Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

610 Σκινδαψόϲ: ἀφάνα.

[*](Δ)

611 Σκινθίζεται: λακτίζεται.

[*](Δ)

612 Σκιόειϲ, ϲκιόεντοϲ κλίνεται. καὶ Σκιόεντα, ϲύϲκια.

[*](Δ Σ)[*](602 ═ P cf. H, Poll. 7,174, Moer. 209, 4, Ammon. p. Harp. plen. v. θόλοϲ 603═ P, Ba 366,8 cf H, Zon.1657, Ap S 142, 22, sch. A487 604 Ar. Vsp. 757 605— βοτάνηϲ cf Zon. 1653. θανατηφόρου cf. H 606— ἀλεκτορίδεϲ sch Ar. Ach 444 δυοῖν sq. Laert. D. 7,17 607 — ϲκάμνοϲ ═ P, Σᵃ, Ba 366, 11 cf. H ═ fs Herodian. 126; Et M 717, 54, An. Ox. 2, 484, 16 Σκίμποδοϲ Ar. Nu. 709 cf An Ox 2, 484, 16. ἱερὸν sq. sch. Ar. Nu 254 608 ϲκόλοπεϲ ═ P, Ba 366, 12 cf. sch. Luc. 240, 2, H ἡ —μαθήϲομαι Ar Nu. 130 c. sch cf. sch. Lunc. 239, 26. Σκινδαλμῶν sq. sch. Ar. Han. 819 609 — μουϲικόν cf. ad v. B 335 5 sq. Laert. D. 7, 15 611 H 612 Σκιόεντα sq. ═ P, Ba 366, 14, sch Α 157 cf Ap. S 142, 24, H)[*](607 init. cf. v. Α 4161 609 init. cf v. B 335)[*](6 ὡϲ om. GM 9 πόντῳ G ὑπ’ αὑτὸν GM M, Laert.; ὑφ’ αὑτὸν AV A(GFVM) τὸν] τὴν G 9 10 ὑφ’ ἑαυτὸν] π᾿  αὒ ss. M 10 ϲκιμαλίζοντεϲ G 11 οὖν παράϲχειν V 12 κράβατοϲ P, Σa Ba 13 ἐν om. V 16 τὸν] τὸ F 18 τοῦτο— 21 παραξόνια om. F 22 παραξόνια 23 ἑλκόμενα om. F 4 περὶ— 25. 26 ϲκινδαψοῖο] καὶ F 25 πύργαθοϲ V 25. 26 ϲκινδαψοῖϲ AV 27 Σκινδαψόϲ] non nov. gl. GFM 29 κλίνεται om. G τὰ ϲύϲκια A)
380
[*](Δ)

613 Σκιόθηρα: εἶδοϲ πλοίου.

[*](Ar.)

614 Σκιώνην· ἦ μοι κρεῖττον ἦν τηρεῖν Σκιώνην ἀντὶ τούτου τοῦ πατρόϲ.

[*](Σ)

615 Σκιωρεῖται: λόχοϲ ἀνδρῶν ἑξακοϲίων Ἀρκαδικόϲ, ὁ ἀρχόμενόϲ τε ἐν τοῖϲ πολεμίοιϲ καὶ τελευταῖοϲ ἀναχωρῶν.

