Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1721 Σφαιρίζω: τὸ τῇ ϲφαίρᾳ παίζω. φιλονείκωϲ γὰρ οἱ ϲφαιρίζοντεϲ [*](Δ) παίζουϲι.

1722 Σφαιρωτήρ: ϲανδαλίου ζινίχιον. οἷον τὸ λωρίον τοῦ [*](Σ) ὑποδήματοϲ.

1723 Σφεδανῶν: ϲτερρῶν, ἰϲχυρῶν. ὄμμα δ’ ἐλίξαϲ βρυχᾶτο ϲφεδαῶν [*](Anth.) ὄβριμον ἐκ γενύων.

1724 Σφενδάμνινοι: ἰϲχυροί· τοιοῦτο γὰρ τὸ τῆϲ ϲφενδάμνου [*](Ar.) ξύλον· ἀντὶ τοῦ ϲφενδονῆται, τὸ δὲ ϲφενδάμνινοι ταὐτόν ἐϲτι τῷ πρίνινοι· ϲφένδαμνοϲ γὰρ εἶδοϲ ξύλου ϲκληροῦ. ἔϲτι δὲ καὶ εἶδοϲ καννάβεωϲ ἡ ϲφένδαμνοϲ· ἡ γὰρ ϲφενδόνη ἀπὸ καννάβεωϲ γίνεται.

1725 Σφενδονᾶϲθαι: ἀπορρίπτεϲθαι.

[*](Σ)

1726 Σφενδόνη: τοῦ δακτυλίου ἡ περιφέρεια· καὶ ἡ εἰϲ λίθου [*](Σ) βολὴν ἐπιτηδεία χρῆϲιϲ. ὅτι Κῦροϲ τοὺϲ πολλοὺϲ τῶν Λυδῶν ϲφενδονᾶν [*](Ε) ἐκέλευϲεν, ὡϲ τὸ ὅπλον τοῦτο δουλικώτατον εἶναι νομίζων· ϲὺν μὲν γὰρ ἄλλῃ δυνάμει μάλα ἔϲτιν ἔνθα ἰϲχυρῶϲ ὠφελοῦϲι ϲφενδονῆται παθόντεϲ· αὐτοὶ δὲ καθ’ ἑαυτοὺϲ οὐδ’ ἂν οἱ πάντεϲ ϲφενδονῆται μείνειαν πάνυ ὁμόϲε ὀλίγουϲ ἰόνταϲ ὅπλοιϲ ἀγχεμάχοιϲ. καὶ Σφενδονῶ· [*](Synt.) αἰτιατικῇ.

1727 Σφενδόνηύγου· ζήτει ἐν τῷ Γύγου δακτύλιοϲ.

[*](1715 cf. H;— ἀποτυχών ═ P, Ba 377, 20 Σφαλεῖεν cf. Zon. 1697 1716 ═ Synt. Laur. et Gud. 1717 ═ P, Ba 377, 21, Et. M. 737, 55 cf. Ap. S. 147, 28 1718 ═ P, Σᵃ, Ba 377, 23 cf. H 1719 καὶ ϲχίζαϲ—ἀείβολον Anth. 6, 282, 5 Σφαιρηδόν, διὰ ϲφαίραϲ cf. sch. G 204 1721 l. ═ Ambr. 1073 φιλονείκωϲ sq. Artem 4, 69 1722 ═ P, Ba 377, 10, Lex. rhet. ap. Et. M. 738, 9 cf. H; gl sacra 1723 ὄμμα sq. Anth. 6, 219,11 —2 1724 sch. Ar. Ach. 181 1725 ═ P, Ba 377, 24 1726 — χρῆϲιϲ Tim. ═ P cf. Et. M. 738, 35, H ὅτι — ἀγχεμάχοιϲ Xen. Cyr. 7, 4, 15 Σφενδονῶ sq. ═ Synt. Laur. et Gud.)[*](1718 cf 1750 1719 vs. 8 τὴν δὲ sq. ex v 0 670 1720 ex v. A 1817 1722 cf. v. Z 101)[*](1 Σφαλεῖεν] Σφαλεῖται G 7 καὶ ϲχίζαϲ om. G 8 διὰ] διὰ τῆϲ G A(GFVM) τὴν alt.— 9. 10 ϲυϲφαιριϲτήϲ om. AF 8 δὲ om. GV 9 ἔπαιζεν GM 1720 om A mg. Ar 11 Σφαῖρα om. ArV 18 ὄμβριμον GF 19 τοιοῦτον G τῆϲ om. FV 20 τῷ] τὸ AFV 21 ὑγροῦ ante ϲκληροῦ add. A 22 ϲφενδόνη] ϲφενδάμνη A 25 ὅτι— 31 δακτύλιοϲ om. F 27 ϲφενδονῆϲαι A 2S παρόντεϲ MYP, Χen. 28. 29 μείνειεν A μείνοιεν μείναντεϲ G 29 ἰόνταϲ] ἵωναϲ V; τοὺϲ ἴωναϲ λέγει mg. add. M καὶ M; om. G)
486
[*](Suid.)

