Περὶ ὀρθογραφίας

Aelius Herodianus

Aelius Herodianus, Περὶ ὀρθογραφίας, Grammatici Graeci 3.2, Lentz, Teubner, 1868

πεῖϲμα εἴτε ἐπὶ τοῦ ἐν τῇ ϲυνηθείᾳ λεγομένου εἴτε ἐπὶ τῶν ἀπογείων [*](νιφάϲ. Hes. habet πέδιλα ὑποδήματα καὶ ἔϲτιν οἷον ποδόειλα idem etiam πέδειλα.) [*](l. 4 Choer. 251, 24. l. 5 Hes., qui tamen etiam πίκειν πίκεται habet cf. Lob. Rhem. 58 E M. 667, 40 πείκω καὶ πέκτω, ὅθεν πεξαμένη· ἢ παρὰ τὸ πέκω καὶ πλεοναϲμῷ τοῦ ῑ πείκω. Arcad. 152, 10 πέκω καὶ πείκω καὶ πέκτω. E. Gul. 456, 25 optime servavit praeceptum: πείκειν ϲημαίνει τὸ ξαίνειν. διὰ τῆϲ ει διφθόγγου· πρῶτον ὅτι τὸ πείκειν — ϲημαίνει τὸ κτενίζειν, ἐξ οὗ καὶ παρὰ τῷ ποιητῇ «πεξαμένη χειρὶ πλοκάμουϲ ἔπλεξε φαεινούϲ» (Ξ 176) — γέγονε πέκειν καὶ πλεοναϲμῷ τοῦ ῑ πείκειν, δεύτερον δὲ διὰ τῆϲ ει διφθόγγου γράφεται, ὅτι ἀντιπαράκειται αὐτῷ τὸ πόκοϲ, τὰ δὲ ἔχοντα τὸ ο ἀντιπαρακείμενον ἔχει τὸ ε ἐγκείμενον οἶον λείβω λοιβή, πείκω πόκοϲ. l. 6 Choer. 251, 24 E. M. 667, 36. l. 8 Hes. E. M. 667, 47 πεινῶ παρὰ τὸ πενω πένομαι, ᾦ παρέπεται πολλάκιϲ τοῦτο. l. 9 Chocr. 252, 7. — Hes. πεῖρα, πειράζω, πειράν, πείρατα πέρατα, πειραταί, πειρατήριον. cf. E. M. 667, 668. l. 11 E. M. 667, 58, Choer. 252, 22. l 14 St. B. l. 15 Choer. 252, 29, E. M. 668, 4 etymologiae a πεῖρα, a πέραϲ ἄπεροϲ ἄπειροϲ ἀπειρήνη ἡ πολλή, ἀπὸ Πειρῆνόϲ τινοϲ sane dubiae sunt. l. 16 Choer. 251, 32, E. M. 668, 15. l. 17 E. M. 668, 21. extrema explicatio Herodiani videtur, qui etiam Apionis et Didymi protulisse potandus est. cf. E. M. 489, 5, Schol. Ω 190, Lob. El. I 153, Choer. 253, 4 πείρινθοϲ: ει· παρὰ γὰρ τὸ περιθέειν γέγονε πέρινθοϲ καὶ πλεοναϲμῷ τοῦ ῑ πείρινθοϲ. l. 23 cf. Il. Pr. h. l., E M. 668, 30. l. 24 E. M. 667, 39, nam sic pro πεῖρα scribendum est. ct. Arc. 97, 20 πεῖϲα ἡ πειθώ. Hes. πείϲῃ, qui tamen etiam πίϲῃ. l. 25 Choer. 253, 18, E. M. 668, 46 καὶ Πείϲανδροϲ ὁμοίωϲ Choer. 253, 25. l. 26 E. M. 668, 39. Hes. habet etiam πίϲματα.)

566
ϲχοινίων διὰ διφθόγγου γράφεται· παρὰ γὰρ τὸ πείθω πείϲω γίνεται. τὰ γὰρ ἀπόγεια ϲχοινία πείθειν καὶ εἴκειν τὴν ναῦν ποιοῦϲιν. ἐκ τοῦ πείϲω μέλλοντοϲ γίνεται καὶ πεῖϲα ἡ πειθώ. τὸ δὲ πείϲεται. ἐπὶ τοῦ παθεῖν ἀπὸ τοῦ πήθω πήϲω ἐϲτὶ κατὰ τροπὴν τοῦ η εἰϲ ει δίφθογγον.