πλείους τε ἔχουσα τοὺς στάχυας ἀπὸ τῆς αὐτῆς ῥίζης καὶ πολυκόμους καὶ περιπεπλεγμένους, βρωμώδεις κατὰ τὴν ὀσμήν. ἡ δὲ ὀρεινοτέρα εὐωδεστέρα, κολοβόσταχυς, κυπερίζουσα κατὰ τὴν εὐωδίαν ἔχουσά τε καὶ τὰ ἄλλα ἐν αὑτῇ, ὅσαπερ καὶ ἡ Συριακὴ [*](1 SIM. D. eup. I 18 (103) — I 237 (218 ubi corrige) — II 66 (281) — II 102 (303) 109 (306) cf. Cels. III 21 — II 121 (320) — II 115 (316) II 111 (309) — II 79 (292) — I 128 (158) — Theophr. de od. 32 Pl. XIII 8. 11. 18.) [*](8 SIM. Pl. XII 42 sq. (ex Iuba) cf. Aristob. (Arr. Anab. VI 22, 5); Strab. XV 721 (e Nearcho. [Arr.] l. s 63.) [*](8 EXC. Orib. XII s. v. (νάρδου — χειρόνιπτρον, ἀποτίθενται — ἀναπλασθεῖσαι); Orib. t. V 76 O.; Gal. XII 84 (═ Aet. l s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v. Sim. Seth. s. v. στάχος aliis aliunde additis); sid. XVII 9, 3 (e D. lat.); cf. Gal. XIV 73 sq.) [*](1 πρὸς addidi 3 νεφριτικοῖς F: νεφρικοῖς reliqui 5 ποθὲν ὅσον H μία addidi ῥάπτει Da 7 in calce καὶ ἑτέρας ἀντιδότους add. Sar.) [*](8 num. cap. ζ QDi: q΄ Dl δύο γένη Orib. Di 12 καὶ (pr.) om. Orib. κούφη — ἄγαν om. mg. add. Orib. (pr. m.) τῇ χρόᾳ Orib. 13 μικρὸν] πυκνὸν Spr. e cod. nescio quo, at cf. Isid. l. s. spica parvum στάχυν] nardi radicis nucleum cf. Gal. XIV 73 14 τῇ γεύσει HOrib. γλώσσης Orib. 15 ἱκανὸν χρόνον Orib. 16 γαγκίτις H: γαγγίτης Da: γαγνίτις Orib. τοῦ om. Orib. 17 κατὰ] τὴν Spr. 18 ἐφ᾿ ὑδάτων F: ἀφ᾿ ὑδατωδῶν Da: ἔφυδρον (ο in ω corr. pr. m.) τῶν Orib. εἶναι om. FOrib. καὶ om. H πλείονας H 19 στάχυς FDaDi: στάχυας Orib.: στάχεις vulgo 20 βρομώδης Orib. ὀρεινὴ μελαντέρα vix recte Spr. coll. Gal. XII 84 22 αὐτῇ vulgo ὅσα Orib.)

12
λεγομένη. καλεῖται δέ τις καὶ Σαμφαριτικὴ ἀπὸ χωρίων ὠνομασμένη, υεγαλόσταχυς, λευκοτέρα, καυλὸν ἔσθ᾿ ὅτε μέσον ἔχουσα, ὑπερτραγίζοντα τῇ ὀσμῇ, ἣν δεῖ ἀπεκλέγεσθαι.