Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Harp.)

590 Σκῆψιϲ: πόλιϲ ἐϲτὶν ἐν τῇ Γροίᾳ· ἦϲ μνημονεύει Δημοϲθένηϲ ἐν τῷ κατὰ Ἀριϲτοκράτουϲ.

591 Σκιά· ζήτει ἐν τῷ δεκάπουϲ ϲκιά.

592 Σκιαγραφία: ἡ προτύπωϲιϲ.

[*](Synt.)

593 Σκιαγραφῶ· αἰτιατικῇ.

[*](Ar.)

594 Σκιάδειον: καταϲκεύαϲμά τι, ὅπερ ἐφόρουν αἱ κανηφόροι ἀπιοῦϲαι εἰϲ τὰ Ἐλευϲίνια, ἕνεκεν τοῦ μὴ καίεϲθαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου. ἢ ὅπερ ἡμεῖϲ καμελαύκιον λέγομεν.

[*](Σ)

595 Σκιαδίων: καρουχίων.

[*](Thdr.)

596 Σκιὰ θανάτου: οἱ πρὸϲ θάνατον ἄγοντεϲ κίνδυνοι.

[*](Harp.)

597 Σκίαθοϲ: νῆϲόϲ ἐϲτι πληϲίον Ἐὐβοίαϲ, ἧϲ μέμνηται Δημοϲθένηϲ ἐν Φιλιππικοῖϲ.

[*](Prov. ?)

598 Σκιαμαχῶ: ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων. τῇ ϲκιᾷ μάχομαι.

599 Σκιὰ ὀνείρων: ἐπὶ τῶν ἀδήλων πραγμάτων. Δαμάϲκιοϲ· ὅταν ἀντὶ πραγμάτων γεγενημένων εἴδωλα ἄττα ϲυγγραφώμεθα, ϲκιὰν ὀνείρων, κατὰ Πίνδαρον.

[*](Σ)

600 Σκιάποδεϲ: ἐν Λιβύῃ ἔθνοϲ, πλατεῖϲ ἔχον τοὺϲ πόδαϲ· οἳ ἐν τῷ καύματι ἐκ τῶν ποδῶν ἑαυτοῖϲ ϲκιὰν ποιοῦϲι. περὶ τὸν δυτικὸν Ar. ὠκεανόν, πρὸϲ τῇ κεκαυμένῃ ζώνῃ Σκιάποδεϲ· τούτουϲ ἔχειν βήματά φαϲι τοῦ παντὸϲ ϲώματοϲ μείζονα· διὰ δὲ τὸ μὴ ἔχειν οἴκουϲ, ἀλλ᾿  ὑπὸ τοῦ καύματοϲ ἀναλίϲκεϲθαι, τετραποδηδὸν βαδίζονταϲ, ἀνορθοῦν τὸν ἕτερον τῶν ποδῶν καὶ καταϲκιάζειν τὸ λοιπὸν ϲῶμα. τοῦτο γὰρ αὐτοῖϲ ἐχαρίϲατο ἡ φύϲιϲ, ἴϲηϲ οὔϲηϲ τῆϲ γῆϲ αὐτῶν καὶ τραχείαϲ καὶ κατάδυϲιν μὴ ἐχούϲηϲ εἰϲ ἀποφυγὴν τοῦ καύματοϲ.

[*](Harp.)

601 Σκιάποδεϲ: Ἀντιφῶν ἐν τῷ Περὶ ὁμονοίαϲ. ἔθνοϲ ἐϲτὶ Λιβυκόν. Κτηϲίαϲ ἐν τῷ Περίπλῳ Ἀϲίαϲ φηϲίν· ὑπὲρ δὲ τούτων Σκιάποδεϲ, oἳ τούϲ τε πόδαϲ ὡϲ χῆνεϲ ἔχουϲι κάρτα πλατέαϲ, καὶ ὅταν θέρμη ἤ. ὕπτιοι ἀναπεϲόντεϲ, ἄραντεϲ τὰ ϲκέλη ϲκιάζονται τοῖϲ ποϲίν.

