Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ)

1741 Σφήξ, ϲφηκόϲ εἶδοϲ μελιϲϲῶν. Σφὶγξ δέ, Σφιγγόϲ.

[*](1729 ═ P, Ba 377, 26 (in α 274) cf. H, sch. α 7 1730 αἰτιατικῇ ═ Synt. Laur. cf. Gud. λαμβάνει sq. ═ P, Ba 377, 27 cf. Et M. 738, 31, H 1731 ═ P, Ba 377, 28, Σa cf. H; ἴδιον ═ Zon. 1696 cf. sch. α 274 1732 — ζῴου aliter Ambr. 1060 ὥϲπερ sq. Ar. Lys. 475 c. sch. 1733— ϲκληροί sch. Ar. Pl 561 κάτιϲχνοι ἔχουϲιν ═ Et. Gen., Et. M. 738, 40 cf. P μέγαν — φαϲί Ar. Pl. 301 c. sch. cf. P ═ Et M 738, 39 1734 cf. Ambr. 1063 aliter sch. Ar. Pac. 1216 1737 ═ P, Ba 377, 29 cf. H, Zon. 1698, Ambr. 1067 1739 ═ Ambr. 1040 cf. Ps. Herodian. 129 1740 Σφηνούμενοϲ sq. ═ P, Et. M. 738, 43 cf. H 1741 cf. Ps. Herodian. 129)[*](1728 ex v. B 83 1733 hinc Eust. l 897, 58 (falso Paus. Att fr. 160 adhibitum) sec. Mentzel. ὅτι sq. ex v. B 453 1740 cf. v. T 588)[*](A( GFVM))[*](1728 om. AF 4 τῷ] τὸ G 5 ἑαυτῷ F 10 καὶ om. G 14 λαγαροὺϲ] ἤγουν τοὺϲ ὑποκένουϲ mg. add. M cf. v. Λ 13 15 φαϲί] Ἀριϲτοφάνηϲ Πλούτῳ· (561) παρ᾿  ἐμοι δ’ ἰϲχνοὶ καὶ ϲφηκώδειϲ add. G λύϲιϲ— 16 μελιϲϲῶν om. AF mg. A 1735 om. V, Σφηκῶνεϲ Bhd. 19 καταλαβών F προϲουδίϲ cp. A 20 οὖτοϲ] οὕτωϲ ed.᾿  pr. 21 τοὺϲ om. V 22 διαβλάψαι F 25 ἐπὶ] ἐπὶ τὸ G 28 ϲφηκόϲ om. AFV Σφὶγξ δέ, ϲφιγγόϲ om. AF)
487

1742 Σφῇϲι: θηλυκόν. ἀντὶ τοῦ αὐταῖϲ. Σφίϲι δὲ ἀρϲενικόν.

[*](Δ)

1743 Σφήττιοϲ: ὄνομα κύριον. καὶ Σφήττιοϲ, δῆμοϲ.

1744 Σφηττοῖ: Δημοϲθένηϲ τῆϲ Ἀκαμαντίδοϲ ὁ Σφηττόϲ.

[*](Harp.)

1745 Σφιγανόν: πολεμικόν.

[*](Σ)

1746 Σφιγγὸϲ πράγματα παρέχων πολλὰ ἐπὶ πολλαῖϲ ταῖϲ ζητήϲεϲι τῶν ἀτόπων τούτων αἰνιγμάτων, οὐ τῆϲ Καδμείαϲ Σφιγγόϲ, ἀλλὰ Σφιγγὸϲ μέν τινοϲ ἀτεχνῶϲ, ἔτι δὲ θειοτέραϲ καὶ πολὺ ϲοφωτέραϲ.

1747 Σφίγξ· ζήτει ἐν τῷ Οἰδίπουϲ.

