Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Suid.)

461 Τεῖχοϲ μακρόν· ὅτι Ἀναϲτάϲιοϲ ὁ βαϲιλεὺϲ κτίζει τὸ μακρὸν τεῖχοϲ πρὸ ἐξήκοτα μιλίων τῆϲ πόλεωϲ, διατείναϲ ἐκ τῆϲ κατὰ ἄρκτον θαλάϲϲηϲ εἰϲ μεϲημβρίαν [*](On.) μῆκοϲ μὲν μιλίων ν΄, εὖροϲ δὲ ποδιῦν κ΄. λύϲιϲ ὀνείρου· τείχει καθεϲθείϲ εὐτυχὴϲ πέλειν δόκει.

[*](Σ Hom.)

462 Τῇ: ταύτῃ· ἢ δέξαι. λάβε. Ὀμηροϲ. Κύκλωψ. τῇ. πίε οἶνον, [*](Ar.) καὶ πάλιν· τῇ νῦν τοῦτον ἱμάντα. ἐχρήϲατο δὲ καὶ τῷ πληθυντικῷ ὁ Σώφρων, εἰπών· τῆτέ τοι· κορῶναί εἰϲιν. ἔϲτι δὲ καὶ τοπικὸν ἐπίρρημα· τῇδε πᾶϲ ἕπου. καὶ ἔϲτιν ἐν ἴϲῳ τῷ ἐνταῦθα. καὶ Ὅμηροϲ· τῇ ἴμεν, ἢ κεν δὴ ϲύ, κελαινεφέϲ, ἡγεμονεύῃϲ.

[*](450 ═ P, Ba 383, 5 cf. H v. τεγκτούϲ 451 Τεῖνον Artem. 1, 21 extr Τεινῳδῶ sq. cf. Ambr. 279 452 ═ Ambr. 251, Ps Herodian. 133, Ap S. 150, 29 H, sch. Σ 485, Choer. An. Ox. 2, 266, 3 (unde Et. M. 756, 5) 453 ═ Ambr. 152 Ps, Herodian. 133, Zon. 1717 —8 454 — καταπονεῖ ═ P, Ba 383, 7, H cf. sch Δ 315, Zon. 1723, Choer. An. Ox. 2, 266, 6 (unde Et. M. 756, 8), Ambr. 177 μυρία sq. Anth. 7, 241, 1—2 455 Ambr. 154 456 cf. Ambr. 155; l. cf. Ambr. 177 457 cf. Ambr. 141 et 206, Ps. Herodian. 133, H; 31 458 —τεν- τειχιϲμένουϲ ═ P, Ba 383, 8 cf. Ambr. 135 τειχήρειϲ — ἠμύνετο Prisc. FHG 5,1, 24 459 cf. Synt. Gud. aliter Synt. Laur. 460 l cf. Ambr.133 Τειχῶνs. sch. Thuc. 1, 89, 3 461 τείχει sq. Astramps. 462 — δέξαι ═ P, Ba 386, 15 ταύτῃ cf. H. δέξαι. λάβε ═ sch. Ω 287 cf. Et. M. 756, 20 (in 219), Ap. 8 152, 3, H Ὀμηροϲ pr. sq. Ar Ach. 204 c. sch plenior cf. Ap S. 152, 3, H, Et. M. 756, 23, Zon. 1728; 347, Ξ 219, Sophr. fr. 156, Ο 46)[*](449 cf. 830 457 cf. v. Ε 1031 461 κ΄ ex v Α 2077 462 cf. v. Ε 1019)[*](A(GFV M))[*](1 Τιορυλλοϲ et Τιουλλὸϲ in Τιουρουλλὸϲ corr. V παρὰ] παρὰ τοῖϲ G 451 om. F; 4 καὶ— 5 ὡδήν om. A mg. praemisso τεῖνον A post 457 τήρων δέ ό πεζόϲ add. V 13 τειχήρειϲ AV cf. Bucheler Kl. Schr. 1, 664 γενομένουϲ Kust. 461 om. AF; λύϲιϲ δόκει rel. omissis post 462 V ; post vs. 16 τετειχιϲμένοϲ G M (vs. 16 Τειχῶν nov. gl.) mg. omissis λύϲιϲ— δόκει Ar 20 διατεῖνον A 27 ἡγεμοεύῃϲ ex Hom. Kust.: cp. A ἡγεμόν V M ἡγεμών GF)
537

463 Τἡβεννα:   πόλιϲ.

[*](Δ)

464 Τἡβεννοϲ· ϲτολὴ Ῥωμαῖκή. αραντῖνοι δὲ Ποϲτουμίου τὴν [*](Δ?) τήβεννο λύμαϲιν ἀνθρώπων ἐμόλυναν.

