Περὶ Ὀδυσσειακῆς προσῳδίας

Aelius Herodianus

Aelius Herodianus, Περὶ Ὀδυσσειακῆς προσῳδίας, Grammatici Graeci 3.2, Lentz, Teubner, 1868

51. ἄντιτα: ἀνάτιτα. ἔϲτι δὲ ϲυγκοπή. Q.

81. αὐτὸν ἔχον τά ϲε ἐχρῆν ὀρθοτονεῖν τὴν ϲέ. H.

170. ἀλλ’ ὅτε δὴ δείπνητοϲ ἔην: ὀξυτόνωϲ μὲν τὸ δεῖπνον, βαρυτόνωϲ δὲ ὁ καιρὸϲ τοῦ δείπνου. BHQ.

199. ϲκῆπτρον θυμαρέϲ: τῇ ψυχῇ ἀρέϲκον. ϲύνθετον δέ ἐϲτι παρὰ τὸ ἄρω θυμαρέϲ καὶ οὕτωϲ ἀνέγνωμεν διὰ τοῦ α ὀξυτόνωϲ. γάρ ἐϲτι παρώνυμον διὰ τοῦ ηρηϲ, τὰ γὰρ διὰ τοῦ ηρηϲ κοὶ ωδηϲ παρώνυμα βαρύνεται. l. Pr. 1 336.

218. ὣϲ ἀεὶ τὸν ὅμοιον ἄγει θεὸϲ ὣϲ τὸν ὅμοιον. τὸ ὥϲ ὀξύνεται κἂν ἐν ἀρχῇ κἄν ἐν μέϲῳ κἂν ἐν τέλει ᾖ πλὴν μόνον ὅτε ϲημαίνει τὸ ὅμωϲ. ὀξύνεται μὲν ἐν ἀρχῇ οὕτωϲ «ὣϲ δὲ λέων ἐχάρη» (Γ 23) κα ἐν μέϲῳ (h. l.) καὶ ἐν τέλει «ὄρνιθεϲ ὥϲ (Γ 2). lo. Al. 31, 21.

225. καί κεν ὀρὸν πίνων: ὀρόϲ ψιλῶϲ καὶ ὀξέωϲ. H.

228. γαϲτέρ’ ἄναλτον: ὁ Ἡρωδιανὸϲ τὴν γαϲτέρα ἀναύξητον ἄναλδόν τινα οὖϲαν τὴν ἀεὶ ξηρὰν καὶ ταπεινήν. ΒQ. Vind. 133.

231. ἀμφὶ κάρη ϲφέλα: ὁ μὲν Ἀϲκαλωνίτηϲ ἀμφικαρῆ ϲφέλα τὰ μικρὰ ὑποπόδια διὰ τὰϲ βάϲειϲ· ὁ δὲ Ἡρωδιανὸϲ ἀμφὶ κάρη ὡϲ εἰ [*](347 ct. Π. Pr. Θ 299: ποιητικῶϲ γὰρ ἀποβέβληται τὸ ε. 421 cf. Arc. 46, 22.) [*](P 51 cf. Π, Pr. Ω 213, unde patet alios pronunciasse ἂν τιτά. 57 ἄπτεροϲ ἔπλετο μῦθοϲ οὐκ ἀπέπτη ὁ λόγοϲ, ἀλλ’ ἐπέμεινε μὴ ἔχων πτερόν. QV. Ἡρωδιανὸϲ (δὲ) ἕτοιμοϲ λέγει. MS. Barnes. Explicatio ἕτοιμοϲ eodem redit, quo ea, quam ex QV posui. De origine Herodianea coll. E. M. 133, 21 dubitari nequit, sed nota non ad Prosodiam Homercam pertinet. 170 cf. Arc. 81 ,25 τρύγητοϲ ὁ καιρόϲ μονογενῶϲ, τρυγητὸϲ δὲ τὸ τρυγώμενον· τοιοῦτον καὶ τὸ ἄμητοϲ καὶ ἀμητόϲ. Cum hoc comparat Eustath. ad h. l. δείπνηϲτοϲ, quae est altera scriptura vocabuli cf. Spitzner Excurs. XXX § 2 ad Iliad. 225 παρἀ τὸ αἴρω ut ab Herohiano aliena omisi. De accentu cf. Arcad. 68, 22, de spiritu 199, 18) [*](228 de origine Herodianea dubitari non potest collata Il. Pr. Α 533 ubi ἔνθεν (sc. quia non ab ἅλλομαι, sed ab ἄλδω) τινὲϲ καὶ τὸ «ὃϲ τοῦτον τὸν ἄναλτον» ψιλῶϲ προφέρονται. Sententia clara esset addito ψιλῶϲ. 231 cf. Hesych. s. v.)

