Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Sid.)

689 Σκωπτόλαι: φιλοϲκώμμονεϲ. ϲκωπτόλαι τε καὶ ὑβριϲταὶ πάντεϲ, καὶ δὲδώκαϲι τῇ ὀθόνῃ μᾶλλον ἢ ϲοφίᾳ Ἀθηναῖοι.

[*](Δ + Ar.)

690 Σκῶρ: κόπροϲ, ἀποπάτημα. καὶ κλίνεται ϲκατόϲ.

[*](Ar. + Δ)

691 Σκῶρ ἀείνων: τινέϲ φαϲι τῷ ϲκῶρ πρῶτον κεχρῆϲθαι Στράττιν ἐν Ἀτάλαντοϲ δράματι· ψεῦδοϲ δέ· πολλῷ γὰρ ὕϲτερον τῶν Βατράχων. ϲκῶρ δὲ ἀείνων τὸ ἀεὶ ῥέον· νάον, νῶν. ϲκῶρ δὲ ἀποπάτημα, κόπροϲ. καὶ ἔϲτιν ἑτερόκλιτον· ἡ γὰρ γενικὴ ϲκατόϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ Βατράχοιϲ· εἶτα βόρβορον πολὺν καὶ ϲκῶρ ἀείνων.

[*](Ar.)

692 Σκωραμίϲ: ἀμὶϲ μὲν ἐν ᾧ οὐροῦϲι, ϲκωραμὶϲ δὲ ἐν ᾧ ἀποπατοῦϲιν. [*](Δ) ἴνα μὴ γένωμαι ϲκωραμὶϲ κωμῳδική. καὶ Σκωροποιῶ ἐξ αὐτοῦ.

[*](Δ)

693 Σκωρεία: οὕτωϲ ἡ παράδοϲιϲ.

[*](Δ?)

694 Σκώψ: εἶδοϲ ὀρνέου νυκτερινοῦ.

[*](Δ)

695 Σκρίβαϲ.

[*](EL)

696 Σκρίβῳν: κατὰ Λατίνουϲ ὁ τῶν ϲωματοφυλάκων ὑπερφερόμενοϲ.

697 Σκρινιάριοϲ: ὁ χαρτουλάριοϲ τοῦ ἐπάρχου· ὁ αἴρων τὸ ϲκρινίον ἤτοι τὸ κιβώτιον.

[*](Σ)

698 Σκυβαλίζεται: ἀποδοκιμάζεται, ἀτιμάζεται. ὡϲ ϲκύβαλον. [*](Ecl.) κυρίωϲ δὲ ϲκύβαλον, κυϲίβαλόν τι ὄν, τὸ τοῖϲ κυϲὶ βαλλόμενον. ἐν [*](Anth.) Ἐπιγράμμαϲι· οὐδ’ ἀποδειπνιδίου γευόμενοϲ ϲκυβάλου, ϲπεύδων εἰϲ ἄλλουϲ οἴκουϲ ἴθι.

[*](Δ)

699 Σκυδμαίνω: ὀργίζομαι.

700 Σκυζᾶν: ἐπὶ ϲυνουϲίαν ὁρμᾶν. ἡ κάμηλοϲ κύει μῆναϲ ι΄, τῷ δὲ ια΄ τίκτει, καὶ πάλιν διαλιποῦϲα ἐνιαυτὸν ϲκυζᾷ.

[*](Δ)

701 Σκύζομαι: ὀργίζομαι.

[*](Ar.)

702 Σκύθαινα: ἡ ὑπηρέτιϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· ποῦʼ ϲθ’ ἡ Σκύθαινα.