[*](Ε)

465 Τἡβεννοϲ: Ῥωμαῖκὴ ἐϲθήϲ, ἀπὸ Τηβέννου Ἀρκάδοϲ, ὃϲ πρῶτοϲ ταύτην τὴν χλανίδα περιεβάλετο· εἰϲπλεύϲαϲ γὰρ κατὰ τὸν Ἰόνιον κόλπον καὶ ὑποδεχθεὶϲ ὑπὸ τῶν ταύτῃ κατοικούντων. ἀφ’ οὗ μαθόντεϲ οἱ ἐγχώριοι τὸν αὐτὸν ἐνεϲκευάζοντο τρόπον καὶ ἐκάλουν τὴν ἐϲθῆτα τηβέννειον, ἐπώνυμον τοῦ εὑρόντοϲ. ὕϲτερον δὲ παραφθαρὲν τὸ ὄνομα τήβεννοϲ ἐκλήθη.

466 Τήγανον.

[*](Δ)

467 Τταῦτα, ἢ ἐνταῦθα, ἢ ὧδε ἢ ἐνθάδε.

[*](Σ)

468 Τῇς᾿  ἔνι: ἐν ταύτῃ δέ ἐϲτιν.

[*](Σ)

469 Τηθαλλαδούϲ: γυναικοτρόφουϲ, ὑπὸ τήθῃ τεθραμμένουϲ.

[*](Σ)

470 Τἡθεα: ὄϲτρεα. ἰϲτέον ὅτι καὶ τούτοιϲ ἐχρῶντο οἱ παλαιοί,[*](Σ) καίτοι τῆϲ τούτων ἐδωδῆϲ οὐ πολὺ ἐχούϲηϲ τὸ ἡδὺ καὶ ὠφέλιμον.

471 Τηθέλαϲ: τοὺϲ μαμμοθρέπτουϲ.

[*](Ar?)

472 Τήθη: μάμμη. ἡ πατρὸϲ ἢ μητρὸϲ μήτηρ. ἡ κλητικὴ τήθα. [*](Σ Δ) Τηθὶϲ δὲ θεία. Ἀριϲτοφάνηϲ· ἀλλ’ ὧ τηθῶν ἀνδρειοτάτη, καὶ [*](Σ) μητριδίων ἀκαληφῶν, χωρεῖτʼ ὀργῇ. μὴ τέγγεϲθ’· ἔτι γὰρ νῦν οὔρια [*](Ar.) θεῖτε. τήθαϲ ἐκάλουν τὰϲ μάμμαϲ. καὶ τηθίδαϲ τὰϲ θείαϲ, τὰϲ πατρὸϲ ἀδελφὰϲ ἢ μητρόϲ. τήθαϲ δὲ καὶ τὰϲ τροφούϲ. εἰϲὶ δὲ καὶ ὄϲτρεα θαλάϲϲια. Ὅηρὸϲ· πολλοὺϲ ἂν κορέϲειεν ἀνὴρ ὅδε τήθεα διφῶν. ἀκαλήφαϲ δὲ λέγουϲιν οἱ μὲν καὶ τὰϲ θαλαϲϲίαϲ· λέγουϲι δὲ καὶ τὰϲ κνίδαϲ Ἀττικοί. καὶ κνίδη μὲν ἐϲ ὅϲον ἂν ἁπαλή ἐϲτι, ἐπὰν δὲ ϲχῇ τὰϲ μητέραϲ, τουτέϲτι τὰϲ τοῦ ϲπέρματοϲ ϲφαίραϲ, ἀκαλήφη λέγεται. [*](463 ═ Anmbr. 352 cf. Zon. 1727 464 Ῥωμαική cf. H αραντῖνοι sq. 10. Antioch. cf. EL 6, 28—9, Byz. Zt. 21, 389, 1 465 Artem. 2, 3 p. 87, 22 sq. 466 cf. Anmbr. 364 467 ═ P, Σa, Ba 386,16 cf. H, Procl. in Hesiod. D. 631 468 ═ P, Ba 386, 17 469 ═ P, Et. Gen., Et. M. 756, 31 cf. H, Phryn. 113, 12 Poll. 3, 20 cf Marc. 433 Rh. Mus. 49, 626 470 ὄϲτρεα ═ Ba 386, 18, H, Zon. 1728, Ambr. 363, Ps. Herodian. 133, P cf. b. 149, 343, Et Gen., Et. M. 757, 56, sch. 747, Ap. S. 152, 12, Ambr. 338 471 sch. Ar. Acb. 49(?) cf Phryn. Ecl. 299, Poll 3, 20; Ael. D. fr. 309 ex Eust. 1. 971, 28 ═ P v. τηθαλλαδοῦϲ 2 472 — μήτηρ ═ P, Ba 386, 19, Et. Gen Lex. rhet. ap. Et. M. 756, 35 cf. Bk. 193, 33 et 309, 29, Ar. Byz. fr. 9 ex Eust. J. 316,13 (565, 30, 971, 35) et Miller, Mel. 431 cett., sch. Pl. Rep. 343a, Thom. 350, 4, H, Tim., Psell. PG 122 1020b Τηθὶϲ θεία cf. ad 473 ἀλλ’ ὦ sq. Ar. Lys. 549 —550 c. sch. 549 cf sch. Ach. 49, Anmnmon. 257 ; Π 747) [*](464 10. cf. v. Λ 834 472 init cf. v. Ε 2691) [*](2 Τήβενοϲ cett. AF 2 —Ταραντῖνοι— 3 ἐμόλυναν om. F Ταραντῖνοι A(GFVMΕ) Bas. cf. Exc.. cp. M Ταράντου AG V 3 ἄνθρωποι G V M ἀνθρωπείοιϲ v. 834 4 et 9 Τήβενοϲ A cf. Artem. Τημένου Artem. 5 χλαμύδα Eac, Artem. περιεβάλετο] περιεβάλλετο F, v. l. Artem. φορῶν omisso γὰρ G Ἰώνιον F VMac 6 καὶ ὑποδεχθεὶϲ ὑπὸ] ὑπεδέχθη παρὰ G γρ. ὑπεδέχθη ss. M 8 τημένιον (ex Artem.) kust. 12 ἐν ταύτῃ] ἐνταῦθα V 17 κλητὴ V 22 θαλαττία] A πολλοῦ A 23 καὶ pr. om. F τὰϲ alt.: τὰϲ χερϲαίαϲ> coll. v. Α 788 et Ba 60, 14 G Stein 24 ἐϲ et ἄν coll. sch. del. Bhd. ἐϲτιν ἁπαλή V)