616 Σκιπίων· οὗτοϲ ϲτρατηγὸϲ γέγονε Ῥωμαίων, ὃϲ χρηϲμὸν εἴρηκεν, οὐ λόγον. καὶ γὰρ μετὰ τὴν τῆϲ Καρχηδόνοϲ καθαίρεϲιν θαρϲούντων Ῥωμαίῳ, ὡϲ ἐν εἰρήνῃ καὶ ἡϲυχίᾳ τὸ λοιπὸν διάξονται τοῦ χρόνου. παρελθὼν εἰϲ μέϲουϲ, νῦν μέντοι χρὴ νομίζειν, ἔφη, πολέμων ἀρχὰϲ τὰ παρόντα· κινδυνεύϲομεν γὰρ μήτε οὓϲ φοβήϲομεν, μήτε οὓϲ φοβηθῶμεν ἀπολελοιπότεϲ. ἀλλὰ Ῥωμαίοιϲ μέν, καὶ Καρχηδονίων ἀνῃρημένων, ἐπικλυϲθέντεϲ ἕτεροι πόλεμοι πρὸϲ τὸ ϲωφρονεῖν ἤρκεϲαν αὐτούϲ. τῷ γὰρ βαϲιλεῖ ἐϲ ἄδειαν προϲελθόντι τοῦ ποιεῖν ὅ τι ἂν βούληται, παράλογοί τινεϲ ἀρχαὶ παθῶν τὴν ψυχὴν ὑπολαβοῦϲαι, πρὸϲ ὑπερορίουϲ ἔτι καὶ ἀτοπωτέραϲ ὁρμάϲ τε καὶ ἐνεργείαϲ τὴν ὅλην βαϲιλεία ἐξέωϲαν. ζήτει ὀπίϲω ἐν τοῖϲ τοῦ η περὶ Σκηπίωνοϲ.

[*](Suid.)

617 Σκίρρα: γῆ λευκή, ὥϲπερ γύψοϲ.

[*](Δ)

618 Σκίπωνοϲ: τῆϲ ῥάβδου. καὶ Σκίπτωνοϲ.

[*](Suid.)

619 Σκιράδοϲ: τῆϲ Ἀθηνᾶϲ.

[*](Σ)

620 Σκιραφεῖον: κυβευτήριον. ἐπειδὴ διέτριβον Σκίρῳ οἱ κυβεύοντεϲ, [*](Harp.) ὡϲ Θεόπομποϲ.

[*](Ar.)

621 Σκίρρον· κυνῶν ἁπάντων μονοφαγίϲτατον, ὅϲτιϲ περιπλεύϲαϲ τὴν θυείαν ἐν κύκλῳ ἐκ τῶν πόλεων τὸ ϲκίρρον ἐξεδήδοκε.

[*](Δ)

622 Σκιρρόν: τὸ ξηρόν.

[*](Harp.)

623 Σκίρον: Σκίρα, ἑορτὴ παρʼ Ἀθηναίοιϲ, ἀφʼ ἧϲ καὶ ὁ μὴν Σκιροφοριών. φαϲὶ δὲ οἱ γράψαντεϲ περί τε μηνῶν καὶ ἑορτῶν τῶν Ἀθήνηϲιν, ὡϲ τὸ ϲκίρον ϲκιάδιόν ἐϲτι, μεθ’ οὗ φερόμενοι ἐξ ἀκροπόλεωϲ εἴϲ τινα τόπον, καλούμενον Σκίρον, πορεύονται ἥ τε τῆϲ Ἀθηνᾶϲ ἱέρεια καὶ ὁ τοῦ Ποϲειδῶνοϲ ἱερεὺϲ καὶ ὁ τοῦ Ἡλίου. κομίζουϲι δὲ τοῦτο Ἐτεοβουτάδαι. ϲύμβολον δὲ τοῦτο γίνεται τοῦ δεῖν οἰκοδομεῖν καὶ ϲκέπαϲ δὲ ποιεῖν, ὡϲ τούτου τοῦ χρόνου ἀρίϲτου ὄντοϲ πρὸϲ [*](614 Ar. Vsp. 209—210 615 Tim. ═ P cf H (s. Σκειρ.); Bk. 305, 22, unde Et. M. 716, 1 618 — ῥάβδου cf. H; l. ═ Ambr. 471 619 ═ Ambr. 537 620— κυβευτήριον ═ P, Ba 366, 15 cf. Harp. ἐπειδὴ sq. Harp. cf. P; FGr Hist 115 fr. 228 621 Ar. Vsp 923 —5 622 aliter Ambr. 546 623 Harp. ═ P; Philoch. fr. 42, F HG 1, 391; l. l. 4, 483) [*](616 init. cf. v. χρηϲμόϲ 1 617 ex 624 619 ex 626) [*](A(GFVM)) [*](5 πολέμοιϲ Tim. 616 om. A; Σκ. ϲτρατηγὸϲ Ῥωμαίων mg. add. Ar 6 ὃϲ— 7 Ῥωμαίων om. G add. rec. mg. 7 καὶ— 16 ἐξέωϲαν om. F 8 ὡϲ V M: ὡϲ ἐν G 11 Ῥωμαίων V 13 αὐτούϲ del. Kust. τῷ sqq. ad priora nihil facere vidit Kust. προελθόντι G 14 ὑπολαβοῦϲαι om. V 16 ζήτει— Σκηπίωνοϲ ex mg. M; om rell. 617 om. AF mg. Ar 18 Σκήπωνοϲ Aac; διἀ τοῦ ι γραπτέον mg. add. M 619 om. AF 24 Σκιρόν G M Σκηρόν F om. G 26 τῶν] τῶν παρ’ G 27 ϲκιάδειόν V 29 Ηλίου] Ἀπόλλωνοϲ (propter cp.) egregie Cobet 30 Ἐτεοβοιτάδαι AVN Mac ϲύμβουλον A. v. l. Harp. τοῦτο om. G)

