De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

26 κρόκος ἐστὶ κράτιστος ἐν ἰατρικῇ χρήσει ὁ Κωρύκιος, πρόσφατός τε καὶ εὔχρους, ὀλίγον τὸ λευκὸν ἔχων ἐπὶ τῆς ἕλικος, ἐπιμήκης, ὁλομελής, ἄθραυστος, ἀλιπής, πλήρης, βάπτων ἐν διέσει τὰς χεῖρας, οὐκ εὐρωτικῶν ἢ ἰκμάζων, ἐπακτικὸς δὲ ἐν τῇ ὀσμῇ καὶ δριμύς· ὁ γὰρ μὴ τοιοῦτος ἢ παλαιός ἐστιν ἢ ἀποβεβρεγμένος. δευτερεύει δὲ ὁ ἐκ τῆς πρὸς Λυκίαν Κωρύκου [*](26 RV: κρόκος· οἱ δὲ κάστωρ, οἱ δὲ κυνόμορφος, προφῆται αἷμα Ἡρακλέους. ἀμείνων μὲν ὁ Κωρύκιος ἐκ Κιλικίας, δεύτερος ὁ Λυκιακὸς ἀπὸ τοῦ πρὸς αὐτῇ Κωρύκου καὶ τοῦ ἐν αὐτῇ Ὀλύμπου, τρίτος ὁ ἐξ Αἰγῶν τῆς Αἰολίδος. ὁ δὲ Κυρηναικὸς καὶ Σικελικὸς ἀσθενέστεροι μέν εἰσιν τῇ δυνάμει, πολύχυλοι δὲ καὶ εὔθλαστοι, διὸ καὶ τοὺς πολλοὺς πλανῶσιν. εἰς δὲ τὴν ἰατρικὴν χρῆσιν ἄριστος ὁ πρόσφατος, εὔχρους, ὀλίγον ἔχων) [*](9 SIM. Pl. XXI 31 (e S. N. et Theophr. h. pl. VI 6, 10); 137 (e S. N.) cf. Strab. VI 273. XIV 670.) [*](9 EXC. Orib. XI s. v. (κρόκος — τυγχάνειν, πρὸς δὲ τὸ — στρέφειν); Orib. t. V 73 (Dar.), unde Aet. II 196; Isid. XVII 9, 5 (e D. lat.); cf. Gal. XII 48. XIV 68; Ps. Orib. de simpl. V 45; Sim. S. s. v. (58 L.) cf. Hehn6 255. 1 ἀρωματίτου F: ἀρωματικοῦ reliqui cf. D. eup. II 102 (304) σχίνου Di 2 δραχμὰς] ⩹ libri δεκαδύο scripsi: ια Da: ιβ reliqui 4 τοῦ om, HDi τῆς om. H 5 μίαν] α΄ HDi 7 τὴν ῥητ. — συνανατρίψας om. Da) [*](9 num. cap. κ𝒢 QDiDl post κρόκος syn. e R add Di, post Κωρύκιος add. οἱ δὲ κάστωρ H κράτιστός ἐστις Orib.: κράτιστος om. H ἐν ἰατρ. χρ. om. Orib. 10 χρήσιμος δὲ ὁ πρόσφατος H τε] δὲ Orib. ἐπὶ τῆς ἕλικος „an der Spitze der Narbe“ cf. Flückiger Pharmak.3 775 sq. Leunis Syn. II 779 11 ἀλιπής om. Dl: ἀλέπης Orib. (ἀνελλιπής superscr. 02): ἀνελλιπής HDiDa: suspectum cf. Pl. XXI 33 optimum ubicumqne quod pinguissimum 12 τῇ διέσει Orib. H post χεῖρας add εὐχερῶς Orib. ἐπακτικὸς — καὶ om. RDiDl Isid. ἐν (alt.) om. Da 13 ὑπόδριμυς RDi 14 βεβρεγμένος HDiDa: προαποβέβρεκται Orib. (ἀποβέβρεκται Orib, V 73) δευτερεύει —χρήσιμος om. Orib. κωρυκίου Di: χωρυκίου Da ad rem cf. Str. XIV 666) [*](15 C fol. 193v: N 88 16 ἡρακλέους Di: ἡρεκλέως R κιλικίης C 17 καὶ addidi 18 ἠγαιῶν C: αἰγεῶν N αἰωλίδος R)

30
καὶ ὁ ἀπὸ τοῦ Λυκιανοῦ Ὀλύμπου, εἶτα ὁ ἐξ Αἰγῶν τῆς Αἰτωλίας. ὁ δὲ Κυρηναικὸς ὁ ἐκ Κεντορίπων κατὰ τὴν Σικελίαν ἀσθενεῖς κατὰ δύναμιν, λαχανώδεις ὄντες πάντες· διὰ μέντοι τὸ πολύχυλον καὶ εὔχρουν οἱ ἐν τῇ Ἰταλίᾳ τὴν θυίαν βάπτοντες τούτῳ χρῶνται — πολλοῦ δὲ πιπράσκεται διὰ τοῦτο—, εἰς δὲ τὰ φάρμακα ὁ προγεγραμμένος ἐστὶ χρήσιμος.