1748 Σφίγγω· αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)

1749 Σφίν: αὐτοῖϲ. καὶ ἀντὶ τῆϲ οἷ ἀντωνυμίαϲ παρὰ Σοφοκλεῖ· [*](Σ) ἔδει γὰρ τελεϲφόρον χάριν δοῦναι ϲφίϲιν. οἱ αὐτῷ.

[*](Soph.)

1750 Σφίϲιν: αὐτοῖϲ, ἢ τοῖϲ ἑαυτῶν.

[*](Σ)

1751 Σφοδελὸν τὸν ἀϲφόδελον καλοῦϲι, τὸ α ἀφαιροῦντεϲ, ὡϲπερ καὶ ἐπʼ ἄλλων· [*](Suid.) μαυρὸν γὰρ τὸ ἀμαυρόν.

1752 Σφοδρίαϲ, ϲτρατηγὸϲ Λακεδαιμονίων. φαϲὶ δὲ αὐτὸν εὐήθη τε [*](Harp.) εἶναι λίαν καὶ κοῦφον πρὸϲ τὰϲ ἐλπίδαϲ.

1753 Σφοδροῦ: λαμπροῦ, πολυδαπάνου. ϲφοδροῦ τε πότου γενομένου, [*](Ε) ἐνεδρεύων ὁ Παρϲώνδηϲ αὐτὸϲ μὲν ὀλίγον ἔπινεν, ἐκείνοιϲ δὲ πολὺν ἐγχεῖν τῷ θεράποντι ἐκέλευε.

1754 Σφῶε καὶ Σφῶϊν.

[*](Δ)

1755 Σφῶν: αὐτῶν. ἢ ὑμᾶϲ, ἰδίουϲ, ἰδίαϲ.

[*](Σ)

1756 Σφωράκιοϲ.

[*](Suid.)

1757 Σφραγίϲ, ϲφραγῖδοϲ: τὸ ἐπιϲημαῖνον διὰ χαρακτήρων τὰ φυλαττόμεα. ὁρῶϲα ἡ Ταρπηΐα ϲφραγῖδαϲ ἀπὸ χρυϲοῦ καὶ ψέλια ταῖϲ [*](Ε?) χερϲὶν ἐπεθύμηϲε τοῦ χρυϲοῦ. καὶ Σφραγιδονυχαργοκομήταϲ, [*](Ar.) [*](1742 cf Ps. Herodian. 129 et 266; — αὐταῖϲ ═ Ambr. 1057, Zon. 1696 cf. H 1743 — κύριον ═ Ambr. 1047, Zon. 1695 1744 Harp. cf. P ═ Et. M. 738, 44 1745 ═ P 1746 Aeliano attr. Valck., verisimilius Dam. Bhd., sed fort. recentioris aevi est 1748 ═ Synt. Laur. et Gud. 1749 αὐτοῖϲ ═ P, Ba 377, 25 cf. H, sch A 110 ἀντὶ sq. sch. Soph. OG 1490 1750 ═ P, Ba 378, 1, H; — αὐτοῖϲ ═ Ambr. 1043, Zon. 1695 1752 Harp. ═ P 1753 ϲφοδροῦ sq. Nic. Dam attr. Vales. cf. ad F Gr Hist 90 p. 335 1754 Σφῶϊν cf. Ambr. 1044 1755 ═ P, Ba 378, 8 cf. Zon. 1696, H 1756 cf. Ambr. 1048 1757 — ϲφραγῖδοϲ ═ Ambr 1058 ὁρῶϲα —χρυϲοῦ alt. Dionys. Hal. 2, 38, 3 contulit Sylburg. App. Reg attr. de Boor, Byz. Zt. 23, 96,1 Σφραγιδονυχαργοκομήταϲ sq. sch. Ar. Nu. 332 cf. H) [*](1742 cf 1749—50, 1755, v. Π 453 1749 cf. 1742 cett Soph. cf. v. Ω 222 1750 cf. 1718, 1742 cett, v. Π 453 1751 ex v. A 1627 1753 cf. v. Π 2142 1755 cf. 1742 cett. 1756 ex 962) [*](1 Σφίϲι δὲ ἀρϲενικόν om. AF 2 Σφήτιοϲ pr. APV καὶ — δῆμοϲ om. AF A(GFVM) 3 Δημοϲθένηϲ] δῆμοϲ Eust., Harp. Phot. Et. ὁ] ἡ A 6 οὐ ante τῶν transpos. Bhd. 7 δὲ om. F 1751 om. AFmg. Ar post 1753 V post 1752 Mac 13 τὸν] τὸ G καλοῦϲι om. G 13, 14 καὶ ἐπ’ ἄλλων om. V, ἐπ’ ἄλλων om. Ar 14 γὰρ om. Ar V ἀμαυρόν] καὶ ϲφοδελὸν τὸν ἀϲφόδελον καλοῦϲι add. M 15 Λακεδαιμονίαϲ cp. A 17 τε] δὲ Π 2142 δὲ τοῦ Jacoby 19 τῷ θεράποντι ἐγχεῖν πολὺν G 21 ἢ sq. non suo loco sec Kust. ἡμᾶϲ G ὑμῖν ss. M 1756 om. AF post 1753 V 23 ϲφραγῖδοϲ om AFV add. Ar 24 ὁρῶϲα— p. 488, 5 Νεφέλαιϲ om. F)

