Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

301 έμνουϲι φάρμακον: τιμῶϲιν, ἡγοῦνται. οὕτωϲ ἄλλοι τε καί Ἱεροκλῆϲ.

[*](Δ)

02 Τέμπεα: τὰ κοιλώματα.

[*](Σ)

303 Τἔμπη: μεταξὺ τῶν Θετταλίαϲ ὀρῶν περὶ τὸν Ὀλυμπον καὶ τὴν Ὄϲϲαν ϲτενά· καθόλου δὲ καὶ ἐν πᾶϲι τοῖϲ ὄρεϲι ϲτενόταται [*](Hdt .+ x) διεκβολαί. καὶ οἱ ϲύνδενδροι τόποι. ἰδίωϲ δὲ Μακεδονικὰ ὄρη οὕτω uid. καλούμενα, καὶ οἱ ϲτενοὶ τόποι. Ἡρόδοτοϲ. ὅτι μετὰ τὴν ἐν Μάραθῶνι μάχην Θετταλοὶ ἐμήδιϲαν, δείϲαντεϲ τὴν ἀπόφραξιν τῶν Τεμπῶν.

[*](Σ)

304 Τἐμπιᾷ: ἐπίϲημα.

[*](Σ)

305 Τενάγη: διάβροχοι, κάθυγροι τόποι, πηλώδη πελάγη· ἢ ἰλύϲ, ἐπιπολάζοντοϲ ὕδατοϲ οὐ πολλοῦ καὶ βοτάνηϲ ἐπιφαινομένηϲ τῷ [*](Ε) ὕδατι. Πολύβιοϲ· κατὰ τὴν εἰϲ θάλατταν ἐκβολὴν τοῦ Bουκάρα ποταμοῦ ϲυνθεωρήϲαϲ κατά τιναϲ ἀνέμων ϲτάϲειϲ ἀποθινούμενον τὸ ϲτόμα καὶ τεναγώδη γινομένην τὴν παρὰ τὸ ϲτόμα πάροδον, τηρήϲαϲ [*](Ε) τὸ προειρημένον ϲύμπτωμα διεβίβαϲε τὴν ϲτρατιάν. τὰ δὲ δὴ πλείω τῶ πλοίων μετέωρα διὰ τὰ τενάγη ἀπεϲάλευε.

[*](Σ)

306 Τέναροϲ: κακοῦργοϲ, ϲυκοφάντηϲ.

[*](Suid)

307 νόα: παρʼ ἡμῖν οἰκία ἐκ λίνων.

[*](Suid.)

308 Τένδει: ἐϲθίει. Ἡϲίοδοϲ· ὅτ’ ἀνόϲτεοϲ ὅν πόδα τένδει.

[*](296 cf. Ambr 299 297 ═ P, Ba 384, 1, Et. M. 751, 41 cf. H, ech. Θ 48 Ap. S. 151, 4, An. Ox. 2, 485, 3 299 ἡγεῖϲθαι ═ P, Ba 384, 5, Et. Gen., H cf. sch. Pl. Epist. 353 e Τέμνειν sec. sq. ech. Ar. Eq. 291 300 — κόπτω ═ Ps. Herodian. 131. αἰτιατικῇ ═ Synt. Laur. cf. Synt. Gud. 301 ═ P, Ba 384, 3 cf sch. Pl Epist 353e. Et. Gen ; Hierocl. fr. 5 302 ═ L cf Ambr 250 303 διεκβολαί═ P, Ba 384, 6, Et. M 751, 45 cf. Tim. οἴ ϲύνδενδροι τόποι οἱ ϲτενοὶ τόποι cf. gl. Hdt. 7,173, H 304 ═ P, Ba 384,9; gl.iuris 305 ὕδατ. ═ P, Σa. Et. M 751, 54 cf. sch. Pl. Tim 25d; ech. Greg. PG 36,1249c Ar. Ox. 2, 485,12; H, ech. Ap. π 4, 1237 κατὰ — ϲτρατιάν Polyb. 1, )[*](299 init. cf. 301; Ar. cf v γ 609 801 cf. 299 303 ὅτι sq ex v. Ε 979 305 Polyb. hinc v. B 421; Cass. cf. v. Ε 3116 308 ex v. 780; cf v. T 313)[*](A(GFVM))[*](1 ἐπίρρημα] ἐν ἐπιγράμματι F 298 om. F 4 Τέμνειν alt.] nov. gl. 5 μὲν om. F 6 τὸ pr.] τῷ F λοξῶϲ A λωξῷ F 300 om. A(F) V mg. Α 301 om. F 9 τε] μὲν V 14 ἰδίωϲ 15 Ἡρόδοτοϲ om. F 14 Μακεδονικο] Θετταλικὰ Port. 15 ὅτι—16 Τεμπῶν om. A mg Ar 15 ὅτι om G 19 ἐπιφερομένηϲ F 24 μετέωρα τῶν πλοίων V 307 —8 om. A F mg. ArV)
523

