Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

548 Σκαιόϲ: ἀριϲτερόϲ, ἄφωνοϲ, κακόϲ. οὕτωϲ ἐκάλουν τοὺϲ [*](Ar.) ἀμαθεῖϲ καὶ δυϲπαρακολουθήτουϲ καὶ τοὺϲ μωρούϲ· ἀπὸ τῆϲ ϲκαιᾶϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ Nεφέλαιϲ· οὐκ εἶδον οὕτωϲ ἄνδρα ἀγροῖκον οὐδαμοῦ, οὐδ’ ἄπορον, οὐδὲ ϲκαιόν, οὐδ’ ἐπιλήϲμονα. καὶ αὖθιϲ Ἀριϲτοφάνηϲ· οὐ ϲκαιὸϲ ἦν ἄνθρωποϲ· ἀλλ’ ἠπίϲτατο γραὸϲ καπρώϲηϲ τἀφόδια κατεϲθίει. ἀντὶ τοῦ κολακεύειν καὶ ἐϲθίειν τὰ ἀναλώματα. καὶ αὖθιϲ· ὁ δὲ ἐν μὲν ταῖϲ ἐντεύξεϲι ϲκαιὸϲ ἦν, ἐν δὲ ταῖϲ πράξεϲι καὶ μάλα ἐϲ τοὐναντίον ἤπιοϲ καὶ τὸ ἀγχίνουν ἀποχρώντωϲ ἔχων. καὶ [*](Δ) Σκαιόθεν, ἐπίρρημα. λέγεται καὶ Σκαιοϲύνη παρὰ Ἀριϲτοφάνει.

[*](Ar.)

549 Σκαιότατον: ἀπαίδευτον. Ἀριϲτοφάνηϲ Νεφέλαιϲ· ϲκαιότατον γερόντιον.

[*](Σ)

550 Σκαιότηϲ: μωρία, ἀπαιδευϲία, ἀγριότηϲ, ἀπάτη.

[*](Δ)

551 Σκαιωρία: ἡ κακὴ βουλή.

[*](Σ)

552 Σκαίροντεϲ: χορεύοντεϲ, ϲκαρίζοντεϲ.

[*](Σ)

553 Σκεδάζει: ϲκορπίζει.

554 Σκεδάννυϲθαι.

[*](Δ)

555 Σκελετόϲ: ὁ ξηρόϲ.

[*](Ar.)

556 Σκελλίου υἱόϲ: ὁ Ἀριϲτοκράτηϲ. φηϲὶν οὖν Ἀριϲτοφάνηϲ· καὶ τὸν Σκελλίου βδελύττομαι. ἤγουν τὸν Ἀριϲτοκράτην. διὰ τὸν Ἀριϲτοκράτην οὕτω φηϲί, μιϲῶ τὴν ἀριϲτοκρατίαν, ὅτι καὶ τὸν Ἀριϲτοκράτην μιϲῶ· ὅτι κέκληται τῷ ὀνόματι τούτῳ.

[*](Ε)

557 Σκεμμούϲ: βουλάϲ, ϲκέψειϲ. τούτῳ δὲ τοῦ βαϲιλέωϲ κατεμήνυον τοὺϲ ϲκεμμτουϲ.

[*](Anth.)

558 Σκέπανον: ϲκέπη. καὶ πῖλον κεφαλᾶϲ οὐχ ὁϲίαϲ ϲκέπανον. λέγεται καὶ Σκέπαϲ. Καυϲίη, τὸ πάροιθεν Μακηδόϲιν εὔκολον ὅπλον, καὶ ϲκέπαϲ ἐν νιφετῷ, καὶ κόρυϲ ἐν πολέμῳ.