381
οἰκοδομία· καὶ Ἀθηνᾶν δὲ Σκιράδα τιμῶϲιν Ἀθηναῖοι, ἣν Φιλόχοροϲ μὲν ἐν β΄ Ἀτθίδοϲ ἀπὸ Σκίρου τινὸϲ Ἐλευϲινίου μάντεωϲ κεκλῆϲθαι. Πραξίω δὲ ἐν β Μεγαρικῶν ἀπὸ Σκίρωνοϲ.

624 Σκῖροϲ: ϲκιάδιον. ἑορτή τιϲ ἀγομένη τῇ Ἀθηνᾷ, ὅτε ϲκιαδείων [*](Σ) ἐφρόντιζον ἐν ἀκμῇ τοῦ καύματοϲ. ϲκίρα δὲ τὰ ϲκιάδεια. οἱ δὲ οὐ διὰ τοῦτό φαϲιν, ἀλλὰ διὰ τὴν ἀπὸ ϲκίρων Ἀθηνᾶν, ἣν Θηϲεὺϲ ἐποίηϲεν, ὅτε ἐπανῄει ἀποκτείναϲ τὸν Μινώταυρον. ἡ ϲκίρα δέ ἐϲτι γῆ λευκή, ὥϲπερ γύψοϲ. οἱ δὲ φαϲὶν ἀπὸ Σκίρου τοῦ Ἐλευϲινίου μάντεωϲ γενέϲθαι τὴν ἐπωνυμίαν ταύτην, ἄλλοι δὲ ἀπὸ Σκίρου τοῦ ϲυνοικίϲαντοϲ Σαλαμῖνα.

625 Σκίρροϲ: ὁ γύψοϲ.

626 Σκιροφοριών: μὴν Ἀθηναίων δωδέκατοϲ. ὠνομάϲθη δὲ ἀπὸ [*](Σ) τῆϲ Σκιράδοϲ Ἀθηνᾶϲ.

627 Σκιροφορίων· ζήτει ἐν τῷ Διὸϲ κᾡδιον.

628 Σκίρωμα: πάθοϲ περὶ τὸ ἦπαρ ἀνίατον. ὅθεν καὶ ἦπαρ ἀποϲκιρωθέν, [*](Suid.) οὕτω ϲκιρωθὲν τῇ πάθουϲ ἀχθηδόνι.

629 Σκιρτάλοϲ· ὅτι Διογένηϲ ὁ Σινωπεὺϲ γηραιὸϲ γεγονὼϲ ὑπὸ πειρατοῦ Σκιρτάλου [*](Suid.) ἐλήφθη.