Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

61 Ταμιεύεται: διοικεῖται, ἀποκρύπτει, φυλάττει. καὶ ὅτι ϲωφρόνων [*](Ε) ἐϲτὶν ἀνθρώπων, ὅταν μὲν εὐδοκεῖν πράττωϲι, ταμιεύεϲθαι τὰϲ τύχαϲ· ὅταν δ’ εἰϲ ταπεινὰϲ καὶ φαύλαϲ ἔλθωϲι, μηθὲν ὑπομένειν ἀγεννέϲ.

[*](Σ)

62 Ταμιευόμενον: φυλάττοντα.

[*](Synt.)

63 Ταμιεύω· αἰτιατικῇ. καὶ ϲώματα μὲν προκαθαίρειν, ψυχῆϲ δὲ κάθαρϲιν ταμιεύεϲθαι.

[*](Σ Δ)

64 Ταμιεῖον: κοιτῶνα. καὶ Ταμιείδιον, ὑποκοριϲτικῶϲ.

[*](Σ)

65 Ταμίηϲ: δεϲποίνηϲ.

[*](Harp.)

66 Ταμύνοι: πόλιϲ ἐν Εὐβοίᾳ, ἐν τῇ χώρᾳ τῇ Ἐρετριέων· ἔνθα καὶ ἱερὸν Ἀπόλλωνοϲ, ὡϲ Αἰϲχίνηϲ φηϲὶ καὶ οἱ τὰ Ἐὐβοϊκὰ γράψαντεϲ.

[*](Σ)

67 Τάν: ἑταῖρε· ἢ ϲύ. καὶ Ὦ τάν, μετὰ τοῦ ἄρθρου.

[*](Δ)

68 Ταναγραία: πόλιϲ.

69 Ταναγραῖοι ἀλεκτορίϲκοι: οἱ μαχηταὶ καὶ θυμικοί, ὡϲ ἄνθρωποι. Βάβριοϲ· ἀλεκτορίϲκων ἦν μάχη Ταναγραίων, οἷϲ φαϲιν [*](Suid.) εἶναι Θυμὸν Σὥϲπερ ἀνθρώποιϲ. καὶ παροιμία· ἀλεκτρυόνα καὶ ἀθλητὴν Ταναγραῖον. ᾄδονται δὲ εὐγενεῖϲ οὗτοι. καὶ ζήτει ἐν τῷ ἀλεκτρυόνα τὸ λεῖπον.

[*](Δ + Anth.)

70 Ταναή: μακρά. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· οὕτω τοι μελία ταναὰ ἀντὶ κίονα μακρὸν ἧϲο.

[*](Prov.)

71 Τὰ Ναννάκου κλαύϲομαι: τὸν Νάννακον φαϲὶ βαϲιλέα γενέϲθαι πρὸ τοῦ Δευκαλίωνοϲ· ὃϲ προειδὼϲ τὸν μέλλοντα κατακλυϲμόν, ϲυναγαγὼν πάνταϲ εἰϲ τὸ ἱερὸν μετὰ δακρύων ἱκέτευε.

[*](Σ)

72 Ταναϋφῆ: λεπτοϋφῆ.

[*](Anth.)

73 Τανάχαλκοϲ: πολύχαλκοϲ. τανάχαλκόν τε λέβητα ϲὺν πελέκει.

[*](Anth.)

74 Τὰν ἐτνοδόνον τορύναν.

[*](Δ)

75 Τανηλεγέϲ: ϲκληρόν.