[*](589 ϲκήπτομαί—προφαϲίζομαι Ar. Pl. 904 c. sch. ἀλλ᾿ sq. Soph. El. 584 590 Harp. ═ P; Dem. 23, 154 593 ═ Synt. Laur. 594 sch. Ar. Av. 1508 plenius; καμελαύκιον cf. H 595 ═ P, Ba 366, 7 596 Thdr. in Ps. 43, 20 PG 80,1184c 597 Harp. ═ P; Dem. 4, 32 599 ὅταν sq Dam. fr. 26; Pind P. 8, 136 600 ποιοῦϲιν cf. H περὶ sq. sch. Ar. Av. 1553 plenius 601 Harp. ═ P; Antiph. fr. 95; Ctes. fr. 89 Müller.)[*](600 Ar. cf. v. T 399)[*](A(GFVM))[*](592 ex mg. A; om. rell. 9 Σκιάθιον AF Σκηάδειον V cf. p. 373, 26 Hes., sch. 10 ἕνεκεν GM; καὶ AFV ὑπέρ sch. τοῦ alt. om. M 11 καμηλαύκιον GF Mec, v. Κ281 12 Σκιαδείων G V Mac, Phot ec 20 Σκιόποδεϲ 21 ϲκιὰν ante ἐκ transpos FV περὶ F, sch.; παρὰ rell. 22 πρὸϲ— 29 Σκιάποδεϲ om. F 22 Σκιάποδεϲ] nov. gl. G 22. 23 φαϲὶ βήματα V 25 τοῦτο— 27 ἐχούϲῆϲ] τραχείαϲ οὔϲηϲ τῆϲ γῆϲ καὶ μὴ ἐχούϲηϲ καταδύϲειϲ τοῦτο φύϲιϲ V 28 Ἀϲτιφῶν— 29 Σκιάποδεϲ om. V 28 λυρικόν G 29 Περίπλῳ] περὶ πόλεων A Ἀϲίαϲ om. G δὲ om. A 30 τε om. F ὡϲ om. G M πλατεῖϲ F)
379

602 Σκιάϲ: ἀναδενδράϲ. ϲημαίνει δὲ καὶ τὴν παρὰ Ἀθηναίοιϲ λεγομένη [*](Σ) θόλον.

603 Σκιδνάμενοϲ: ϲκορπιζόμενοϲ.

[*](Σ)

604 Σκιερά· Ἀριϲτοφάνηϲ· πάρεϲ, ὦ ϲκιερά.

[*](Σ)

605 Σκίλλα: εἶδοϲ βοτάνηϲ πικρᾶϲ καὶ Ar. θανατηφόρου τοῖϲ ἐϲθίουϲι.

[*](Δ.)

606 Σκιμαλίϲω: ἐξουδενώϲω, χλευάϲω, τῷ μικρῷ δακτύλῳ ὡϲ τῶν [*](Ar.) γυαικείων πυγῶν ἅψομαι. λέγεται δὲ ϲκιμαλίζειν κυρίωϲ τὸ τῷ μικρῷ δακτύλῳ ἀποπειρᾶϲθαι, εἰ ᾠοτοκοῦϲιν αἱ ἀλεκτορίδεϲ. δυοῖν ὑπερανακειμένοιν ἐν πότῳ τοῦ Ζήνωνοϲ, καὶ τοῦ ὑπ αὐτὸν τὸν ὑφʼ ἑαυτὸν ϲκιμαλίζοντοϲ τῷ ποδί, αὐτὸϲ ἐκεῖνον τῷ γόνατι. ἐπιϲτραφέντοϲ δέ, τί οὖν, οἴει, τὸν ὑποκάτω ϲου πάϲχειν ὑπὸ ϲοῦ;

607 Σκίμπουϲ: κράββατοϲ· ἢ ϲκάμνοϲ. καὶ Σκίμποδοϲ. ἱερὸν [*](Σ) ϲκίμποδά φηϲιν Ἀριϲτοφάνηϲ ἐν Νεφέλαιϲ ἢ τὴν τῶν φιλοϲόφων [*](Ar.) καθέδρα ἢ τὸν κράββατον. φαϲὶ δὲ ϲκιμπόδιον ἰδίωϲ λέγεϲθαι τὸ χωλοκράββατον· ϲκιμβάζειν γὰρ τὸ χωλαίνειν παρὰ τοῖϲ παλαιοῖϲ. ἢ τὸ ϲκαμβοὺϲ ἔχοντα πόδαϲ.

608 Σκινδάλαμοι: τὰ τῶν καλάμων ἀποξύϲματα, ἢ ϲκόλοπεϲ. ἡ [*](Σ) ἐπεξεργαϲία τῶν ἀκριβῶν ϲκινδάλαμοι· τοῦτο δὲ ἐπὶ μὲν εὐθείαϲ ὀξύνεται, [*](Ar.) ἐπὶ δὲ τῶν πλαγίων παροξύνεται. ϲκινδαλάμουϲ οὖν λεπτολογίαϲ. Ἄριϲτοφάνηϲ Νεφέλαιϲ· λόγων ἀκριβῶν ϲκινδαλάμουϲ μαθήϲομαι. καὶ Σκινδαλμῶν παραξόνια· ϲκινδαλμὸϲ κυρίωϲ τὸ περὶ τὸν φλοιὸν τοῦ καλάμου ξέϲμα· παραξόνια δὲ οἷον κινδυνώδη καὶ παράβολα, περὶ τὸ τροχὸν ἑλκόμενα.

609 Σκινδαψόϲ: ὄργανον μουϲικόν. περὶ Ζήνωνοϲ τοῦ Κιτιέωϲ· [*](Prov.) ὁ δ’ ἔρρει γύργαθοϲ αὐτοῦ μικρὸϲ ἰών· νοῦν δ’ εἶχεν ἐλάϲϲονα ϲκινὁαψοῖο.