Iatrica
Anonymus Londinensis
Anonymi Londinensis ex Aristotelis Iatricis Menoniis et aliis medicis eclogae (Supplementum Aristotelicum, Volume 3). Diels, Hermann, editor. Berlin: Reimer, 1893.
- ἐν[τ]ρέχεια. [ἀλλ' ἐπὶ ἐκεῖνα ἴωμ(εν)] νῦν· ὅταν [*](I 21—22 K 39 ουτωι P 42 sqq. sensum talem divino: ἀπὸ τοῦ καὶ περὶ τὴν ζωτικὴν δύ(ναμιν) (εἶναι) κ(ατ)ωνόμασται· ὡς ὁμοίως δὲ ψυχικὰ τὰ περὶ ὑ(πάρχοντα) τοῖς σώμασιν, ὥστε δυ(νάμεις) ἰδίας κ(ατ)ωνομάσθαι ταῦτα τήν τε ζωτικήν κτλ.)
- λέ[γ]ωμεν συ[νίσ]τασθαι [κ(ατὰ)] τὴν
- πά[θ]η, περὶ τ[ὴν] ὅλην λέ[γομ](εν) καὶ περὶ
- τὸ [μ]έρος αὐτ[ῆ]ς τὸ λογισ[τι]κόν. * τ(ῶν)
- ψυχ[ικ]ῶν παθ[ῶ]ν ἃ μ(έν) (ἐστιν) [κ(ατὰ) φ]ὐσιν,
- παρὰ φ[ύ]σιν. παρ[ὰ] φύσιν μ(ὲν) [δι]αθετικὸν
- ψυχῆς κτὰ κείνησιν [ἢ σ]χέσιν
- φύσιν, κατὰ φ[ύ]σιν δὲ δια[θε]τικὸν ψυχῆς
- κ[α]τὰ κείνησιν ἢ σ[χέ]σιν κ(ατὰ) φ<ύ>σιν.
- αὕτη [μ]ὲν ἡ τε[χ]νολογία [τ(ῶν)
- οἷς καὶ ἡμ<ε>ῖς ἑπόμεθα. κ(ατα)[. . . ]ουσιν
- καὶ με[τ]ριοπαθ<ε>ίας περὶ τ[ὸν] σοφόν. καί
- τὰς μ[ε]τριοπαθ<ε>ίας νε[ῦρα] (εἶναι)
- [οἱ] δὲ νεώτεροι, [τοῦ]τ' (ἔστιν)
- κατὰ φύσ[ιν] πάθος οὐδὲν κ(ατα)[λεί]πουσιν
- ψυχῆς. [ταύτηι] γ(άρ) φ(ασιν) ἐνφ[έρ]εσθαι
- παρὰ φύ[σι]ν ἐκ τῆς πάθ[ους φ]ωνῆς· ἧι
- καὶ τὸ π[ά]θος ἀ[π]έδοσαν· π]ἀθος (ἐστὶν)
- ὁρμὴ πλ[εο]νάζουσα, τῆς ὁρ[μ]ῆς αὐτοῖς
- ἐξακ[ουο]μένης ουχὶ ἀν[τὶ] τῆς ὑπερ-
3
[*](II)