309 Τενέδιοϲ ἄνθρωποϲ: ἐπὶ τῶν φοβερὰϲ ὄψειϲ ἐχόντων· ὁ γὰρ [*](Prov.) Τένηϲ ἐνομοθέτηϲεν ἐν ἐνέθω ἄνθρωπον πέλεκυν ἔχοντα ἵϲταϲθαι κατὰ νῶτον τοῦ κριτοῦ καὶ τὸν μάτην λέγοντα ἁλιϲκόμενον πλήττειν.

310 Τενέδιοϲ ἄνθρωποϲ: Κύκνον τὸν Ποϲειδῶνοϲ γενόμενον [*](Σ) πατέρα Ἡμιθέαϲ καὶ ἔννου ἐπιγῆμαι τούτοιϲ· καὶ κατηγορηθῆναι τὸν Τέννην ὑπὸ τῆϲ μητρυιᾶϲ, ὡϲ πειρῶντα αὐτήν. πειϲθέντα δὲ Κύκνον εἰϲ λάρνακα βαλεῖν τὸν νεανίαν. ἑλομένηϲ δὲ τῆϲ Ἡμιθέαϲ ϲυγκινδυνεύειν τῷ ἀδελφῷ, ἑκατέρουϲ κατεπόντωϲεν. ἡ δὲ λάρναξ ἠνέχθη ἐπὶ τὴν πρότερον καλουμένην Λεύκοφρυν, ὕϲτερον δὲ ένεδον ἀπ' ἐκείνου. ὃϲ καὶ βαϲιλεύϲαϲ τῆϲ νήϲου ἐνομοθέτηϲε τοῖϲ τὰ ψευδῆ κατηγοροῦϲιν ὄπιϲθεν παρεϲτάναι τὸν δήμιον πέλεκυν ἐπῃρμένον, ὡϲ ἐλεγχθένταϲ παραχρῆμα ἀναιρεῖϲθαι. ἀπὸ δὲ τοῦ φοβεροῦ θεάματοϲ ἐκείνου λέγεϲθαι Τενέδιοϲ ἄνθρωποϲ. εἴρηται οὖν ἡ παροιμία ἐπὶ τῶν φοβερῶν τὰϲ ὄψειϲ.

311 Τενέδιοϲ ξυνήγοροϲ: ἀντὶ τοῦ ἀπότομοϲ· δύο γὰρ πελέκειϲ [*](Σ) ἐν ἀναθήμαϲι τιμῶϲι Τενέδιοι. καὶ παροιμία· Τενέδιοϲ πέλεκυϲ. Ἀριϲτοτέληϲ μέντοι, ὅτι βαϲιλεὺϲ Τενέδιοϲ μετὰ πελέκεωϲ δικάζων τὸν ἀδικοῦντα εὐθέωϲ ἀνῇρει. ἢ ὅτι Ἀϲϲερίνα τόποϲ ἐν Τενέθω, ἔνθα ποταμίϲκοϲ, ἐν ῷ καρκίνοι τὰ χελώνια διηρθρωμένα ἐπὶ πλεῖον ἔχοντεϲ καὶ πελέκει ἐμφερῆ. ἢ ὅτι βαϲιλεύϲ τιϲ νόμον θεὶϲ πελέκει τοὺϲ μοιχοὺϲ ἄμφω καρατομεῖν καὶ ἐπὶ τοῦ υἱοῦ ἐτήρηϲε τοῦτο. καθ’ δ καὶ ἐν τῷ νομίϲματι, ἐφʼ οὗ μὲν πέλεκυϲ, ἐφʼ οὖ δὲ δύο πρόϲωπα ἐξ ἑνὸϲ αὐχένοϲ. οἱ δ’, ὅτι Τέννηϲ διʼ ἅ ἔπαθεν ὑπὸ τῆϲ μητρυιᾶϲ, μετὰ πελέκεωϲ τὰϲ φοινικὰϲ ἔκρινε δίκαϲ.

