De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

10 ἄσαρον, οἱ δὲ νάρδον ἀγρίαν καλοῦσι· φύλλα ἔχει κισσῷ ὅμοια, μαλακώτερα δὲ πολλῷ καὶ στρογγυλώτερα, ἄνθος [*](10 RV: ἄσαρον· οἱ δὲ νάρδος ἀγρία, προφῆται αἷμα Ἄρεως, Ὀσθάνης θέσαν, Αἰγύπτιοι κερέερα, Ῥωμαῖοι περπρέσσαμ, οἱ δὲ βάκχαρ, Θοῦσκοι σούκινουμ, οἱ δὲ νάρδουμ, ῥούστικουμ, Γάλλοι βάκαρ. βοτάνη εὐώδης, στεφανωματική, ἧς τὰ φύλλα τραχέα, μέγεθος ἔχοντα μεταξὺ ἴου καὶ φλόμου, καυλία γωνιοειδῆ, ὑποτραχέα, ἀραιά, ἔχοντα παραφυάδας, ἄνθη δὲ πορφυρᾶ, λευκά, εὐώδη, ῥίζαι ὅμοιαι ταῖς τοῦ μέλανος ἐλλεβόρου, ἐοικυῖαι τῇ ὀσμῇ κινναμώμῳ. φιλεῖ δὲ τραχέα χωρία καὶ ἄνικμα. ταύτης ἡ ῥίζα ἑψηθεῖσα ἐν ὕδατι βοηθεῖ ῥήγμασι, σπάσμασι, δυσπνοίᾳ, βηχὶ χρονίᾳ, δυσουρίᾳ· ἄγει δὲ καὶ ἔμμηνα καὶ θηριοδήκτοις χρησίμως σὺν οἴνῳ δίδοται. τὰ δὲ φύλλα στυπτικὰ ὄντα καταμεταξὺ) [*](6 SIM. Pl. XII 47 (e S. N.); XXI 30; XXI 134.) [*](6 EXC. Orib. XI s. v. (ἄσαρον — γλῶσσαν, φύεται — Ἰταλίας); cf. Gal. XI 840; Isid. XVII 9, 7 (e D. lat.); Ps. Orib. de simpl. V 30.) [*](1 ἰρίγγι FDa cf. D. III 21 μικρότερα] μαλακώτερα Spr.: haec spicas breviores habet Dl οὐ — ἀκανθώδη om. Dl: non recte del. Spr. 2 καὶ (alt) om. Orib. 3 δὲ addidi duce Spr. καὶ λευκότεραι καὶ μικρότεραι Orib.) [*](4 καυλὸν δὲ οὐδὲ καρπὸν οὐδὲ ἄνθος φέρει Orib.: καυλὸν οὔτε delevi coll. Dl nec florem nec semen habet οὔτε (alt.)] οὐδὲ QOrib. 5 ὅσα] ἃ Orib. 6 num. cap. ι QDi: η Dl οἱ δὲ — καλοῦσι om. Orib. post καλοῦσι syn. e R add Di, deinde sic pergit ἄσαρον πόα εὐώδης, στεφανωματική (e R) 7 μικρότερα FDiDaOrub.: πυκνότερα H: tenuiora Dl: molliora Pl. XII 47: correxi cf. Hallier Flora XXI 298 ἄνθη RDi) [*](9 C fol. 31r·: N 4 ἄραιως R: ἄρεος H 10 κερέσερα H: κερεερα vel κερθερα N περιτρεσσαμ R: περιτρεσάμ Di: correxi coll. Pl. XXI 132. XXVI 87 cf. Herm. XXXIII 408 11 κακχαρ R: βάκγχαρ H cf. Verg. ecl. VII 27 Pl. XXI 132 (baccar) ναρδου ρουστικου libri: correxi cf. Pl. XXI 29 βάκαρ] an βάκκαρ? 12 quae sequuntur e D. III 44 (de bacchari) huc translata sunt. Pl. XXI 30 eorum sententiam impugnat qui nardum rusticum et baccharim eandem plantam esse putavere 12 τραχέα addidi e D. III 44 13 καὶ φλόμον om. C: ἢ φλ . . . υ N post ὑποτραχέα habet ἔχων κερεαφυλλαδασκια (αια add. alt. m.) C: ἀρε . φύλλα δασέα ἐφ᾿ ὧν N: ἔχον καυλία γωνιοειδῆ, ὑποτρεχέα, ἀραιά Di 14 λευκά om. C: λεπτά N 15 ῥίζαι N: ἡ ῥίζα C ὁμοία C 16 γενᾶτε δὲ ἐν τραχέσι χωρίοις καὶ ἀνίγμοις superscr. C (m. rec.) cf. Well. I 7 18 χρήσιμος DiDa 19 διδόμενον R: πινομένη DiDa: correxi e D. III 44 καὶ καταπλ. C)

15
τῶν φύλλων πρὸς τῇ ῥίζῃ πορφυροῦν, ὑοσκυάμου κυτίνῳ ἐμφερές, ἐφ᾿ ᾧ τὸ σπέρμα ἐοικὸς γιγάρτῳ. ῥίζαι δὲ ὕπεισι πολλαί, γονατώδεις, λεπταί, πλάγιαι, ὅμοιαι ἀγρώστει, ἰσχνότεραι μέντοι πολλῷ καὶ εὐώδεις, θερμαίνουσαι καὶ δάκνουσαι λίαν τὴν γλῶσσαν.

