Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ)

934 Σπείρου: ἱματίου, ῥάκουϲ. ἡ εὐθεῖα τὸ ϲπεῖρον.

[*](Δ)

935 Σπείρωνοϲ.

[*](Ε)

936 Σπείϲαϲθαι: φιλίαν καὶ εἰρήνην θέϲθαι. ἐθέλειν Πάρθοιϲ ὑπὲρ εἰρήνηϲ ϲπείϲαϲθαι.

[*](Σ + Anth.)

937 Σπήλυγγεϲ: ϲπήλαια, κοιλώματα. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· ϲπήλυγγεϲ Νυμφῶν εὐπίδακεϲ, αἳ τόϲον ὕδωρ εἴβουϲαι.

[*](Σ)

938 Σπήλυγξ: ϲπήλαιον. Βάβριοϲ· κοιάϲω ϲπήλυγγοϲ, οἷά τιϲ νούϲῳ κάμνων ἐβέβλητ᾿, οὐκ ἀληθὲϲ ἀϲθμαίνων.

[*](Δ)

939 Δπήλυγξ· ϲπήλυγγαϲ, ῥαγάϲ.

[*](Δ)

940 Σπήλαιον.

941 Σπιθαμή: τροπικῶϲ ἐπὶ τοῦ θεοῦ ὁ προφητικὸϲ λόγοϲ ὠνόμαϲεν, ὅτι ϲυνέχει τὴν κτίϲιν, καὶ περιδεδραγμένοϲ αὐτῆϲ εἰϲ τάξιν ἅπαντα καὶ διακόϲμηϲιν ἄγει, καὶ ὄρεϲιν ἰϲορροπίαν καὶ μέτρα, πᾶϲι τοῖϲ ἐν τῷ κόϲμῳ τὴν οἰκείαν τάξιν ἀποκληρώϲαϲ. ὁ τὸν οὐρανὸν ὅλον μικρῷ μέρει τῆϲ ὅληϲ αὐτοῦ δυνάμεωϲ περιέχων· ἣν ϲπιθαμὴν τροπικῶϲ ὁ λόγοϲ ὡνόμαϲε.

[*](Σ (Prov.))

942 Σπιθαμή: τοῦ βίου τὸ ἐλάχιϲτον.

[*](933 — λεγεών ═ P, Ba 368, 16 cf. H Ps. Herolian. 128 Σπεῖραι sec.— ϲχοινίον cf. Paroem. ed. Gsf. 40 n. 373, H, Ps. Herodian. 128 ὁ—προϲέλθοι Aelian. fr. 82 Σπειρηδόν, παραπεπλεγμένωϲ ═ P, Ba 368, 18, Zon. 1667 Σπείρημα sq. ═ Et. M. 723, 35 cf. Ambr. 691, Ps. Herodian. 128 934 cf. Ap. S. 144, 4 (unde H), sch. δ 245, Ambr. 695, Et. M. 723, 34, Poll. 7,78 935 ═ Ambr. 668 936 ἐθέλειν sq. Arr. Parth. fr. 103 937 — κοιλώματα cf. H. ϲπήλυγγεϲ sq. Anth. 6, 253, 1—2 938 — ϲπήλαιον ═ P, Ba 368, 29, Ambr. 683 cf. Ps. Herodian. 128, sch. Luc. 139, 4 κοιάϲω sq. Babr. 103, 3—4. 939 — ϲπήλυγγαϲ cf. Ps. Herodian. 128 941 Basil. de spir. PG 32, 80c 942 ═ P, Diogen. VIII 17)[*](933 Paroem. cf. v. Ε 2598 934 cf. 932 937 Anth. cf. vv. ΕΙ 14, Π 2244 et 2954 938 Babr. cf. v. Α 4155 939 cf. Π 1506)[*](A(GFVM))[*](3 Σπεῖραι] nov. gl. V 4 καὶ—7 εἵλιγμα om. F 5 τι om. V μὴν τι G om. A 6 προϲέλθῃ GV 7 παραπεπληγμένω V περιπεπλεγμένωϲ GMec, Zon. Σπείραμα G, Bhd. cf. Hes, Σπείριγμα AV, ss. cod. V in Et. 935 om. F. Σπείρω, τὸ καταβάλλω ἐν τῇ γῇ ϲπέρμα mg. add. V 10 ἐθέλειν ante εἰρήνην transpos. F ὑπὲρ] καὶ ὑπέρ V, Bhd. 13 τόϲϲον V M, vv. Π 2244 et 2954 14 κοιώϲϲω ζήτει G; ζήτει ss. M κοίληϲ ἔϲω Babr. ϲπήλυγγεϲ V οἷά— 17 Σπήλαιον om. F 939 non nov. gl. GVM; post l. καὶ add. GM 16 ϲπηήλυγγαϲ nov. gl. V ϲπήλυγγοϲ Bhd., quia ῥαγάϲ nomin. est, Kust., v. Π 1506 con tulit Gsf. 940 extra ord.; post gl. καὶ ϲύλαιον add. V cf. p. 417, 26 18 τροπικῶϲ om. G 20 ἄγειν A ἀγαγὼν Chrys., hiat oratio 21 τὴν] καὶ τὴν A 24 τοῦ] τὸ τοῦ V)
419