[*](60 ═ P, Σᵃ, Et M. 745,16 cf. Ba 381, 14—6, H, sch. T 44 61 —φυλάττει ═ P, Ba 381, 20 cf. H καὶ ὅτι sq. Dionys. Hal. 8, 48, 4 62 ═ P. Ba 381,19 63 cf. Lex. synt. Vat 93, An. Ox. 4, 300, 13; aliter Synt Laur. et Gud. 64 — κοιτῶνα ═ P, Ba 381,18, H 65 ═ P, Ba 381, 21 cf. H; gl. sacra 66 Harp. ═ P, Et. Gen. cf. Et M 745, 24. Aeschin. 3, 86 67 —ϲύ ═ P, Ba 381, 23 cf. sch. Luc. 91,18, sch. Pl. Ap. 25c, H, Moer. 214, 14, Et. M 825, 23 68 ═ Ambr. 81 69 ἀλεκτορίϲκων — ἀνθρώποιϲ Babr 5, 12 70 — μακρά cf. sch. Π 589, H. οὕτω sq. Anth. 6, 52, 1 —2 71 cf. Zan VI 10 72 ═ P 73 τανάχαλκόν sq. Anth. 6, 306 3—4 74 Anth. 6, 306, 2 75 cf Ambr. 16 et 103)[*](69 καὶ παροιμία sq. ex v. Α 1117 70 cf. vv H 597 et Μ 504 71 cf. 2 et v. N 24, partim hinc 74 cf 799 et v. Ε 3325)[*](A(GFVM))[*]( 3 εὐδοκιμεῖν G 4 ψυχάϲ μηδὲν G 63 om. AFV 65 om. F mg. V 10 Παμίαϲ Mec 13 ἱαῖρε F μετὰ τοῦ ἄρθρου om. G; τοῦ om M 16 ἀλεκτορίδων G 17 καὶ pr.— 18 λεῖπον om. A mg. V 17 καὶ pr. om 18 καὶ—λεῖπον om. V; καὶ om. G 19 ἀντὶ AFV ἀνὰ GM ποτὶ vv. H 597 Μ 504, Anth. 71 —2 om. F 73 del. Bhd., frustra 74 om. F 26 τνύδονον V ἐτουοδόνον G)
501

76 Τάνιϲ: ὄνομα τόπου. ἔνθα ἦϲαν τοῦ Φαρα τὰ βαϲίλεια. ἐν [*](Δ) πεδίῳ Τάνεωϲ.

[*](Thdr.)

77 Τανταλείαψυχή: τοῦ Τανταίου.

[*](Δ)

78 Ταντάλειοι: τρομικοί. καὶ παροιμία· Ταντάλειοι τιμωρίαι· [*](Σ) ἐπὶ τῶν ἀγαθὰ μὲν ἐχόντων, μὴ ϲυγχωρουμένων δὲ ἀπολαύειν [*](Prov.) αὐτῶν· ὡϲ οἱ Βυζάντιοι, μὴ τολμῶντεϲ ἔξω τοῦ ἄϲτεοϲ διάγειν.

79 Τάνταλοϲ· τοῦ Διὸϲ ἦν υἱόϲ. ἀξιωθεὶϲ δὲ τραπέζηϲ τῶν θεῶν [*](Grep.) ἐδημοϲίευϲεν αὐτῶν τὰ μυϲτήρια· καὶ διὰ τοῦτο κολάζεται ἐν τοῖϲ ὑπὸ γῆν δικαιωτηρίοιϲ, πέτρον ἔχων ἐφύπερθεν αὐτοῦ ἠρτημένον καὶ κάτω ὕδωρ πολὺ καὶ βλαϲτήματα καρποφόρα. ἐὰν οὖν ἠθέληϲε πιεῖν τοῦ ὕδατοϲ, ἔπιπτεν ὁ λίθοϲ ἐπ’ αὐτόν. δίψει δ’ ἐτήκετο, ὁρῶν μὲν ἀφ ὧν ἔδει φαγεῖν καὶ πιεῖν, μὴ δυνάμενοϲ δέ. ἐπὶ γενείοιϲ δὲ ὅτε ἥψατο τῆϲ λίμνηϲ τὸ γένειον ἐξηραίνετο.

80 Τανταίου κήπουϲ τρυγᾶν· Ἰϲαίου τοῦ ῥήτοροϲ νεωτέρου ἀϲωτευομένου, ὕϲτερον δὲ ϲωφρονήϲαντοϲ, ἤρετο αὐτόν τιϲ, τίϲ ἄριϲτοϲ τῶν ἰχθύων καὶ τῶν ὀρνέων εἰϲ βρῶϲιν. πέπαυμαι, ἔφη ὁ Ἰϲαῖοϲ, ταῦτα ϲπουδάζων· ξυνῆκα γὰρ τοὺϲ Τανταίου κήπουϲ τρυγῶν. ἐν δεικνύμεοϲ δήπου τῷ ἐρομένῳ ταῦτα, ὅτι ϲκιὰ καὶ ἀνείρατα αἱ ἡδοναὶ πᾶϲαι. καὶ αὖθιϲ· τὸν Τανταίου λίθον οἴεϲθαι ὑπὲρ κεφαλῆϲ λεπτοῖϲ καλῳδίοιϲ ἠρτῆϲθαι. ἐπὶ τῶν ἀμηχάνων.