[*](688 — λοίδοροϲ cf. Ambr. 558, Et. M. 719, 52 Σκωπτόληϲ ὁ Λ. sch. Ar. Nsp. 787 690 cf. Zon. 1656;— κόπροϲ ═ Ambr. 541. ἀποπάτημα sch. Ar. Ran. 146 691 (praeter κόπροϲ et ἡ — ϲκατόϲ) Ar. Ran. 145—6 c. sch. plenior. 692 — κωμῳδική Ar. Eccl. 371 c. sch. 693 cf. Ambr. 526 694 cf. sch ε 66 — ὀρνέου ═ Ambr. 445 cf. sch. Theocr. 1, 136 696 Th. Simoc 1, 4, 7 ═EL 221, 18—19 697 cf. Et. M. 718, 56 698 ἀτιμάζεται ═ P, Ba 366, 28 cf. H ϲκύβαλον alt.— βαλλόμενον cf. Et. M. 719, 52, Orion 144, 13 οὐδ ᾿  sq Anth. 6, 302,6—7 699 cf. H, sch. Ω 592, Orion 142,16 (unde Et. M. 719, 54) 700 ἡ sq. Ar. Byz. Epit. 122, 2 —4 701 cf. sch. Δ 23, Et. M. 720, 5, H 702 Ar. Lys. 184 c. sch.)[*](688 ὅτι sq. ex v. A 2061 689 ϲκωπτόλαι sq. ex v. 3504 690 cf 691 694 cf. v. H; 302)[*](A(GFVM))[*](2 ὅτι— ἀναϲεϲυρμένην oum. AFV mg. A ὅτι om. G 689 om. A post 664 F V 3 l. om. V 691 om. F cf. ad 750 6 ἀείνων] γρ. ἀεὶ νῶν ss. M, simil. vs.10 7 Ἀτάλαντοϲ AGM cf. sch.; Ἀποτάλαντοϲ V ἡ Ἄτλαντοϲ γραπτέον ἤ Ἀταλάντηϲ ss. M Ἀταλάντηϲ ed, pr. Ἀταλάντη Mein. πολλῶν AW 8 νάον] νάων GM 9 καὶ ἔϲτιν] ἔϲτιν δὲ G post 691 750 inserit V 11 καὶ Σκωραμίϲ GM ῷ utrob. AF, sch.; ᾗ GVM 14 Σκωρία G 695 om. F 696 non nov. gl. GV 697 om. AT mg. Ar 21 βαλλόμενον] ἤγουν τὸ προύμενον ss. V 25 ϲυνουϲίᾳ G 26 ϲκυλᾶ AF 27 Σκύζομαι — 28 Ἀριϲτοφάνηϲ] φα A)
389

703 Σκύθαι· ὅτι ἐπὶ Κλαυδίου βαϲιλέωϲ Ῥωμαίων Σκυθῶν οἱ περιλειφθέντεϲ [*](Ε) ἐκ τῶν προλαβουϲῶν ἐπαρθέντεϲ ἐφόδων ἐπὶ Γαλλιηνοῦ τοῦ μικροῦ, Ἐρρούλουϲ καὶ Πευκέϲταϲ καὶ Γότθουϲ παραλαβόντεϲ καὶ περὶ τὸν Τύραννον ποταμὸν ἀθροιϲθέντεϲ εἰϲέβαλον εἰϲ τὸν Πόντον. ναυπηγηϲάμενοι δὲ πλοῖα ἐννακόϲια καὶ τούτοιϲ ἐμβιβάϲαντεϲ β΄ καὶ λ΄ μυριάδαϲ, ἄραντεϲ διὰ τοῦ Πόντου, πόλει Τόμει προϲβαλόντεϲ ἀπεκρούϲθηϲαν. ὡϲαύτωϲ καὶ Μαρκιανουπόλει. ἐπεὶ δὲ τὰ ϲτενὰ τῆϲ Προποντίδοϲ κατέλαβον, ἐκ τοῦ ῥεύματοϲ τὰ πλοῖα ἀλλήλοιϲ προϲήραττε, καὶ ἐφέρετο τὰ ϲκάφη ϲὺν οὐδενὶ κόϲμῳ. τῶν κυβερνητῶν μεθιέντων τοὺϲ οἴακαϲ· ὥϲτε τὰϲ μὲν καταδῦναι αὐτάνδρουϲ τινὰϲ δὲ καὶ ἀνδρῶν ἐρήμουϲ ὀκεῖλαι· καὶ πλεῖϲτοι ἀπώλοντο. οἱ δὲ περιλειφθέντεϲ τὴν ἐπὶ Κύζικον ἔπλεον καὶ ἄχρι τοῦ Ἄθω παρενεχθέντεϲ καὶ τῶν πλοίων ἐπιμέλειαν ποιηϲάμενοι Καϲϲάνδρειαν καὶ Θεϲϲαλονίκην ἐπολιόρκουν. ἀποκρουϲθέντεϲ δὲ εἰϲ τὴν μεϲόγειον ἀναβάντεϲ πᾶϲαν χώραν ἐληΐζοντο καὶ κατὰ διαφόρουϲ χώραϲ διεφθείροντο. ὅϲοι δὲ διεϲώθηϲαν, Ῥωμαίοιϲ ϲυνηριθμήθηϲαν καὶ πρὸϲ γεωργίαν ἐτράποντο.

