Περὶ παρωνύμων

Aelius Herodianus

Aelius Herodianus, Περὶ παρωνύμων, Grammatici Graeci 3.2, Lentz, Teubner, 1868

Theogn. 109, 28: ϲοφόϲ ϲοφία, κακόϲκακία, μωρόϲ μωρία — περὶ. ποϲότητοϲ p. 304 φιλόϲοφοϲ φιλοϲοφία, κακουργόϲ κακουργία κτλ., βοηθόϲ βοήθεια, εὔεροϲ εὐέρια.

Choer. Orth. 269, 23. ἄλουτοϲ ἀλουϲία, ἀθάνατοϲ ἀθαναϲία.

Choer. Orth. 182,16: αὐθάδηϲ αὐθαδία αὐθάδεια. 179, 9: ἀληθήϲ ἀλήθεια, εὐγένεια, εὐπάθεια, ἀμαθία.

St. Β : Καυκώνεια χώρα ἀπὸ τῆϲ Καύκωνοϲ γενικῆϲ ὡϲ Μαρώνεια.

Arcad. 100, 8: τὰ εἰϲ ια παραγόμενα ἀπὸ τῶν εἰϲ ξ ληγόντων βαρύνεται, ρυγία, Βεβρυκίᾳ. ϲεϲημείωται τὸ ἀνθρακιά ὀξυνόμενον.

Περὶ τῶν εἰϲ η.

E. Μ. 87, 35: Ἀμυώνη ἡ θυγάτηρ Δαναοῦ ἀπὸ τῆϲ ἀμύμονοϲ γενικῆϲ. πολλὰ γὰρ τῶν θηλυκῶν ὀνομάτων εἰϲ η λήγοντα γίνεται ἀπὸ τῶν εἰϲ οϲ γενικῶν τῶν ἑνικῶν οἶον πέρατοϲ περάτη, κάλυκοϲ Καλύκη, ἅρπαγοϲ ἁρπάγη (βαρύνεται ἐπὶ τοῦ ἐργαλείου, τὸ δὲ ἁρπαγή ὀξύνεται ἀπὸ τοῦ ἁρπάζω Arcad. 102, 7), ϲώφρονοϲ Ϲωφρόνη, χιόνοϲ Χιόνη ὄνομα ἡρωΐδοϲ. οὕτω καὶ ἀμύμονοϲ Ἀμυμόνη καὶ κατὰ ἔκταϲιν Ἀλμυμώvη.

Arc. 102, 9: τὰ εἰϲ η παρώνυμα βαρύνεται ἀμφίρυτοϲ ἀμφιρύτη, δορύκτητοϲ δορυκτήτη, ἀμφίλυκοϲ ἀμφιλύκη.

[*](l. 26 cf. St B. τὸ Ἀμβρακία ἡ χώρα ἀπὸ τῆϲ Ἄμβρακοϲ γενικῆϲ, οὐκ ἀπὸ τοῦ Ἀμβράκιοϲ. ῆν γὰρ Ἀμβρακιακόϲ. l. 29 cf St. B s. v. Καλύκη κύριον ἀπὸ ῆϲ. κάλυκοϲ γενικῆϲ. 1. 31 ἐνικῶν pro ἀρϲενικῶν coniecit Lobeck. Parall.)
857

Arc. 104, 11: τὰ εἰϲ βη ἰαμβικὰ παρώνυμα βαρύνεται βλάβη (sc. a βλάβοϲ).

Arc. 104, 23: τὰ εἰϲ γῆ ἰαμβικὰ παρώνυμα ὄντα βαρύνετο, πάγη, τρύγη, ϲτέγη.

Eustath. ad Dionys. 566: τὸ παταγή κοινότερον μὲν ὀξύνεται ὡϲ τὸ ἀλαλαγή, ὁ δὲ Ἡρωδιανὸϲ βαρύνει αὐτό, λέγων ὅτι οὐκ ἐκ τοῦ πατάϲϲω γίνεται, ὠξύνετο γὰρ ἂν ὡϲ τὸ ἀλαλαγή, ἀλλ’ ἐκ τοῦ πάταγοϲ, οὐ τὸ θηλυκὸν πατάγη.

E. Μ. 678, 39: τὰ εἰϲ οϲ διϲύλλαβα τῷ ο παραληγόμενα ποιοῦντα θηλυκὰ ὀξύτονα αὐτὰ ποιοῦϲιν οἶον ϲτρόφοϲ ϲτροφή, νόμοϲ νομή, ῥόοϲ ῥοή, χόλοϲ χολή, πόθοϲ ποθή.

Arc. 106, 17: κρόκη βαρύνεται ἀπὸ τοῦ κροκόϲ.

Arc. 110, 11: τὸ κόμη παρώνυμον παρὰ τὸ κόϲμοϲ κόϲμη καὶ ἀποβολῇ τοῦ ϲ κόμη βαρύνεται.

Theogn. 112, 13: γέγονε τὸ εὐνή ἁπὸ τοῦ εἰϲ ἑνόϲ ἑνή καὶ εὐνή ψιλουμένηϲ τῆϲ ευ διφθόγγου, ἐπεὶ τὸ υ πλεονάζον ψιλοῖ τὰ πρὸ ἑαυτοῦ φωνήεντα, ἕκηλοϲ εὔκηλοϲ, ἕαδε εὔαδε.

Arcad. 112, 10: τὰ εἰϲ ονη ὑπερδιϲύλλαβα παρώνυμα κύρια βαρύνεται, Ἀντιγόνη, Ἠριγόνη. St. B. Ἡγεμόνη ἀπὸ τῆϲ ἡγεμόνοϲ γενικῆϲ.

Il. Pr. Ν 29: τὰ διὰ τοῦ ϲυνη θηλυκὰ εὑρέθη οὐκ ἐπιθετικῶϲ κατά τινοϲ θηλείαϲ, κατηγορικὰ δὲ πράγματοϲ. οὐ γὰρ ἀγαθοφροϲύνη γυνή.

Ep. Hom. 291, 14 coll. Arc. 115, 6: ϲκάφη τὸ πλοῖον βαρύνεται παρώνυμον ὂν ἀπὸ τοῦ ϲκάφοϲ ὡϲ κάρφη ἀπὸ τοῦ κάρφοϲ.

St. Β.: παρὰ τὸ Κρήϲ Κρητόϲ Κρήτη ὡϲ Θρᾴκη καὶ Χιτώνη καὶ εὐφρόνη.

Περὶ τῶν ἐἰϲ ον.

E. Μ. 451, 45: τὰ ἀπὸ τῶν εἰϲ ευϲ διὰ τοῦ ειο ιον γινόμενα μονογενῆ προπεριϲπᾶται βαλανεῖον, βαφεῖον πλὴν τοῦ Θηϲεύϲ Θήϲειον καὶ τὸ Φότεῖον πόλιϲ ἀπὸ Φυτέωϲ τοῦ κτίϲαντοϲ αὐτήν.

E. Μ. 230, 25: τὰ ἀπὸ τῶν εἰϲ οϲ διϲυλλάβων οὐδετέρων διὰ τοῦ ειον γινόμενα οὐδέτερα μόνα διὰ τῆϲ ει διφθόγγου γράφεται οἷον δάνοϲ δάνειον, γένοϲ γένειον, βρένθοϲ βρένθειον.

Περὶ πατρωνυμικῶν.