Ocypus

Pseudo-Lucian

Lucian (Pseudo). Luciani Samosatensis Opera, Vol. 3. Jacobitz, Karl, editor. Leipzig: Teuber, 1913.

  1. Καὶ πῶς με τὸν δύστηνον ἔτι . . . .
Τροφεύς
  1. Ζεινή περ οὖσα. φείδεται γὰρ οὐδενός.
Ὠκύπους
  1. Σωτήρ, τί λέγεις; τί δέ με . . . . . ;
Ἰατρός
  1. Ἄφες με μικρόν ἠλόγημαι σοῦ χάριν.
Ὠκύπους
  1. Τί δ’ ἔστι δεινὸν ἢ τί συμβέβηκέ μοι;
Ἰατρός
  1. Εἰς δεινὸν ἦλθες πόνον ἀχώριστον ποδός.
Ὠκύπους
  1. Οὐκοῦν με δεῖ πρόχωλον ἐξαντλεῖν βίον;
Ἰατρός
  1. Χωλὸς μὲν ἂν ᾖς, οὐδέν ἐστι, μὴ φοβοῦ.
Ὠκύπους
  1. Τί δ’ ἔστι χεῖρον;
Ἰατρός
  1. Ἀμφοῖν ποδοῖν σε συμποδισθῆναι μένει.
Ὠκύπους
  1. Οἴμοι. πόθεν μοι καινὸς εἰσῆλθεν πόνος
  2. ποδὸς δι᾿ ἄλλου. καί με συμπάσχει κακῶς;
  3. ἢ πῶς ὅλος πέπηγα μεταβῆναι θέλων;
  4. δειλαίνομαι δὲ πολλὰ μεταστῆσαι πόδα,
  5. νήπιος, ὁποῖα βρέφος ἄφνω φοβούμενος.
  6. ἀλλ’ ἄντομαί σε πρὸς θεῶν, Σωτήριχε,
  7. εἴπερ τι τέχνη σὴ δύναται, μηδὲν φθονῶν
  8. θεράπευσον ἡμᾶς, εἰ δὲ μή, διοίχομαι·
  9. πάσχω γὰρ ἀφανῶς, κατὰ ποδὼν τοξεύομαι.
Ἰατρός
  1. Τοὺς μὲν πλανήτας περιελὼν λόγους ἐγώ,