704 Σκύθηϲ: ὁ Ῥῶϲ. καὶ παροιμία· Σκύθηϲ τὸν ὄνον· ἐπὶ [*](Δ) τῶν ἀκκιζομένων τῷ λόγῳ, ἔργῳ δὲ ἐφιεμένων· ἰδὼν γάρ τιϲ νεκρὸν [*](Prov.) ὄνον, ἔφη· δεῖπνόν τοι, ὦ Σκύθα. ὁ δὲ ἐμυϲάξατο μὲν πρῶτα, αὖθιϲ δὲ πολυπραγμονήϲαϲ περὶ αὐτὸν ἐπονεῖτο. καὶ ζήτει ἐν τῷ τὸν ἵππον ὁ Σκύθηϲ. ὅτι Ἀνάχαρϲιϲ Σκύθηϲ ἦν, μητρὸϲ δὲ Ἑλληνίδοϲ· διὸ καὶ δίγλωϲϲοϲ [*](Suid.) ἦν· ὃϲ ἔθηκε νόμουϲ Σκύθαιϲ.

705 Σκυθικαί: εἶδόϲ τι ὑποδήματόϲ εἰϲιν, ὡϲ Ἀλκαῖοϲ ἐν η΄· Σκυθικὰϲ [*](Harp.) ὑποδηϲάμενοϲ.

706 Σκυθρωπάζω: τὸ ϲτυγνάζω. μεταφορικὴ ἡ λέξιϲ ἀπὸ τῶν [*](Δ) Σκυθῶν· καὶ τὸ ὤψ, ὠπόϲ, ὃ ϲημαίνει τὸ πρόϲωπον· ὂψ γὰρ ἡ φωνή, [*](Ecl. +  Δ) διὰ τοῦ ο μικροῦ. ὦ Πλάτων, ὡϲ οὐδὲν ἦϲθα πλὴν ϲκυθρωπάζειν ὄνον, ὥϲπερ κοχλίαϲ ϲεμνῶϲ ἐπηρκὼϲ τὰϲ ὀφρῦϲ.

707 Σκύλα: τὰ ἀπὸ τῶν πολέμων ἀνῃρημένα. τὰ ἐκ τῶν νεκρῶν, [*](Σ) λάφυρα δὲ τὰ ἐκ τῶν ζώντων. καὶ ἐν Ἐπιγράμμαϲι Σκυλοφόροϲ. [*](Ecl.) Ἑϲπερίο Μάρκελλοϲ ἀνερχόμενοϲ πολέμοιο ϲκυλοφόροϲ κραναῆϲ τέρμα [*](Anth.) παρʼ Ἰταλίηϲ.

[*](703 Zos. 1, 42, 43, 46 cf. Byz. Zt. 23, 100 704 Σκύθηϲ τὸν— ἐπονεῖτο Paroem. ed. Gsf. 103, n. 841 cf. H 705 Harp. ═ P cf H; Alcaei fr. 103 706 ϲτυγνάζω cf. Zon. 1658 ἀπὸ—πρόϲωπον cf. Orion 148, 15, unde Et. M. 720, 7 ὦ sq. Laert. 3, 28; Amphid. fr.13 707 — ζώντων cf. Et. M. 720, 14 ἀνηρημένα ═ P, Ba 366, 29 Ἑϲπερίου sq. Anth. 6, 161, 12)[*](704 Prov. cf. vv, Α 878, O 695, 764 ὅτι sq. ex v. Δ 854 706 ὤψ — μικροῦ cf vv. O 1068, 7 290 707 init. cf. v. Λ 158)[*](1 ὅτι—17 Ρῶϲ om. F 1. 2 παραλειφθέντεϲ A 3 Ἐρούλουϲ] γρ. Ἐλούρουϲ A(GFVM) ss. M cf. Ε 901 Πευκέταϲ V 4 Τύραν Bas., Zos.; Steph. Byz. contulit Holsten. εἰϲέβαλλον A 6 Tόμη G Tόμοι V cf. Zos. 12 Ἄθων V 15 χώραϲ] κρόνουϲ G 19 τοι A; τι GVM 20 καὶ— 21 Σκύθηϲ pr. ex mg. M: om. rell. 21 ὅτι— 22 Σκύθαιϲ om. AF mg. Ar 23 η΄ ] ὀγδόῳ φηϲίν V 24 ὑποδυϲά— μενοϲ GVM 26 τὸ pr. AFV, Et.; τοῦ GM γὰρ] δὲ F 27 μικροῦ] ὢψ δἐ τὸ πρόϲωπον διὰ τοῦ ω μεγάλου add. G cf. v. Ω 290 28 ϲεμνὸϲ F 29 πολεμίων ed. pr. 30 καὶ — 32 Ἰταλίηϲ om. F)
390
[*](Ar.)

708 Σκυλοδεψῶν· Ἀριϲτοφάνηϲ· ὅϲοιϲ δὲ κλίνη μή ἐϲτι μηδὲ ϲτρώματα, ἰέναι καθευδήϲονταϲ --- ἐϲ τῶν ϲκυλοδεψῶν. ἐπὶ τῶν λαθεῖν μὴ δυναμένων.