Dialexeis
Maximus of Tyre
Maximus of Tyre. Maximi Tyrii philosophumena. Hobein, Hermann, editor. Leipzig: Teubner, 1910.
πρόσω τὲ καὶ τὰ πλησίον ἀεὶ καταλαμβάνει, ἐκτμητέον δὴ αὐτῆς καὶ ἀφαιρετέον τὰς δυνάμεις τῶν σωμάτων, ὡς λῃστοῦ χεῖρας, ὡς ἀκολάστου ὀφθαλμούς, ὡς λίχνου [*](3 ἁβρὸς ὁ Σαρδανάπαλλος quem et γυναικεῖον Luc. d. mort. 2. 20. 2 et θῆλυν idem lupp. conf. 16 (639) 4 καλὸς . . ὁ Ἀλ- κιβιάδης vi. or 39. 5 f cf. Plat. Alc. I 113 b 10 ὥσπερ γὰρ sq. vi. or. 12. 8 c) [*](9 φθειρέσθω — 16 καταλαμβάνει n | φθειρέσθω — p 86. 5 τόλμης p (om. tamen 16 ἐκτμητέον — p. 86. 3 προλαμβάνει)) [*](2 πάσῃ τῇ πόλει α(δ) πάσῃ πόλει (del. τῇ) Markl. ‖ 3 ἁδρὸς Markl. (Duebn.) ‖ 7 Ἀθηναίους ἐπὶ Σικελίαν B ‖ 8 ὑποκεῖσθαι M α(δ) unde ὑποκαίεσθαι Heins. Dav. (Oxoniensis) ‖ 9 〈τὴν〉 ἡδο- νὴν B | πᾶς om B ‖ 10 ἑρπηστικὰ (ης in ras.) R ἑρπυστικὰ cett. (δ∠°) sed vi. p. 21. 15 ‖ 12 προσαπόλλυσι M προσαναπόλλυσι N 13 τὴν ἕδραν | τὴν τέχνην N ‖ 14 νοσήματος] σώματος B | ὡς δὴ Wakefield (silv. crit. 150 p 156) ὧδε Duebn. ‖ 16 τὰ (ante πλη- σίον) om. MN α(δ) corr. Markl ‖ 17 δὴ] ἤδη Wakefield | ἀφαι- ρητέον B ‖ 18 λῃστοῦ] λαιοῦ B | καὶ (ante ὡς) inseruit B )
Κἂν γὰρ ἐπιστήσῃς τῇ νόσῳ δικαστὰς καὶ δεσμωτήρια καὶ δημίους, τὸ κακὸν φθάνει, καὶ ἕρπει, καὶ προ | λαμβάνει·
ἀμήχανος γὴρ ἡ πονηρίας ὀξύτης, [*](45b) ἐπειδάν ἅπαξ ἤθει ψυχῆς ἐμπεσοῦσα ἐπιλάβηται ὕλης πονηρᾶς, καὶ ἐξουσίας ἀδεοῦς, καὶ ἀνεπιτιμήτου τόλμης.
Τί τ ὸ δαιμόνιον Σωκράτους. α΄.
Θαυμάζεις εἰ Σωκράτει συνῆν δαιμόνιον, φίλον, μαντικόν, ἀεὶ παρεπόμενον, καὶ μόνον οὐ τῇ γνώμῃ αὐτοῦ ἀνακεκραμένον; ἀνδρὶ καθαρῷ μὲν τὸ σῶμα, ἀγαθῷ δὲ τὴν ψυχήν, ἀκριβεῖ δὲ τὴν δίαιταν, δεινῷ δὲ φρονεῖν, μουσικῷ δὲ εἰπεῖν, εἰς δὲ τὸ θεῖον εὐσεψεῖ, [*](3 ἀμήχανος — 5 τόλμης n) [*](1 κἂν] καὶ B ‖ 2 δήμους R! B | φθάνει] ἀνθεῖ Wakefield 3 ἀμήχανος α(δ) εὐμήχανον B | γὰρ om. p ‖ 4 ἔθει n ‖ 5 ἀνε- πιτιμήτου (τι in ras.) R | τόλμης. τέλος σὺν τῷ θεῷ ἀμὴν M τόλμης. τέλος (rubr.) καὶ τοῦτο ἐξισώθη κατὰ τὸ ἑαυτοῦ πρωτό- τυπον, ἵνα μὴ εἴπω καὶ κρεῖττόν τι N) [*](Codices RBMN φ (= Paccius) α (═ Stephanus); H (teste Davisio)) [*](11 ἀνδρὶ sq vi or. 3. 