De Fuga Et Inventione

Philo Judaeus

Philo Judaeus. Wendland, Paul, editor. Opera quae supersunt, Volume 3. Berlin: Reimer, 1898.

προτρέπει δὴ τὸν μὲν ὠκυδρομεῖν ἱκανὸν συντείνειν ἀπνευστὶ πρὸς τὸν ἀνωτάτω [*](4 ὀχυρωτάτη H 5 πόλις s. s. H2 ἐστὶν H 6 ὄντος coni. Mang., λεχθέντος vir doctus apud Mang., ἡγεμόνος conicio 7 ἡ G2: om. G1H, μὲν ἡ conicio δ’ ἠ H: δὴ G1, δὲ ἡ G2 δ’ ἡ H: δὴ G νομοθετικὴ H lacunam ex Ambrosio supplendaui (e. gr. νομοθετική, δι’ ἧς προστάττει 3 δεῖ, πέμπτη δ’ ἡ. cf. § 98. 100. 104) hic statuo, Mang. post ἀπαγορεύει 1.3 ῥῶσαι] συγκροτῆσαι coni. Mang. ἱκανή add. Mang., ἧς Diels 14 ἀναδεῖξαι G2H2: ἀνέδειξε G1H1 διαφθοράς G 15 ἡ ἰσχὺς coni. Cohn ἡ seclusi 16 δὲ οὖν ex codice Oxon. Coll. Novi 143 Mang.) [*](2 — 15 ibid. 2,9: sex autem civitatum refugia sunt ita, ut prima civitas sit cognitio verbi et ad imaginem eius forma vivendi . . . haec igitur civitas velut metropolis, cui adiacent aliae quinque civitates Levitanim. secunda est civitas consideratio divinae operationis, qua creatus est mundus. tertia civitas est contemplatio potestatis regiae et maiestatis aeternae. quarta civitas propitiationis divinae contuitus. quinta civitas legis divinae contemplatio, quae praecipit quid faciendum sit. sexta quoque civitas portio legis, quae praescribit quid non faciendum sit. quanta abundantia divinae misericordiae, quantae divitiae pietatis eius, ut singulorum studia fragilitatesque humanae condicionis considerans, quibus et inviti ac reluctantes ad culpam ducimur et non voluntaria delicta victi inlecebris frequenter committimus, diversa nobis refugia proponeret. cf. etiam 2,12 p. 172,4.5 cum lin. M. 15.—131,6 ibid. 2, 10: primum igitur remedium, ut . . . sine ulla conperendinatione . . . ad ipsam rerum arcem omnium properet, ubi verbum est dei ... ubi est fons sapientiae, unde pro morte vitae aeternae hauriat potum inmortalem. secuudum est remedium, ut qui non potest cognitionem boni illius praelibare et tardior vel ingenio est vel fidei conprehensione . . . saltem opera domini consideret atque ex his quae facfa sunt tanti contempletur operis auctorem, quoniam ex his bonis, quae sunt in constitutione istius creaturae . . . ., bonum illud summum atque aeternura conprehenditur .... nonne his quamvis tardum ingenium diligere auclorem suum provocatur? . . . ergo operatoria virtus dei, etsi non videtur, tamen ex suis operibus aestimatur . . . . . —9 ibid.: tertius ordo est regalis potestatis contemplatio, ut subiciamur regi, si non deferimus tamquam parenti. metu enim praesideritis plerumque fit oboediens potestati qui est salutis iugratus, ut necessitatem sobrietatis agnoscat qui noluit ac nequivit gratiam pietatis aguoscere. corrigit enira necessitas quem pietas provocare debuerat. cf. etiam 2,11. 9—17 ibid.2,12: qui descenderint ergo ex illis superioribus virtutibus ad haec inferiora . . ., habent propiora hominis refugia quae petant ut . . . sperent dominum sibi reconciliari posse, si veniam petant, sperent posse corrigi, si praecepta sequantur caelestium testamentorum, quibus aut informamur ad innocentiam aut revocaraur a culpa. haec igitur intra lordanen civitates sequentes sunt, ut propitiemus nobis deum, sequamur quae iubet, vitemus quae prohibet. sit ergo propitiandae divinitatis ambitio, sequendae praeceptionis oboeditio, interdictae praevaricationis cautio, quibus propitiatoriam dei misericordiam et nomotheticen eius providentiam vel institutorum obsequio vel interdictorum declinatione veneremur.)