943 Σπιλάδεϲ: αἱ ἐν ὕδατι κοῖλαι πέτραι, ὡϲ Ἀπίων. Ἡλιόδωροϲ [*](Σ) δὲ τὰϲ παραθαλαϲϲίαϲ πέτραϲ καὶ ἐπειλημμέναϲ ὑπὸ τῶν κυμάτων. καὶ Σπιλάζων. ἐπὶ ταύτην τὴν πόλιν οἷα διάττοντεϲ οἱ βάρβαροι [*](Δ) κατεϲπίλαζον.

[*](Ε)

944 Σπίλοϲ: μιαϲμόϲ, ῥύποϲ.

[*](Σ)

945 Σπίνθαροϲ, Ἡρακλεώτηϲ. ἦν δὲ τραγῳδίαϲ ποιητήϲ. δράματα [*](Hesy.) δὲ αὐτοῦ ἐϲτι ταῦτα, Περικαιόμενοϲ Ἡρακλῆϲ, Σεμέλη κεραυνουμένη.

946 Σπίνθαροϲ· οὗτοϲ κωμῳδεῖται ὡϲ βάρβαροϲ καὶ Φρύξ.

[*](Ar.)

947 Σπινθήρ.

[*](Δ)

948 Σπίνοϲ: εἶδοϲ ϲτρουθοῦ.

[*](Ar.)

949 Σπίτταλοϲ: ἰατρὸϲ παρὰ Ἀθηναίοιϲ δόκιμοϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· [*](Ar.) ἄπελθε πρὸϲ τοῦ Σπιττάλου. ϲὺ δ᾿ ἀλλά μοι ϲταλαγμὸν εἰρήνηϲ ἔνϲταξον τουτονί. τουτέϲτι χαλκοῦν ἢ ἀργυροῦν· οἵουϲ ἔχουϲιν οἱ ἰατροί.

950 Σπληδόνοϲ: ὄνομα πόλεωϲ.

[*](Δ)

951 Σπλήν: ϲπληνὸϲ κλίνεται.

[*](Δ)

952 Σπογγιά: ὀξυτόνωϲ Ἀττικοί. Ἀριϲτοφάνηϲ Βατράχοιϲ· ἀλλ᾿ οἶϲε [*](Ar.) πρὸϲ τὴν καρδίαν μου ϲπογγιάν. καὶ αὖθιϲ Ἀριϲτοφάνηϲ· ϲπογγίῳ βεβυϲμένον. ἢ ὅτι χύτραν ἔφερον, ἐν ᾗ ἦν ϲπόγγοϲ μέλιτοϲ πεπληρωμένοϲ.

953 Σπόγγοϲ. ϲπόγγον ἔχειν καλάμων ψαίϲτορα ἀπὸ Κνιδίων. [*](Δ Anth.) φαϲὶ τὴν Ἀκκὼ μωρὰν οὖϲαν ϲπόγγῳ πάτταλον κρούειν.

[*](Suid.)

954 Σποδεῖν: τύπτειν. ὁμοθυμαδὸν ϲποδεῖν ἅπανταϲ τοὺϲ ἀλαζόναϲ [*](Ar.) δοκεῖ. Ἀριϲτοφάνηϲ Ὄρνιϲι.