538
ἀκαλήφαϲ οὖν τὰϲ γραίαϲ ἐκάλεϲεν, ἐπειδὴ ϲτερραὶ ἦϲαν καὶ γενναῖαι. καὶ γὰρ τὸ φυτάριον δάκνει. ἐπεὶ οὖν εἶπε τηθῶν, εἶπε μητριδίων· τουτέϲτι τῶν ἐχουϲῶν τὸ ϲπέρμα τῆϲ βοτάνηϲ τῆϲ ἀκαλήφηϲ· δάκνουϲι δὲ αὗται· τοιαῦται δὲ καὶ αἱ γραῖαι. μητριδίαϲ δὲ ἐκάλεϲε τὰϲ ἐχούϲαϲ τὸ ϲπέρμα.

[*](Σ)

473 Τηθίϲ: θεία. πατρὸϲ καὶ ἡ μητρὸϲ ἀδελφή.

474 Τηθύϲ: ἡ θάλαϲϲα. οὐδὲ ϲύ γ’, ἀφρηϲτά, Νηρηΐδαϲ, ὡϲ πρίν, [*](Anth) ἀείρων νώτοιϲ πορθμεύϲειϲ Τηθύοϲ εἰϲ πέρατα.

[*](Ecl.)

475 Τηθύϲ: ἡ γῆ. παρὰ τὸ τιθήνη εἶναι καὶ τροφόϲ. Ὅμηροϲ· Ὠκεανόν τε θεῶν γένεϲιν καὶ μητέρα Τηθύν. τουτέϲτιν ὑγρὰν οὐϲίαν καὶ ξηράν.

[*](Δ)

476 Τηιῖται.

[*](Σ)

477 Τηκεδόνι: τῇ φθίϲει. καὶ νοϲεῖν καὶ νόϲῳ μακρ, καὶ τηκεδὼν [*](Ε) αὐτὴν διεδέξατο· καὶ ὅϲα ἐτόλμηϲε βοῶν καὶ λέγων, καὶ ὡϲ ἐϲτὶν ἀνθρώπων ἀϲεβεϲτάτων ἐκτραγῳδῶν καὶ εὐχόμενοϲ, τὴν ἐπίρρητόν τε καὶ κατάρατον ψυχὴν ἀπορρῆξαι.

[*](Δ)

478 Τήκω· αἰτιατικῇ. τὸ ἐνεϲτώϲ. καὶ Τξαι.

[*](Ε)

479 Τηκτά: οἷον κηρὸϲ καὶ πίττα. τηκτά τε ὅϲα καὶ χυτὰ ἐϲ πολεμίουϲ ϲὺν πυρὶ ἐξ ὑπερδεξίων ἐβάλλετο· τά τε ἄλλα καὶ τὴν ϲιδηρῖτῖν γῆν, ἦν πυρὶ πολλῷ διαφανῆ ἐργαϲάμενοι, κατὰ τῶν ὑπιόντων τὸ τεῖχοϲ ἔχειν ἔμελλον.

[*](Σ)

480 Τηλαυγέϲ: λίαν λαμπρόν. πόρρωθεν φαῖνον.