δύναμις δὲ αὐτῶν οὐρητική, θερμαντική, ἁρμόζουσα ὑδρωπικοῖς, 2 ἰσχιάδι χρονίᾳ· ἄγουσι δὲ καὶ ἔμμηνα. μετὰ μελικράτου δὲ ποθεῖσαι, πλῆθος ὁλκῆς οὐγγιῶν ἑπτά, ὡς ἐλλέβορος λευκὸς καθαίρουσι· μείγνυνται δὲ καὶ μύροις. φύεται δὲ ἐν ὑποσκίοις ὄρεσι, πλεῖστα δὲ ἐν Πόντῳ καὶ ἐν Φρυγίᾳ καὶ Ἰλλυρίδι καὶ ἐν Οὐεστίνοις τῆς Ἰταλίας.

11 φοῦ, οἱ δὲ καὶ τοῦτο ἀγρίαν νάρδον καλοῦσι· γεννᾶται μὲν ἐν Πόντῳ, φύλλα δὲ ἐλαφοβόσκῳ ἢ ἱπποσελίνῳ παραπλήσια ἔχει, καυλὸν πηχυαῖον ἢ μείζω, λεῖον, τρυφερόν, ἐμπόρφυρον, μεσόκοιλον, διειλημμένον γόνασιν, ἄνθη πρὸς τὰ τοῦ ναρκίσσου, [*](πλασσόμενα ὠφελεῖ κεφαλαλγίας καὶ ὀφθαλμῶν φλεγμονὰς καὶ αἰγίλωπας ἀρχομένους καὶ μαστοὺς ἐκ τόκων φλεγμαίνοντας καὶ ἐρυσιπέλατα· ἔστι δὲ καὶ ὑπνοποιὸς ἡ ὀσμή.) [*](6 SIM. Scrib. L. 110 Pl. XXI 134 D. eup. II 112 (312) — Pl. l. s. eup. II 63 (278) — Pl. l. s. eup. II 76 (287) — Pl. XXI 134.) [*](12 SIM. Pl. XII 45. XXI 136 (e S. N.).) [*](12 EXC. Orib. XII s. v. (φοῦ — βρωμώδους); Isid. XVII 9, 7 (ubi olusatro corrige); Gal. XII 152 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](1 πορφυροῦν] κυανοῦν QDa: πορφνρᾶ Di: πορφυροῦν Orib.Dl Pl. l. s. Isid. l. s. ὑοσκυάμου F: ὑοσκυάμω HDiDa: ὑοσκυάμῳ ἢ Orib. 2 ἐμφερῆ Di post ἐμφερές syn. e R add. H ᾧ] οὗ Orib.: οἷς Di post γιγάρτῳ e R interpol. ἔχον καυλία — ἀραιά Di δὲ om. FDiDa 3 πλατεῖαι Orib. (γ superscr. O2) 4 post εὐώδεις e R interpol. ἐοίκυῖαι — ὀσμή, deinde Crateuae frg. e C (cf. Well. I 6) add. his verbis καὶ κρατεύας ῥιζοτομικὸς εἰς τὸ αὐτό κτλ. Di 6 quae de virtute medica profert D. e Cratena fluxerunt ἁρμόζουσαι H 7 post χρονί e R add. καὶ βηχί HDa δὲ om. H μετὰ δὲ HDa 8 καὶ ἀντιδότοις Crat. δὲ (alt.) om. Di 10 πλεῖοτον Orib. ἐν (alt.) om. Di 11 ἐν om. QDiDa: del. O2 οὐεστίνοις Orib. (ἰουστίνοις corr. O2): ἰουστίνοις FDa: ἰουστήνη HDi post ἰταλίας interpol. e R ἡ δὲ ῥίζα τοῦ τοιούτου (αὐτοῦ Da) βοηθεῖ ῥήγμασι — ὀσμή HDa) [*](12 num. cap. ια QDi: θ΄ Dl τὸ λεγόμενον παῤ ἰταλοῖς βαλεριάνα add. H καὶ τοῦτο om. Orib. 13 μὲν Orib. HDiDa: δὲ F folia hellebori similia vel ypposelinu Dl 14 πορφυροῦν Orib. 15 ἄνθη δὲ φέρει Orib. τοῦ ναρκίσσου libri Orib.Dl. τοῦ κισσυῦ coni. nescio quis: τῆς νάρδου Spr.: suspectum) [*](16 κεφαλαλγίαν C καὶ (pr.) om. CDiDa 18 ὀσμή R: κόμη reliqui)

16
μείζονα δὲ καὶ ἐν τῷ ὑπολεύκῳ διαπόρφυρα· ῥίζα δὲ ἡ μὲν ἀνωτέρω περὶ δακτύλου μικροῦ τὸ πάχος, πλάγια δὲ ὑπόρριζα ἔχει καθάπερ σχοῖνος ἢ μέλας ἐλλέβορος, ἀλλήλοις ἐπιπεπλεγμένα, ὑπόξανθα, εὐώδη, ναρδίζοντα τῇ ὀσμῇ μετά τινος βάρους βρωμώδους.