[*](547 ═ P cf. Eust O. 1469, 1; l. fr. com. ad. 1143 548 κακόϲ ═ P, Σa, Ba 365,15 cf. H, Zon. 1650, An. Ox. 2, 484, 20, Ps. Herodian. 122 et 163 οὕτωϲ— μωρούϲ sch. Ar. Nu. 629. οὐκ— ἐπιλήϲμονα Ar, Nu. 628— 9. οὐ— ἀναλώματα Ar. Pl. 1023 —24 c. sch. plenior. 1024 ὁ— ἔχων Dam. fr. 285 Ἀριϲτοφάνει. extat ap. Soph. Bhd. 549 — ἀπαίδευτον cf. sch. Ar. Nu. 629. ϲκαιότατον sq Ar. Nu. 790 550═ P, Ba 365,16 cf. H 551 cf. Ps. Herodian. 122, Zon.1653 552 ═ P, Ba 365,17 (in Σ 572) cf. sch. κ 412 553═ P, Ba 365, 23 cf. Zon. 1657 sch. 330, Erotian. 40, 17 555 ═ Ambr. 444 cf. Ps. Herodian. 122 ═ Zon. 1650 Et M. 716, 42 556 Ar. Av. 126 c. sch. 557 ϲκέψειϲ cf. Zon 1655 558 καὶ πῖλον — ϲκέπανον Anth 6, 298, 4, Καυϲίη sq. Anth. 6, 335, 12)[*](551 cf. 565 558 extr. cf. v. Κ 1139)[*](A(GFVM))[*](1 ἀρρύθμωϲ GM ἀρίθμωϲ V 2 ἐν τῇ ϲυνηθείᾳ] κοινώϲ G 5 Νεφέλαιϲ om. A cf vs.12 εἰδον] οῖδ’ A 6 καὶ αῦθιϲ] ὁ αὐτὸϲ G Ἀριϲτοφάνηϲ om. GF 9 δὲ ἐν μὲν GVM; μὲν ἐν A καὶ om. AV 10 ἔχον V 12 Νεφέλαιϲ om. AG cf. vs. 5 13 γέροντα F 15 Σκεωρία F Σκευωρία coll 565 temere Kust. βουλή] ἀπάτη ex vs. 14 temere Hemst. 16 ϲκαρίζοντεϲ om. F 554 om AF mg A 19 ὁ om. G 20 ὁ om GM οὖν om F 21 διὰ— 22 ἀριϲτοκρατίαν om. A mg. add, Ar 23 κέκτηται G 24 τούτῳ] τοῦτο F τοῦ FV. τοὺϲ AGM 25 τοὺϲ om. G M 26 κεφαλῆϲ G 27 Μακεδόϲιν FV, v l. K 1139 εὔκοιλον F)
375

559 Σκεπεινὸϲ τόποϲ.

560 Σκέπη: παρὰ Ἡροδότῳ θήκη, δέρμα.

561 Σκέρβολλε: λοιδόρει. μὴ ϲκέρβολλε πονηρά. τουτέϲτι μὴ λοιδόρει [*](Ar.) πικρά, μὴ ποίκιλλε. δηλοῖ δὲ ἡ λέξιϲ καὶ τὸ κερτομεῖν.

562 Σκευή: ὅπλιϲιϲ, ἢ ϲτολή. ὁ δὲ ἱερεὺϲ ϲκευὴν ἐϲκευάζετο τὴν [*](Hdt.) τοῦ δημίου, μεταλαβὼν ἀντὶ τῶν ϲεμνοτάτων τὰ οἴκτιϲτα. τὰ δὲ [*](Ε) πολλὰ τῶν θηρίων εἰϲ βάθοϲ νηξάμενα, τῆϲ θαλάϲϲηϲ αὐτοῖϲ εἰϲ τὰϲ [*](Ε) ϲκευὰϲ ἐμπεϲούϲηϲ, ἀπεπνίγη. ὁ δὲ Καρτερὸϲ τῆϲ τε ϲκευῆϲ τῇ [*](Ε) λαμπρότητι διαφέρων ἦν.

563 Σκεῦοϲ: χωρητικόν τινοϲ εἴδουϲ ἀγγεῖον. Πολύβιοϲ· ἦν δὲ ὁ [*](x +EV) Δαμοκλῆϲ ϲκεῦοϲ εὐφυέϲ, πολλὰϲ ἔχων ἀφορμὰϲ εἰϲ πραγμάτων οἰκονομίαν. καὶ Σκευοποιοῦντα τὸ πρᾶγμα· Ὑπερίδηϲ ἐν τῷ [*](Harp.) κατὰ Ἀντιθέτου. ἀντὶ τοῦ ϲκευωρούμενον καὶ καταϲκευάζοντα καὶ πλαττόμενον.

564 Σκευοφορεῖον. καὶ Σιτοφυλακεῖον· ϲκευοφυλάκιον δέ, καὶ [*](Δ) χαρτοφυλάκιον.

[*](suid.)

565 Σκευωρία: καταϲκευή, ἐπιβουλή, βλάβη.

[*](Σ)

566 Σκειρωθέντοϲ ἥ πατοϲ. Σκείρωμα γὰρ πάθοϲ περὶ τὸ [*](Σ) ἧπαρ ἀνίατον. διὰ τὸ ι γραπτέον.

567 Σκειρωνίδηϲ. ὄνομα πατρωνυμικόν.

[*](Δ)

568 Σκείρωνοϲ: ὄνομα λῃϲτοῦ. καὶ Σκειρωνὶϲ πέτρα, ἡ τραχεῖα. [*](Δ) καὶ διφορεῖται.