1728 Σφενδονῆται· Βαλιαρίδων νήϲων ϲφενδονῆται εὔϲτοχοι.

[*](Σ)

1729 Σφέτερα: τὰ ἑαυτῶν.

[*](Σ)

1730 Σφετερίζεται· αἰτιατικῇ. λαμβάνει, ἰδιοποιεῖται.

[*](Σ)

1731 Σφέτερον: τὸ ἑαυτῶν, ἢ τὸ ἴδιον. καὶ Σφετέρῳ, τῷ ἑαυτῶν.

[*](Δ)

1732 Σφηκιά: εἶδοϲ ζῴου. καὶ παροιμία· ὥϲπερ ϲφηκιὰν βλίττῃ [*](Ar.) με κἀρεθίζει. Ἀριϲτοφάνηϲ. ἀπὸ τῶν μελιττῶν μετενήνοχε· βλίττειν γὰρ τὸ ἐκπιέζειν τὸ μέλι.

[*](Ar.)

1733 Σφηκώδειϲ: ϲκληροί. κάτιϲχνοι τοῖϲ ϲώμαϲι· καὶ γὰρ οἱ [*](Σ)ϲφῆκεϲ τὴν κοιλίαν ἐπιϲυνηγμένην ἔχουϲιν. καὶ Ἀριϲτοφάνηϲ [*](Ar.) Πλούτῳ· μέγαν λαβόντεϲ ἡμμένον ϲφηκίϲκον. ξύλον ὠξυμμένον· ἐπεὶ καὶ ὁ ϲφὴξ ὀξὺϲ ἐκ τῶν ὄπιϲθεν. ἐπιτετήδευται ἡ λέξιϲ παρὰ τὸν ϲφῆκα· τὰ γὰρ μικρὰ τῶν ξύλων καὶ εἰϲ ὀξὺ ϲυνηγμένα ϲφηκίϲκουϲ καλοῦϲιν· ἐπεὶ καὶ τοὺϲ λαγαροὺϲ τοῖϲ ϲώμαϲιν ἀνθρώπουϲ καὶ μὴ on. προκοιλίουϲ ϲφηκώδειϲ φαϲί. λύϲιϲ ὀνείρου ϲφῆκεϲ φανεῖϲαι δυϲμενῶν [*](Suid.) εἰϲι βλάβαι. ὅτι ἵπποι ϲφηκῶν γένεϲιϲ, ταῦροι δὲ μελιϲϲῶν.

[*](Δ)

1734 Σφήκωμα: τὸ λεπτὸν ϲχοινίον.

[*](Δ)

1735 Σφηκῶντεϲ.

[*](Ε)

1736 Σφήλαϲ: καταβαλών, προϲουδίϲαϲ. ὁ δὲ ϲφήλαϲ ἐπὶ τὴν γῆν τὸν ἄνθρωπον, ἐπιβοηθηϲάντων ἐκείνῳ τῶν οἰκείων, οὕτοϲ αὐτὸϲ πάλιν ἐπανῆλθε πρὸϲ τοὺϲ Ῥωμαίουϲ.

[*](Σ)

1737 Σφῆλαι: πλανῆϲαι, βλάψαι, ἀπατῆϲαι.

[*](Δ)

1738 Σφῆλοϲ: ὂνομα κύριον.

[*](Δ)

1739 Σφήν, ϲφηνόϲ: τὸ ϲφηνάριον.

[*](Hasy.)

1740 Σφηνωθείϲ· Τιμαγένηϲ οὗτοϲ κληθεὶϲ ἐπὶ δεῖπνον καὶ ϲφηνωθεὶϲ [*](Σ) ἀπέθανεν. καὶ Σφηνούμενοϲ, ϲτρεβλούμενοϲ, βαϲανιζόμνοϲ.