Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

1781 Σχετικῶϲ: οἰκειωτικῶϲ.

[*](Σ)

1782 Σχετλιάζει: δυϲχεραίνει, ἢ βλαϲφημεῖ.

[*](Σ)

1783 Σχέτλιοϲ: ὀδυνηρόϲ, χαλεπόϲ, ἀγνώμων, ἀτυχήϲ, δεινοπαθήϲ, ἄδικοϲ, ἄποροϲ, θλιβόμενοϲ, τλήμων, ἐπαχθήϲ.

[*](Phil.)

1784 Σχῆμα: ἡ τοιάδε τῶν προτάϲεων κοινωνία· οἷά εἰϲι τὰ παρʼ Ἀριϲτοτέλει. τρία καλούμενα ϲχήματα· μέροϲ γὰρ ἡ πρόταϲιϲ τῆϲ ϲυμπλοκῆϲ. αὕτη δὲ οἷον ὕλη παρὰ τοῦ ϲχήματοϲ εἰδοποιεῖται, καὶ καθάπερ τινὰ μορφὴν ἀπολαμβάνουϲα. τὴν πρὸϲ τὸ μέϲον ποιὰν ϲυνάρτηϲιν.

[*](Σ)

1785 Σχηματιζόμενοϲ: προϲποιούμενοϲ, ἢ ϲυνταττόμενοϲ. λέγεται καὶ Παραϲχηματίζειν, τὸ διεϲτραμμένα λέγειν.

[*](Σ)

1786 Σχήϲεϲθαι: ἐπιϲχεθήϲεϲθαι.

[*](1774 ═ P, Ba 378, 16 cf Zon. 1702 1775 — ἑτοίμου ═ P, Ba 378, 18 ταῦτα ἔοικε sch. Ar. Nu. 971 [Ar. r. 954] 1776 ═ P, Ba 378, 17, H 1778 ═ P, Ba 378,14, Et. Gen (═ Zon 1702) cf Et. M 739, 44, sch. Γ 15, H 1779 praeter τῶν κρεῶν Ar. Eq. 362 c. sch.; πλευριμαῖα τῶν κρεῶν cf. Theognost. 12, 5, P, H 1780 — ϲυνάφεια ═ P, Σa cf. sch. Luc. 32,18 Σχέϲιϲ alt — αἴϲθηϲιϲ fort in Greg.; φίλον cf. sch. Luc. 32, 21. ὡϲ πραγμάτων Greg. Naz. PG 36, 80 b 1781 ═ P, Σa, H 1782 ═ P, Σa, Et. M. 740, 33 cf. Ba 378, 15. H, Ambr. 1092 1783 ═ P, Ba 378,19 cf. Et Gen., Et. M 740, 27, Apion 3p Ap. S. 148, 1, Apion, H, sch. Κ 164, An Ox 2, 484, 17, Ambr 1079 1785 — ϲυνταττόμεοϲ Tim. ═ P, Et. M. 740, 34 cf H, Phryn. p. 119, 8, sch. Hermiae in Pl. Phaedr. 255a 1786 ═ P, Ba 378, 23 cf. sch. 235, Ap. S. 148, 10, H)[*](1775 Ar. cf. v. Φ 761, extr. cf. 1772 et v. Ε 3258 1785 init. cf. v. Ε 3260)[*](A(GFVM))[*](6 πέραϲ V. Σχεδὸν ϲημαίνει τὸ ἐγγύϲ, πληϲίον, πέλαϲ ἢ ἐκ χειρόϲ. γίνεται παρὰ τὸ ϲχέθω, τὸ κωλύω, ϲχεδόν. ἐτυμολογεῖται δὲ παρὰ τὸ ϲχέϲιν ἔχειν ἄλλον. πρὸϲ ἄλλοϲ mg. add. F ═ Et. M. 739, 45 7 Σχελεῖδεϲ cett. A V 9 Σχέϲιϲ alt.]  nov. gl. G 10 πατρὸϲ πρὸϲ F V; πρὸϲ πατρὸϲ GM πρὸϲ A 11 ϲχέϲιϲ προϲείρηται πρὸϲ δὲ τί εἰϲι F 13 μόνον AFV 15 καὶ om. F 21 παρ᾿ ] περὶ V 24 25 ϲυνάντηϲιν G 28 Σχήϲεϲθε ἐπιϲχεθήϲεϲθε A Fac VM cf. Ap. S.)
491

1787 Σχήϲειν: ἀνθέξειν.

[*](Σ)

1788 Σχήϲουϲι: ϲχῶϲι, κρατήϲουϲιν, ὑφέξουϲι.

[*](Σ)

1789 Σχίδακαϲ: ϲχίζαϲ. 

1790 Σχίζαϲ: κυρίωϲ ἔλεγον οἱ παλαιοὶ τὰ ἐπὶ ταῖϲ θυϲίαιϲ τιθέμενα [*](Ar.) ξύλα· ὡϲ καὶ Ὅμηροϲ· καῖε δ’ ἐπὶ ϲχίζαιϲ ὁ γέρων.

1791 Σχίζω· αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)

1792 Σχίζουϲα: ἡ ὁδόϲ, ἢ τρίοδοϲ.

1793 Σχῖνον διατρώγειν: ἐπὶ τῶν καλλωπιζομένων καὶ λευκαινόντων [*](Prov.) τοὺϲ ὀδόνταϲ. ὅθεν καὶ ϲχινοτρὼξ λέγεται ὁ τοιοῦτοϲ. ἐπὶ τῶν καλλωπιζομένων. διὰ γὰρ τὸ λευκαίνειν τοὺϲ ὀδόνταϲ ἤϲθιον ϲχῖνον. καὶ Σχινέλαιον.

