Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

441 Τέχνη: ὁ δόλοϲ. ὅθεν καὶ ἀτεχνῶϲ, ἀντὶ τοῦ ἀληθῶϲ καὶ ἄνευ δόλου.

[*](Suid)

442 Τεχνηθέντοϲ: δημιουργηθέντοϲ.

[*](Σ)

443 έχ νην πεποίηται: ἀντὶ τοῦ εἰϲ ἔργον καὶ τέχνην αὐτῷ [*](Ar.) προκεχώρηκε.

444 Τεχνητὸν γύναιον δυϲγενέϲ.

445 Τεχνιτεία.

[*](Δ)

446 Τεχνίτηϲ: ὁ ἐπιϲτήμων. θηλυκῶϲ δὲ εχνῖτιϲ. διὰ τοῦ ι. [*](Δ) καὶ τὸ πληθυντικὸν οἱ τεχνῖται.

447 Τεχνολογῶ.

[*](Δ)

448 Τεχνύδριον· εχνύδρια λέγεται ὑποκοριϲτικῶϲ, ὥϲπερ [*](Δ) λογύδρια.

[*](435 αἰτιατικῇ cf. Synt. Laur. et Gud.; N 21 —2 436 cf. H 437 καὶ γὰρ — ἐκεῖνοϲ Aelian. h a. 10, 44 438 — ϲποδώϲαϲ ═ P, Ba 386, 12 cf. H (in Lycophr. 227) Μὴ sq Diogen. Vl 68 439 Ar. Th. 93—4 c. sch. plenior. 440 Ar. Th. 198 —201 c sch. plenior. 442 ═ P, Ba 386, 13 443 sch. Ar. Eq. 63 444 Th. Simoc. ep. 43 init. 445 ═ Ambr. 232 446 Πεχνίτηϲ cf. Ambr. 144 θηλυκῶϲ εχνίτιϲ cf. Ambr. 207 447 ═ Ambr. 283 448 Τεχνύδρια λ. ὑποκοριϲτικῶϲ cf. Ambr.245)[*](435 init. cf. 375, 420, 433 437 ἀχέταϲ sq ex v. Α 798 438 Prov. cf. v. Μ 992 439 cf. 518 et v. Π 3192 441 ex v. Α 4348)[*](435 om. AF V mg. Ar 436 om. V 4 γὰρ] γὰρ καὶ GM 7 ἀχέταϲ A( GF V M) 9 ἀκάνθαιϲ om. AF mg. V 7 ἐχέταϲ G 14. 15 παννυχίζουϲιν A sed cf. Poll 6, 108 15 ἐγρηγορῶν A 16 οῦν om. A αὐτοῦ] αὐτῷ V 441 om. AF V 25 διγενέϲ Mac, Th. 445 om. F 27 θηλυκὸν V cp. A 28 καὶ — ϲεχῖα om. A F V οἱ M: αἱ G τεχνίτιδεϲ ed. pr.)
536
[*](Ε)

449 Τζορολλόϲ: πόλιϲ Θρακική, ἡ παρὰ πολλοῖϲ ζουρουλλὸϲ λεγομένη.

[*](Σ)

450 Τεικτούϲ: χρηϲτούϲ.

[*](Δ)

451 Τεῖνον. καὶ Τεινῳδάω, τεινῳδῶ, δῆμα. ἀπὸ τοῦ τείνειν τὴν [*](Etym.?) ὡδήν.

[*](Δ)

452 Τείρεα: τὰ ἄϲτρα.

[*](Δ)

453 Τειρεϲίαϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Σ)

454 Τείρει: καταπονεῖ. μυρία τοι, Πτολεμαῖε, πατὴρ ἔπι, μυρία [*](Anth.) μήτηρ τειρομένη θαλεροὺϲ ἢκίϲατο πλοκάμουϲ.

[*](Δ)

455 Τειριεύϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

456 Τείρωνοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

457 Τειχεϲιπλήτηϲ.

[*](Σ)

458 Τειχήρειϲ: τετειχιϲμένουϲ. τειχήρηϲ οὖν γενόμενοϲ τοὺϲ [*](Ε) πολιορκοῦνταϲ ἀπὸ τῶν περιβόλων ἠμύνετο. ἀντὶ τοῦ εἴϲω τειχῶν.

[*](Synt.)

459 Τειχίζω· δοτικῇ.

[*](Δ)

460 Τειχιόειϲ: ὁ τετειχιϲμένοϲ. Τειχῶν καὶ πόλεωϲ διαϲτολὴν [*](Thuc.) ἐποιήϲατο Θουκυδίδηϲ· καὶ ἔοικε κυριωτέραν τῆϲ πόλεωϲ τὴν λέξιν ἐπὶ τῶν οἰκιῶν λαμβάνειν.