v.3.p.131
λόγον θεῖον, ὃς σοφίας ἐστὶ πηγή, ἵνα ἀρυσάμενος τοῦ νάματος ἀντὶ θανάτου ζωὴν ἀίδιον ἆθλον εὕρηται· τὸν δὲ μὴ οὕτως ταχὺν ἐπὶ τὴν ποιητικὴν καταφεύγειν δύναμιν, ἣν Μωυσῆς ὀνομάζει θεόν, ἐπειδὴ δι’ αὐτῆς ἐτέθη καὶ διεκοσμήθη τὰ σύμπαντα — τῷ γὰρ ὅτι γέγονε τὸ πᾶν καταλαβόντι μεγάλου κτῆσις ἀγαθοῦ περιγίνεται, ἡ τοῦ πεποιηκότος ἐπιστήμη, ἡ δ’ εὐθὺς ἀναπείθει τὸ γενόμενον ἐρᾶν τοῦ φυτεύσαντος —·

τὸν δὲ μὴ οὕτως ἕτοιμον ἐπὶ τὴν βασιλικήν — φόβῳ γὰρ ἄρχοντος τὸ ὑπήκοον, εἰ καὶ μὴ εὐνοίᾳ πατρὸς τὸ ἔκγονον, ἀνάγκῃ σωφρονιζούσῃ νουθετεῖται —· τῷ δὲ μὴ φθάνοντι πρὸς τοὺς λεχθέντας ὅρους ὡς μακρὰν διεστῶτας ἀφικνεῖσθαι καμπτῆρες εἴσω πεπήγασιν ἕτεροι δυνάμεων ἀναγκαίων, τῆς ἵλεω, τῆς προσταττούσης ἃ δεῖ, τῆς ἀπαγορευούσης ἃ μὴ δεῖ.

ὅ τε γὰρ προλαβών, ὡς οὐκ ἀπαραίτητον ἀλλ’ εὐμενὲς δι’ ἡμερότητα φύσεώς ἐστι τὸ θεῖον, κἂν ἁμάρτῃ πρότερον, αὖθις μετενόησεν ἀμνηστίας ἐλπίδι, ὅ τε ἔννοιαν λαβών, ὅτι νομοθέτης ὁ θεός ἐστιν, πειθαρχῶν οἷς ἂν προστάττῃ πᾶσιν εὐδαιμονήσει· ὁ δ’ ὕστατος ὑστάτην εὑρήσεται καταφυγήν, ἀποτροπὴν κακῶν, εἰ καὶ μὴ μετουσίαν προηγουμένων ἀγαθῶν.

αἵδ’ εἰσὶν αἱ ἓξ πόλεις, ἃς καλεῖ φυγαδευτήρια [*](1 ἀρρυσάμενος H2 3 Μωσῆς codd. 4 ἐκοσμήθη H ὄντι G1 ut vid. γέγονεν 11 5 μεγάλου Mang.: μεγάλη codd. 7 οὕτως G (Turn.): οὔτε Η 8 ἀνάγκης σωφρονιζούσης conicio 9 φθάνοντι G (Turn.): φθονοῦντι H 12 τε] e corr. H2 14 ἀμνηστείας GH1 15 προστάττει Η εὐδαιμονήση G 17 αἱ addidi φυγαδευτηρίων Η1)

v.3.p.132
(Num. 35, 12), ὧν αἱ μὲν πέντε ἀπεικονίσθησαν καὶ ἔστιν αὐτῶν ἐν τοῖς ἁγίοις τὰ μιμήματα, προστάξεως μὲν καὶ ἀπαγορεύσεως οἱ ἐν τῇ κιβωτῷ νόμοι, τῆς δ’ ἵλεω δυνάμεως τὸ ἐπίθημα τῆς κιβωτοῦ — καλεῖ δὲ αὐτὸ ἱλαστήριον —, ποιητικῆς δὲ καὶ βασιλικῆς τὰ ὑπόπτερα καὶ ἐφιδρυμένα Χερουβίμ·

