Περὶ Ἰλιακῆς προσῳδίας

Aelius Herodianus

Aelius Herodianus, Περὶ Ἰλιακῆς προσῳδίας, Grammatici Graeci 3.2, Lentz, Teubner, 1868

672. Χαρόποιο: ὡϲ Μενάνδροιο· καὶ γὰρ ἀπὸ γενικῆϲ εὐθεῖά ἐϲτι παρειλημμένη, ὡϲ τὸ «υἱὸϲ Τροιζήνοιο» (847). καὶ εἰϲ ἰδιότητα ὀφείλει ἡ βαρεῖα τάϲιϲ παραλαμβάνεϲθαι. A.

676. Κράπαθον: ὡϲ λάπαθον, οὕτωϲ Κράπαθον· καὶ γὰρ ὁ τυιοῦτοϲ χαρακτὴρ ὀφείλει βαρύνεϲθαι ἐπὶ θηλυκῶν, λέγω δὲ ὁ εἰϲ θοϲ λήγων ὑπὲρ δύο ϲυλλαβάϲ, τῷ α παραληγόμενοϲ, ἄμαθοϲ, ψάμαθοϲ. A.

677. Καλύδναϲ: ὡϲ καλύβαϲ ἀναγνωϲτέον. A.

681. νῦν αὖ τούϲ, ὅϲϲοι: τὸ τούϲ ἀντωνυμία ἐϲτί διὸ περιϲπαϲτέον τὸ νῦν καὶ τὸ αὖ. A.

695. Φυλάκην: βαρυτονητέον τὸ Φυλάκην πρὸϲ ἀντιδιαϲτολὴν τοῦ ὀξυνομένου. A.

699. τότε δ᾿  ἤδη ἔχεν κάτα γαῖα μέλαινα: κάτα: εἰ ϲυντάϲϲεται τῷ ἔχεν, δῆλον ὅτι καὶ ἀναϲτρέφεται· πρόδηλον δὲ ὅτι ϲυντάϲϲεται, ἐν οἷϲ φηϲιν ἐν ἄλλοιϲ «τοὺϲ δ᾿  ἤδη κάτεχεν φυϲίζοοϲ αἶα» (Il. Γ 243). A.

717. Ὀλιζῶνα: προπεριϲπωμένωϲ ὡϲ Μεδεῶνα. Νικίαϲ δὲ οὐκ εὖ γράφει Ὀλίζωνα ὡϲ περίζωμα. A.

731. Ἀϲκληπιοῦ: οὕτωϲ ἐκτατέον διὰ τὸ μέτρον τὸ Ἀϲκληπιοῦ. A.

[*](662 in v. Il. Δ 319 Cod. peccare ὡϲ ἔμεν ὅτε et κατέκτα animadvertit Lehrsius, qui Aristarchum tertiam personam brevem voluisse propter non dubios quosdam poetae locos testari Aristonicum O 432 monet. 677 καλύβαϲ pro καλάθαϲ emendat G. Dindorf. in Thes. ex E. M. et Suid. ὁ Ἀπολλόδωρόϲ φηϲι λέγεϲθαι Καλύδναϲ ὡϲ καλύβαϲ, quo testimonio minus probabile fieri dicit, quod caeteroquin proximum sit παλάθαϲ. 731 L. confert O 554.)
37

739. Ὀρθήν: Ὁρθήν, οὕτωϲ ὀξυτόνωϲ· ἐπιθετικῶϲ γὰρ τέτακται. A.