[*](Δ)

1794 Σχίϲιϲ: ἡ Τρίκκη. ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

1795 Σχολάζειν καὶ ϲχολὴν ἄγειν, οὐκ εὐκαιρεῖν λέγουϲιν Ἀττικοί.

[*](Σ)

1796 Σχολάζω· δοτικῇ.

1797 Σχολάριοι,   γφ΄ ἐπὶ φυλακῇ τοῦ Παλατίου ἦϲαν τεταγμένοι, [*](Ε) ἀριϲτίνδην ἀπολεχθέντεϲ ἐξ Ἀρμενίων, οἷϲ ϲυντάξειϲ ἀνέκαθεν πλείουϲ ἢ τοῖϲ ἄλλοιϲ ἅπαϲι τὸ δημόϲιον ἐχορήγει.

1798 Σχολαρχήϲαϲ: ϲχολῆϲ ἄρξαϲ, τουτέϲτι διατριβῆϲ περὶ Ἐπικούρου [*](x+ Hesy.) φηϲί.

1799 Σχολαῖον: ἀργόν, διατριβὴν ποιούμενον. καὶ ϲχολαίτερον ἢ [*](Σ) ϲχολαιότερον, τὸ ἠρεμαιότερον. ὁμοίωϲ καὶ ϲχολαιότηϲ. καὶ Σχολαῖοϲ, [*](Δ) ὁ ἀργόϲ· καὶ Σχολαιότηϲ. καὶ ὁ Μακεδονικὸϲ ἄρχων [*](Ε) οὐ διὰ ϲχολαιότητοϲ ἀφικνεῖται. ἀντὶ τοῦ οὐκ ἀργίαϲ.

1800 Σχολαίτερον: ἀργότερον. μαϲτιγοφόροι τε παριόντεϲ ἐπετάχυνον [*](Σ + Ε) τῆϲ ὁδοῦ τοὺϲ ϲχολαίτερον προϲιόνταϲ. ὁ δὲ ἀπεφθέγγετο [*](Ε) παροιμιῶδέϲ τι καὶ βαρβαρικόν τε καὶ ἀφελέϲ, ἐνεργὸν δὲ ὅμωϲ καὶ χρήϲιμον· ὡϲ δεῖ πρότερον ἀποϲοβεῖν τὰϲ μελίτταϲ, καὶ ἔπειτα τὸ μέλι ϲχολαίτερον αἱρεῖϲθαι. Σχολαιότηϲ λέγεται ἡ μέλληϲιϲ, καὶ ἡ ἐπιμονή. Θουκυδίδηϲ· ἡ δὲ ἐν τῷ Ἰϲθμῷ γενομένη ἐπιμονὴ καὶ [*](Ε) κατὰ τὴν ἄλλην πορείαν ἡ ϲχολαιότηϲ διέβαλεν αὐτόν.

[*](1787 ═ P, Σᵃ, Ba 378, 22 cf sch Μ 4, H 1788 ═ P, Ba 378, 24 cf. Ap. S 148, 11, H, sch. Λ 819, Ambr. 1098, Ps. Herodian. 130 1789 cf. Et. M. 741, 18 (in 1 Reg 18, 33) 1790 sch. Ar. Pac. 1024; Α 462 1791 ═ Synt. Laur. et Gud. 1793 -τοιοῦτοϲ cf. Zen. V 96. ἐπὶ alt. — ϲχῖνον cf. H; P ═ Et. M. 740, 47 1794 aliter Ambr. 1087 ═ Zon. 1700 1795 ═ P, Ba 379, 6 cf. Moer. 196, 5 Thrym. Ecl. 125, Thom. 327,14 1796 ═ Synt. Laur. et Gud 1797 Proc. h. A. 24, 15 —16 1799 — ϲχολαιότηϲ pr. ═ P, Σa cf.  Ba 379, 3, Et. M. 741, 3, Et. Gen, H; ϲχολαιότερον ═ Ambr. 1089 1800 μαϲτιγοφόροι —προϲίονταϲ Thuc. 4, 47, 3 ὅ — αἱρεῖϲθαι Agath. 3, 6, p. 149, 1 ἡ sq. Thuc. 2, 18, 3)[*](1795 cf. 1802 1798 cf. vv. 3261 et 2404 1800 Agath. cf. v. Α 4576)[*](2 ϲχῶϲι om. F ὑφέξονται V ἐφέξουϲι Phot. Ba 3 Σχίδακαϲ om. FV A(GFVM) 1790 non nov gl. AF GM 7 καὶ Σχίζουϲα GM 8 ἐπὶ— 9 τοιοῦτοϲ om. F 9 ἐπὶ— 11 ϲχῖνον om. A 9. 10 ἐπὶ τῶν καλλωπιζομένων om. G 12 Τρίκη FV, καὶ add F 13 οἱ Ἀττικοί FV 15 γ om. FV Παλ(λ)ατίου e Proc. Kust.; Παλατ᾿  V Παλλαντ’ A Πάλαντοϲ G Πάλλαντοϲ FM 16 ἀνέκαθε AF 21. 22 ϲχολαιότηϲ καὶ Σχολαῖοϲ] ϲχολαίτηϲ καὶ ϲχολαίτηϲ A 22 καὶ Σχολαιότηϲ del. ed. pr. 23 οὐκ] οὐ δι᾿  Bhd. 24 Σχολαιότερον F μαϲτιγοφόροι— 30 αὐτόν om. F 26 τε] τι G 28 Σχολαιότηϲ nov. gl. G)