Περὶ Ὀδυσσειακῆς προσῳδίας

Aelius Herodianus

Aelius Herodianus, Περὶ Ὀδυσσειακῆς προσῳδίας, Grammatici Graeci 3.2, Lentz, Teubner, 1868

10. ἀκάκητα: προπαροξυτόνωϲ. H.

221. ἄϲϲον ἴεν πολυκάρπου ἀλωῆϲ: ἴεν ψιλωτέον, ἔϲτι γὰρ ἑνικὸν ἀντὶ τοῦ ἐπορεύετο. Π. Pr. Μ 33.

[*](Ψ 3 haec quamvis plena obscuritatis sint, tamen apparet totam de hoc vocabulo disputationem cum quaestione de medi. aspiratIone arctisime coniuncta. esse, sunt Lehrsii verba de Aristarch. p. 312 ed. ll. 191 Ἀρίϲταρχοϲ addidi ex Eustath. ad h. l. 1944, 38 cf. Lehrs de Arist p 300 ed. II. 281 cf. ad λ 134.)[*](Ω 10 ex ΙΙ Π 185 coll. Α 540 addi possunt: Ἀρίϲταρχοϲ. οἱ δὲ ἄλλοι ἀναλογίᾳ πειθόμενοι προπεριϲπῶϲιν. Quae in Scholio adiecta sunt, ex Ϲhoer.)
165

229. γραπτῦϲ: ἐν τῇ Ὀδυϲϲειακῇ προϲῳδίᾳ φανερῶϲ τὸ γραπτῦϲ περιϲπᾷ καί φηϲιν, ὅτι εἴη εἰρηκὼϲ ὡϲ καὶ τὸ κλιτῦϲ (Π 390) δεῖ περιϲπᾶϲθαι. Schol. ad Π. Π 390.

242. κατ’ ἔχων κεφαλήν: κάτω ἔχων νενευκώϲ· δύναται δὲ καὶ ὑφ’ ἓν κατέχων. V.

331. οὐλὴν μὲν πρῶτον: οὐλή ὡϲ αὐλή. τὰ γὰρ εἰϲ λη λήγοντα θηλυκὰ μονογενῆ διφθόγγῳ παραληγόμενα ὀξύνεϲθαι θέλει, εἰ μὴ ἔχοι ἔννοιαν ϲυνθέϲεωϲ οὐλή αὐλή, ἀπειλή, ὠτειλή. τὸ μέντοι ἑτέρῃ δ’ ἔχεν οὔλαϲ » (γ 441), λέγω δὲ ἐπὶ τῶν κριθῶν ἴϲωϲ βεβαρυτόνηται μονογενὲϲ ὂν πρὸϲ μονογενὲϲ ὀξυνόμενον τὸ οὐλή. Π. Pr. Τ 26.

417. ἐκ δὲ νέκυϲ οἴκων φόρεον: οὐκ ἀήθηϲ ἡ τοιαύτη ϲυναλοιφή. τὸ « ἄρχετε νῦν νέκυαϲ φορέειν» (Οd. χ 437 ) ἐν τοῖϲ ἐφεξῆϲ ἔφη «ἐκ δὲ νέκυϲ οἴκων φόρεον» (h. l.). Π. Pr. Μ 286.

[*](Dict 432, 14 fluxerunt. 229 in Π Pr. l. c. κλιτύϲ ut γραπτύϲ oxytonos pro- nunciandum praecipitur. 242 posteriorum explicationem Herodiani esse pro hatur collato adnotamento ad λ 134.)