2 δολοῦται δὲ μείξει κροκομάγματος κεκομμένου καὶ λιθαργύρου ἢ μολυβδαίνης διὰ τὸ βάρος ἑψήματί τε ἀλείφεται. δηλοῖ δὲ ταῦτα τό τε ἐντρέχειν κονιορτῶδες καὶ τὸ τὴν ὀσμὴν ἑψηματώδη τυγχάνειν.

δύναμιν δὲ ἔχει πεπτικήν, μαλακτικήν, ὑποστύφουσαν, οὐρητικήν, παρέχει τε εὔχροιαν καὶ ἀκραίπαλός ἐστι μετὰ γλυκέος [*](λευκόν, ὑπομήκης, ὁλόκληρος, πλήρης, ἀλιπής, εὔπνους, ἔν τε τῇ διέσει τὰς χεῖρας βάπτων, οὐκ εὐρωτιῶν, ὑπόδριμυς· ὁ γὰρ μὴ τοιοῦτος ἢ ἄωρος ἢ παλαιός ἐστιν ἢ ἀποβεβρεγμένος. δολοῦται δὲ μειγνυμένου κροκομάγματος ἢ δι᾿  ἑψήματος ὑπαλειφόμενος συντετριμμένης εἰς τὸ βαρυσταθμῆσαι λιθαργύρου ἢ μολυβδαίνης· ἐλέγχεται δὲ τῷ κονιορτῶδες ὑπάρχειν ἢ ἑψήματος ὀδωδὴν ἢ καὶ δυσώδη κέναι καὶ μὴ εἰλικρινῆ προσβάλλειν τὴν εὐωδίαν. Θεσσαλὸς μὲν οὖν φησιν μόνον εὐώδη αὐτόν· οἱ δὲ καὶ θανάσιμον, εἴ τις πιεῖν διδῷ αὐτοῦ τρεῖς δραχμὰς μεθ᾿  ὕδατος. κατὰ δὲ τὸ ἀληθὲς διουρητικός ἐστιν καὶ ἠρέμα παραστύφων, διὸ καὶ πρὸς ἐρυσιπέλατα ποιεῖ περι-) [*](11 SIM. Pl. XXI 138 D. eup. II 112 (312) Cels. III 21 (107, 11) — Pl.) [*](138 — Pl. 137 eup. I 29. 31 (108) — Pl. 137 — Pl. 138 eup. II 96 (300) — Pl. 138 — eup. I 25 (106) — eup. II 112 (312).) [*](1 post ὀλύμπου e R add. τρίτος Di Αἰτωλίας] Αἰολίδος Sarac. at cf. Steph. Byz. s. v. Αἰγαί 2 καὶ addidi κεντοριπάντων F: κεντορίας πάντων τῶν HDi: κεντορίας πάντων Da: correxi cf. Strab. VI 272. 273 Pl. XXI 31 3 ἀσθενὴς libri: correxi 4 θυίαν] i. e. thyina ligna: θείαν Da 6 προειρημένος Da ἐστὶ om, H 7 post κεκομμένου e R interp. ἢ δι᾿  ἑψήματος. ὑπαλειφόμενος συντετριμμένης εἰς τὸ βαρυσταθμῆσαι λιθαργύρου ἢ μολιβδαίνης δηλοῖ Di 9 ἐντρέχον libri: correxi τὸ] τῶ DiDa 10 post τιγχάνειν e R add. Θεσσαλὸς μὲν οὖν φησι μόνον εὐώδη αὐτόν· οἱ δὲ καὶ θανάσιμον, εἰ πιεῖν τις δῶ αὐτοῦ ⩹ γ΄ μεθ᾿  ὕδατος Dl 11 κατὰ δὲ τὸ ἀληθὲς ἔχει δύναμιν Di (e R) post οὐρητικὴν add. ψυκτικήν (refrigeriosa) Dl 12 τε addidi) [*](13 ὑπόμηκος C ἀλήτης C 16 ἑψέματος R 18 τῷ] τὸ R 19 διωδηκεναι (sic R: correxi 21 εἶπον ἰὸν αὐτοῦ τρεῖς δραχμαὶ C: εἶπον διδων αὐτοῦ τρεῖς δραχμὰς N: ει πιεῖν τις δῶ αὐτοῦ Dl: correxi 23 ποιεῖ] πνεῖ N)

31
πινόμενος, ῥεῦμά τε ὀφθαλμῶν ἐπιχριόμενος καὶ ἐγχριόμενος στέλλει σὺν γάλακτι γυναικείῳ.