ὁ δ’ ὑπεράνω τούτων λόγος θεῖος εἰς ὁρατὴν οὐκ ἦλθεν ἰδέαν, ἅτε μηδενὶ τῶν κατ’ αἴσθησιν ἐμφερὴς ὤν, ἀλλ’ αὐτὸς εἰκὼν ὑπάρχων θεοῦ, τῶν νοητῶν ἅπαξ ἁπάντων ὁ πρεσβύτατος, ὁ ἐγγυτάτω, μηδενὸς ὄντος μεθορίου διαστήματος, τοῦ μόνου, ὅ ἔστιν ἀψευδῶς, ἐφιδρυμένος. λέγεται γάρ· „λαλήσω σοι ἄνωθεν τοῦ ἱλαστηρίου, ἀνὰ μέσον τῶν δυεῖν Χερουβίμ“ (Exod. 25, 21), ὥσθ’ ἡνίοχον μὲν εἶναι τῶν δυνάμεων τὸν λόγον, ἔποχον δὲ τὸν λαλοῦντα, ἐπικελευόμενον τῷ ἡνιόχῳ τὰ πρὸς ὀρθὴν τοῦ παντὸς ἡνιόχησιν.

ὁ μὲν οὖν ἄνευ τροπῆς, ἑκουσίου μὲν ἄπαγε, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀκουσίου γεγονώς, αὐτὸν τὸν θεὸν κλῆρον ἔχων (Deut. 10,9), ἐν αὐτῷ μόνῳ κατοικήσει· οἱ δ’ οὐκ ἐκ προνοίας ἀλλ’ ἀβουλήτοις χρησάμενοι σφάλμασι καταφυγὰς ἕξουσι τὰς εἰρημένας ἀφθόνους καὶ πλουσίας οὕτως.

τῶν δὲ πρὸς καταφυγὴν πόλεων τρεῖς μέν εἰσι πέραν, αἳ μακρὰν ἡμῶν τοῦ γένους ἀφεστᾶσι. τίνες αὗται; ὁ τοῦ ἡγεμόνος λόγος καὶ ἡ ποιητικὴ καὶ βασιλικὴ δύναμις αὐτοῦ· τούτων γὰρ ὅ τε οὐρανὸς καὶ σύμπας ὁ κόσμος ἐπικοινωνεῖ.

αἱ δὲ προσεχεῖς ἡμῖν καὶ ἐφαπτόμεναι τοῦ τῶν ἀνθρώπων ἐπικήρου γένους, ᾧ μόνῳ συμβέβηκε διαμαρτάνειν, αἱ ἐντός εἰσι τρεῖς, ἡ ἵλεως, ἡ προστακτικὴ τῶν ποιητέων, ἡ ἀπαγορευτικὴ τῶν μὴ ποιητέων·

αὗται γὰρ ἤδη ἡμῶν ἐφάπτονται. τίς γὰρ ἀπαγορεύσεως χρεία τοῖς μὴ μέλλουσιν ἀδικήσειν, τίς δὲ προστάξεως τοῖς μὴ πεφυκόσι σφάλλεσθαι, τίς δὲ τῆς ἵλεω τοῖς μηδ’ ὅλως ἁμαρτησομένοις; ἀλλὰ τό γε ἡμέτερον γένος χρεῖον γέγονε τούτων διὰ τὸ πεφυκέναι καὶ ἐπικλινῶς