488
τοὺϲ κόμαιϲ καὶ περιττοῖϲ δακτυλίοιϲ τὰϲ χεῖραϲ κοϲμουμένουϲ μέχρι τῶν ὀνύχων ὑπὸ τῶν δακτυλίων ϲκέπεϲθαι τοὺϲ δακτύλουϲ. ἢ καὶ τοὺϲ τῶν ὀνύχων, ἐπιμελουμένουϲ καὶ ὁϲημέραι ξέονταϲ αὐτοὺϲ τοῦ ἐκλάμπειν ἄγαν· ὃ πάϲχουϲιν οἱ τῷ καλλωπίζειν ϲχολάζοντεϲ μόνον. Ἀριϲτοφάνηϲ Νεφέλαιϲ.

[*](Σ)

1758 Σφριγῶν: νεάζων, αὔξων, ϲφύζων, βράζων, εὐϲωματῶν, ἀκμά [*](Ar.) ζων, ἀνθῶν. ὡϲ δ’ εὐχροεῖϲ, ὡϲ δὲ ϲφριγᾷ τὸ ϲῶμά ϲου, κἂν ταῦρον [*](Ε) ἄγχοιϲ. ἀντὶ τοῦ εὐϲωματεῖϲ. νεάζοντόϲ τε καὶ τῇ ἀκμῇ τῆϲ [*](EL) ἡλικίαϲ ϲφριγῶντοϲ τὸ ϲῶμα. καὶ αὖθιϲ· οὕτω μὲν ἐϲφρίγα ὁ πόλεμοϲ. [*](Ar.) Ἀριϲτοφάνηϲ Νεφέλαιϲ, περὶ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ. εὐϲωματεῖ [*](Σ) γὰρ καὶ ϲφριγᾷ. τουτέϲτιν ἰϲχυρότερόϲ μου ἐϲτί. καὶ Σφριγῶντεϲ, ἀκμάζοντεϲ.

[*](Σ)

1759 Σφρυγμόϲ: φλεγμονή, παλμόϲ, ζέϲιϲ φλεβὸϲ ἢ ἀρτηρίαϲ.

[*](Σ)

1760 Σφύζει: ἐπείγει· ἢ αἱ φλέβεϲ ἅλλονται. ἐπὶ ταῦτα δὲ [*](Ε) αὐτοῖϲ ϲφύζουϲι καὶ ἀνεϲτηκόϲι ϲυνάπτουϲι μάχην. καὶ Πιϲίδηϲ· ϲφύζειϲ, Ἀχιλλεῦ, καὶ μεθύϲκῃ τὰϲ φρέναϲ.