3 b ἀνὴρ) [*](11 ἀνδρὶ — p. 87. 1 ἀνθρώπινα p) [*](6 H΄ ‖ 8 in mge ιβ΄ R! | τί τὸ δαιμόνιον Σωκράτους. α΄ R om. α΄ NZ (add. ιδος teste Schenkl) add. λόγος κζ΄ αφ τοῦ αὐτοῦ τί τ. δ. Σωκρ. M om. (concesso spatio a rubricatore non expleto) B ‖ 10 μονονοὺ BN μονονουχὶ α(δ) ‖ 11 ἀνὴρ κα- θαρὸς p ‖ 12 ἀγαθὸς et ita in seq. ἀκριβής, δεινός, μουσικός, εὐσεβής, ὅσιος p ‖ 13 τὰ θεῖα p)
Τί δήποτε οὖν τοῦτο μὲν θαυμάζεις, γύναιον δὲ τὸ τυχὸν Δελφικὸν Πυθοῖ, ἢ Θέσπρωτον ἄνδρα ἐν Δωδώνῃ, ἢ Λίβυν ἐν Ἄμμωνος, ἢ Ἴωνα ἐν Κλάρῳ, ἢ Λύκιον ἐν Ξάνθῳ, ἢ Βοιωτὸν ἐν Ἰσμημίου, τούτους ἅπαντας οὐ θαυμάζεις τῷ δαιμονίῳ ὅσαι ἡμέραι συγγιγνομένους, καὶ οὐ τὰ σφίσιν μόνον πρακτέα ἢ μὴ γιγνώσκοντας, ἀλλὰ καὶ τοῖς
ἄλλοις χρησμῳδοῦντας καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ; ἢ διότι ἡ μὲν πρόμαντις καθίζουσα ἐπὶ τρίποδος, ἐμπιμπλαμένη δαιμονίου πνεύματος, χρησμῳδεῖ· ὁ δὲ ἐν Ἰωνίᾳ ὑποφήτης, ὕδωρ ἐκ πηγῶν ἀρυσάμενος καὶ πιών, μαντικῶς ἔχει· οἱ δὲ χαμεῦναι, καὶ ἀνιπτόποδεςʼ, ἐν Δωδώνῃ θεραπεύοντες δρῦν, παῤ ἐκείνης, ὡς ὁ Θεσπρω τῶν λόγος, μαθόντες χρησμῳδοῦσιν;
Ἐν Τροφωνίου τε μὴν (καὶ γὰρ τοῦτο μαντεῖόν [*](Ed. Duebn. p.52 ) ἐστιν ἐν Βοιωτίᾳ ἥρωος Τροφωνίου περὶ Λεβαδίαν πόλιν) ὁ δεόμενος συγγενέσθαι τῷ δαιμονίῳ, ἐνσκευασάμενος [*](46a) ὀθόνῃ | ποδήρει καὶ φοινικίδι, μάζας τε ἐν χεροῖν ἔχων, εἰσδύεται ὕπτιος κατὰ στομίου στενοῦ· [*](2 γύναιον sq vi. or. 41. 1 d etiam or. 29. 7 c cf. Themist. 27. 2 (351 d) ‖ 12 χαμεῦναι καὶ ἀνιπτόποδες ut or. 13. 6 b ex Hom. Π 235 ‖ 13 δρῦν cf. Hom. ξ 327 Plat. Phaedr. 275 b schol. in Aesch. Prom. deam. 659 Themist 27. 2 (351 d) Strab. VII 329 etiam Dio Chr. 7. 52 ‖ 15 ἐν Τροφωνίου sq. cf. Lucian. d. mort. 3. 2 (339) Philostr. vit. Apoll. VIII 9) [*](2 γύναιον — 5 Ἰσμηνίου p) [*](2 δὲ τὸ τυχὸν om. p ‖ 3 Θέσπρωτον (σπ in ras.) R! | Ἅμ- μωνος B ‖ 4 Κλάρῳ Λύκιον (suprascr. ἢ) R! 6 ὁσημέραι ϛ (δ∠°) in mge σημείωσαι περὶ χρησμῶν (man. rec. ) R! ‖ 8 ἦ ∠ corr. Markl | ἢ 〈τί οὐ θαυμάζεις〉 διότι Markl. νὴ Δία Reiske 9 ἐμπιπλαμένου MN φα(δ) ‖ 15 γε μὴν Bα(δ ∠) | μαντεῖον ἐστὶν BM non ‖ 16 ἥρωος — 17 συγγενέσθαι om. M ‖ 17 ἐνεσκευα- σμένος Markl. ‖ 19 ὕπτιος (τι in ras.) R!)