ἔχειν πρός τε τὰ ἑκούσια καὶ ἀκούσια ἁμαρτήματα. τέταρτον καὶ λοιπὸν ἦν τῶν προταθέντων ἡ προθεσμία τῆς τῶν πεφευγότων [*](3 ἐπίθημα G(H1?): ἐπίθεμα H2 5 ὑφιδρυμένα L 7 εἰκὼν om. G 8 τοῦ μόνου Turn.: τῶ μόνον G, τὸ μόνον H 9 ἐφιδρυμένος scripsi: ἀφιδρυμένος codd. 10 δυοῖν Η χερουβεὶμ G 15 ἀλλὰ βουλῆ τοῖς G χρησάμενοι H2: : χρησαμένοις ’ 1(5 post εἰρημένας vid. add. πόλεις οὕτως] οὔσας conicio οὕτω δέ τῶν v 18 ἀφεστᾶσιν 11 jtrius καὶ ’’: om. GH1 20 ἐπικοινωνεῖ scripsi: ἐπικοινωναὶ H, ἐπικοινωνίαι G, ἐστί. κοινωναὶ V αἱ δέ προσεχεῖς Cohn (cf. modo adnotata): δέ προσεχεῖς codd., δέ καὶ προσεχεῖς v 23 δὴ coni. Mang. 25 τῆς] τοῖς G 28 προτεθέντων L) [*](27—133,13 ibid. 2, 13: quartum superests quod de morte summi sacerdotis ait: quia usque ad illud tempus erit in civitate refugii liomicida ille, donec moriatur sacerdos magnus, in quo secundum litteram haeret interpretatio. primum ipsa fuga sorte magis quam aequitate alicuius examinis definita, dein in causis paribus inpar eventus; poterat enim fieri, ut post homicidae illius refugium sequenti die obiret magnus sacerdos. quae autem sub incerto sententia? ergo quia haeret littera, quaeramus spiritalia. quis est iste magnus sacerdos nisi dei filius, verbum dei . . . qui exors omnium est voluntariorum et accidentium delictorum . . .? 26—134,2 ibid.: vincuio enim verbi constricta omnia sunt et eius continentur . . . et ideo omnia manent, (juia dissolvi illa nou sinit quae ipse constrinxit . . . omnia enim quoad vuit suo imperio cohercet ct regit et naturali concordia ligat. cf. ad p. 7,8.)

v.3.p.133
καθόδου, τοῦ ἀρχιερέως ὁ θάνατος, πολλὴν ἐν τῷ ῥητῷ μοι παρέχουσα δυσκολίαν. ἄνισος γὰρ ἡ τιμωρία κατὰ τῶν τὰ αὐτὰ δρασάντων νομοθετεῖται, εἴ γε οἱ μὲν πλείω χρόνον ἀποδράσονται, οἱ δὲ ἐλάττω· μακροβιώτατοι γὰρ οἱ μέν, οἱ δὲ ὀλιγοχρονιώτατοι τῶν ἀρχιερέων εἰσί· καὶ οἱ μὲν νέοι, οἱ δὲ πρεσβῦται καθίστανται·

καὶ τῶν ἑαλωκότων ἐπ’ ἀκουσίῳ φόνῳ οἱ μὲν ἐν ἀρχῇ τῆς ἱερωσύνης ἐφυγαδεύθησαν, οἱ δ’ ἤδη μέλλοντος τελευτᾶν τοῦ ἱερωμένου, ὡς τοὺς μὲν αἰῶνα μακρόν τινα τῆς πατρίδος ἐστερῆσθαι, τοὺς δ’ αὐτὸ μόνον ἡμέραν, εἰ τύχοι, μεθ’ ἣν τὸν αὐχένα ἐπαίροντες καὶ φρυαττόμενοι καὶ γελῶντες τοὺς ἄγχιστα γένους τῶν ἀνῃρημένων ἀφίξονται.

τὸ ἄπορον οὖν καὶ δυσαπολόγητον ἀποδρασόμεθα τῆς δι’ ὑπονοιῶν φυσικῆς ἀποδόσεως ἐφιέμενοι. λέγομεν γὰρ τὸν ἀρχιερέα οὐκ ἄνθρωπον ἀλλὰ λόγον θεῖον εἶναι πάντων οὐχ ἑκουσίων μόνον ἀλλὰ καὶ ἀκουσίων ἀδικημάτων ἀμέτοχον.

οὔτε γὰρ ἐπὶ πατρί, τῷ νῷ, οὔτε ἐπὶ μητρί, τῇ αἰσθήσει, φησὶν αὐτὸν Μωυσῆς (Lev. 21,11) δύνασθαι μιαίνεσθαι, διότι, οἶμαι, γονέων ἀφθάρτων καὶ καθαρωτάτων ἔλαχεν, πατρὸς μὲν θεοῦ, ὃς καὶ τῶν συμπάντων ἐστὶ πατήρ, μητρὸς δὲ σοφίας, δι’ ἧς τὰ ὅλα ἦλθεν εἰς γένεσιν·