Περὶ ὀρθογραφίας

Aelius Herodianus

Aelius Herodianus, Περὶ ὀρθογραφίας, Grammatici Graeci 3.2, Lentz, Teubner, 1868

βράγχοϲ: νόϲημά τι τῶν ἐν τῷ ϲώματι γιγνομένων περὶ τὸν βρόγχον, ὃ καὶ ὑϲ μάλιϲτα διαφθείρει.

[*](1. 3 Hes. Βerod. in E. M. 206, 66 βουβών ὅπερ τινέϲ φαϲι βομβῶνα. 1. 4 Hes. 1. 5 Arc. 107, 6 βορβορόπη Eust. 1329, 30 ct. Bergk poet. lyr. p.611 ed. II Sehrmdt. ad Hesych. βορβορωπόν. 1. 6 Choer. 184, 32, Hes. βορρᾶϲ δὲ δύο ρρ κατᾶ παράδοϲιν, βορά δὲ ἡ τροφὴ ἕν ρ. Sie Choer. 185, 1 emendandus videtur ex Hes., ubi βορά βορέαϲ βορρᾶϲ. Apud Choer. legimus βορά ἡ τροφὴ: δύο ρρ κατὰ παράδοϲιν, ubi excidisse arbitror βορά ἡ τροφὴ [ἕν β, βορρᾶϲ] δύο ρρ κατὰ παράδοϲιν. 1. 7 Hes. 1. 8 Choer. 186, 2. cf. can. gen. 1. 9 Hes. et E. M. 205, 3. 1. 11 St. B. cf. can. gen. 1.13 St. H. 1. 15 St. B. 1. 20 St. B., ap. Hes. et in E. M. 206, 44 vitiose Βούδιον scriptum est. 1. 22 St. B. et. E. M. 210, 22. 1. 23 St. B. 1.26 Choer. 184, 19. 1. 28 Hes. St. B. Βερέκυντοϲ γενικὴ τῆϲ εὐθείαϲ ἀρρήτου ἔϲτι δὲ πόλιϲ Φρυγίαϲ καὶ ἡ χώρα Βερεκυντία ἢν γάρ τιϲ Βερεκύντηϲ, ἀφ’ οὖ ἡ χώρα Βερεκυντία. cf. Lob. Parall. 166 seqq.)[*](1. 29 Hes. βρόγχοϲ λέγεται ὁ λαιμόϲ καὶ φάρυγξ, ὅϲ καὶ βράγχοϲ παρὰ τοῖϲ παλαιοῖϲ λέγετάι. E. M. 211, et 215, 27 βρόγχοϲ ὁ λαιμόϲ ἢ βρόχθοϲ, ὅν καὶ φόρυγγα καλοῦϲι· ἡ μὲν ϲυνήθεια βρόγχον καλεῖ, οἱ δὲ ἀρχαῖοι βράγχον et 1 51 βρόχθοϲ τὸ ὀλίγον πόμα καὶ ἡ φάρυγξ, δι’ ἧϲ καταπίνομεν· παρὰ τὸ βρέχω βέβροχα βρόχοϲ καὶ βρόχθοϲ κατὰ πλεοναϲμόν. cf. Hes. βραγχῶντοϲ. βρόχοιϲ ἁλόν-)
484