161
ἔλεγε πεμπόμενα ἐπὶ τὸ κάρη καὶ κατερχόμενα εἰϲ τὰϲ πλευρὰϲ ϲυντρίψουϲι αἱ πλευραί. BHQ.

237. ἦ πρὸϲ γῆν ἐλάϲειε κάρη ἀμφουδὶϲ ἀείραϲ. τὸ η τὸ δεύτερον περιϲπαϲτέον. τὸ δὲ ἀμφουδίϲ ὀξύνεται ὡϲ λικριφίϲ. H.

246. ἄϲτυ κάτ᾿ : εἰ καὶ ϲυναλοιφή, ὅμωϲ δύναται ἀναϲτρέφεϲθαι διὰ τὴν ἀνάπαυϲιν. H.

317. περιῄδη: περιϲϲῶϲ ᾒδη. B.

330. νεῦϲ’ ἐπὶ οἱ καλέϲαϲ: ἔϲτι καὶ ἐγκλιτικὴν εὑρέϲθαι τὴν οῖ ἀντὶ γενικῆϲ κειμένην ἐπὶ τοῦ «οἱ δ’ οἱ ἐβλάφθηϲαν» (Π. Ψ 387) ἔϲτι δὲ καὶ ὀρθοτονουμένην ἀντὶ αἰτιατικῆϲ ὥϲπερ ἐπὶ τοῦ «νεῦϲ’ ἐπὶ οἷ καλέϲαϲ». Π. Pr. Τ 384.

343. οὖλον: ὅλον κατὰ ἐπένθεϲιν τοῦ ῦ V. τὸ δὲ ἐπεντιθέμενον υ ψιλοῖ τὰ δαϲυνόμενα φωνήεντα, ὅροϲ οὖροϲ, ὅλοϲ οὖλοϲ. Π. Pr. Α 554.

352. ἀνδρὶ προΐκτῃ: ἵκτηϲ ψιλωτέον, παρὰ γὰρ τὸ παραβάλλειν τὴν χεῖρα καὶ αἰτεῖν δωρεάν. ἢ ὁ πρὸ τοῦ αἰτεῖν ἱκετεύων, εἰ δαϲύνεται. Q.

365. ἐνδέξια: διχῶϲ ἐνδέξια καὶ ἐν δεξιά. Η.

379. καί ποθι: ἐγκλιτικὸν τὸ ποθι. Η.

398. δίεϲθαι. προπαροξυτόνωϲ ἀπὸ τοῦ δίημι. οἶδε δὲ τὸ δίω καὶ διῶ καὶ δίημι. Η.

441. τοὺϲ δ’ ἄναγον ζωοὺϲ ϲφίϲιν ἐργάζεϲθαι ἀνάγκῃ: εἰ καὶ μὴ εἰϲ ϲύνθετον ἡ μετάληψιϲ, ὅμωϲ ἡ πρώτη τοῦ ϲφίϲιν ὀρθοτονεῖται. Π. Pr. Α 368.

455. οὐδ’ ἅλα: οὕτωϲ Ἀρίϲταρχοϲ ἀνέγνωκε καὶ ἀπέδωκε τοὺϲ ἅλαϲ. ὁ δὲ Καλλίϲτρατοϲ οὔδαλα τὰ κόπρια παρὰ τὸ ἐν τῷ οὐδῷ κεῖϲθαι. οὐδὸϲ δὲ δ βατήρ. BHMQ.

530. ἑψιαάϲθων. παιζέτωϲαν. ἀπὸ τοῦ ἕπω ἕψω ἑψιάω. ΒQ. διὸ δαϲυντέον. Eustath. ad h. l. 1831, 1.