312 αινίαι: ζῶναι.

[*](Σ)

313 Τενθαιϲ: λίχνοιϲ. τένθειν γὰρ τὸ ἐϲθίειν. ὅτʼ ἀνόϲτεοϲ ὃν [*](Ar.) πόδα τένθει. διὰ τοῦ θ γραπτέον.

314 Τενθεία: ϲιναμωρία, λιχνότηϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· πολλήν γε τενθείαν [*](Ar.) λέγειϲ. Τενθεία οὖν ἡ γαϲτριμαργία πολλή.

[*](suid)

315 Z νθηϲ: ὁ γαϲτρίμαργοϲ.

[*](Σ)[*](309 cf. Zen. VI 9 310 ═ P 311 ═ P; — ἀπότομοϲ cf. Steph. Byg., H; Aristot. fr. 551 312 ═ P cf. Ba 384, 14, H vv. τέναι et τενίαι 313 sch. Ar. Pac. 1009; Hesiod. O. 524 314 — λέγειϲ Ar. Av. 1691 c. sch. 315 Tim. ═ P; Et M. 752, 6)[*](312 cf. 207 313 cf. 308 314 Τενθεία alt. sq. ex 234)[*](4 Κύκνον — 14 ὄψειϲ] πολὺ τῆϲ ἱϲτορίαϲ τὸ μέ(γα) καὶ FT 6 δὲ A(GFVM) om. V 7 νεανίϲκον V 8 κατηνέχθη G 9 πρότερον] πρῶτον V 12 θαύματοϲ A 17 πελέκυοϲ V 19 ῷ A, Phot.: ῷ καὶ G V M 20 ἐμφεῥεῖ A 22 νομίϲματι] ὀνόματι G 23 Τένηϲ, διʼ δ praeeunte Hemst. Pors. γεννηϲαῖα A, (Phot.) γενναῖα G V M 24 πελέκει V 312 extra ord.; Τανίοι G; Ταινίαι, δίκαϲ. Ταινίαι, δίκαι, ζῶναι V cf. vs. 24 26 ὅτ’ 27 γραπτέον om. F 26 ἀνόϲτεωϲ A ἀνοϲτρεοϲ G 29 Τενθεία — πολλή om. A(F) V)
524
[*](Σ Anth.)

316 Τἐνονταϲ: τραχήλουϲ, τὰ διατεταμένα νεῦρα. ταύρου βαθυτένοντα. [*](Ε) ὁ δὲ ταῦροϲ πληγεὶϲ καὶ διακοπεὶϲ τοὺϲ τένονταϲ ἡϲυχῇ Anth. καὶ κοϲμίωϲ κατηνέχθη. καὶ αὖθιϲ· ἐκ δὲ τενόντων ἔνθουϲ ῥομβη τὴ ἐϲτροφάλιξε φόβην.

[*](Δ)

317 Ττέο: ἀντὶ τοῦ τίνοϲ.

[*](Δ)

318 Τεόν: τὸ ϲόν.

[*](Suid.)

319 Τέῳ· Ἀνακρέων Τήϊοϲ, λυρικόϲ, ὁ μελοποιόϲ, διὰ τὴν Ἰϲτιαίου ἐπανάϲταϲιν ἐκπεϲὼν Τέω ᾤκηϲεν Ἄβδηρα ἐν Θράκῃ.

[*](Σ)

320 Τέωϲ: ἀντὶ τοῦ πρὸ τοῦ. πρίν. ἕωϲ τινόϲ. ἐπὶ τοϲοῦτον. ἕωϲ.